Μελανησία, μέρος 3ο

1995
Ο στόλος - φάντασμα - στο λιμάνι της Rabaul, ο ύφαλος South Ema και κατάδυση στο "μαγικό πέρασμα" στη Madang.

Το απρόσιτο νησάκι

Μετά την κατάδυση πήγαμε κοντά στο νησάκι Kimbe που βρίσκεται σχεδόν καταμεσής του μεγάλου κόλπου Kimbe bay (τον οποίον οι παλιοί γερμανοί άποικοι ονόμαζαν κόλπο Stettin, από το όνομα του λιμανιού της Βαλτικής). Το νησί απείχε 1 ώρα και 15 έως 30 λεπτά από κάθε παραλία του κόλπου με το ταχύπλοο σκάφος. Ήταν απόκρημνο και καταπράσινο. Αυτό σήμαινε ότι όχι μόνο δεν φαινόταν ούτε σπιθαμή εδάφους αλλά ούτε καν ίχνος ακάλυπτου κορμού δένδρου. Ήταν τόσο πυκνοί οι θάμνοι και τόσο πολλά τ' αναρριχόμενα φυτά, που κάλυπταν τα πάντα. Δεν μπορούσε να αποβιβασθεί κανείς εκεί, γιατί δεν είχε πού να πατήσει!

Όπως ήταν φυσικό, φάγαμε το μεσημεριανό μας φαγητό μέσα στο σκάφος. Αν και είχαμε αγκυροβολήσει κάπου 200 μέτρα μακριά, έφθαναν μέχρις εμάς οι ήχοι που έκαναν τα πουλιά, ιδίως τα αγριοπερίστερα. Πρέπει να ήταν πολλές εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες. Έτσι όπως ήταν διαμορφωμένη η επιφάνεια του νησιού δεν κινδύνευαν από κυνηγούς!

Η δεύτερη κατάδυσή μας έγινε ακριβώς στο σημείο αυτό. Η κορυφή του υφάλου έφθανε μέχρι 6 έως 10 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Υπήρχαν παντός είδους σκληρά κοράλλια και χίλια δυο διαφορετικά ψάρια, όπως clown κρυμμένα μέσα σε ανεμώνες, saddle butterfly, ornate butterfly, royal angel, 4-eyes butterfly, surgeon κ.λπ. [Για τα ψάρια των τροπικών θαλασσών οι δύτες χρησιμοποιούν συνήθως τις αγγλικές ονομασίες, που είναι απλούστερες από τις (λατινογενείς) επιστημονικές]. Από μεγάλα ψάρια είδα barracuda κι έναν καρχαρία που περιφερόταν στα ρηχά, δηλαδή στο σχεδόν επίπεδο επάνω μέρος του υφάλου.

Η κατάδυση ήταν εύκολη και σε μικρό βάθος, γι' αυτό κολυμπούσαμε και κινούμαστε ο καθένας ανεξάρτητα, όχι όλοι μαζί ή σε ζευγάρια όπως συνήθως. Συναντιόμασταν, όμως, αρκετά τακτικά, καθώς ο ύφαλος δεν είχε και πολύ μεγάλη έκταση. Την ώρα που συνάντησα τον καρχαρία ήμουν μόνος μου. Λίγο αργότερα είδα ένα καλοθρεμμένο pufferfish με πλατύ κεφάλι και μεγάλα προεξέχοντα μάτια. Κατάφερα να πιάσω λίγο την ουρά, αλλά μου ξεγλίστρησε από το χέρι και έφυγε μακριά! Δεν είχα συναίσθηση πόσο παράτολμο ήταν αυτό που έκανα

Όταν ανεβήκαμε στο σκάφος, ο divermaster, ο Μάικλ, μού διηγήθηκε ότι ένα pufferfish δάγκωσε κι έκοψε τελείως το δάχτυλο κάποιου δύτη που το πήρε αγκαλιά...


Ο στόλος - φάντασμα

Μετά το δείπνο μίλησα με τον Frank, ο οποίος είχε σχολή και σκάφος καταδύσεων στη Rabaul πριν γίνει η έκρηξη των δύο ηφαιστείων Tavurnur και Vulcan, τον Σεπτέμβριο του 1994. Μου περιέγραψε τη φοβερή καταστροφή που έγινε στην περιοχή. Ο ίδιος, μάλιστα, υπέστη οικονομική συμφορά. Παρόλο ότι έχει ήδη περάσει πάνω από ένας χρόνος, ελάχιστα πράγματα είχαν αποκατασταθεί. Μου είπε ότι πραγματοποίησε μερικές ανιχνευτικές καταδύσεις στα γνωστά του μέρη. Βρήκε τα περισσότερα ναυάγια καλυμμένα από παχύ στρώμα στάχτης και άλλων ηφαιστειογενών υλικών, που σε αρκετά σημεία ξεπερνούσε το μισό μέτρο. Δύο από τα ναυάγια στα οποία καταδυόταν συχνά δεν κατόρθωσε ούτε καν να τα εντοπίσει! Υπάρχει το ενδεχόμενο ν' άνοιξε κάποιο υποθαλάσσιο ρήγμα με τη δράση των ηφαιστείων και να κατακρημνίστηκαν εκεί μέσα! Στα ναυάγια που εντόπισε, η επικάθιση της στάχτης, της λάσπης και της λάβας είχε καλύψει όχι μόνο τις επιφάνειες αλλά και όλα τα ευρήματα, το περιεχόμενό τους και τη θαλάσσια ζωή (κοράλλια, σφουγγάρια, ανεμώνες κ.λπ.) που αναπτυσσόταν επάνω τους επί μισό αιώνα! Δυστυχώς, το πρόβλημα δεν μειώθηκε ούτε από τη φυσική κυκλοφορία του νερού της θάλασσας, δεδομένου ότι το λιμάνι της Rabaul βρίσκεται μέσα σ' ένα κλειστό φυσικό κόλπο, γεγονός που δεν διευκολύνει την ανανέωση των νερών. Η ειρωνεία ήταν ότι αυτή ακριβώς η ιδιομορφία συνέβαλε αποφασιστικά στη δημιουργία του βυθισμένου «στόλου-φάντασμα». Γιατί η αμερικανική αεροπορία πέτυχε να βυθίσει ένα γιαπωνέζικο πλοίο την ώρα που βρισκόταν στο στενό σημείο κι έμπαινε μέσα στο λιμάνι, με αποτέλεσμα να φράξει τελείως τη δίοδο για τη ναυσιπλοΐα. Έτσι, το ασφαλέστατο λιμάνι της Rabaul μετατράπηκε σε θανάσιμη παγίδα για όλα τα σκάφη που βρίσκονταν μέσα! Κλείστηκαν σαν ποντίκια μέσα στη φάκα κι έμειναν στο έλεος της αμερικανικής αεροπορίας, που άρχισε να τα σφυροκοπεί ανηλεώς επί μέρες. Τότε καταστράφηκε ολόκληρος ο ιαπωνικός στόλος της περιοχής μέσα στη Rabaul, τη μεγαλύτερη ναυτική βάση του Νότιου Ειρηνικού.

Όλες οι ενδείξεις οδηγούσαν στο συμπέρασμα πως θα έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να ξαναγίνει η Rabaul ο παράδεισος των ναυαγιο-καταδύσεων, όπως ήταν μέχρι ένα χρόνο πριν το ταξίδι μου. Και είναι σχεδόν βέβαιο ότι ποτέ πια δεν θα ξαναφτάσει την παλιά του ομορφιά, αίγλη και πληρότητα ο βυθισμένος της κόσμος. Ήταν τυχεροί όσοι πρόλαβαν να τον αντικρύσουν σ' όλο το μεγαλείο του...

Ο Frank εγκατέλειψε οριστικά τη Rabaul και μετέφερε ό,τι μπόρεσε να περισώσει από τον εξοπλισμό του και το σκάφος του «Manta» στο Walindi κι προετοιμαζόταν για να αρχίσει καταδυτικά ταξίδια κατά μήκος των ακτών από το Walindi μέχρι τη Rabaul.


Ο ύφαλος South Ema

Παρασκευή, 10.11.95

Νωρίς το πρωί τράβηξα διάφορες φωτογραφίες και μόλις άνοιξαν τα γραφεία επιβεβαίωσα τις πτήσεις που είχα κλείσει για την επομένη ημέρα. Κατόπιν ετοιμάστηκα για την κατάδυση. Στο σκάφος ήταν αρκετοί δύτες: τέσσερις Αυστραλοί, μία Ολλανδέζα και μία Αγγλίδα. Δύο από τους Αυστραλούς ήταν εκπαιδευτές και η Ολλανδέζα (φίλη του ενός) προετοιμαζόταν για να γίνει κι αυτή. Υπήρχαν ακόμη δύο επιβάτες, που έκαναν απλώς snorkeling (με μάσκα και βατραχοπέδιλα, χωρίς αυτόνομη καταδυτική συσκευή).

Την πρώτη μου κατάδυση την έκανα μαζί με την Belinda, μια Αγγλίδα που ήταν υπάλληλος στα γραφεία του Walindi Resort, και με μια Αυστραλή.

Καταδυθήκαμε στο South Ema, ένα ωραίο wall. Αρχικά πήγαμε βαθιά, μέχρι τα 35 μέτρα. Καθώς προχωρούσαμε, ανεβαίναμε σιγά-σιγά και συγχρόνως κάναμε κύκλο γύρω από έναν κοραλλιογενή ύφαλο bommie. Έτσι ονομάζουν οι Αυστραλοί τους μεμονωμένους κοραλλιογενείς υφάλους που ξεκινούν από τον βυθό κι ανεβαίνουν προς τα επάνω, χωρίς ν' αποτελούν εκτεταμένο συγκρότημα υφάλων.

Είχα αρχίσει ν' ανησυχώ, γιατί δεν ήξερα πού θα βρίσκαμε το σκάφος, ούτε το μέγεθος του υφάλου και καθώς βρισκόμασταν σε βάθη από 35 μέχρι 25 μέτρα, η κατανάλωση αέρα ήταν αρκετά μεγάλη. Τελικά, αποδείχθηκε ότι η Αυστραλή που ήταν μαζί μας ήταν η γυναίκα του Frank, πολύ πεπειραμένη εκπαιδεύτρια, που γνώριζε καλά την περιοχή από προηγούμενες καταδύσεις κι έτσι μας οδήγησε με ασφάλεια μέχρι την περιοχή όπου βρισκόταν το σκάφος. Συναντήσαμε κοπάδια από barracuda κι έναν παχύ καρχαρία (που πιθανόν να ήταν έγκυος) ψηλότερα από μας (γύρω στα 10 μ. βάθος, όταν εμείς ήμασταν στα 25 μ. περίπου). Μπήκαμε και σε μια σπηλιά που υπήρχε στο κατακόρυφο τοίχωμα του υφάλου. Τα τελευταία λεπτά της κατάδυσης τα περάσαμε στα ρηχά.

Το γεύμα μας ήταν στο μαγευτικό νησάκι Rest Stop, που η βλάστησή του "ξεχείλιζε" και τα κλαδιά των δένδρων έβγαιναν επάνω από τη θάλασσα .

Δεύτερη κατάδυση έκαναν μόνο ο Αυστραλός εκπαιδευτής με την Ολλανδέζα φίλη του και με πήραν μαζί τους. Είχα αγωνία μήπως μου τελείωνε γρήγορα ο αέρας και τους ανάγκαζα να τελειώσουν την κατάδυση πρόωρα, για χάρη μου, δεδομένου εκείνοι ήταν και οι δύο επαγγελματίες. Έκανα οικονομία αέρα όσο περισσότερο μπορούσα. Τελικά, τα πήγα πολύ καλά. Η ανησυχία μου τελείωσε όταν φθάσαμε κάτω από το σκάφος και είχα περίσσεια αέρα. Μόλις μου έδειξε ο εκπαιδευτής τη σκοτεινή σιλουέτα του σκάφους πάνω από τα κεφάλια μας, ανακουφίστηκα. Η ορατότητα δεν ήταν καλή. Βρισκόμασταν σε βάθος 8-10 μέτρων, σχεδόν κάτω από το σκάφος (λίγο μακρύτερα) και μετά δυσκολίας το διακρίναμε! Αν απομακρυνόμασταν λίγο, κινδυνεύαμε να το χάσουμε. Γι' αυτό έβαλα με το μυαλό μου σημάδια στο μέρος του βυθού που βρισκόταν ακριβώς κάτω από το σκάφος. Στη διάρκεια της κατάδυσης είδα ένα καρχαρία, αρκετά blackface rabitfish, squirrelfish κι ένα μεγάλο pufferfish (αντίστοιχες ελληνικές ονομασίες δεν υπάρχουν).


Τα χαμένα ρολόγια

Επιστρέφοντας, η πρώτη μου δουλειά ήταν, όπως πάντα, να πλύνω καλά τον εξοπλισμό μου και να τον απλώσω για στέγνωμα. Σ' αυτό βοήθησε και ο ανεμιστήρας οροφής, τον οποίο έβαλα να δουλεύει συνεχώς. Κάποια στιγμή μού χτύπησε την πόρτα ο ιδιοκτήτης της φυτείας. Μου έφερε το ένα από τα κλεμμένα ρολόγια μου (το Casio με τον υπολογιστή, που έκανε αριθμητικές πράξεις). Βρέθηκε από κάποιο ντόπιο, έμπιστο πληροφοριοδότη της φάρμας! Το είχε κλέψει ένας νεαρός. Το άλλο ρολόι, το καταδυτικό Citizen, δυστυχώς δεν βρέθηκε.

Ο Μάικλ μου υπέγραψε και μου σφράγισε το logbook των καταδύσεων. Αγόρασα κι ένα Τ- shirt αναμνηστικό από τη Cecily, τη γυναίκα του Max, αρκετά ακριβό (26 kina = 21 $ USA). Έδωσα, κατόπιν, διάφορα μικρά δώρα στο προσωπικό (Tania, Belinda κ.λπ.).

Μετά το βραδινό φαγητό γίνονταν συνήθως ενδιαφέρουσες συζητήσεις μεταξύ των δυτών, όπως και ανταλλαγή εμπειριών και πληροφοριών από άλλες, μακρινές θάλασσες. Επισκέπτες και προσωπικό διηγούνταν παλιά τους ταξίδια. Οι συζητήσεις αυτές ήταν όχι μόνο ενδιαφέρουσες αλλά συχνά και πολύ χρήσιμες. Εκείνη τη βραδιά συμμετείχαν στις συζητήσεις -πριν αποσυρθούν για ύπνο στα bungalow - και οι δύτες που είχαν πάει ένα πολυήμερο ταξίδι με το σκάφος «FeBrina». [Μου έκανε εντύπωση ότι όλοι ήταν κάπως μεγάλης ηλικίας, το οποίο ενδεχομένως να οφειλόταν στο πολύ υψηλό κόστος του ταξιδιού με το σκάφος.] Αυτές οι ήρεμες, ολιγομελείς, νυχτερινές παρέες με συντροφιά ένα καλό ποτό, ήταν το ωραιότερο τελείωμα μιας συναρπαστικής αλλά και κουραστικής μέρας καταδύσεων…

Στη βιβλιοθήκη της τραπεζαρίας υπήρχαν πολλά βιβλία και περιοδικά για καταδύσεις, για τη Νέα Γουινέα αλλά και για την ιστορία και τους λαούς της περιοχής. Μερικά απ' αυτά είχαν καταπληκτικές φωτογραφίες. Σημείωσα τους τίτλους εκείνων που θεώρησα χρήσιμα για να τα παραγγείλω.

