Πράσινο Ακρωτήριο
1999Εξουθενωτικές καταδύσεις πέρα από την Αφρική, στα τροπικά νερά του Ατλαντικού Ωκεανού. Είσοδος στον κρατήρα του ηφαιστείου που έγινε αλυκή. Διάσχιση ερήμου με τετράτροχη μοτοσυκλέτα.
Σύντομη ιστορική αναδρομή
Το τελευταίο μου εξωτικό ταξίδι κατά την χιλιετία που πέρασε ήταν στα Νησιά του Cabo Verde, τα οποία βρίσκονται ανάμεσα στη Σενεγάλη και τη Βραζιλία, αλλά πιο κοντά στις αφρικανικές ακτές. Το ταξίδι αυτό είχα επιχειρήσει να το πραγματοποιήσω το έτος 1994, αλλά δυστυχώς κατά τον σχεδιασμό του συνάντησα διάφορες δυσκολίες: Πρώτα - πρώτα έπρεπε να πάω στη Λισσαβόνα για να πάρω τη βίζα (γιατί δεν ήταν δυνατό από την Ελλάδα ), δεύτερον οι πτήσεις προς τα νησιά ήταν ελάχιστες και τρίτον ο χρόνος που είχα στη διάθεσή μου ήταν περιορισμένος. Το αποτέλεσμα θα ήταν να αναχωρήσω από εκεί λίγο μετά την άφιξή μου. Ήταν δηλαδή δώρον άδωρον! Εγκατέλειψα, λοιπόν, αυτό το σχέδιό μου και τελικά πήγα για καταδύσεις στη "γειτονική" μας Ιορδανία.
Το αρχιπέλαγος του Cabo Verde αποτελείται από 15 νησιά και αρκετές βραχονησίδες. Αλλά από τα νησιά αυτά κατοικούνται μόνον τα 9. Το σύμπλεγμα πήρε το όνομά του από το «Πράσινο Ακρωτήριο», το οποίο όμως βρίσκεται στη Σενεγάλη, στην απέναντι ακτή της Αφρικής. Ανακαλύφθηκαν από τον Πορτογάλο θαλασσοπόρο Diogo Gomes το έτος 1460. Σύντομα αποτέλεσαν βάση για τα πορτογαλικά πλοία, που εξερευνούσαν τις ακτές της Αφρικής. Αργότερα χρησιμοποιήθηκαν ως ενδιάμεσος σταθμός για τα ταξίδια προς τη Βραζιλία, καθώς και για το εμπόριο σκλάβων προς τις ΗΠΑ, την Καραϊβική κλπ.
Το 1975 έγιναν ανεξάρτητα, μαζί με τη Γουινέα-Μπισάου (η οποία βρίσκεται στα Αφρικανικά παράλια), δημιουργώντας μία Ομοσπονδία. Διαχωρίστηκαν σε δύο κράτη το έτος 1981. Είναι μία από τις μικρότερες χώρες, με συνολική επιφάνεια περίπου 4.000 τετρ. χιλιόμετρα (προς σύγκριση: Λέσβος 2.154 τ.χ.) και έχει πληθυσμό 450.000 κατοίκους. Ο αναλφαβητισμός ανέρχεται στο 44%. Ομιλούμενες γλώσσες είναι τα Πορτογαλικά και οι κρεολικές διάλεκτοι (απλοποιημένα πορτογαλικά με προσμείξεις).
Το κράτος του Cabo Verde παρουσιάζει μια πολύ πρωτότυπη αποκέντρωση: Το διεθνές αεροδρόμιο βρίσκεται στο νησί Sal, η πρωτεύουσα Praia στο νησί Santiago και το με-γάλο λιμάνι Mindelo στο νησί Sao Vicente!
Καθώς, όμως, είμαι πολύ επίμονος άνθρωπος, δεν το έβαλα κάτω κι έτσι κατόρθωσα να πραγματοποιήσω το ταξίδι αυτό πέντε χρόνια αργότερα…
Οι πρώτες δυσκολίες και η αρχική προσαρμογή
Δευτέρα, 1.11.1999
Το αεροπλάνο της εταιρίας ΤΑΡ προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο του νησιού Sal γύρω στις δύο μετά τα μεσάνυχτα, με περίπου μιάμιση ώρα καθυστέρηση. Εγώ βγήκα από τους πρώτους και πέρασα από τις διατυπώσεις / ελέγχους διαβατηρίων γρήγορα, ίσως επειδή είχα ήδη τη βίζα εισόδου. Την είχα πάρει τελικά από τη Λισσαβόνα, δεδομένου ότι το κράτος των Νησιών του Ακρωτηρίου δεν διαθέτει πρεσβεία στην Αθήνα. Το μεγάλο airbus είχε πάρα πολλούς επιβάτες και οι τελευταίοι πέρασαν από τον έλεγχο μετά μισή και πλέον ώρα.
Με μεγάλη χαρά και ανακούφιση είδα ότι οι βαλίτσες μου έφθασαν εντάξει. Η αγωνία μου τώρα ήταν πώς θα φθάσω νυχτιάτικα μέχρι το ξενοδοχείο και τι προβλήματα θα αντιμετωπίσω εκεί.