Επιστρέφοντας το βράδυ προς το bungalow με τη βοήθεια του φακού, συνάντησα, όπως κάθε βράδυ, αρκετά βατραχάκια που έκαναν βόλτες επάνω στο δρομάκι. Την πρώτη βραδιά, μάλιστα παραλίγο να τα πατήσω!


Η αναχώρηση από τη φυτεία Walindi

Σάββατο, 11.11.95

Η πρώτη μου δουλειά μόλις ξύπνησα ήταν φυσικά να φτιάξω τις βαλίτσες. Ευτυχώς, ο εξοπλισμός μου ήταν σχεδόν τελείως στεγνός. Επέστρεψα το ειδικό αντάπτορ της πρίζας με τα λοξά ελάσματα. Έδωσα δώρα σ' αυτούς που με συνόδευσαν στις καταδύσεις και σ' αυτόν που μου βρήκε το ρολόι. Πλήρωσα τον λογαριασμό μου, μειωμένο κατά $ 250 USA. Τα χρήματα μου τα αφαίρεσε ο Max για την αξία του κλεμμένου καταδυτικού ρολογιού μου. Το κόστος των καταδύσεων ήταν 120 $ USA την ημέρα. Ήταν υψηλό, αλλά άξιζε τον κόπο, γιατί η οργάνωση, τα πικ-νικ κ.λπ. ήταν όλα άψογα.

Το mini-bus του ξενοδοχείου με μετέφερε στο αεροδρόμιο μαζί με δύο Αυστραλούς, οι οποίοι έμεναν και εργάζονταν στη Νέα Γουινέα. Ο ένας κυκλοφορούσε με σανδάλια, ενώ ο άλλος τελείως ξυπόλυτος. Ο ξυπόλυτος, που ήταν περίπου στην ηλικία μου, μου είπε ότι οι σαγιονάρες του μύριζαν δυσάρεστα και γι' αυτό τις έβγαλε! Όλο το ταξίδι το έκανε χωρίς παπούτσια, αλλά δεν ήταν ο μοναδικός. είχε παρέα και αρκετούς ξυπόλυτους ιθαγενείς! Ταξιδέψαμε μαζί μέχρι την πρωτεύουσα.

Στη διαδρομή με το mini-bus προς το Hoskins παρατηρούσα πόσο σωστά οδηγούσαν οι ντόπιοι (ζώνες ασφαλείας, φλας, προτεραιότητες, stop κ.λπ.). Περάσαμε μέσα από φυτείες φοινίκων. Σε μία μεγάλη περιοχή είχαν ξεριζώσει τους κοκκοφοίνικες που παράγουν καρύδες και copra (= αποξηραμένη λευκή ψίχα καρύδας), για να φυτέψουν μια άλλη ποικιλία φοινίκων, που έβγαζαν λάδι. Αυτό, βέβαια, οφειλόταν στην πολύ μεγαλύτερη οικονομική απόδοση που είχαν οι φοίνικες αυτοί. Ενδιαφέρον είχαν και οι πολύχρωμες ομπρέλες που κρατούσαν οι ντόπιοι, ιδίως οι γυναίκες, για να προφυλάσσονται από τις καυτές ακτίνες του ήλιου.

Hoskins

Το Hoskins είχε μόνο 3.000 κατοίκους, αλλά μετά την καταστροφή ολόκληρης της περιοχής της Rabaul απέκτησε πολύ μεγαλύτερη σημασία και κίνηση επισκεπτών, επιχειρηματιών κ.λπ.

Πριν πάμε στο αεροδρόμιο, σταματήσαμε στο μοναδικό ξενοδοχείο του Hoskins , που ήταν ουσιαστικά ένα χωριό. Ήταν κι αυτό σιδερόφρακτο, με φύλακα. Είχα συνεννοηθεί με τον Αυστραλό εκπαιδευτή, που κάναμε κατάδυση μαζί την προηγούμενη μέρα, να έχει αφήσει στον φύλακα για μένα μερικά ωραία T-shirt. Έτσι κι έγινε. Αγόρασα δύο T-shirt με κόστος μόνο 12 kina το ένα.


Η πτήση προς Port Moresby

Από το Ηoskins (που βρίσκεται στο νησί New Britain) πέταξα πρώτα στην πρωτεύουσα Port Moresby κι από εκεί, με άλλο αεροπλάνο, προς το Madang. Το Port Moresby και το Madang βρίσκονταν στο κυρίως νησί της Νέας Γουϊνέας.

Με έκπληξη διαπίστωσα στο check-in ότι έπαιρναν τις αποσκευές και το εισιτήριο χωρίς να δίνουν κάρτα επιβίβασης! Αυτή την έδιναν μετά την άφιξη του αεροπλάνου στο αεροδρόμιο και λίγο πριν την αναχώρησή του.

Το αεροπλάνο μας είχε μισή ώρα καθυστέρηση. Περίμενα, κουβεντιάζοντας με τους δύο Αυστραλούς. Όπως μου είπαν, ήταν σύμβουλοι του Υπουργείου για θέματα τουρισμού (ίσως γι' αυτό να είχαν εμφάνιση … "αλητοτουριστών"). Όταν ρωτήσαμε τον αρμόδιο υπάλληλο για την ώρα αναχώρησης, μας έλεγε άλλα αντ' άλλων, γιατί, όπως απεδείχθη, δεν είχε ρολόι ούτε ήξερε τι ώρα ήταν! Μας έλεγε, δηλαδή, ότι το αεροπλάνο θα έφευγε στις 10:30, ενώ η ώρα κόντευε 11:00!

Από μακριά είδα ότι η καντίνα του αεροδρομίου, που πουλούσε και coca-cola, είχε σιδεριά τύπου χρυσοχοείου! Αυτό το γεγονός και μόνο έδειχνε το μέγεθος της εγκληματικότητας…

Όταν ήρθε το αεροπλάνο μάς έδωσαν τελικά τις κάρτες επιβίβασης και μπήκαμε μέσα χωρίς κανέναν έλεγχο για αεροπειρατεία, παρά το γεγονός ότι το αεροπλάνο ήταν αεριωθούμενο, παρά το γεγονός ότι η χώρα είχε εγκληματικότητα και παρά το γεγονός ότι υπήρχε αυτονομιστικό κίνημα στο νησί Bougainville (οι κάτοικοί του οποίου ήθελαν ν' αποσχιστεί από τη Νέα Γουϊνέα και να ενωθεί με τα Νησιά του Σολομώντα, όπου και ανήκει γεωγραφικά και ίσως συγγενεύει εθνολογικά). Ήταν δε υπερπλήρες. Ευτυχώς που είχα φροντίσει να επιβεβαιώσω τη θέση μου εγκαίρως και να πάω στο αεροδρόμιο νωρίς! Στις εσωτερικές πτήσεις η Air Niugini πρόσφερε πάντα το κλασικό "μενού": δύο μπισκοτάκια τυλιγμένα σε σελοφάν κι ένα σφραγισμένο κύπελλο με ανάμεικτο χυμό από πορτοκάλι και μάνγκο. Όμως, η ποιότητά τους ήταν καλή και ο δροσερός χυμός ευπρόσδεκτος.


Απίστευτα και όμως αληθινά!

Επειδή η θέση μου δεν ήταν κοντά στο παράθυρο για να βλέπω έξω, το βλέμμα μου πέρασε από τον συνταξιδιώτη που καθόταν δίπλα μου. Έριξα τυχαία και μια ματιά στην τοπική εφημερίδα που κρατούσε. Εκεί διάβασα δύο πολύ ενδιαφέρουσες ειδήσεις: Η πρώτη, αγγλόφωνη, ήταν ότι οι πιλότοι της Air Niugini είχαν αναστείλει τις προγραμματισμένες απεργίες τους. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, όλο το υπόλοιπο ταξίδι μου θ' ανατρεπόταν και θα ξέμενα κάπου, χωρίς καμιά δυνατότητα μετακίνησης! Ευτυχώς, δεν το είχα μάθει και γλύτωσα απ' αυτή τη φοβερή αγωνία. Το να μη χάσω κάποια πτήση ή μη τυχόν ακυρωνόταν κάποια κράτηση θέσης μου, μου είχαν ήδη γίνει έμμονες ιδέες...

Η δεύτερη συνταρακτική είδηση αφορούσε όλη την ιστορία της Δήμητρας Λιάνη. Το άρθρο ενημέρωνε το κοινό της Νέας Γουινέας για τα σκάνδαλα και τις γυμνές φωτογραφίες, για τ' άρθρα στις ελληνικές εφημερίδες, για τον διχασμό στο ΠΑΣΟΚ κ.λπ.! Απίστευτο, αλλά είχαμε γίνει θέμα ακόμη και στους Παπούα, τους μέχρι προ ολίγου καιρού κυνηγούς κεφαλών!! Η πρώτη μου κίνηση μόλις προσγειωθήκαμε ήταν ν' αγοράσω την εφημερίδα αυτή.

Στο αεροδρόμιο του Port Moresby με περίμενε ο Andrew. Επειδή γνώριζα την εγκληματικότητα και τις δυσκολίες που επρόκειτο να συναντήσω, είχα φροντίσει, ειδικά σ' αυτό το ταξίδι, να έχω κάποιον ντόπιο για να με βοηθάει και να με συμβουλεύει σε θέματα ασφαλείας… Η εγκληματικότητα εκεί ήταν παντός είδους. Για παράδειγμα, στα καλά ξενοδοχεία σ' όλα τα μέρη της Γης υπάρχουν στα δωμάτια έντυπα με τη φίρμα του ξενοδοχείου, για να γράφουν οι πελάτες τις επιστολές τους. Εκεί τα έντυπα αυτά είχα τυπωμένη την εξής προειδοποίηση:

«Το έγγραφο αυτό δεν προέρχεται από τη Διεύθυνση του ξενοδοχείου αλλά γράφτηκε από κάποιο πελάτη / ένοικο»!

Ποιος ξέρει πόσες απάτες είχαν γίνει για να φθάσουν στο σημείο να προσθέσουν οι υπεύθυνοι αυτή την έντυπη διευκρίνιση…

Τις αποσκευές μου τις είχα στείλει κατευθείαν στο Madang. Για καλό και για κακό έκανα έλεγχο, μήπως έβγαιναν στο Port Moresby. Τελικά, διαπίστωσα ότι έβγαιναν εκεί όλες οι αποσκευές και κατόπιν ξεχώριζαν και έστελναν εκείνες που είχαν άλλους προορισμούς.

Στην έξοδο του αεροδρομίου υπήρχε ασφάλεια που σύγκρινε και έλεγχε τ' αποκόμματα στο εισιτήριο με τις ετικέτες που βρίσκονταν επάνω στις αποσκευές (όπως γινόταν μόνο στις ΗΠΑ), για να αποφευχθούν οι κλοπές. Ο Andrew φρόντισε για το boarding pass της νέας πτήσης προς Madang.

Έκανε φοβερή ζέστη. Ανακάλυψα πού πουλούσαν αναψυκτικά και αγόρασα μία coca cola σε μεταλλικό κουτί και την ήπια με το πτυσσόμενο ποτηράκι που είχα πάντοτε στο τσεπάκι μου. Ο έλεγχος αεροπειρατείας ήταν τελείως υποτυπώδης, ουσιαστικά ανύπαρκτος. Βαρούσε ο συναγερμός, επειδή είχες μεταλλικά αντικείμενα επάνω σου, αλλά κανείς δεν ασχολείτο με το θέμα


Η πτήση προς Madang

Το αεροπλάνο ήταν φίσκα. Με είχαν βάλει στη μεσαία θέση του τελευταίου τριπλού καθίσματος, που δεν ήταν ανακλινόμενο προς τα πίσω (ενώ το μπροστινό κάθισμα ήταν) και που προφανώς δεν είχε καθόλου παράθυρο! Δίπλα μου κάθονταν, δεξιά κι αριστερά, δύο βρωμεροί μαύροι, με τα μαλλιά τους φτιαγμένα σε πολλά μικρά κατσαρά κοτσιδάκια, με χάντρες κ.λπ. Θύμιζαν τη χειρότερη έκδοση Τζαμαϊκανών μαστουρωμένων τραγουδιστών Reggae κι είχαν φάτσες μεθυσμένων κακοποιών. Για τις δυσοσμίες καλύτερα να μη μιλήσουμε. Αισθάνθηκα ένα φοβερό πλάκωμα κι ανακατωσούρα στο στομάχι. «Αν δεν πάθω εδώ μέσα κλειστοφοβία, τότε δεν πρόκειται να πάθω πουθενά και ποτέ…», σκεφτόμουν. Δεν υπήρχε, όμως, λύση. Δυστυχώς, το "τίμημα" που καταβάλλει κάποιος, για να ταξιδέψει σ' αυτά τα εξωτικά μέρη είναι υψηλό…

Αλλά τα προβλήματα δεν σταμάτησαν εκεί. Σε λίγο μπήκαν οι πιλότοι και με μεγάλη μου έκπληξη είδα ότι δεν ήταν λευκοί, όπως συνήθως, αλλά ιθαγενείς! Δεν είμαι ρατσιστής, αλλά νομίζω ότι και οι φανατικότεροι διαδηλωτές κατά των φυλετικών διακρίσεων μάλλον θα προτιμούσαν λευκούς πιλότους... Ίσως, μάλιστα, και ν' άλλαζαν πτήση!

Κάποτε έδωσε ο Θεός και φτάσαμε στον πρώτο σταθμό μας, που ήταν η πόλη Goroka. Στο αεροδρόμιο αυτό κατέβηκαν οι περισσότεροι μαύροι και το αεροπλάνο σχεδόν άδειασε. Βρήκα τότε ευκαιρία ν' αλλάξω θέση. Πήγα μπροστά, κοντά σ' ένα παράθυρο. Ευτυχώς, κανείς από τους επιβάτες που μπήκαν δεν ήρθε να με σηκώσει από αυτή την ωραία θέση.

Φθάνοντας στο Madang η θέα από ψηλά ήταν καταπληκτική, κι αν δεν είχα αλλάξει θέση δεν θα μπορούσα να την απολαύσω. Από κάτω το θέαμα ήταν μοναδικό: δεκάδες καταπράσινα νησάκια, ακρωτήρια, κατάφυτες γλώσσες ξηράς, γαλάζιοι κόλποι, πολυάριθμα φιόρδ και στενά περάσματα. Λωρίδες θάλασσας, που διείσδυαν μέσα στην ξηρά, αλλά και το αντίθετο. Η όλη εικόνα έμοιαζε με πελώριο παζλ, όπου τα κομμάτια του ήταν πραγματικές επιφάνειες γης ή θάλασσας κι όχι χαρτονάκια, όπως στο παιδικό παιγνίδι.

Περιμένοντας τις αποσκευές, είδα τον μαύρο πιλότο, που είχε κατέβει από το cockpit, να κάνει εξωτερικό έλεγχο γύρω-γύρω από το αεροπλάνο. Δεν κατάλαβα το γιατί. Μήπως δεν υπήρχαν μηχανικοί; Ή μήπως δεν τους είχε εμπιστοσύνη; Έμεινα με την απορία, γιατί σε λίγο βγήκαν οι αποσκευές κι έτρεξα να βρω τις δικές μου. Και εκεί έλεγξαν τις ετικέτες των αποσκευών που έπαιρνε ο κάθε επιβάτης, με βάση τ' αποκόμματα που ήταν κολλημένα επάνω στο εισιτήριό του.

Από το αεροδρόμιο με παρέλαβε ένα mini-bus του ξενοδοχείου. Η διαδρομή ήταν ωραία, αλλά πολύ σύντομη.


Περίεργα θεάματα, σπάνια εδέσματα

Το ξενοδοχείο «Madang Resort» ήταν εντυπωσιακό. Στην είσοδο υπήρχαν μεγάλα ξυλόγλυπτα, αντίγραφα της παραδοσιακής λαϊκής τέχνης των ιθαγενών. Μισά κελύφη από πελώριες αχιβάδες (tridacna gigas), μεγέθους πάνω από μισό μέτρο, τα είχαν μετατρέψει σε ανθοδοχεία, βάζοντας μέσα πολύχρωμα λουλούδια που αφθονούσαν στους τροπικούς και νεράκι για να διατηρούνται φρέσκα.

Όλοι οι διάδρομοι που οδηγούσαν στις διάφορες πτέρυγες ή bungalows ήταν σκεπαστοί, γιατί οι βροχές ήταν συχνές και δυνατές. Το διαμέρισμά μου ήταν προνομιούχο. Βρισκόταν στον πρώτο όροφο και έβλεπε κατευθείαν στη θάλασσα. Διέθετε ένα επιπλέον δωμάτιο γωνιακό, σαν σαλόνι, με τραπέζι και πολυθρόνες από bamboo, σιφονιέρα κ.λπ., ενώ οι δύο πλευρές του ήταν τζαμαρία με απεριόριστη θέα προς το πέλαγος και τα γειτονικά νησάκια. Η μπαλκονόπορτα του σαλονιού οδηγούσε στη σκεπαστή βεράντα, όπου υπήρχε τραπεζάκι και καρέκλες φερ φορζέ.

Βγήκα να κάνω μια βόλτα στον κήπο. Ήταν γεμάτος από τροπικά φυτά και ιδίως πάρα πολλές ορχιδέες. Γύρω από την πισίνα υπήρχαν φοίνικες, μπανανιές, pandanus, κάκτοι και άλλα δέντρα. Η πυκνή βλάστηση μου υπενθύμιζε συνέχεια ότι βρισκόμουν σε τροπική χώρα. Σ' ένα τμήμα του κήπου υπήρχαν μεγάλα κλουβιά με διάφορα εντυπωσιακά πουλιά. Καθώς συνέχιζα τη βόλτα, μου άκουσα κάποιο περίεργο θόρυβο, σαν δυνατό θρόισμα φύλλων, και σε κλάσμα του δευτερολέπτου πέρασε από μπροστά μου ένα πελώριο πουλί, το οποίο πετούσε πολύ χαμηλά, κάτω από τα υπόστεγα που κάλυπταν τους διαδρόμους του κήπου. Ο θόρυβος που έκαναν οι φτερούγες του καθώς πετούσε και περνούσε πλάι μου ήταν πρωτοφανής. Κάθισε σ' ένα κλαδί κάποιου μεγάλου δένδρου. Το παρατήρησα προσεκτικά. Είχε μεγάλο, παχύ ράμφος και μεγάλες γκρι φτερούγες, ενώ ο λαιμός του ήταν λευκός. Λίγο πιο κάτω υπήρχε μια λιμνούλα γεμάτη ωραία ροζ και λευκά νούφαρα, τα οποία ανοίγουν κάθε πρωί, αλλά κλείνουν μόλις ζεστάνει η μέρα.

Το βράδυ, στο εστιατόριο του ξενοδοχείου, κοντά στην πισίνα είχαν ετοιμάσει πλούσιο μπουφέ με πολλά θαλασσινά: όστρακα, καραβίδες, καβούρια κ.λπ. Υπήρχαν, όμως, και πολλά άλλα εδέσματα: κρέας, κοτόπουλο, σαλάτες, φρούτα και γλυκά. Αλλά το πιο εντυπωσιακό ήταν το μπιφτέκι κροκοδείλου ψημένο στα κάρβουνα! Έσπευσα να το δοκιμάσω. Η εξωτερική του εμφάνιση ήταν σαν φέτα μεγάλου ψαριού ψημένη στη σχάρα. Η γεύση του έμοιαζε αρκετά με χοιρινό κρέας, ήταν όμως λίγο λευκότερο κι είχε πάρα πολύ λίπος - περισσότερο κι από το χοιρινό ακόμη! Δεν ήταν ούτε νόστιμο, αλλά ούτε άνοστο. Εκεί, βέβαια, ήταν αρκετά συνηθισμένο φαγητό.

Στη διάρκεια των καταδύσεών μου στη Μελανησία, ευτυχώς δεν συνάντησα κανένα θαλάσσιο κροκόδειλο. Αυτό το υδρόβιο ερπετό είναι πολύ πιο επικίνδυνο κι από τους καρχαρίες. Δεν θα ήταν καθόλου ευχάριστο να γίνω εγώ μεζές στα δόντια του! Στη βόρεια Αυστραλία, όπου υπάρχουν πολλοί κροκόδειλοι, οι δύτες κάνουν σεμινάρια με πλαστικά ομοιώματα κροκοδείλων, για να μάθουν πώς μπορούν γρήγορα να καβαλήσουν στη ράχη του ερπετού, για ν' αποφύγουν το δάγκωμα. Εκεί είναι το μοναδικό ασφαλές μέρος, μακριά από τα σαγόνια του άγριου θηρίου.

Στο εστιατόριο υπήρχε μια ορχήστρα 5 ατόμων, η οποία με τις κιθάρες τους έπαιζαν μελωδίες των νησιών του Ειρηνικού (που μοιάζουν με της Πολυνησίας) και τραγουδούσαν πολύ ρομαντικά. Κατόπιν έπαιξαν και διάφορες διεθνείς επιτυχίες. Ήταν πολύ συγκινητικό να ακούς «Τα παιδιά του Πειραιά» στην άλλη άκρη του κόσμου...


Κατάδυση στο "μαγικό πέρασμα"

Κυριακή, 12.11.95

Ήταν η ημέρα των γενεθλίων μου. Πολλές φορές μου έτυχε να τα γιορτάσω σε μακρινούς τόπους. Μερικοί που θυμάμαι σίγουρα είναι: Νανκίν (Κίνα), Bora-Bora (γαλλική Πολυνησία), Galapagos, Σιγκαπούρη, Μπαχάμες κ.λπ. Αυτό συμβαίνει επειδή πολύ συχνά κάνω τα μακρινά μου ταξίδια τον Νοέμβριο.

Ξύπνησα στις 4:30, αλλά αργότερα ξανακοιμήθηκα. Το πρωινό σερβιρόταν σε μπουφέ. Οι ανανάδες ήταν χυμώδεις κι οι παπάγιες ωραίες, όχι όμως όσο στα Solomon Islands .

Το τμήμα καταδύσεων ήταν ακριβώς πλάι στην είσοδο του ξενοδοχείου. Το καταδυτικό σκάφος ήταν ένα μεγάλο καταμαράν, με θέσεις σε σειρές και κεντρικό διάδρομο μέχρι την πλώρη. Η τοποθέτηση των καθισμάτων του έμοιαζε με εκείνη των κινηματογράφων. Ονομαζόταν «Niugini Diving Adventures». Εκεί οι καταδύσεις γίνονταν χωριστά, μία το πρωί και μία το απόγευμα, γιατί η απόσταση μέχρι τα σημεία κατάδυσης δεν ήταν πολύ μεγάλη κι έτσι η επιστροφή για το μεσημβρινό φαγητό ήταν σύντομη.

Η διαδρομή με το σκάφος ανάμεσα στις καταπράσινες παραλίες, ακρωτήρια και νησάκια ήταν χάρμα. Μαζί μου καταδύθηκε ένας ντόπιος, ο Skida, και μια Αυστραλή. Το σημείο κατάδυσης ονομαζόταν Magic Passage (= μαγική διάβαση) και ήταν ένα πέρασμα ανάμεσα σε δύο νησάκια.

Η ορατότητα ήταν μέτρια, αλλά, όταν φθάσαμε στο πιο στενό σημείο του περάσματος όπου είχε και αρκετά ισχυρό ρεύμα, συναντάμε πάρα πολλά ψάρια. Είδαμε κοπάδια από barracuda, έναν καρχαρία, πάμπολλα μικρά ψαράκια, καθώς επίσης λευκές και κίτρινες γοργόνιες. Κατεβήκαμε σε βάθος μέχρι 31 μέτρα, δηλαδή όχι πολύ βαθιά. Όμως, κάποια στιγμή διαπίστωσα ότι η ποσότητα αέρα που διέθετα ακόμα μέσα στη μπουκάλα μου ήταν λίγη. Το είπα στον divemaster κι αρχίσαμε ν' ανεβαίνουμε. Κάναμε και προληπτικές στάσεις στα 3 μέτρα και, τελικά, όταν ανέβηκα στο σκάφος το μανόμετρό μου έδειχνε μόλις 15 bar! Δεν μπορούσα να εξηγήσω πώς εγώ κατανάλωσα περισσότερο αέρα από τους άλλους δύο, ενώ συνήθως μου περισσεύει αέρας. Το μυστήριο αυτό με προβλημάτισε.


Απρόοπτα και περίεργα

Επέστρεψα στο ξενοδοχείο, γιατί πλησίαζε η ώρα του φαγητού. Βγήκα πρώτα στη βεράντα μου, για να απολαύσω λίγο την υπέροχη θέα, τα καταπράσινα νησάκια, απέναντι ακριβώς τη μπλε θάλασσα, τα λιγοστά πλοία που περνούσαν για να μπουν στο λιμάνι και τους ψαράδες που ψάρευαν στα στενά περάσματα ανάμεσα στα νησάκια. Κάθε ψαράς είχε το δικό του μονόξυλο, δηλαδή στενή βάρκα από σκαμμένο κορμό δένδρου, που είχε πάντοτε ένα πλωτήρα στο πλάι (outrigger) για ευστάθεια, ώστε να μην ανατρέπεται.

Έκλεισα την πόρτα της βεράντας για να μην μπουν μέσα στο δωμάτιό μου κουνούπια, αλλά η συρόμενη πόρτα είχε ένα περίεργο σύστημα μανδάλωσης, που άνοιγε μόνο από μέσα, για ασφάλεια και για προστασία από τους κλέφτες. Έτσι κλείστηκα έξω στη βεράντα! Φώναζα, φώναζα αλλά δεν μ' άκουγε κανένας. Βαρέθηκα να περιμένω μήπως περάσει κανείς τυχαία από 'κεί κοντά και για να ξεμπλέξω απ' αυτή τη γελοία κατάσταση, σκαρφάλωσα σαν ακροβάτης στα κάγκελα και βγήκα σ' ένα γειτονικό κλιμακοστάσιο. Βρήκα τελικά την καθαρίστρια, η οποία μου άνοιξε την πόρτα του δωματίου με το γενικό κλειδί (πασπαρτού).

Στο εστιατόριο αντίκρισα ένα πολύ περίεργο θέαμα: είδα το πελώριο πουλί το οποίο πετούσε με φοβερό θόρυβο την προηγούμενη το απόγευμα να βρίσκεται εκεί και να σκαλίζει με τα νύχια του τα πολλά μαχαιροπήρουνα που ήταν ακουμπισμένα σ' ένα μπουφέ, μέχρις ότου τελικά κάποιο γκαρσόνι το έδιωξε! Δυστυχώς, δεν είχα ούτε φωτογραφική, ούτε βιντεοκάμερα μαζί μου. Βέβαια, κάποιες "ευαίσθητες ψυχές" ή δεν θα έτρωγαν καθόλου ή θα πήγαιναν πρώτα να πλύνουν τα μαχαιροπήρουνα…


Τα γιγαντιαία όστρακα

Στην απογευματινή κατάδυση δεν ήλθε η Αυστραλή κι έτσι καταδύθηκα μόνο εγώ μαζί με τον Skida. Στη μακρινή Μελανησία οι καταδύσεις είναι συνήθως μοναχικές κι όχι μαζικές, όπως στα νησιά της Καραϊβικής.

Στην αρχή ο βυθός ήταν αμμώδης μ' ελάχιστο ενδιαφέρον κι είχα αρχίσει να απογοητεύομαι. Κολυμπώντας, όμως, φθάσαμε στους κοραλλιογενείς υφάλους. Εκεί η κατάσταση άλλαξε άρδην. Το πρώτο που με εντυπωσίασε ήταν μια πελώρια tridacna gigas (γιγαντιαία αχιβάδα), μήκους άνω του ενός μέτρου. Μεγαλύτερο όστρακο δεν είχα ξαναδεί. Καθώς ο Skida την πλησίαζε με το χέρι του, το όστρακο άρχισε να κλείνει και κόντευε να του το μαγκώσει. Δυστυχώς, το φλας της μηχανής μου δεν πρόλαβε να ξαναφορτισθεί, ώστε να πάρω κι άλλη φωτογραφία με την πελώρια αχιβάδα σχεδόν κλειστή και με το χέρι του Skida μέσα! Σε πολλά μέρη στους τροπικούς ακούει κανείς ιστορίες ότι πελώριες αχιβάδες tridacna gigas κράτησαν απερίσκεπτους δύτες για πάντα στο βυθό της θάλασσας. Γιατί όσες απεγνωσμένες προσπάθειες κι αν κατέβαλαν δεν κατόρθωσαν τελικά ν' απελευθερωθούν από τον θανάσιμο εναγκαλισμό του φοβερά δυνατού όστρακου. Όμως, καμία διήγηση δεν είναι τεκμηριωμένη με στοιχεία κι αποδείξεις. Όλες παραμένουν στο χώρο της παράδοσης και του θρύλου…

Το δεύτερο ενδιαφέρον αυτής της κατάδυσης, που αρχικά έμοιαζε ότι θα ήταν μάταιη, ήταν ένα πολύ μεγάλο ψάρι Ναπολέων, με το χαρακτηριστικά κοφτό μέτωπο. Τέτοιο ψάρι είχα πρωτοσυναντήσει στην Ερυθρά Θάλασσα εννιά χρόνια πριν, στο Hurgada της Αιγύπτου. Λίγο πιο κάτω είδαμε το σχετικά πρόσφατο ναυάγιο ενός καταμαράν. Το είχαν βυθίσει εκεί επίτηδες, για ν' αποτελέσει τεχνητό reef και να γίνει πόλος έλξης για μελλοντικές καταδύσεις. Στα τοιχώματα του σκάφους είχε ήδη αρχίσει ν' αναπτύσσεται θαλάσσια ζωή (σφουγγάρια, κοράλλια κ.λπ.). Ο Skida μου έδειξε ένα πολύ μικρό φιδάκι που σερνόταν επάνω στη μεταλλική επιφάνεια του σκάφους. Όταν προχώρησα στο αμπάρι, συνάντησα έναν πολύ μεγάλο ροφό, ο οποίος "το 'βαλε στα πόδια" κι εξαφανίστηκε. Φαίνεται ότι τον ενόχλησε πολύ η παρουσία μου. Προς το τέλος της κατάδυσης συναντήσαμε ακόμη ένα stonefish (πετρόψαρο) που για καμουφλάζ παίρνει τα χρώματα του βυθού όπου βρίσκεται κι είναι πολύ δύσκολο να το διακρίνει κανείς με την τέλεια παραλλαγή του. Είδαμε ακόμη κι έναν γκρι καρχαρία, ο οποίος αδιαφόρησε τελείως για μας και προχώρησε στο δρόμο του…

Το απόγευμα έκανα μια βόλτα στην πόλη ή μάλλον στο χωριό, το οποίο άρχιζε πολύ κοντά στο ξενοδοχείο. Τα λιγοστά μαγαζιά ήταν, βέβαια, κλειστά. Σε κάποιο σημείο της διαδρομής, όχι στο κέντρο του χωριού, μου όρμησαν μερικά σκυλιά, κατάφερα όμως να βρω εκεί κοντά μια μεγάλη βέργα και τα έδιωξα. Αν με δάγκωναν, θα ανησυχούσα τρομερά μη τυχόν κάποιο απ' αυτά ήταν λυσσασμένο…


Οι παρατηρητές των ακτών

Προχώρησα μέχρι την παραλία, όπου βρισκόταν το μνημείο των Coastwatchers. Είχε τη μορφή φάρου και στην κορυφή του έκαιγε συνεχώς μία φλόγα. Οι Coastwatchers ήταν κατάσκοποι, οι οποίοι έδρασαν στα κατεχόμενα από τους Ιάπωνες εδάφη και με τον ασύρματο έδιναν πολύτιμες πληροφορίες για την κίνηση των πλοίων που περνούσαν κοντά στις παραλίες (από 'κεί προέρχεται και το όνομά τους), αλλά και των αεροπλάνων. Αυτή η έγκαιρη προειδοποίηση (για διάφορες πολεμικές δραστηριότητες, μετακίνησης δυνάμεων, κ.λπ.) διευκόλυνε αφάνταστα την άμυνα των συμμάχων κι έσωσε πολλές ζωές. Όμως, όσοι Coastwatchers έπεφταν στα χέρια των Ιαπώνων, πλήρωναν με τη ζωή τους τη βοήθεια που παρείχαν στους συμμάχους… Ήταν άλλοτε αξιωματικοί, άλλοτε στελέχη της διοίκησης των περιοχών αυτών (που ζούσαν εκεί και γνώριζαν καλά τον τόπο), κι άλλοτε πάλι ντόπιοι που μισούσαν τους Ιάπωνες, λόγω της φοβερά σκληρής κι απάνθρωπης συμπεριφοράς τους.