Βγαίνοντας έξω βρήκα, ευτυχώς, τους ανθρώπους του ξενοδοχείου «Belorizonte» όπου θα έμενα, μεταξύ των οποίων ήταν και μια νεαρή Γερμανίδα. Μίλησα μαζί της στα γερμανικά και συνεννοήθηκα. Δυστυχώς, δεν με είχαν στη λίστα των αναμενομένων, αλλά προσφέρθηκαν να με πάρουν με το λεωφορείο του ξενοδοχείου. Δεν πρόλαβα να αλλάξω χρήματα στην τράπεζα, γιατί φοβόμουν μη φύγει το λεωφορείο. Με τέτοιες συνθήκες και τέτοια ώρα αυτό δεν θα ήταν καθόλου αστείο…
Για να βγούμε έξω από το αεροδρόμιο περάσαμε από έναν άθλιο, στενό διάδρομο. Το κτίριο ήταν γιαπί, επειδή το επέκτειναν. Δεν υπήρχε φωτισμός ούτε αρκετός χώρος για Ι.Χ. και λεωφορεία. Με πολλή προσπάθεια, μέσα στο μισοσκόταδο, φόρτωσα τις αποσκευές μου στη μεγάλη μπαγκαζιέρα που ρυμουλκούσε το λεωφορείο.
Η διαδρομή μέχρι το ξενοδοχείο ήταν περίπου 20 λεπτά. Φθάσαμε γύρω στις 3 το πρωί. Στη reception του ξενοδοχείου επικρατούσε μεγάλο κονφούζιο. Οι νεοαφιχθέντες ήταν πάρα πολλοί και τα δύο άτομα του προσωπικού ανεπαρκή και με πολύ πενιχρές ικανότητες. Άφησα να προηγηθούν τα γκρουπ, ώστε να ηρεμήσει η κατάσταση. Κάποτε ήλθε και η σειρά μου. Τους έδειξα το voucher που είχα. Δεν με έβρισκαν στην κατάσταση, αλλά τελικά μου έδωσαν ένα bungalow, το οποίο ήταν καλό κι ευρύχωρο με Τ.V., κλιματισμό κλπ. Έπεσα να κοιμηθώ περασμένες τέσσερις. Η μεγάλη ταλαιπωρία είχε πια τελειώσει…
Ξύπνησα γύρω στις 9. Μετά το πρωινό άρχισα να οργανώνομαι. Από την reception πήρα το κλειδί για το χρηματοκιβώτιο του bungalow, που ενοικιάζεται προς 15$ την εβδομάδα. Κατόπιν, πήγα στη βάση των καταδύσεων «Stingray» (= σελάχι με κεντρί), που βρίσκεται πλάι στο ξενοδοχείο και ανήκει σε Γερμανούς. Επειδή ήμουνα ξενυχτισμένος, κανόνισα με τον Klaus, τον επικεφαλής divemaster (αρχηγός κατάδυσης), να κάνω μια εύκολη κατάδυση το απόγευμα.
Γνωριμία με την πρωτεύουσα
Στη συνέχεια πήρα ένα ταξί για να πάω στην πρωτεύουσα του νησιού, που ονομάζεται «Espargos». Με το φως της ημέρας πια είδα τη διαδρομή που είχα κάνει και την προηγουμένη το βράδυ. Το νησί είναι επίπεδο και λόγω έλλειψης βροχών δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου βλάστηση. Είναι παντού έρημος με μικρές μόνο προεξοχές και λόφους, καθώς και μερικά έλη από θαλασσινό νερό. Πρόκειται, δηλαδή, για σεληνιακό τοπίο! Που και που ξεφυτρώνει κάποιο εκκλησάκι και καμιά φορά κάποιο σπίτι... Πώς θα περάσουν άραγε 15 μέρες σ' αυτόν τον "κρανίου τόπο"; Είχα αρχίσει να προβληματίζομαι για τον τόπο που διάλεξα να περάσω τις διακοπές μου. Αισθανόμουν να με ζώνουν φίδια. Ευτυχώς ο δρόμος ήταν ασφαλτοστρωμένος, αλλά πολύ στενός και με λακκούβες.
Φθάνοντας στο Espargos διαπίστωσα, ότι η πρωτεύουσα ήταν απλώς ένα χωριουδάκι και μάλιστα μικρό. Η τράπεζα, το ταχυδρομείο, τα πάντα ήταν κλειστά, λόγω της γιορτής των Αγίων Πάντων. Έκανα μια μικρή βόλτα και κατέληξα στο συμπαθητικό ξενοδοχείο «Atlantico». Εκεί ευτυχώς κατάφερα να αλλάξω λίγα χρήματα (200 US$ μόνο). Ήπια κάτι δροσιστικό στην ωραία βεράντα του πρώτου ορόφου και μετά ξεκίνησα με τα πόδια για το αεροδρόμιο, που απέχει δύο χιλιόμετρα.