Κοντά στο μνημείο υπήρχε και ομώνυμο ξενοδοχείο, που δεν ήταν τόσο καλό όσο το δικό μου. Λίγο πιο κάτω υπήρχε ένα Club για golf, tennis και bowls (παιχνίδι με μπάλες που παίζεται στο γρασίδι), όπου η είσοδος επιτρεπόταν μόνο στα μέλη. Προχώρησα ακόμη πιο πέρα, κατά μήκος της παραλίας. Πολλοί ντόπιοι είχαν πάει εκεί με τ' αυτοκίνητά τους, για να περάσουν το Σαββατοκύριακο. Πολλοί είχαν κατασκηνώσει και εξασκούσαν τη τέχνη του barbeque. Επειδή, όμως, πλησίαζε το σούρουπο, αποφάσισα να γυρίσω πίσω, κυρίως γιατί φοβόμουν τα κουνούπια. Στη διαδρομή παρατηρούσα ότι όλες οι βίλες είχαν σιδεριές στα παράθυρα, πράγμα που επιβεβαίωνε την ύπαρξη αυξημένης εγκληματικότητας. Επίσης, στους δρόμους συνάντησα αρκετά αυτοκίνητα εταιρειών προστασίας και φύλαξης, που έκαναν περιπολία.

Το βράδυ στο εστιατόριο του ξενοδοχείου η μουσική ήταν πολύ ευχάριστη, αλλά το service και κυρίως η έλλειψη οργάνωσης απελπιστική. Μετά μία ώρα από τη στιγμή που έδωσα την παραγγελία μου για φαγητό, ήρθαν να με ρωτήσουν τι θα παραγγείλω! Στο τέλος του δείπνου ήρθαν τέσσερις φορές τέσσερα διαφορετικά γκαρσόνια για να με ρωτήσουν αν θέλω καφέ αντί να μου φέρουν τον λογαριασμό, τον οποίο είχα επανειλημμένως ζητήσει...

Μετά το φαγητό την άραξα σε μία ωραιότατη αναπαυτική ξαπλώστρα κοντά στην πισίνα, που τριγύρω είχε μπανανιές, φοινικιές, φραντζιπάνι και πολλά άλλα δένδρα και θάμνους των τροπικών. Άναψα την πίπα μου κι άρχισα να ρεμβάζω... Αυτές ήταν οι ελάχιστες ήρεμες στιγμές του ταξιδιού.


Ένα περίεργο όνειρο

Δευτέρα, 13.11.95

Ξύπνησα στις 3 τη νύχτα από έναν τελείως περίεργο εφιάλτη. Δεν μπορώ να εξηγήσω πώς φαντάστηκα όλα αυτά τα φοβερά, ενώ δεν είχα ποτέ κανενός είδους σχετικό ερέθισμα ή πληροφορία. Είδα, λοιπόν, ότι συνάντησα πολλά ασθενοφόρα, πυροσβεστικά, αστυνομικά και νοσοκομειακά του στρατού να επιστρέφουν από κάπου. Έμαθα ότι πράκτορες ξένων δυνάμεων είχαν επιτεθεί και σκοτώσει τους φύλακες, έσπασαν με κομπρεσέρ τα τοιχώματα από μπετόν και σήκωσαν ολόκληρα τα χρηματοκιβώτια που περιείχαν όλο το αρχείο της Βόρειας Ελλάδας, των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών ΚΥΠ κ.λπ.! Άναψα τα φώτα τρομαγμένος, έψαξα τριγύρω κι έξω στη βεράντα, χωρίς βέβαια να βρω τίποτε το ύποπτο. Τελικά, άφησα αναμμένα τα φώτα στο μικρό δωμάτιο που "έβλεπε" προς τη θάλασσα (γιατί το φως της βεράντας δεν άναβε), άνοιξα τις κουρτίνες, ώστε το φως να φθάνει και να φωτίζει τον κήπο και τελικά ξανακοιμήθηκα.

Το πρωί, μετά το breakfast πονούσε έντονα η κοιλιά μου και πήγα 3 φορές στην τουαλέτα. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η διάρροια αυτή ήταν μία συνηθισμένη παρενέργεια του φάρμακου κατά της ελονοσίας, που έπαιρνα κάθε Κυριακή επί 8 εβδομάδες συνολικά (μετά την επιστροφή μου στην Ελλάδα τη συνέχισα για 3 εβδομάδες). Είχα αγωνία μήπως αντιμετώπιζα την ίδια ανάγκη κατά τη διάρκεια της κατάδυσης, αλλά δεν ήθελα να πάρω κι άλλο αντιδιαρροϊκό χάπι, γιατί φοβόμουν τις τυχόν παρενέργειές του την ώρα της κατάδυσης κάτω από τη μεγάλη πίεση.


Το μυστήριο με τον αέρα

Στη κατάδυση της Δευτέρας ήταν μαζί μου η Αυστραλή κι ένα ζευγάρι Αμερικανών. Ο πλοίαρχος κι ο divemaster ήταν άλλοι από εκείνους της προηγούμενης μέρας. Ο Skida μου είπε ότι δεν θα ερχόταν γιατί τον πονούσε τ' αφτί του, εγώ, όμως, υπέθεσα ότι το προσωπικό εναλλασσόταν κι ορισμένες μέρες έκαναν εργασίες στη βάση, όπως γέμισμα φιαλών αέρος, δουλειά γραφείου κ.λπ.

Το κύμα στο σημείο της κατάδυσης ήταν δυνατό και γι' αυτό καθένας που έπεφτε στο νερό δεν έμενε στην επιφάνεια, όπως συνήθως, αλλά καταδυόταν αμέσως, για ν' αποφύγει το δυσάρεστο σκαμπανέβασμα. Η συνάντησή μας έγινε στον βυθό. Το ραντεβού τηρήθηκε από όλους, χωρίς πρόβλημα. Η περιοχή της κατάδυσης ονομαζόταν Barracuda Point, προφανώς επειδή εκεί σύχναζαν πολλά τέτοια ψάρια. Τα barracuda είναι πολύ άγρια κι επιθετικά και γι' αυτό οι Αμερικανοί τα φοβούνται περισσότερο κι από τους καρχαρίες. Εμείς δεν έτυχε να συναντήσουμε κάποιο εκείνη τη φορά, αλλά είδαμε πολλούς μπλε αστερίες κι έναν καρχαρία. Σ' αυτή την κατάδυση πήρα τη ρεβάνς από την Αυστραλή, αφού της τελείωσε ο αέρας πολύ πριν από τον δικό μου. Την "έσκισα", όπως λέμε, και "ξέπλυνα" τη ντροπή της πρώτης κατάδυσης. Όταν ανεβήκαμε στο σκάφος λύθηκε το μυστήριο: απλά οι μπουκάλες μας δεν είχαν το ίδιο μέγεθος! Την πρώτη φορά είχα πάρει εγώ τη μικρότερη, ενώ τη δεύτερη εκείνη. Όταν παραπονέθηκα στους Γουινεάτες γιατί δεν φρόντιζαν να έχουν ισομεγέθεις μπουκάλες, μου απάντησαν ότι δεν πειράζει γιατί είχαν όλες την ίδια πίεση αέρα. Στη σοφιστεία αυτή, βέβαια, τους παρατήρησα ότι έχουν όμως άνισο όγκο κι επομένως διαφορετική ποσότητα αέρα, έστω κι αν η πίεσή τους είναι η ίδια.

Επιστρέφοντας, φωτογράφησα τα διάφορα καταπράσινα νησάκια με το σκάφος μας «Niugini Diving Adventures», το οποίο ήταν ένα τόσο ευρύχωρο catamaran που θα χωρούσε άνετα 30 δύτες. Συνήθως, βέβαια, ήμασταν μόνο 3...

Ευτυχώς, στη διάρκεια ολόκληρου του πρωινού δεν αισθάνθηκα κανένα γαστρεντερικό πρόβλημα, όπως είχα φοβηθεί, και η κατάδυση πήγε περίφημα. Για να μη βαρύνω το στομάχι μου, το μεσημέρι έφαγα μόνο φρούτα, ανανάδες και μπανάνες. Ανάμεσα στα καθίσματα του εστιατορίου "περιδιάβαινε" πολύ άνετο ένα μεγάλο πουλί kakatoo. Ήταν ολόλευκο με πολύ χαρακτηριστικό κίτρινο λοφίο και γκρι ράμφος. Καθώς έκανε βόλτες, σιγά-σιγά ξεθάρρεψε τόσο πολύ που ήρθε κοντά μου και το χάιδεψα. Το φωτογράφισα (βιντεοκάμερα δεν είχα πάρει μαζί μου σ' αυτό το ταξίδι, για να μειώσω κάπως το βάρος, δεδομένου ότι ο καταδυτικός εξοπλισμός ξεπερνούσε τα 25 κιλά). Τράβηξα, επίσης, φωτογραφίες στην πισίνα και τις ωραία σκαλισμένες, ξύλινες κολώνες που στήριζαν τη σκεπή του βραδινού εστιατορίου (το γεύμα συνήθως το σέρβιραν στην καφετέρια). Φωτογράφισα και τα περίεργα ξυλόγλυπτα τραπεζάκια του bar, που είχαν τη μορφή κροκοδείλου με επίπεδη πλάτη, για να φέρουν επάνω το φορτίο τους, δηλαδή τα ποτήρια.

Προσπάθησα να επιβεβαιώσω τις δύο πτήσεις της προσεχούς Τετάρτης, αλλά στάθηκε αδύνατο, γιατί τα computer της Air Niugini είχαν βλάβη. O όρος «επιβεβαίωση πτήσης» ξενίζει κι ακούγεται σαν εξεζητημένη ενέργεια ή υπερβολική σχολαστικότητα, αλλά σ' εκείνα τα μήκη και πλάτη της Γης όχι μόνο είναι απαραίτητη αλλά ούτε κι αυτή δεν εξασφαλίζει 100% την επιβίβαση στο αεροπλάνο...


Μια ενδιαφέρουσα ναυαγιοκατάδυση

Στην απογευματινή κατάδυση δεν ήρθε η Αμερικανίδα. Πήγαμε στο ναυάγιο του πλοίου «Henry Leith». Ήταν ένα φορτηγό μήκους 65 μέτρων, που αναπαυόταν σε βάθος 20 μέτρων. Το κύμα ήταν αρκετά ισχυρό και η ορατότητα περιορισμένη. Το νερό ήταν σχετικά θολό και τα αιωρούμενα σωματίδια, που οφείλονταν στις εκβολές ενός ποταμού εκεί κοντά, κάθε άλλο παρά διευκόλυναν τη φωτογράφιση. Επιπλέον είχε συννεφιά κι έτσι το φως του ήλιου που έφθανε μέχρι τον βυθό, στα 20 μέτρα, ήταν λιγοστό. Κάναμε πρώτα τον γύρο όλου του σκάφους εξωτερικά και φθάσαμε μέχρι το τιμόνι. Η προπέλα έλειπε. Είναι, συνήθως, το πιο ελκυστικό πολύτιμο εξάρτημα που κλέβεται πρώτο από εκείνους που σκυλεύουν τα ναυάγια. Το σκάφος ήταν καλυμμένο από υπέροχα, χρωματιστά, μαλακά κοράλλια. Μπορεί η φωτογράφιση να μη ήταν καλή, αλλά ευτυχώς το ανθρώπινο μάτι έχει τη δυνατότητα ακόμη και με λίγο φως και μέτρια ορατότητα ν' απολαύσει το θέαμα, που ομολογώ ήταν ωραιότατο. Προχωρήσαμε στο κατάστρωμα, στις κουπαστές, στα βίτζια κ.λπ.

Στη συνέχεια μπήκαμε στο εσωτερικό του σκάφους, πρώτα βαθιά μέσα στα αμπάρια, όπου μεταξύ άλλων είδαμε ένα φορτηγό αυτοκίνητο, διάφορα ανταλλακτικά λάστιχα κ.ά. Προχωρήσαμε μέσα στο μηχανοστάσιο του πλοίου και μετά ανεβήκαμε λίγο πιο ψηλά. Συναντήσαμε εκατομμύρια ψάρια, άλλα μικροσκοπικά, άλλα μέτριου μεγέθους κι άλλα πελώρια. Είδαμε κοπάδια ψαριών, αλλά και πολλά που κινούνταν μόνα τους. Κάπου εκεί μου τελείωσε και το φιλμ της μηχανής. Μετάνιωσα που είχα τραβήξει τόσες φωτογραφίες μικρότερου ενδιαφέροντος στο εξωτερικό μέρος του ναυαγίου, με αποτέλεσμα να μη μπορώ να τραβήξω τα περισσότερο σημαντικά θέματα στο εσωτερικό.

Ανεβήκαμε σε μικρότερο βάθος και διεισδύσαμε στο εσωτερικό της υπερκατασκευής του πλοίου. Περάσαμε μέσα από στενές μπουκαπόρτες με μεγάλη προσοχή, για να μη μπλέξει κάποιο εξάρτημα του εξοπλισμού μας. Ήταν πολύ εντυπωσιακό να βλέπεις μέσα από κάποιο φινιστρίνι το πρόσωπο κάποιου άλλου δύτη της ομάδας να σε κοιτάει κι αυτός από την έξω πλευρά, μέσα από το γυαλί της μάσκας του! Κατόπιν επισκεφθήκαμε τη γέφυρα του πλοίου. Λόγω του μικρού βάθους η κατανάλωση αέρα ήταν μικρή. Έτσι μπορέσαμε να μείνουμε πολλή ώρα, χωρίς πρόβλημα και ν' απολαύσουμε περισσότερο το θέαμα. Κολυμπήσαμε, στριφογυρίζοντας δεξιά κι αριστερά με την άνεσή μας, χαζεύοντας τα ψάρια. Πολύ λυπόμουν που δεν είχα άλλο φιλμ, για να τα φωτογραφίσω.

Συνολικά μπήκαμε και βγήκαμε στο ναυάγιο αυτό 4 φορές, πράγμα που αποτελεί ρεκόρ για τις ναυαγιοκαταδύσεις που είχα κάνει μέχρι τότε. Παρόλο που η ορατότητα δεν ήταν καλή, τη βουτιά αυτή μπορώ να τη βαθμολογήσω ως εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.

Το απόγευμα έκανα μια βόλτα στην πόλη ή μάλλον, για να ακριβολογήσω, στο χωριό. Σχεδόν τα πάντα έκλειναν στις 16:00 ή στις 16:30. Τα μαγαζάκια, βέβαια, ήταν υποτυπώδη και φτωχικά. Μάταια έψαχνα να βρω κανένα T-shirt με ωραία παράσταση, καταδυτική ή τοπική. Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο, προσπάθησα να σφραγίσω το βιβλιάριο των καταδύσεών μου (log book), όμως δεν υπήρχε ή δεν βρέθηκε η σφραγίδα της βάσης των καταδύσεων.

Τo βράδυ αισθάνθηκα έναν περίεργο πόνο στο αριστερό γόνατο. Και λέω περίεργο γιατί δεν ένοιωσα να το χτύπησα κάπου, ούτε με ενόχλησε στο περπάτημα το οποίο είχε διαρκέσει δύο ώρες. Άρχισε τελείως ξαφνικά. Επειδή η νόσος των δυτών εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους και ποικίλα συμπτώματα πρέπει να είναι κανείς πάντοτε φιλύποπτος μετά την κατάδυση και είναι λογικό ν' ανησυχεί με το παραμικρό. Βέβαια, το θεώρησα τελείως απίθανο να πρόκειται για κάτι τέτοιο.

Στο δείπνο μεταξύ άλλων υπήρχαν και βραστά λαχανικά. Η ιδιαιτερότητα της τοπικής κουζίνας ήταν ότι όλα τα χορταρικά (πατάτες, κουνουπίδι, χόρτα, σπαράγγια, καρότα κ.ά.) τα έβραζαν ελάχιστα. Καθώς τα μασούσα έκαναν κριτς-κριτς, σχεδόν σαν να ήταν ωμά! Να ήταν αυτό άραγε κατάλοιπο της μέχρι πρόσφατα ζωής των Παπούα μέσα στη ζούγκλα; Πάντως εγώ δυσκολευόμουν πολύ να φάω αυτά τα μισο-βρασμένα λαχανικά!

Πριν πάω για ύπνο άλλαξα τη λάμπα στη βεράντα μου που ήταν καμένη, παίρνοντας μία καλή από κάποιο άλλο φωτιστικό. Το περισσότερο φως δίνει ένα συναίσθημα μεγαλύτερης ασφάλειας... και γι' αυτό την άφησα αναμμένη όλη τη νύχτα.


Κατάδυση και betel nut

Τρίτη, 14.11.95

Με μεγάλη μου ανακούφιση πληροφορήθηκα από τη Reception του ξενοδοχείου ότι και οι δύο πτήσεις μου προς (Port Moresby και μετά Σιγκαπούρη) ήταν Ο.Κ. Ευτυχώς, μου πέρασε και ο πόνος που αισθανόμουν στο γόνατο. Ενδεχομένως να ήταν κι αυτό μια παρενέργεια του φαρμάκου κατά της ελονοσίας…

Η πρώτη κατάδυση της ημέρας ήταν στο Planet Rock, ένα υποθαλάσσιο βουνό (sea mount) που ξεκινούσε από το βυθό και η διαπλατυσμένη, σχεδόν επίπεδη, κορυφή του έφθανε μόλις 6 μέτρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Το σημείο ήταν πολύ ωραίο για κατάδυση, αλλά, επειδή βρισκόταν κάπως μακρύτερα, συνήθως οι divemasters το απέφευγαν. Παρατήρησα ότι το στόμα και τα χείλια του δικού μας divemaster ήταν κατακόκκινα από το μάσημα betel nuts, τα οποία έχουν ελαφρές ναρκωτικές ιδιότητες. Στην κατάδυση εκτός από τον ντόπιο divemaster ήταν και ο Αμερικανός από την Καλιφόρνια που κάναμε κατάδυση μαζί και την προηγούμενη μέρα, ο οποίος πολύ μού παίνευε τις καταδύσεις στο νησάκι Sipadan του Βόρνεο, όπου είχε πάει ένα χρόνο πριν (άψογη περιποίηση, φθηνές τιμές και πολλά ψάρια). Μόλις φθάσαμε στο βυθό αντιλήφθηκε ότι είχε ξεχάσει το βαθύμετρό του! Δεν ξέρω αν ήταν απλή αφηρημάδα ή αν τυχόν τον είχε επηρεάσει το συνεχές μάσημα betel nuts... Με νοήματα μας είπε να παραμείνουμε στο σημείο που βρισκόμασταν, ενώ εκείνος θα ξανανέβαινε στο σκάφος, για να πάρει το βαθύμετρό του. Έτσι κι έγινε. Μείναμε μαζί με τον Αμερικανό, κάνοντας βόλτες μέχρι να επιστρέψει. Κάναμε τον γύρο του υποθαλάσσιου βουνού σε βάθος 20 μέτρων περίπου. Συναντήσαμε κάμποσους καρχαρίες, που εξαφανίστηκαν μόλις μας αντίκρισαν. Το πιο εντυπωσιακό, όμως, ήταν μια πελώρια σουπιά, που τόσο μεγάλη για πρώτη φορά έβλεπα σε κατάδυση. Την έβγαλα τρεις φωτογραφίες. Είδαμε ακόμη μπλε αστερίες και πολλά barracuda. Κάποια στιγμή ο Αμερικανός μου έδειξε ένα κρινοειδές, που είχε γαντζωθεί επάνω στη στολή μου κοντά στο γόνατο, μάλλον αρκετή ώρα πριν και που εγώ δεν είχα πάρει χαμπάρι. Με πολλή προσοχή άρχισα να το ξεκολλάω, αλλά ήταν γερά κολλημένο και πολλά κομμάτια από τα πλοκάμια του μου έμειναν στο χέρι ή μάλλον επάνω στο γάντι...


Η τελευταία βουτιά του ταξιδιού

Επιστρέψαμε στη βάση μας για να πάρουμε καινούργιες μπουκάλες, γεμάτες με αέρα. Κατ' εξαίρεση και η δεύτερη κατάδυση εκείνης της μέρας έγινε πρωί, κατά δική μου παράκληση, επειδή πετούσα την επομένη. Για ασφάλεια έπρεπε να μεσολαβήσουν σχεδόν 24 ώρες από την κατάδυση μέχρι την πτήση και να προλάβει να στεγνώσει ο εξοπλισμός μου. Με την ευκαιρία αυτή μου έμενε το απόγευμα τελείως ελεύθερο, για να περιηγηθώ λίγο στην περιοχή του Madang.

Η δεύτερη κατάδυση έγινε στο Big Passage. Φθάνοντας εκεί διαπιστώσαμε ότι είχε πολύ ισχυρό ρεύμα και γι' αυτό αναγκαστήκαμε να βουτήξουμε στην άλλη πλευρά του νησιού, όπου το ρεύμα δεν ήταν τόσο ενοχλητικό. Εγώ βέβαια προτιμούσα να κάνω κατάδυση σ' ένα βουλιαγμένο αεροπλάνο, αλλά ο καπετάνιος κι ο divemaster μού είπαν ότι ήταν πολύ μακριά και δεν προλαβαίναμε.

Όπως και στην πρώτη κατάδυση είχε συννεφιά και γι' αυτό τα χρώματα στον βυθό ήταν λιγότερο ζωηρά. Αρχικά, βουτήξαμε στα 20 μέτρα περίπου και περάσαμε από το γνωστό μας ναυάγιο του catamaran. Κάναμε drift dive, δηλαδή προχωρούσαμε στον βυθό ενώ το σκάφος μάς ακολουθούσε στην επιφάνεια, παρακολουθώντας τις φυσαλίδες από την εκπνοή μας. Στη συνέχεια ανεβήκαμε σε πιο ρηχά νερά. Ακριβώς επειδή ήμασταν σε μικρό βάθος, ενώ παραμείναμε στο βυθό κάπου 50 λεπτά, μου περίσσεψε αρκετός αέρας μέσα στη μπουκάλα (υπόλοιπο 70 ατμόσφαιρες). Κάναμε σχεδόν τον μισό γύρο του νησιού, κολυμπώντας στον βυθό. Η τελευταία κατάδυση στο ταξίδι αυτό δεν είχε τίποτε το συνταρακτικό.

Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο, μέσα σε λίγο χρόνο είχα να κάνω ένα σωρό δουλειές: έπρεπε να πλύνω ιδιαιτέρως σχολαστικά όλο τον εξοπλισμό, καταδυτικό και φωτογραφικό και να τον βάλω να στεγνώσει το ταχύτερο. Έπρεπε να συμπληρώσω το log book των καταδύσεων, για να πάρω σφραγίδες και υπογραφές (τελικά δεν βρέθηκε σφραγίδα του καταδυτικού κέντρου και αρκέστηκα στη σφραγίδα του ξενοδοχείου). Αφού τα έκανα όλ' αυτά, πλήρωσα τις καταδύσεις, αγόρασα αναμνηστικά μπλουζάκια με έγχρωμες παραστάσεις και προσπάθησα να οργανώσω με πολλές δυσκολίες την απογευματινή περιήγηση. Το ζεύγος των Αμερικανών δεν θέλησε να έρθει, όπως είχαμε αρχικά συμφωνήσει, είτε γιατί η κυρία ήταν κουρασμένη είτε γιατί ήθελαν να κάνουν οικονομία. Ζήτησα να πάρω ταξί και πήρα την απίστευτη απάντηση ότι δεν κυκλοφορούσαν καθόλου taxi στο Madang! Εξέτασα την περίπτωση να πάω με το mini-bus του ξενοδοχείου μου στο Jais Aben, ένα ωραίο τουριστικό συγκρότημα λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα. Μου ζήτησαν για τη μετάβαση μόνο, περίπου 25 δολάρια και η επιστροφή ήταν τελείως αβέβαιη. Γι' αυτό το απέρριψα.


Περιήγηση στο νησί

Τελικά, βρήκα ένα ζευγάρι Αυστραλών με το πιτσιρίκι τους, που είχαν προγραμματίσει έναν απογευματινό γύρο της περιοχής και κατάφερα να πάω μαζί τους. Βέβαια, δεν πρόλαβα να φάω, όχι μεσημεριανό φαγητό αλλά ούτε καν ένα σάντουιτς. Πήγα τρέχοντας μέχρι το δωμάτιό μου για ν' αφήσω τα T-shirt και το log book και να πάρω τη φωτογραφική μου μηχανή.

Το αυτοκίνητο ήταν ένα μεγάλο jeep της Mitsubishi (νομίζω Trooner) με κλιματισμό, που λόγω μεγάλου κυβισμού δεν εισαγόταν στην Ελλάδα. Εγώ κάθισα στη θέση του συνοδηγού και η οικογένεια των Αυστραλών στα πίσω καθίσματα. Το μωρό ήταν τέλειο, δεν μας ενόχλησε καθόλου, ούτε παραπονέθηκε για τίποτα. Ο ντόπιος οδηγός, που ονομαζόταν... Busy, εκτελούσε και χρέη ξεναγού. Πρώτα μας πήγε στο χωριό. Όταν άρχισε να μας δείχνει σαν αξιοθέατα 3 τράπεζες και 2 φαρμακεία, άρχισα ν' απογοητεύομαι και αυθόρμητα μου πέρασε από το μυαλό η σκέψη μήπως οι Αμερικανοί που δεν ήρθαν μαζί είχαν τελικά δίκιο.

Σε λίγο, όμως, η περιήγηση αποδείχθηκε πολύ ενδιαφέρουσα. Βγαίνοντας από το χωριό είδαμε πολλές εκατοντάδες νυχτερίδες να κρέμονται σαν τσαμπιά από τα κλαδιά των δένδρων. Ο Busy μας εξήγησε λεπτομερώς πώς τις πιάνουν και πώς τις περνάνε (ζωντανές αρκετές φορές) πάνω από τη φωτιά, για να μπορέσουν να τις γδάρουν πιο εύκολα, κι πώς τις μαγειρεύουν! Αλλά παραλείπω την περιγραφή αυτή, γιατί τη θεωρώ μάλλον αηδιαστική, για να μην πω ανατριχιαστική. Φαίνεται ότι επρόκειτο για τη σούπερ λιχουδιά των κατοίκων της περιοχής! Δεν δοκίμασα, βέβαια, για να μπορώ να το επιβεβαιώσω ή να διαφωνήσω...

Ο πρώτος σταθμός μας ήταν στο μουσείο, που βρισκόταν στο Cultural Centre. Τα εκθέματα ήταν πολύ ενδιαφέροντα:

α) Πρώτα - πρώτα εξαιρετική ήταν μια σειρά παλιών φωτογραφιών από την εποχή που η Βορειοανατολική Νέα Γουινέα ήταν ακόμα γερμανική αποικία (αλλαγή του αιώνα), με διάφορες ιστορικές σκηνές και τοπικές ενδυμασίες.

β) Εντυπωσιακό ήταν ένα κρουστό μουσικό όργανο, φτιαγμένο από κορμό δένδρου, σκαμμένο στο εσωτερικό μέσα από ένα μικρό άνοιγμα, από το οποίο περνούσε ίσα-ίσα ένα λεπτό χέρι για να σκάψει όλον τον κορμό και να δημιουργήσει εσωτερικά τη μεγάλη κοιλότητα που λειτουργούσε ως ηχείο. Η κρούση του οργάνου αυτού γινόταν με ένα μικρό, ξύλινο ρόπαλο ή κοντάρι και λειτουργούσε ως σήμαντρο.

γ) Πανέμορφα ήταν μερικά κολιέ που ήταν φτιαγμένα από πολλές δεκάδες δόντια νυχτερίδων, τρυπημένα και περασμένα -με φοβερή δεξιοτεχνία- από μία λεπτή κλωστή. [Τελικά, η γυναικεία φιλαρέσκεια βρίσκει διαφορετικούς τρόπους έκφρασης σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης... ]

δ) Υπέροχα ήταν και ορισμένα βαλσαμωμένα παραδείσια πουλιά, διαφόρων χρωμάτων και με υπέροχα φτερά στην ουρά τους. Αυτά είναι και η αιτία που τα κυνηγούν, αν και απαγορεύεται αυστηρά η πώληση και εξαγωγή των φτερών. Συνολικά υπάρχουν 43 είδη παραδείσιων πουλιών, από τα οποία τα 38 βρίσκονται στη Νέα Γουινέα, ενώ τα υπόλοιπα στα Νησιά του Σολομώντα και στη Βόρεια Αυστραλία. Δεν έχουν, όμως, όλα μεγάλη ουρά. Δυστυχώς, ο αριθμός τους έχει μειωθεί πάρα πολύ.