Το αεροδρόμιο του Sal κατασκευάστηκε από τους Ιταλούς πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την εποχή που είχαν σχέδια υπερδύναμης, σαν προχωρημένη βάση στον Ατλαντικό. Ο Μουσολίνι διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον δικτάτορα της Πορτογαλίας Σαλαζάρ και τις χρησιμοποίησε για να δημιουργήσει ένα ισχυρό προγεφύρωμα κοντά στη Δυτική Αφρική. Ας μην λησμονούμε ότι η φασιστική Ιταλία κατείχε ήδη τη Σομαλία και την Αιθιοπία (στην Ανατολική Αφρική) και βεβαίως τη Λιβύη (στη Βόρεια Αφρική). Μετά τον Πόλεμο το αεροδρόμιο περιήλθε στη δικαιοδοσία των Πορτογάλων. Σήμερα ονομάζεται «Amilcar Cabral», από το όνομα του ηγέτη του Cabo Verde κατά τον αγώνα για την ανεξαρτησία, ο οποίος δολοφονήθηκε το 1973 (δηλαδή δυο μόλις χρόνια, πριν από την οριστική αποχώρηση των Πορτογάλων…).
Τα γραφεία της ΤΑΡ ήταν κλειστά, αλλά ευτυχώς ήταν ανοιχτά τα γραφεία της τοπικής εταιρείας TACV (Transportes Aereos Cabo Verde). Επιβεβαίωσα την πτήση μου για Praίa, αλλά έμαθα ότι θα έφευγε περίπου μια ώρα νωρίτερα! Αν δεν ήμουν προνοητικός μπορεί να έχανα το αεροπλάνο. Μου κόλλησαν κι ένα sticker επάνω στο εισιτήριό μου με τη νέα ώρα αναχώρησης.
Δυστυχώς, η τράπεζα και τα λίγα καταστήματα του αεροδρομίου ήταν όλα κλειστά. Άνοιγαν μόνον όταν υπήρχαν διεθνείς πτήσεις. Μ' ένα ταξί (που πολύ δυσκολεύτηκα να βρω) επέστρεψα στο ξενοδοχείο. Ξεκουράστηκα λίγο κι ετοίμασα τον εξοπλισμό μου για την πρώτη κατάδυση.
Κατάδυση σε ναυάγιο
Ντυθήκαμε όλοι από τη βάση των καταδύσεων. Φορέσαμε στολή, κουκούλα, μποτάκια κλπ. Φορτώσαμε τις μπουκάλες μαζί με τα BC, τους ρυθμιστές αέρος, τις ζώνες των βαρών κλπ. σ' ένα trailer, που ερρυμουλκείτο από μια 4τροχη μοτοσυκλέτα Kawasaki (μια «All terrain cycle», που έχει δυνατότητα να κινείται άνετα κι επάνω στην άμμο). Κατόπιν, περπατήσαμε περίπου ένα χιλιόμετρο μέχρι την παραλία. Εκεί μας περίμενε ένα τεράστιο φουσκωτό σκάφος μαύρου χρώματος. Φορέσαμε τον εξοπλισμό μας, μπήκαμε μέσα και ξεκινήσαμε.
Μετά από 15 λεπτά φθάσαμε στο σημείο της κατάδυσης, που ήταν ένα ναυάγιο σε μικρό σχετικά βάθος (περίπου 10 μέτρα). Το ναυάγιο ονομάζεται Santo Antao κι έχει μήκος 40 μέτρα.
Καθώς ήμασταν συνολικά 18 δύτες, χωριστήκαμε σε ομάδες, γιατί ήταν βέβαια αδύνατο να κινούμαστε όλοι μαζί στον βυθό. Ο divemaster καταδύθηκε μαζί με μένα κι άλλον έναν δύτη. Το ναυάγιο δεν ήταν καλυμμένο με θαλάσσιους οργανισμούς, αλλά γεμάτο ψάρια. Κάναμε έναν ολόκληρο γύρο και μετά ο divemaster μού πρότεινε να διεισδύσουμε μέσα στα σκοτεινά αμπάρια. Εγώ δεν είχα πρόβλημα, αλλά ο άλλος δύτης, που ήταν αρχάριος, δεν θέλησε να ακολουθήσει και μας περίμενε απ' έξω. Το εσωτερικό του ναυαγίου είχε γίνει καταφύγιο πάμπολλων ψαριών. Δεν ήταν φοβισμένα και σ' άφηναν να πλησιάσεις αρκετά κοντά. Βγαίνοντας έξω συνεχίσαμε την κατάδυση κι οι τρεις μαζί και είδαμε 4 μεγάλα trunkfish, που έχουν πολύ περίεργο τετραγωνισμένο σχήμα. Το μεγαλύτερο απ' αυτά ήταν πελώριο, έφθανε σχεδόν το μισό μέτρο. Άνοιξα τα δύο μου χέρια πλησιάζοντάς το, ώστε να βεβαιωθώ για το μήκος του, μήπως τυχόν με ξεγελούσε το μάτι μου.
Λίγο αργότερα ο αρχηγός μας, ο Klaus, βλέποντας ότι δεν έχουμε κανένα πρόβλημα κι ότι αισθανόμαστε πολύ άνετα στον βυθό, αποφάσισε να αναδυθεί και μας άφησε μόνους να συνεχίσουμε την κατάδυση! Κάναμε αρκετές βόλτες γύρω από το ναυάγιο. Το πιο ωραίο θέαμα ήταν διάφορα κοπάδια ψαριών, σε κάθε περίπτωση άλλου είδους και χρώματος, που αιωρούνταν χωρίς να κινούνται κοντά στα τοιχώματα ή σε εσοχές του ναυαγίου.