Το αεροδρόμιο που έπνιξε η ζούγκλα

Επισκεφθήκαμε κατόπιν το παλιό εγκαταλειμμένο γιαπωνέζικο αεροδρόμιο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Είχε καλυφθεί ολόκληρο από φοβερή βλάστηση, αληθινή ζούγκλα! Εξακολουθούσε, βέβαια, να είναι επίπεδο το έδαφος, αλλά πού και πού υπήρχαν πελώριοι βαθιοί κρατήρες, τους οποίους είχαν "σκάψει" οι εκρήξεις των βομβών. Το jeep προχωρούσε αργά, διασχίζοντας με δυσκολία την πυκνή βλάστηση, την οποία άνοιγε ο προφυλακτήρας και ο ατσάλινος σκελετός (ο οποίος προφύλασσε τη μάσκα και τα φανάρια του) και η οποία ξανάκλεινε αμέσως ξωπίσω μας. Η ορατότητα μέσα από το οργιαστικό πράσινο ήταν πολύ περιορισμένη και οι πελώριοι κρατήρες των παλιών βομβαρδισμών αποτελούσαν θανάσιμη παγίδα, ακόμη και για το ισχυρότερο jeep του κόσμου. Ευτυχώς, ο οδηγός μας ανίχνευε τον δρόμο του σαν λαγωνικό. Η φοβερή πείρα του σαν να του έδινε μια έκτη αίσθηση. Καθώς προχωρούσαμε αναλογιζόμουν πόσο βλακώδης ήταν η ιδέα των Αμερικανών από την Καλιφόρνια να νοικιάσουν αυτοκίνητο για να επισκεφθούν μόνοι τους την περιοχή! Ίσως πίστευαν ότι έτσι θα έκαναν σημαντική οικονομία... Ίσως πάλι να νόμιζαν ότι επρόκειτο για μια απλή βόλτα, όπως ακριβώς κάνουν στο χωριό τους…

Ξαφνικά, σε απόσταση ελάχιστων μέτρων, αντικρίσαμε ένα μεγάλο 4κινητήριο βομβαρδιστικό αεροπλάνο, που ξεπρόβαλλε μέσα από τη βλάστηση. Τα πελώρια δένδρα το είχαν κυριολεκτικά "πνίξει". Αναρριχόμενα φυτά είχαν σκαρφαλώσει σαν φίδια επάνω στην άτρακτο και τις πτέρυγες. Η εικόνα ξανάφερε στη μνήμη μου παιδικές αναμνήσεις μου από τις ταινίες του Ταρζάν και της Jane, που σε κάποια απ' αυτές βρήκαν ένα χαμένο αεροπλάνο μέσα στη ζούγκλα...

Είχαν περάσει 50 χρόνια από τότε που το βαριά λαβωμένο γιαπωνέζικο βομβαρδιστικό προσγειώθηκε αναγκαστικά, για τελευταία φορά. Κι όμως διακρίνονταν ακόμη - επάνω στη λαμαρίνα της ατράκτου, στο πλάι - ίχνη κόκκινης μπογιάς από την παλιά πολεμική σημαία της Ιαπωνίας με τις πολλές κόκκινες ηλιαχτίδες, που ήταν ζωγραφισμένη εκεί (η σημαία αυτή καταργήθηκε αμέσως μετά τον πόλεμο ως μιλιταριστική). Η άτρακτος και τα φτερά ήταν κυριολεκτικά γαζωμένα από σφαίρες πολυβόλων. Οι τρύπες, μικρές και μεγάλες, που υπήρχαν παντού, φανέρωναν ότι το αεροπλάνο πριν υποκύψει δέχθηκε καταιγισμό πυρός. Επάνω στους κινητήρες και σε μερικά σημεία των φτερών είχαν φυτρώσει διάφορα φυτά.

Η φωτογράφηση παρουσίαζε πολλές δυσκολίες, γιατί το φως του ήλιου που κατάφερνε να διεισδύσει ανάμεσα από τα πυκνά φυλλώματα, για να φωτίσει τα συντρίμμια του άλλοτε φοβερού βομβαρδιστικού, ήταν πολύ πενιχρό. Αν επιχειρούσα ν' απομακρυνθώ λίγα μέτρα για να φωτογραφίσω ένα μεγάλο κομμάτι του, παρεμβάλλονταν κορμοί δένδρων και κλαδιά, οπότε το εγχείρημα είχε απογοητευτικό αποτέλεσμα. Τα φύλλα που σκέπαζαν το έδαφος ήταν τελείως υγρά και γλιστρούσαν φοβερά. Πολλά παρακλάδια αναρριχόμενων φυτών απλώνονταν στο χώμα, μέχρι που έβρισκαν κάτι σκληρό και σκαρφάλωναν. Καθώς περπατούσα, τα πόδια μου μπλέκονταν σ' αυτά τα λεπτά αλλά πολύ ανθεκτικά αναρριχόμενα και το επόμενο βήμα σταματούσε τελείως απότομα κι απρόβλεπτα, σαν να το κρατούσε ένα αόρατο χέρι. Ήταν εκπληκτική η αντοχή αυτών των κλαδιών, που είχαν πάχος 2 ή 3 χιλιοστά μόνο, αλλά αποτελούνταν από πανίσχυρες ίνες και πολύ δύσκολα κόβονταν.

Λίγο πιο κάτω υπήρχε ένα άλλο αεροπλάνο, αλλά ήταν πολύ δύσκολο να το πλησιάσουμε χωρίς μπότες, ανθεκτική στολή και χωρίς κοφτερό μαχαίρι ματσέτε, για να ανοίγουμε δρόμο μέσα στη βλάστηση. Σ' άλλα σημεία είδαμε τανκς, κανόνια, αντιαεροπορικά καθώς και τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού. Ο πόλεμος μέσα στη ζούγκλα ήταν ιδιαίτερα σκληρός κι επίπονος. Ωστόσο, περισσότερα θύματα απ' αυτά που προκάλεσαν τα φονικά όπλα κατάφεραν η ελονοσία, η δυσεντερία και οι διάφορες τροπικές ασθένειες.


Άλλες χώρες, αλλιώτικη φύση, διαφορετικές συνήθειες

Επιστρέψαμε στον ασφάλτινο δρόμο. Στη διαδρομή περάσαμε από φυτείες με δένδρα καφέ, κακάο, μπανανιές και φοίνικες Συναντήσαμε και πάρα πολλά παιδιά του σχολείου, που επέστρεφαν στα σπίτια τους. Τα πιτσιρίκια αυτά πολύ συχνά διένυαν περίπου 15 χιλιόμετρα κάθε μέρα, για να πάνε σχολείο με τα πόδια και τα περισσότερα ήταν ξυπόλυτα! Μάλιστα, είχαν και μια αστεία και πολύ περίεργη συνήθεια: όταν πάλιωνε και φθειρόταν τελείως ένα ζευγάρι παπούτσια, έδεναν τα δύο κορδόνια μεταξύ τους και μετά τα εκσφενδόνιζαν ψηλά μέχρι να σκαλώσουν και να κρεμαστούν από τα σύρματα του ηλεκτρικού ή του τηλεφώνου! Γι' αυτό βλέπαμε να κρέμονται ένα σωρό παπούτσια από τα καλώδια, όπως στην Ελλάδα τους χαρταετούς που ατύχησαν στην πτήση τους τη Καθαρά Δευτέρα. Μόνο που σε μας οι χαρταετοί μπλέκονται στα σύρματα κατά λάθος...

Περάσαμε από το λιμάνι Alexis - Hafen (περίεργη γερμανοελληνική ονομασία) και μετά ανεβήκαμε σ' ένα μεγάλο ύψωμα, που ονομαζόταν Νob-Nob. Από εκεί η θέα ήταν υπέροχη. Φαίνονταν οι παραλίες, οι κόλποι και τα καταπράσινα νησάκια - στην επαρχία του Madang υπήρχαν 105. Στην κορυφή του λόφου είδαμε μια ωραία έπαυλη, η οποία στον πόλεμο χρησίμευε ως στρατηγείο του ιαπωνικού στρατού. Το 1995 έμενε εκεί ένας πάστορας. Στην αυλή υπήρχε ένα κυριολεκτικά πελώριο δένδρο μάνγκο, φορτωμένο με εκατοντάδες φρούτα! Κάποιοι εργάτες έκοψαν μερικά, χωρίς να τους τα ζητήσουμε, και μας τα προσέφεραν. Ήταν ώριμα και πολύ νόστιμα.

Ξαναπήραμε το στενό κι απότομο δρόμο προς τα κάτω. Κι εκεί ήταν πολύ χρήσιμη η κίνηση στους 4 τροχούς του αυτοκινήτου. Στη διαδρομή, δεξιά κι αριστερά του δρόμου, υπήρχαν διάφορα τροπικά φυτά, όπως yam-yam και tapioca. Το γιαμ-γιαμ αναρριχάται επάνω σε στύλους, ενώ η ταπιόκα έχει μια τούφα μεγάλων φύλλων, που μοιάζουν με της μπανανιάς. Το γιαμ-γιαμ διατηρείται φρέσκο επί 6-7 μήνες (!), ενώ η ταπιόκα και το τάρο δεν κρατάνε παρά μόνο λίγες εβδομάδες.

Στη συνέχεια επισκεφθήκαμε το ξενοδοχειακό συγκρότημα «Jais Aben», που στην τοπική διάλεκτο σημαίνει «ήσυχο μέρος». Ήταν παραλιακό, ωραίο, με πισίνα, κήπο και bungalows, αλλά λιγότερο πολυτελές σε σχέση με το Madang Resort. Στα δωμάτια δεν είχε κλιματισμό, τηλέφωνο και τηλεόραση. Στον κήπο υπήρχαν πολλά τροπικά φυτά, όπως pandanus, φοίνικες και frangipani σε διάφορα χρώματα (λευκό, κίτρινο, ροζ, κόκκινο). Ο οδηγός μού υπενθύμιζε συνεχώς να μην κάθομαι πολλή ώρα κάτω από τους φοίνικες, γιατί πάντα υπήρχε ένας μικρός κίνδυνος να μου πέσει καμιά βαριά καρύδα στο κεφάλι...

Δεν προλάβαμε να επισκεφθούμε το χωριό Bill-Bill για να δούμε την ντόπια αγγειοπλαστική, επειδή στο μεταξύ είχε αρχίσει να νυχτώνει. Επιστρέφοντας, περάσαμε μπροστά από το παραλιακό Coastwatchers Memorial Light-house. Μόλις έφθασα στο δωμάτιο ξέσπασε μια φοβερή τροπική καταιγίδα, λες και ο καλός Θεός περίμενε να επιστρέψουμε στο ξενοδοχείο πριν δώσει εντολή να ανοίξουν οι κρουνοί του ουρανού! Βγήκα έξω στη σκεπαστή βεράντα, για να απολαύσω το άγριο θέαμα. Έχει σχεδόν σκοτεινιάσει και τα νησάκια μόλις που διακρίνονταν. Πού και πού κάποια αστραπή φώτιζε άπλετα το τοπίο και τότε μόνο μπορούσε να συνειδητοποιήσει κανείς πόσο δυνατή και πυκνή ήταν η βροχή που έπεφτε. Το θέαμα ήταν υπέροχο, αλλά είχε και τις δυσάρεστες πλευρές του: δυσκόλευε το στέγνωμα του εξοπλισμού μου και έκανε ακόμη πιο προβληματικές τις τηλεπικοινωνίες.... Σ' όλα τα δωμάτια υπήρχε επιγραφή ότι σε περίπτωση καταιγίδας για ασφάλεια έπρεπε να μη χρησιμοποιείται το τηλέφωνο και η τηλεόραση να παραμένει κλειστή.


Το περίφημο fax

Το δεύτερο fax που ήθελα να στείλω στην Αθήνα ήταν αδύνατο να φύγει. Ίσως επειδή οι γραμμές ήταν υπερφορτωμένες. Το μηχάνημα του fax του ξενοδοχείου ήταν παμπάλαιο και δεν έβγαζε χαρτί επιβεβαίωσης της αποστολής. Το περιεχόμενό του ήταν ενημέρωση των δικών μου ότι είχα τελειώσει τις καταδύσεις για φέτος και ότι μπορούσαν επομένως να κοιμούνται ήσυχοι. Τόσο στη Νέα Γουινέα όσο και γενικά στο νότιο Ειρηνικό Ωκεανό οι καταδύσεις ήταν ατομικές, σχεδόν μοναχικές. Συχνά έψαχνες για να βρεις ένα σύντροφο, ενώ σ' άλλα μέρη οι ομάδες ήταν πολυμελείς και ήσουν αναγκασμένος να περιμένεις μέχρι να αναδυθούν οι δύτες των άλλων σκαφών για να βουτήξει η δική σου ομάδα !

Όση ώρα περίμενα, σ' ένα παλιό χάρτη, που ήταν κρεμασμένος στα γραφεία, είδα όλα τα παλιά τοπωνύμια από την εποχή των Γερμανών (π.χ. ο κόλπος του Kimbe, όπου έκανα καταδύσεις, αναγραφόταν ως κόλπος του Stettin).

Από ώρα άκουγα έναν πολύ ενοχλητικό διακοπτόμενο θόρυβο, σαν να χτυπούσε κάποιος δύο χονδρά ξύλα μεταξύ τους. Μου έδινε στα νεύρα. Στην αρχή νόμισα ότι ήταν κάποιο άγνωστο πουλί. Μετά μου πέρασε η ιδέα ότι κάποιος μαστόρευε σε κάποια γειτονική καλύβα. Αποφάσισα να κάνω μια βόλτα στον κήπο μήπως κι εντνοπίσω από πού προερχόταν ο θόρυβος, αλλά μάταια. Τελικά, ρωτώντας, έμαθα ότι τον περίεργο αυτό θόρυβο τον έκαναν κάτι βατράχια!

Κατέληξα στο εστιατόριο, όπου από την πρώτη μέρα είχα παρατηρήσει ότι σήκωναν τα μαξιλάρια από τις καρέκλες και τα ακουμπούσαν λοξά επάνω στο τραπέζι. Η αιτία αυτής της περίεργης συνήθειας, όπως μου εξήγησαν, ήταν για να μη σηκώσει ο άνεμος τα τραπεζομάντηλα! Το σερβίρισμα εξακολουθούσε να είναι φρικτό κι απαίσιο. Υπήρχε ένα σωρό προσωπικό, αλλά όλοι σέρβιραν όλους και κανείς δεν ήξερε τελικά τίποτα .

Επιστρέφοντας στο δωμάτιο, βρήκα κάτω από την πόρτα μου, μέσα σ' ένα φάκελο του ξενοδοχείου, το fax που είχα στείλει στην Αθήνα. Θαύμασα την καλή οργάνωση, γιατί δεν τους είχα ζητήσει να μου το στείλουν στο δωμάτιο με άνθρωπο (η reception απείχε αρκετά, αλλά ευτυχώς το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής ήταν σκεπασμένο με υπόστεγο).