Κάποια στιγμή, φθάνοντας στην πλώρη του σκάφους όπου ήταν δεμένη η αρχή του σκοινιού της βάρκας μας, συναντήσαμε ένα ζευγάρι δυτών. Του ενός του είχε τελειώσει σχεδόν ο αέρας κι έπρεπε να αναδυθεί επειγόντως. Ο σύντροφός του, που ήθελε να συνεχίσει αλλά δεν είχε παρέα, μας ακολούθησε, ώστε να μην είναι μόνος, για λόγους ασφαλείας. Συνεχίσαμε και οι τρεις μαζί τις περιπλανήσεις στην περιοχή του ναυαγίου. Μετά από σχεδόν δέκα λεπτά ακόμη ανεβήκαμε κι εμείς. Ήταν μια εύκολη κι ενδιαφέρουσα κατάδυση, πολύ ευχάριστη για πρώτη, ώστε να προσαρμοσθούμε στο περιβάλλον του βυθού μετά από αρκετό καιρό που δεν είχαμε καταδυθεί.
Τα βράδια, την ώρα του φαγητού, έπαιζε μουσική ένα τρίο από ντόπιους κι ένας τραγουδιστής έλεγε τοπικά τραγούδια. Συνέχιζαν μέχρι αργά, αλλά εγώ αποσυρόμουν νωρίς.
Στο χωριουδάκι με τις αλυκές
Τρίτη, 2.11.1999
Την ημέρα εκείνη ήταν στο πρόγραμμα μια ημερήσια εκδρομή, που συμπεριελάμβανε δύο καταδύσεις. Νωρίς το πρωί ήρθε στο bungalow 210, όπου έμενα, ένας υπάλληλος από την reception για να δει αν μένω εκεί! Φαίνεται ότι δεν το είχαν σημειώσει στα χαρτιά τους, αν και μου το είχαν δώσει επισήμως και είχαν στα χέρια τους το γράμμα της κράτησης από τη Γερμανία… Τέτοια οργάνωση!
Φορτώσαμε τον εξοπλισμό μας σ' ένα trailer και μ' ένα λεωφορειάκι πήγαμε προς την πρωτεύουσα Espargos. Μετά συνεχίσαμε προς το χωριουδάκι Pedra Lume, που είναι κοντά στην παραλία. Κάποτε είχε μεγάλη παραγωγή αλατιού στην περιοχή αυτή. Ακόμα υπήρχαν οι κολώνες και τα συρματόσχοινα της εναέριας μεταφοράς των κάδων με το αλάτι, όλα σκουριασμένα και διαλυμένα. Κοντά στην ακτή υπήρχε ένα ξύλινο κτίριο, όπου κατέληγαν οι κάδοι με το αλάτι, πριν φορτωθούν στα πλοία. Σήμερα είναι τελείως ερειπωμένο, γιατί η μεταφορά γίνεται τώρα πια με φορτηγά αυτοκίνητα.
Για την κατάδυσή μας χρησιμοποιήσαμε δύο ξύλινες ψαρόβαρκες του χωριού, που κινούνταν με εξωλέμβιες μηχανές. Φορέσαμε όλο τον εξοπλισμό μας από την παραλία και με αρκετή δυσκολία μπήκαμε μέσα στις μικρές βάρκες. Χώρος υπήρχε ελάχιστος, ο ένας δύτης ήταν επάνω στον άλλον. Εκεί έζησα, μπαίνοντας στη βάρκα, και μια εμπειρία που δεν μου είχε ξανατύχει: καθώς έγειρα λίγο το σώμα μου μέσα στη βάρκα, που κουνιόταν από τα μεγάλα κύματα, δεν κατάφερα να ξαναϊσιώσω το σώμα μου και να σταθώ όρθιος, γιατί είχα το βάρος των 40 και πλέον κιλών στην πλάτη μου κι έγειρα στο πλάι!! Με βοήθησαν οι άλλοι να σηκωθώ.
Προχωρήσαμε με τις βάρκες και φθάσαμε στο σημείο της κατάδυσης. Ο Klaus μάς έδωσε τις τελευταίες οδηγίες. Οι βάρκες δεν ήταν αγκυροβολημένες και έπρεπε μόλις πέσουμε στο νερό να κάνουμε γρήγορες κινήσεις, για να τις φθάσουμε. Ο φοβερός συνδυασμός: μεγάλη θαλασσοταραχή και αρκετά ισχυρό ρεύμα ήταν πολύ εύκολο να μας παρασύρουν πολύ μακριά... Κάτω από αυτές τις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, αποφάσισα να αφήσω στη βάρκα τη βαριά υποβρύχια φωτογραφική μηχανή και το φλας, για να μπορέσω να τα βγάλω πέρα.
Κατάδυση μέσα στο βαθύ φαράγγι
Ο Klaus μού είχε προτείνει να με πάρει μαζί του, για να καταδυθούμε βαθύτερα από τους άλλους. Δεν ξέρω γιατί με προτίμησε, ίσως επειδή είδε ότι καταναλίσκω ελάχιστο αέρα. Κολυμπήσαμε αρχικά στην επιφάνεια κι ο Klaus βούτηξε μόνος του στα γρήγορα, για να εντοπίσει το ακριβές σημείο. Αναδύθηκε σε λίγο και μας έκανε νόημα να καταδυθούμε κι εμείς. Ευτυχώς, ήταν πια καιρός, γιατί το κολύμπι επιφανείας κάτω από αυτές τις συνθήκες ήταν αληθινό μαρτύριο! Τα πελώρια κύματα του ωκεανού είναι αισθητά και σε μεγάλο βάθος ακόμη.
Το σημείο όπου καταδυθήκαμε ονομάζεται Bera Preto. Η διαμόρφωση του βυθού εκεί ήταν πολύ περίεργη και έντονα ανάγλυφη. Υπήρχε ένα βαθύ φαράγγι καθώς και πελώριοι ογκόλιθοι εγκατεσπαρμένοι σ' όλη την περιοχή. Παρουσίαζε εξαιρετικό ενδιαφέρον να κολυμπήσεις τριγύρω τους και να διασχίσεις τους μαιάνδρους της χαράδρας. Σ' αυτό το ιδιόρρυθμο περιβάλλον ζουν μονίμως ή εμφανίζονται περιστασιακά διάφορα ζώα, όπως καρχαρίες, μεγάλα σελάχια, χελώνες κλπ.
Με τον Klaus μπήκαμε στο φαράγγι και φθάσαμε μέχρι τα 44 μέτρα βάθος. Η φοβερή σχισμή συνέχιζε και βαθύτερα, μέχρι τα 60 μέτρα. Καθώς τα τοιχώματα ορθώνονταν απότομα, περιόριζαν το φως του ήλιου κι έτσι εκεί μέσα επικρατούσε μισοσκόταδο. Το τοπίο προξενούσε δέος, ακόμη και σε πεπειραμένους δύτες. Προχωρήσαμε, κάνοντας τον γύρο των διάφορων ογκόλιθων. Συναντήσαμε πολλά ψάρια, αλλά τίποτε το συνταρακτικό.
Συνεχίσαμε προς ένα μέρος όπου ο βράχος παρουσιάζει μια πολύ μεγάλη οριζόντια προεξοχή (over-hang). Κάτω από τον μεγάλο βράχο δημιουργείται ένα είδος πελώριας ανοιχτής σπηλιάς, σε βάθος περίπου 20 μέτρων. Εκεί μέσα έβρισκαν καταφύγιο απειράριθμα ψάρια μικρού και μεσαίου μεγέθους. Ήταν αφάνταστη η ποικιλία των σχημάτων και των χρωμάτων. Όμως ο αέρας κόντευε να μας τελειώσει, γιατί δυστυχώς καταναλώσαμε πολύ στα μεγάλα βάθη. Αγωνιούσα αν θα μας εντοπίσουν γρήγορα οι βάρκες όταν θα φθάσουμε στην επιφάνεια. Ανέβηκα αργά για λόγους ασφαλείας και έκανα μια στάση στα 3 μέτρα, επί 3 λεπτά, για προληπτική αποσυμπίεση. Βγήκα στην επιφάνεια, με αέρα σχεδόν μηδέν μέσα στην μπουκάλα μου! Φούσκωσα το σωσίβιο και περίμενα. Ευτυχώς οι βάρκες δεν ήταν μακριά. Ήρθαν για να μας περισυλλέξουν, αλλά ακόμη και το ανέβασμα στο σκάφος χωρίς σκάλα ήταν μια δοκιμασία…
Επάνω στις βάρκες γίνεται η ανταλλαγή των εντυπώσεων. Η ομάδα των Ιταλών είχε την μεγαλύτερη τύχη: είδαν μια πελώρια χελώνα και κατάφεραν μάλιστα να πιαστούν επάνω της! Καθώς κολυμπούσε, τους ρυμούλκησε για αρκετά μέτρα. Αυτή η ενέργειά τους δεν ήταν και πολύ σοφή, γιατί οι θαλάσσιες χελώνες μερικές φορές δαγκώνουν πολύ άσχημα… Φαίνεται ότι πέτυχαν μια καλοκάγαθη και βολική χελώνα!