Η αναχώρηση από το Madang

Τετάρτη, 15.11.95

Ξύπνησα στις 5:00 κι άρχισα να μαζεύω τα υπάρχοντά μου. Ευτυχώς, ο καταδυτικός εξοπλισμός έχει στεγνώσει. Όταν τελείωσα, πήγα στο ταμείο του ξενοδοχείου, αλλά επειδή είχε κόσμο πήρα πρώτα πρωινό και μετά επέστρεψα για να πληρώσω. Ενώ είχα προπληρώσει για πλήρες breakfast ήθελαν να μου χρεώσουν extra τ' αβγά με μπέικον περίπου 10 $ την ημέρα. Διαμαρτυρήθηκα και τους έδειξα τα σχετικά fax και voucher, καθώς και τον τιμοκατάλογο των διαφόρων breakfast που υπήρχε στο δωμάτιο. Συμφώνησαν, τελικά, να τα διαγράψουν, αλλά μαζί μ' αυτά διέγραψαν και όλα τα φαγητά καθώς και την περιήγηση της προηγούμενης μέρας! Τους είπα ότι χρέωσαν πολύ λιγότερα! Δηλαδή, αρχικά ζητούσαν περίπου 350 δολάρια και μετά μόνο 20! Τους εξήγησα πόσο ήταν το σωστό και μετά από πολλές καθυστερήσεις πλήρωσα το κανονικό ποσό. Όμως, από εκεί που είχα μεγάλη άνεση χρόνου, με όλη αυτή την αργοπορία έπρεπε να βιαστώ. Αποτελείωσα στα γρήγορα την ετοιμασία των αποσκευών, προσέχοντας πολύ να μην ξεχάσω το παραμικρό.

Πηγαίνοντας με το αυτοκίνητο του ξενοδοχείου προς το αεροδρόμιο περάσαμε πλάι από μια εκπληκτική λίμνη γεμάτη νούφαρα. Ήταν φυσική, με διαστάσεις περίπου όσο 40 ολυμπιακές πισίνες μαζί και βέβαια τα νούφαρα ήταν άγρια, αυτοφυή!! Ήταν ένα μοναδικό θέαμα!

Το αεροδρόμιο απείχε μόλις λίγα λεπτά από το χωριό. Έδωσα τις δύο αποσκευές μου για το Port Moresby μόνο και όχι για Σιγκαπούρη (έτσι με είχε συμβουλεύσει ο Andrew, ώστε να μπορούμε να τις ελέγξουμε καλύτερα σε περίπτωση ανωμαλίας, κλοπής κ.λπ.). Δημιουργήθηκε ζήτημα για το βάρος τους. Ευτυχώς, όμως, είχα φροντίσει και μου είχαν γράψει επάνω στο εισιτήριο: 15 kg diving gear F.O.C. (=Free of Charge)!

Κάρτα επιβίβασης και απόδειξη για τις αποσκευές δεν μου έδωσαν, βέβαια. Το σύστημα το είχα πια μάθει καλά. Όμως, το να μην έχεις απολύτως τίποτε στα χέρια σου (ούτε εισιτήριο, ούτε κάρτα, ούτε απόδειξη παράδοσης αποσκευών) επί ώρες και μάλιστα σε τέτοια τριτοκοσμική χώρα δεν ήταν ευχάριστο. Αυτή η ανασφάλεια έκανε τον χρόνο αναμονής να φαίνεται ατελείωτος. Φυσικά, δεν υπήρχαν μαγαζιά στο αεροδρόμιο για να χαζέψω και να περάσει η ώρα μου. Υπήρχε μόνο μια πρόχειρη καντίνα που πουλούσε αναψυκτικά, τσιγάρα και κιτς σουβενίρ... Το μόνο που μου έμενε ήταν να γράψω μερικές σημειώσεις από το ταξίδι, κυριολεκτικά στο γόνατο! Καθώς έγραφα, μια πελώρια πεταλούδα ήρθε πλάι μου και με απέσπασε από τις σκέψεις μου. Θαύμασα τα υπέροχα χρώματα των φτερών της. Τι εκπληκτικά δημιουργήματα έχει κάνει η φύση!

Στο μακρύ χρόνο της αναμονής μου, αναλογίστηκα πόσο σοφά έπραξα να μην σχεδιάσω το ταξίδι και προς τα ορεινά της Νέας Γουινέας (παρά τις συμβουλές του φίλου Νίκου Μ.), λόγω του θεόβαρου καταδυτικού εξοπλισμού που έσερνα μαζί μου. Τα αεροπλάνα που πετούσαν στις ορεινές περιοχές ήταν μικρά κι ανέβαιναν σε μεγάλο ύψος. Γι' αυτό το επιτρεπόμενο βάρος αποσκευών για κάθε επιβάτη ήταν μόλις 10 κιλά! Αυτό δημιουργούσε φοβερά προβλήματα τόσο στους δύτες όσο και στους Αμερικανούς, που συνήθως ταξιδεύουν με πολλές αποσκευές...

Μετά την άφιξη του αεροπλάνου, μάς κάλεσαν για τις κάρτες επιβίβασης. Κάθε επιβάτης έλεγε το όνομά του και με βάση αυτό έπαιρνε την κάρτα του. Κατά την αναχώρηση και πάλι δεν έγινε απολύτως κανένας έλεγχος για τυχόν αεροπειρατεία . Κατά την έξοδο από το αεροδρόμιο προς το αεροπλάνο έλεγξαν τις κάρτες επιβίβασης, αλλά δεν έκοψαν ένα κομμάτι της κάρτας, όπως συνήθως γίνεται. Απλά σημείωναν τη θέση του επιβάτη σε μία κατάσταση.

Το αεροδρόμιο δεν ήταν περιφραγμένο. Ίσως αυτό εξηγεί, γιατί δεν έκαναν κανέναν έλεγχο για όπλα. Θα ήταν ανώφελο, αφού ο καθένας μπαινόβγαινε ελεύθερα στο χώρο προσγειώσεων! Στις άκρες δε του αεροδρομίου, κοντά στην ακτή, υπήρχαν ψαράδες που ψάρευαν με το καλάμι τους!


Πετώντας προς την πρωτεύουσα

Το αεροπλάνο, όπως και στις άλλες εσωτερικές πτήσεις στη Νέα Γουινέα, ήταν αεριωθούμενο Fokker F28-4.000. Οι πόρτες του άνοιγαν προς τα έξω και προς τα κάτω και δημιουργούσαν σκάλα προς το έδαφος, για να μπαίνουν και να βγαίνουν οι επιβάτες! Το σύστημα ήταν πολύ πρακτικό, γιατί έτσι δεν χρειάζονταν σκάλες στα δεκάδες μικρά αεροδρόμια της χώρας. Το στήριγμα (βάση) των καθισμάτων δεν βρισκόταν ανάμεσα στις θέσεις, αλλά κάτω από μία θέση (εκείνη που βρισκόταν κοντά στο παράθυρο). Έτσι, κάτω από τη θέση αυτή δεν μπορούσε να βάλει κανείς χειραποσκευή. Αυτό για μένα ήταν εξαιρετικά δυσάρεστο, αφού στην πελώρια χειραποσκευή μου είχα όλα τα εύθραυστα αντικείμενα (φωτογραφική, flash, φακούς, ρολόγια, computer κατάδυσης κ.ά.).

Καθώς το αεροπλάνο απογειωνόταν, το θέαμα από κάτω με τα δεκάδες καταπράσινα νησάκια, τα φιόρδ και τα ακρωτήρια ήταν φανταστικό. Ευτυχώς, ήμασταν τυχεροί που δεν είχε σύννεφα. Αν και το αεροπλάνο ανέβαινε αργά, το εκπληκτικό αυτό θέαμα δεν διήρκησε παρά ελάχιστα λεπτά...

Από το μεγάφωνο του αεροπλάνου μας ανακοίνωσαν ότι απαγορευόταν το κάπνισμα και το μάσημα των betel nuts!!

Κάναμε μια ενδιάμεση προσγείωση στην πόλη Lae (προφέρεται Λέι) και παραμείναμε μέσα στο αεροπλάνο. Xαρά εγώ που δεν θα είχα να κουβαλάω πάλι τη βαριά χειραποσκευή μου έξω και ξανά μέσα! Χρειάστηκε κάπου μισή ώρα, για να μπει μια καινούργια "φουρνιά" επιβατών, που ήταν σχεδόν όλοι μαύροι.

Στο αεροδρόμιο του Port Moresby με περίμενε ο Andrew. Παραλάβαμε τις δύο αποσκευές μου (βαλίτσα και σακίδιο καταδύσεων) και τα παραδώσαμε στο check-in για Σιγκαπούρη. Επειδή μεσολαβούσε αρκετός χρόνος μέχρι την αναχώρηση του αεροπλάνου, πήγαμε στο ξενοδοχείο του αεροδρομίου. Εκεί είχε γραφείο το πρακτορείο ταξιδίων Trans Niugini Tours. Άφησα τη χειραποσκευή μου στο γραφείο κι έκανα μια βόλτα μέσα στο ξενοδοχείο. Έξω, αλλά και μέσα στο αεροδρόμιο, η ζέστη ήταν φοβερή. Στην αρχή σκέφθηκα να μη φάω και να προτιμήσω το φαγητό που θα σέρβιραν στο αεροπλάνο. Μετά, όμως, έκανα δεύτερες σκέψεις (όπως απεδείχθη αργότερα πολύ σοφές). Κι αν το αεροπλάνο αργήσει; Θα πεθάνω της πείνας. Έτσι αποφάσισα να φάω στο εστιατόριο που υπήρχε στο υπόγειο του ξενοδοχείου. Επειδή δεν με έφθαναν τα λίγα kina που είχα, πλήρωσα τη διαφορά με πιστωτική κάρτα. Μετά επέστρεψα στο γραφείο του πρακτορείου κι άρχισα να συγγράφω τις εμπειρίες του ταξιδιού, απολαμβάνοντας την ωραία δροσιά του κλιματισμού.


Η επιστροφή


Τα απρόοπτα δεν έχουν τελειωμό

Μ' ένα αυτοκίνητο ο Andrew με μετέφερε ξανά στο κτίριο αναχωρήσεων (αν και η απόσταση ήταν ελάχιστη από το ξενοδοχείο). Εκεί υπήρχε έλεγχος αεροπειρατείας, αλλά ήταν πολύ πρωτόγονος κι αναποτελεσματικός. Πήρα την κάρτα επιβίβασης, πλήρωσα τον φόρο του αεροδρομίου κι αποχαιρέτησα τον Andrew, οριστικά αυτή τη φορά. Πήγα μετά στο bar και ήπια ένα τελευταίο Lemon Crush της Schweppes, ένα ωραίο και ξεδιψαστικό ποτό που δοκίμασα για πρώτη φορά στη Νέα Γουινέα. Στον έλεγχο μου ζήτησαν το εισιτήριο, όπου είχε επικολληθεί το αυτοκόλλητο του φόρου. Μου κόπηκε η χολή όταν μου είπαν ότι αυτό ήταν εισιτήριο εσωτερικού και όχι για Σιγκαπούρη. Ευτυχώς, το βρήκα αμέσως. Το είχα μπλέξει, γιατί συνολικά είχα 4 εισιτήρια: ένα Αθήνα - Σιγκαπούρη με επιστροφή, ένα Σιγκαπούρη - Port Moresby με επιστροφή, ένα για τα Solomon Islands κι ένα εσωτερικό για όλες τις (πολλές) πτήσεις εντός Νέας Γουινέας.

Κατά τον έλεγχο της κάρτας επιβίβασης στην έξοδο, η καρδιά μου πήγε στην Κούλουρη, γιατί η κάρτα με τη σφραγίδα του ελέγχου ασφαλείας πτήσεων ήταν για πτήση εσωτερικού και όχι για τη Σιγκαπούρη! Τι είχε συμβεί; Καθώς στη Νέα Γουινέα δεν έκοβαν κατά την επιβίβαση ένα κομμάτι της κάρτας, αυτή παρέμεινε άθικτη. Έτσι κατά τη διάρκεια του ελέγχου έδωσα, κατά λάθος, την κάρτα της πρωινής πτήσης κι επάνω εκεί μου έβαλαν την σφραγίδα ασφαλείας Ο.Κ.! Έψαξα κι ευτυχώς βρήκα και την κανονική κάρτα επιβίβασης, έστω και χωρίς σφραγίδα και με τον συνδυασμό και των δύο κατάφερα τελικά να περάσω. Φαντάζομαι ότι στην Ελλάδα εάν είχα ένα ανάλογο πρόβλημα δεν θα έπειθα τους γραφειοκράτες τόσο εύκολα (δηλαδή με σφραγίδα ασφαλείας επάνω σε άλλη κάρτα αντί της κανονικής).

Στην αίθουσα αναμονής, που ήταν πολύ… λιτή, με ένα πρωτόγονο tax free, περιμέναμε πολλή ώρα. Η ανακοίνωση από τα μεγάφωνα ότι λόγω τεχνικής βλάβης θα καθυστερούσε αναχώρηση, δεν ήταν καθόλου καθησυχαστική. Ευτυχώς, που δεν είχα να προλάβω επόμενη πτήση. Η μία ανακοίνωση διαδεχόταν την άλλη και η ώρα αναχώρησης μετατοπιζόταν κάθε φορά για αργότερα. Ο χρόνος δεν περνούσε με τίποτα μέσα στη ζεστή αίθουσα. Τελικά, μας ανακοίνωσαν ότι θ' άλλαζαν αεροπλάνο. Έτσι καταφέραμε ν' αναχωρήσουμε, έστω και με 3½ ώρες καθυστέρηση! Για να φθάσουμε μέχρι το αεροπλάνο δεν υπήρχαν ούτε "φυσούνες" ούτε λεωφορεία, αλλά μόνο πορεία, η οποία ήταν πολύ δυσάρεστη κάτω από τον καυτό ήλιο, αλλά κι όταν έβρεχε καταρρακτωδώς.


Πετώντας προς Σιγκαπούρη

Η πτήση με το Airbus ήταν πολύ άνετη (γιατί είναι ευρύχωρο) και διήρκησε 6 ½ ώρες. Φθάσαμε στη Σιγκαπούρη μετά τις 11 το βράδυ και μέχρι να περάσουμε τις διαδικασίες της βίζας, αποσκευών και αλλαγής χρημάτων ήταν πια περασμένα μεσάνυχτα. Υπολογίζοντας ότι θα έφθανα νωρίς, σύμφωνα με το πρόγραμμα, δεν είχα κλείσει ξενοδοχείο. Τέτοια ώρα, όμως, το γραφείο εξεύρεσης δωματίων ήταν κλειστό και η τηλεφωνική κάρτα μου είχε δυστυχώς τελειώσει, όταν πέρασα από τη Σιγκαπούρη στην αρχή του ταξιδιού. Είχα μεγάλο πρόβλημα, για να βρω δωμάτιο. Άφησα τις δύο μεγάλες αποσκευές για φύλαξη στο αεροδρόμιο (έγραψα, μάλιστα, υποχρεωτικά ονοματεπώνυμο κι αριθμό διαβατηρίου) και πήρα μαζί μου μόνο τη μικρή χειραποσκευή.

Άρχισα να ψάχνω για ξενοδοχείο. Τελικά, βρήκα μια κοπέλα με την επιγραφή Ηyatt στο χέρι, που περίμενε να υποδεχθεί κάποιους ξένους. Τη ρώτησα αν είχε διαθέσιμο δωμάτιο. Τηλεφώνησε από το κινητό της τηλέφωνο στο ξενοδοχείο. Εγώ δεν είχα πάρει μαζί μου το κινητό μου, γιατί είχα την πληροφορία από την Telestet ότι δεν συνεργαζόταν με Σιγκαπούρη κ.λπ. Η απάντηση του Hyatt ήταν ότι δεν υπήρχε διαθέσιμο δωμάτιο παρά μόνο μία σουίτα που μπορούσαν να μου διαθέσουν στη μειωμένη τιμή των 360 $ Σιγκαπούρης (περίπου 260 $ USA). Η τιμή ήταν χωρίς πρωινό και φόρους. Καθώς ήμουν ψόφιος από την κούραση αποφάσισα να την πάρω, αν και θα έκανα μόνον ένα νυκτερινό ύπνο. Ήξερα άλλωστε ότι το Hyatt ήταν κοντά στα καταστήματα κι αυτό με βόλευε. Η κοπέλα, μια μικρόσωμη κινεζούλα, με συνόδευσε μέχρι το ταξί. Οι δρόμοι ήταν άδειοι, αλλά η απόσταση του αεροδρομίου από το κέντρο ήταν σημαντική. Στη διαδρομή παρατήρησα ότι κάθε φορά που το ταξί έφθανε στο όριο ταχύτητας, άρχιζε να χτυπάει ένα προειδοποιητικό καμπανάκι, για να επαναφέρει τον οδηγό στην τάξη.