Φθάνοντας στην ακτή, το να αποβιβαστούμε επάνω στα γλιστερά βράχια με τόσο βαρύ φορτίο ήταν δύσκολη υπόθεση. Τα καταφέραμε ευτυχώς όλοι, χωρίς κανένα ατύχημα. Με το μικρό λεωφορείο πήγαμε στην πρωτεύουσα σ' ένα τυπικό εστιατοριάκι για φαγητό. Παραγγείλαμε φρέσκο τόνο ψητό, προϊόν της περιοχής, με τηγανιτές πατάτες. Ήπιαμε ένα σωρό νερά και coca-cola, γιατί κοντεύαμε να πάθουμε αφυδάτωση. Ως ορεκτικό μας έφεραν ένα πολύ ιδιόρρυθμο θαλασσινό, που αφθονεί στην περιοχή. Έχει σχήμα μακρόστενο και από την μια μεριά προσκολλάται στα βράχια, ενώ το ελεύθερο άκρο του καταλήγει σ' ένα πιο πλατύ μέρος, που καλύπτεται από μικρά σκληρά κομμάτια σαν όστρακο σε σχήμα νυχιού. Το μήκος του είναι περίπου πέντε εκατοστά και το χρώμα του πρασινωπό. Το ακραίο τμήμα, που καλύπτεται από τα "νύχια" ανοίγει και από μέσα ξεπροβάλλει μια δεσμίδα πολύ μικρά πλοκάμια, σαν μαζεμένη βεντάλια που απλώνεται κι ανοίγει για να συλλάβει την τροφή της! Εκείνη τη στιγμή όμως είχε γίνει τροφή για μας... Μας το σέρβιραν τηγανισμένο. Σπάσαμε το ακραίο τμήμα και βγάλαμε από τον σωλήνα ένα επίμηκες εσωτερικό σωληνάκι, που είναι η σάρκα του ζώου και τρώγεται. Είναι νοστιμότατο, αλλά δυστυχώς λίγο... Αυτό το οστρακόδερμο είναι μια περιζήτητη λιχουδιά. Ονομάζεται Percebes ή lepas (αγγλικά Sea finger ή Goose barnacle, γαλλικά Pieds de biche) και είναι άγνωστο στη Μεσόγειο. Ευδοκιμεί σε ακτές ωκεανών, κυρίως στη διαπαλιρροϊκή ζώνη.
Κατάδυση από απόκρημνους βράχους
Η μεσημβρινή μας διακοπή ήταν πάνω από 4 ώρες, για να μειωθεί η ποσότητα αζώτου, που ήταν διαλυμένη μέσα στο αίμα μας. Κάποια στιγμή ήρθε το λεωφορειάκι που θα μας μετέφερε στην παραλία Regona, στη δυτική μεριά του νησιού, για την απογευματινή κατάδυση.
Καταδυθήκαμε χωρίς σκάφος, πηδώντας από τα βράχια της ακτής κατ' ευθείαν στα βαθιά νερά. Η κατάδυση καθ' εαυτή δεν ήταν δύσκολη, γιατί το μεγαλύτερο βάθος στην περιοχή είναι μόνο γύρω στα 15 μέτρα. Ο Klaus δεν καταδύθηκε, αλλά έμεινε στην ακτή για να μας καθοδηγήσει και να μας βοηθήσει στην έξοδο από τη θάλασσα στο τέλος της κατάδυσης, πράγμα που δεν είναι καθόλου εύκολο, αφού η κατακόρυφη ακτή εγκυμονεί πολλούς κινδύνους!
Ανάμεσα στους δύτες ήταν κι ένας νεαρός Αυστριακός τελείως αρχάριος, τον οποίο ανέθεσε σε μένα να τον έχω σαν ζευγάρι υπό την προστασία μου.
Ετοιμαστήκαμε και προχωρήσαμε με μεγάλη προσοχή πάνω στα βράχια, για να μην γλιστρήσουμε. Φθάσαμε στην άκρη, ακριβώς στο σημείο όπου θα πέφταμε. Κάναμε τους τελευταίους ελέγχους κι αρχίσαμε να παρατηρούμε τις ακολουθίες των κυμάτων του ωκεανού, που έσκαγαν με ορμή επάνω στα βράχια, μέχρι να βρούμε κάποια στιγμή σχετικής ηρεμίας. Στην πρώτη μεγάλη ανάπαυλα έδωσα το σύνθημα για να πέσουμε. Βουτήξαμε σχεδόν ταυτοχρόνως. Αμέσως πήγαμε βαθύτερα, όπου τα νερά ήταν πολύ πιο ήρεμα. Αρχίσαμε να προχωράμε οριζόντια, έχοντας τον ύφαλο στα αριστερά μας, εγώ μπροστά κι ο Αυστριακός από πίσω μου. Προχωρούσαμε σε βάθος σταθερό γύρω στα 10 με 11 μέτρα. Η ορατότητα δεν ήταν πολύ καλή, αλλά είδαμε πολλά ψάρια και ωραίες κίτρινες ανεμώνες, ιδίως κάτω από τις οριζόντιες προεξοχές των βράχων (που έμοιαζαν με μπαλκόνια).
Στα 10 λεπτά έκανα νόημα στον σύντροφό μου να αρχίσουμε να επιστρέφουμε προς τα πίσω για ασφάλεια και αν τυχόν μας περισσέψει χρόνος τότε να κινηθούμε και προς την αντίθετη κατεύθυνση. Κάθε τόσο γύριζα το κεφάλι μου προς τα πίσω και παρατηρούσα τον Αυστριακό. Με ακολουθούσε πιστά σε μικρή απόσταση.
Θανάσιμη περιπέτεια σε μια θαλασσινή κόλαση
Στον δρόμο της επιστροφής είδα κάτι που δεν είχα παρατηρήσει πηγαίνοντας. Ήταν μια καμάρα ανάμεσα στους συνεχείς βράχους, που άφηνε ένα ευρύχωρο oval άνοιγμα, κι από πίσω δεν υπήρχε κλειστή σκοτεινή σπηλιά, αλλά γαλάζια φωτεινά νερά. Το βάθος που βρισκόμαστε εκείνη τη στιγμή ήταν 9 μέτρα περίπου. Θα ήθελα να περάσω κάτω από την αψίδα και να μπω μέσα στη λιμνοθάλασσα που διέκρινα πίσω της, γιατί τα υπέροχα γαλάζια νερά με τραβούσαν σαν μαγνήτης. Οι διαστάσεις του ανοίγματος ήταν αρκετά μεγάλες κι επομένως δεν θα είχε κανείς κανένα πρόβλημα να το διαβεί. Σκεπτόμουνα όμως τον αρχάριο σύντροφό μου, μήπως είχε ψυχολογικά προβλήματα και φοβόταν να περάσει μέσα από αυτή τη στενωπό.
Ενώ κοίταζα το προκλητικό άνοιγμα, τελείως αναπάντεχα αισθάνθηκα ότι ένα πανίσχυρο ρεύμα άρχισε να με συμπαρασύρει. Πήγαινε να με χτυπήσει κατ' ευθείαν επάνω στα βράχια σαν χταπόδι. Έκανα απεγνωσμένες προσπάθειες για να απομακρυνθώ από τους βράχους και να γλιτώσω από τη φοβερή "ρουφήχτρα". Αστραπιαία, πέρασε από το μυαλό μου ο θάνατος δυο φίλων μου στις Κυκλάδες, μετά από το τέλος της κατάδυσης, οι οποίοι σκοτώθηκαν επειδή η θαλασσοταραχή τούς χτύπησε με μανία πάνω στα βράχια!
Συγχρόνως, όμως, ανέβαινα πάρα πολύ απότομα προς τα επάνω. Τα alarm του computer και του ρολογιού μου ηχούσαν δαιμονισμένα, δίνοντας σήμα κινδύνου γι' αυτήν την υπερταχεία ανάδυση. Όλα συνέβησαν με τόσο αστραπιαία ταχύτητα που δεν προλάβαινα να βουτήξω το κεφάλι μου προς τα κάτω και χτυπώντας τα βατραχοπέδιλα να καταδυθώ βαθύτερα. Μέσα σε κλάσμα του δευτερολέπτου δεν είχα τον χρόνο ούτε καν να εντοπίσω και να τραβήξω το σκοινάκι της βαλβίδας ασφαλείας, ώστε να εκκενώσω τον αέρα του ρυθμιστή πλευστότητας (BC) και να πάω πιο βαθιά.
Σχεδόν ενστικτωδώς άρχισα αμέσως να εκπνέω όλον τον αέρα που είχα μέσα μου, γιατί γνώριζα ότι κινδύνευα σοβαρά να διαρραγούν οι πνεύμονές μου από την υπερπίεση του αέρα στο εσωτερικό τους, σε σύγκριση με τη μικρή υδροστατική πίεση του νερού απ' έξω, λόγω της υπερβολικά ταχείας ανόδου. Κίνδυνος νόσου των δυτών δεν υπήρχε, λόγω του μικρού βάθους ολόκληρης της κατάδυσης. Αυτή ήταν μια ενέργεια που μπορούσα να κάνω αμέσως. Κατόπιν, με μια απότομη στροφή έφερα το κεφάλι μου προς τα κάτω κι άρχισα να χτυπώ τα βατραχοπέδιλά μου με όση δύναμη διέθετα για να απομακρυνθώ προς τον βυθό! Συγχρόνως, αισθάνθηκα ότι το ρεύμα που με παρέσυρε άρχισε να εξασθενεί. Η περιπέτεια τελείωσε το ίδιο ξαφνικά όπως άρχισε. Η διάρκειά της ήταν μόνο μερικά δευτερόλεπτα, αλλά τι δευτερόλεπτα!
Μόλις έφθασα σε ήρεμα νερά έψαξα αμέσως να βρω τον σύντροφό μου. Ευτυχώς, καθώς αυτός βρισκόταν μακρύτερα, δεν είχε συμπαρασυρθεί από τη δίνη του νερού. Αν η "ρουφήχτρα" τον τραβούσε προς τα επάνω, λόγω απειρίας, πιθανότατα θα τα έχανε και δεν θα αντιδρούσε σωστά κι έτσι θα διέτρεχε θανάσιμο κίνδυνο.