Μια υπέροχη σουίτα

Η "αναπάντεχη" σουίτα μου ήταν πελώρια και βρισκόταν στον εικοστό όροφο. Αν και ήμουν πολύ ταλαιπωρημένος από το μεγάλο ταξίδι, άρχισα να την εξερευνώ. Η σουίτα ήταν διώροφη. Στον κάτω όροφο υπήρχε μεγάλο τραπέζι συσκέψεων, σαλόνι, γραφείο, μια πελώρια τηλεόραση, video, ένα μεγάλο στερεοφωνικό συγκρότημα με CD κ.λπ., ηχεία και τηλεχειρισμό, μεγάλη τουαλέτα και πλήρες bar. Φυσικά, όλα αυτά μου ήταν παντελώς άχρηστα!

Ανέβηκα στον επάνω όροφο της σουίτας. Στην κρεβατοκάμαρα υπήρχε ένα κρεβάτι γιγαντιαίων διαστάσεων, με 6 πελώρια μαξιλάρια (θα μπορούσε να κοιμηθεί ένας ολόκληρος λόχος επάνω του)! Το λουτρό ήταν ολόκληρη αίθουσα, αλλά υπήρχε και χωριστό ντους και βέβαια ξεχωριστό WC. Ο εξοπλισμός ήταν πληρέστατος: ζυγαριά, στεγνωτήρας μαλλιών, μεγεθυντικός καθρέφτης για το ξύρισμα, άλατα για τη μπανιέρα, διάφορα σαμπουάν κ.λπ., cotton sticks, υπέροχα μπουρνούζια και πολλά μικροπράγματα που δεν θυμάμαι λεπτομερώς. Στην κρεβατοκάμαρα υπήρχε ακόμη τουαλέτα, ηλεκτρονικό χρηματοκιβώτιο, ωραίες παντόφλες, καθαριστικά, βούρτσες και κόκκαλο παπουτσιών, T.V., video, στερεοφωνικό συγκρότημα, ομπρέλες, θήκες ειδικές για παπούτσια, κομψό καλάθι για τα άπλυτα κ.ά. Πολύ εντυπωσιακό ήταν το σύστημα τηλεχειρισμού των πάντων, δηλαδή του κλιματισμού, των φώτων, της τηλεόρασης, του video, του ραδιοφώνου και του στερεοφωνικού. Υπήρχε, επίσης, ένα ηλεκτρονικό ρολόι με ξυπνητήρι, που έδειχνε την ώρα σε όλες τις μεγάλες πρωτεύουσες της Γης. Αλλά δεν είχα όρεξη να παίξω με όλα αυτά, καθώς η ώρα είχε φθάσει 2. Έκανα ντους, έπεσα ψόφιος στο κρεβάτι και φυσικά κοιμήθηκα αμέσως.


Στη Σιγκαπούρη

Πέμπτη, 16.11.95

Το πρωί με ξύπνησε το βάρβαρο ξυπνητήρι. Αν είχα χρόνο, θα καθόμουν όλη την ημέρα στο ξενοδοχείο, για να παίζω με τους αυτοματισμούς και τα ηλεκτρονικά της σουίτας μου! Η πρώτη μου δουλειά ήταν να επιβεβαιώσω την πτήση μου για Bangkok και Αθήνα, πράγμα που την προηγούμενη το βράδυ δεν είχα μπορέσει να κάνω στο αεροδρόμιο, γιατί ήταν περασμένη η ώρα. Τα γραφεία της Τhai ήταν ακόμη κλειστά. Όταν αργότερα άνοιξαν, επιβεβαίωσα την πτήση μου κι έτσι ηρέμησα.

Έκανα μια βόλτα στην πόλη. Πρώτα πήρα τον υπόγειο σιδηρόδρομο, που είχε διπλές πόρτες και στο τρένο και στο σταθμό, ώστε να μη μπορεί να πέσει κανείς στις ράγες, όταν δεν υπήρχε τρένο στο σταθμό. Παντού η καθαριότητα ήταν άψογη. Σ' ένα σταθμό είχε πολλές γλάστρες με ορχιδέες! Τις έπιασα με το χέρι μου για να βεβαιωθώ ότι δεν είναι πλαστικές…

Πήγα στην τράπεζα που εξέδιδε το χαρτονόμισμα της Σιγκαπούρης, αλλά δεν κατόρθωσα να βρω τελείως καινούργια νομίσματα για τη συλλογή μου. Με παρέπεμψαν στις εμπορικές τράπεζες. Τελικά, ψάχνοντας σε διάφορες τράπεζες βρήκα μερικά κολλαριστά χαρτονομίσματα. Παραδόξως, στη Σιγκαπούρη κυκλοφορούσαν παράλληλα και οι 3 σειρές χαρτονομισμάτων που είχαν εκδοθεί από την αρχή της συστάσεως του κράτους: η μία έχει διάφορα λουλούδια, η άλλη πουλιά και η τρίτη πλοία.


Βόλτα για ψώνια

Μετά την επίσκεψή μου στις τράπεζες, κατευθύνθηκα στην περιοχή Clifford's Pier. Εκεί κοντά στην προβλήτα υπήρχαν πολλοί money changers (αργυραμοιβοί), γιατί άραξαν κοντά τα βαπόρια. Ήξερα ότι μερικοί απ' αυτούς είχαν και παλιά νομίσματα, αλλά ήταν σε κακή κατάσταση, γιατί δεν ασχολούνταν σοβαρά με τις συλλογές. Ανακάλυψα, όμως, δύο καταστήματα με πλούσιο στοκ για συλλέκτες κι αγόρασα αρκετά. Βρήκα, μάλιστα, πολύ φθηνότερο το χαρτονόμισμα της επετείου της Σιγκαπούρης, το οποίο είχα αγοράσει (φθάνοντας πριν τρεις εβδομάδες εκεί), από έναν money changer στο εμπορικό κέντρο Far East Plaza, πλάι στο ξενοδοχείο Hyatt. Αυτό έγινε επειδή δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι στον γυρισμό θα έμενα μια ολόκληρη μέρα στη Σιγκαπούρη.

Κατόπιν έκανα μια μεγάλη βόλτα στην Orchard Road, με κατεύθυνση όχι προς τη θάλασσα αλλά προς το ξενοδοχείο Shangri-La. Υπήρχαν πάρα πολλά καταστήματα, αλλά οι τιμές δεν ήταν πια τόσο φθηνές όσο άλλοτε. Η ζωή ήταν ακριβότερη και τελευταία είχε προστεθεί κι ένας μικρός φόρος στις πωλήσεις (περίπου 3%). Μου έκανε εντύπωση ότι παρότι πρόσφεραν φθηνά αντίγραφα ρολογιών Rolex, έλεγαν από την πρώτη στιγμή ότι ήταν απομίμηση, ίσως επειδή οι νόμοι και η αστυνομία στη Σιγκαπούρη δεν αστειεύονταν! Υπήρχε, όμως, μια εμφανής διαφορά: στα γνήσια Rolex ο δείκτης των δευτερολέπτων κινείται συνεχώς, ενώ στα πλαστά κατά βήματα (με στακάτο ρυθμό).

Κάποια στιγμή έπιασε δυνατή, τροπική μπόρα. Το πρωί που ξεκίνησα από το ξενοδοχείο είχε λαμπερό ήλιο κι έτσι δεν πήρα μαζί το αδιάβροχό μου. Την έπαθα σαν αρχάριος που δεν ξέρει πόσο συχνά και πόσο γρήγορα αλλάζει ο καιρός στους τροπικούς... Αναγκαστικά έμεινα μέσα σ' ένα εμπορικό κέντρο, χαζεύοντας στα μαγαζιά, για να περάσει η ώρα και να κοπάσει η βροχή. Το μόνο χρήσιμο που βρήκα ήταν διαφανείς, νάιλον, θήκες για πιστωτικές και τηλεφωνικές κάρτες δεμένες σαν βιβλιαράκι. Αυτό το πρακτικό πραγματάκι ήταν το κέρδος μου από τη μεγάλη μπόρα, ενώ η χασούρα μου κάπου 1½ ώρα. Όταν μειώθηκε λίγο η ένταση της βροχής δεν συνέχισα προς το Shangri-La, αλλά γύρισα προς τα πίσω πηγαίνοντας από κατάστημα σε κατάστημα, γιατί ψιλόβρεχε ακόμη.

Σχεδόν έξω από το ξενοδοχείο Ηyatt υπήρχε ένα καλά οργανωμένο περίπτερο, το οποίο πουλούσε γευστικότατους χυμούς τροπικών φρούτων (ανανά, μπανάνα, μάνγκο, λίτσι, passion fruit κ.ά.), που στύβονταν παρουσία του πελάτη. Ήταν πραγματική απόλαυση, καθώς ήμουν πολύ διψασμένος και η ζέστη ανυπόφορη.

Προχώρησα στα μαγαζιά, για να κάνω τα τελευταία ψώνια. Μετά από έρευνες στα τελευταία ταξίδια κατέληξα στο συμπέρασμα ότι το πληρέστερο και πιο ενδιαφέρον (για μένα) εμπορικό κέντρο της Σιγκαπούρης ήταν το Lucky Plaza (σχεδόν απέναντι από το Mandarin Hotel). Εκεί βρήκα εκτός των άλλων κι ένα κατάστημα με φθηνά ρολόγια Citizen. Τον νεώτερο τύπο του υποβρύχιου μοντέλου, που ήθελα σε αντικατάσταση του κλεμμένου, δεν τον είχε. Τους έπεισα να το παραγγείλουν, χωρίς να δώσω προκαταβολή και συνέχισα τα ψώνια μου. Στους υπόγειους ορόφους του Lucky Plaza βρήκα τρία μαγαζιά με είδη καταδύσεων και ψώνισα ενδιαφέροντα μικροπράγματα. Συζητώντας, έμαθα ότι δεν αξίζει να κάνει κανείς κατάδυση στη Σιγκαπούρη, γιατί η ορατότητα ήταν πολύ περιορισμένη κι επιπλέον κόστιζε ακριβά. Βρήκα επίσης ένα μεγάλο κατάστημα για συλλέκτες νομισμάτων. Το χάζεψα αλλά δεν ψώνισα, γιατί δεν είχα χρόνο ούτε αρκετά χρήματα. Μεταξύ των εκθεμάτων είχε κι ένα χαρτονόμισμα των 10.000 $ Σιγκαπούρης, που ισοδυναμούσε με 7.000 $ USA περίπου!!

Επέστρεψα στο κατάστημα με τα ρολόγια. Το δικό μου δεν είχε έρθει ακόμα από την αντιπροσωπεία. Σε λίγο, όμως, το έφεραν. Το αγόρασα $ 285 έναντι $ 275 που είχα αγοράσει το παλιό μοντέλο .

Tα ξενοδοχεία μπορεί να μην ήταν φθηνά, όπως άλλοτε, αλλά ήταν όλα γεμάτα. Έμαθα ότι το παραδοσιακό «Raffles Hotel» λειτουργούσε πλήρως ανακαινισμένο (αλλά πάντα στο παλιό colonial style) ήταν, όμως, πανάκριβο.

Ήταν περίπου 3:30 το απόγευμα και καιρός πια να "τα μαζεύω". Πήρα τη μικρή αποσκευή μου από το ξενοδοχείο, ήπια ένα τελευταίο, αποχαιρετιστήριο χυμό και πήγα στη στάση του λεωφορείου για το αεροδρόμιο στην Orchard Road, σχεδόν έξω από το Lucky Plaza. Το μετρό δεν πήγαινε μέχρι το αεροδρόμιο. «Ίσως στο επόμενο ταξίδι μου να το έχουν επεκτείνει», σκέφτηκα...


Η τελευταία ανωμαλία

Φθάνοντας στο αεροδρόμιο έλεγξα ότι η πτήση μου με την Τhai International ήταν εντάξει και πήρα τηλέφωνο στο γραφείο της γυναίκας μου για να την ενημερώσω για την άφιξή μου. Ήταν σε έξαλλη κατάσταση. Είχε ανησυχήσει φοβερά και από το πρωί έπαιρνε τηλέφωνο σ' όλα τα ξενοδοχεία της Σιγκαπούρης, για να με βρει. Είχε κινητοποιήσει όλους τους γνωστούς, εφοπλιστές κ.λπ., το ξενοδοχείο Meridien και τον αντιπρόσωπο της Motor Oil στη Σιγκαπούρη. Τελικά, έμαθε ότι είχα μείνει στο Ηyatt και ότι είχα ήδη κάνει check out. Όλη αυτή η φασαρία και αγωνία δημιουργήθηκε επειδή, όπως αποδείχθηκε μετά, δεν έφθασαν ποτέ τα δύο fax που είχα στείλει από το Madang !

Πήρα από τη φύλαξη τις δύο βαριές αποσκευές μου, τις πέρασα από τον έλεγχο ασφαλείας και πήγα στο γκισέ της Τhai για το check-in. Εκεί μου έδωσαν το επείγον μήνυμα, που είχε αφήσει η γυναίκα μου, να τηλεφωνήσω αμέσως στο σπίτι, πράγμα που είχα ήδη κάνει λίγο πριν. Ευτυχώς, δεν μου είπαν τίποτε για το υπερβάλλον βάρος που είχα.

Στο αεροδρόμιο το tax free ήταν πλούσιο, αλλά δεν ήταν βέβαια δυνατό να έχει την ποικιλία των μαγαζιών της πόλης. Ψώνισα κάτι μπαταρίες, που συνοδεύονταν από ένα μικρό δοκιμαστικό τάσης, το οποίο έλεγχε αν ήταν φορτισμένες ή άδειες, κι ένα ζεύγος ελαφρά πέδιλα πορείας για προσεχείς εξορμήσεις σε θερμές χώρες.

Το αεροπλάνο έφυγε στην ώρα του και η περιποίηση ήταν καλή. Στο αεροδρόμιο της Bangkok υπήρχαν καροτσάκια, αλλά δεν επιτρεπόταν να τα χρησιμοποιήσεις στον επάνω όροφο. Τα παρέδιδες υποχρεωτικά στη βάση της σκάλας. Αν και ο χρόνος για την αλλαγή του αεροπλάνου ήταν μικρός δεν συνάντησα κανένα πρόβλημα.

Στο αεροσκάφος μπήκαν και αρκετοί έλληνες εκδρομείς, που είχαν πάει στην Ταϋλάνδη και νόμιζαν ότι είχαν πάει στην άκρη του κόσμου! Μιλούσαν τελείως ελεύθερα μεταξύ τους, με τη βεβαιότητα ότι κανείς άλλος δεν καταλάβαινε εκεί Ελληνικά...

Στο αεροδρόμιο του Ελληνικού φθάσαμε πριν ξημερώσει, ευτυχώς χωρίς κανένα απρόοπτο ή πρόβλημα.

Πνευματικά δικαιώματα adventurouslife.gr