Προσπάθησα να αντιληφθώ τι είχε συμβεί. Ήταν μια εμπειρία που, στα περίπου 30 χρόνια καταδύσεων σε πάμπολλες χώρες της γης, δεν μου είχε ξανατύχει. Άρχισα να παρατηρώ από απόσταση ασφαλείας την περιοχή της καμάρας. Τελικά διαπίστωσα ότι ένα μεγάλο κύμα του Ατλαντικού ωκεανού είχε χτυπήσει με ορμή, όπως συμβαίνει συχνά, επάνω στα βράχια. Βρήκε μοναδική διέξοδο στο oval πέρασμα και προχώρησε προς τη μικρή λιμνοθάλασσα που σχηματίζεται από τα βράχια, ακριβώς από πίσω. Το σημείο αυτό είναι φοβερά επικίνδυνο για τους δύτες. Είναι κυριολεκτικά μια "παγίδα θανάτου", που έχει στήσει η φύση στους δύτες, οι οποίοι πλησιάζουν εκεί ανύποπτοι. Η τεράστια ποσότητα νερού του ωκεάνιου κύματος, καθώς συνωθείται για να περάσει μέσα από το μοναδικό άνοιγμα, δηλαδή κάτω από την αψίδα, αποκτά εκπληκτική ορμή και ταχύτητα, συμπαρασύροντας σαν καρυδότσουφλο οτιδήποτε βρει μπροστά της. Εισχωρεί μέσα στη μικρή γαλάζια λιμνοθάλασσα, που περιβάλλεται γύρω - γύρω από βράχια. Είναι τέτοια η δύναμη του κύματος που τα νερά ξεπερνούν την ήρεμη στάθμη της επιφάνειας της λίμνης και εκτοξεύονται ψηλά στον αέρα, δημιουργώντας έναν λευκό πίδακα, σαν geyser! Είναι υπέροχο θέαμα, όταν το παρατηρείς από την επιφάνεια, αλλά τραγική δοκιμασία όταν τη βιώσεις στον βυθό... Το φαινόμενο αυτό το είχα δει κι αλλού, όπως π.χ. στις βόρειες ακτές του νησιού Barbados, αλλά πάντοτε από την ξηρά, ποτέ σε κατάδυση...
Οι Γερμανοί ονομάζουν αυτό το φυσικό φαινόμενο kessel, δηλαδή καζάνι, ίσως επειδή τα νερά κοχλάζουν, αφρίζουν κι αναβράζουν, ίσως πάλι επειδή οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει όποιος ζήσει αυτή την κυριολεκτικά τραυματική εμπειρία θυμίζουν τα μαρτύρια της κόλασης...
Ευτυχώς, χάρη στην ψυχραιμία και την εμπειρία μου πήρα τις σωστές αποφάσεις κι αντέδρασα πολύ γρήγορα. Έτσι κατάφερα να ξεγλιστρήσω από τη δίνη και να γλιτώσω.
Μεγάλες δυσκολίες στην έξοδο
Μετά από λίγο φθάσαμε στο σημείο εξόδου, όπου οι βράχοι ήταν παντού φοβερά απόκρημνοι. Εκεί ο Klaus είχε ρίξει μια μεγάλη ανεμόσκαλα από ψηλά. Χωρίς αυτήν θα ήταν απολύτως αδύνατο να σκαρφαλώσουμε στον απότομο, κατακόρυφο βράχο της ακτής. Είδα ότι ο Αυστριακός δεν ήθελε να βγει και μια που είχαμε ακόμη πολύ περισσευούμενο αέρα, τον πήρα και πήγαμε μια βόλτα προς την αντίθετη μεριά. Όταν επιστρέψαμε και πάλι, του έκανα νόημα να βγούμε. Έδειξε να καταλαβαίνει, αλλά τελικά περιέργως δεν με ακολούθησε. Δοκίμασα και πάλι, τον πλησίασα, του έδειξα την έξοδο, αλλά πάλι δεν ήρθε. Ίσως να φοβόταν ή περίμενε να δει πρώτα εμένα. Μετά από όλη αυτή την ιστορία αποφάσισα να ανέβω. Πλησίασα την ανεμόσκαλα και σε κάποια ανάπαυλα των κυμάτων άδραξα γερά ένα σκαλοπάτι κι άρχισα να σκαρφαλώνω.
Βέβαια, τα μεγάλα βατραχοπέδιλα και το φοβερό βάρος του καταδυτικού εξοπλισμού με εμπόδιζαν πολύ. Αλλά τελικά με υπεράνθρωπη προσπάθεια τα κατάφερα, παρά τα χτυπήματα των κυμάτων. Λίγο αργότερα βγήκε κι ο Αυστριακός κι έτσι ηρέμησα. Με βήματα πολύ μικρά και με μεγάλη προσοχή, για να μη γλιστρήσω επάνω στους λείους βρεγμένους βράχους, έφθασα τελικά σώος στο αυτοκίνητο.
Στο μυαλό μου στριφογύριζε συνεχώς η παρά λίγο θανάσιμη περιπέτεια που πέρασα. Λίγο αργότερα είχα την εντύπωση ότι αισθανόμουν κάτι ελαφρούς πόνους στο στήθος. Νόμιζα ότι ήταν η απαρχή εμβολής αέρος, αλλά πρέπει να ήταν η επίδραση της αυθυποβολής, καθώς ξανάφερνα στο μυαλό μου τον κίνδυνο που είχα διατρέξει... Γνωρίζοντας, όμως, καλά τα συμπτώματα και τις συνέπειες της νόσου, έπεισα τον εαυτό μου με τη λογική ότι όλα αυτά που "αισθανόμουν" ήταν αποκυήματα της φαντασίας μου. Αν είχα πάθει κάτι θα είχε φανεί πολύ νωρίτερα και τα συμπτώματα θα ήταν πολύ βαρύτερα κι έντονα, οπότε έκανα προσπάθειες για να διώξω τις φοβίες μου.
Στην ακτή, κοντά στο αυτοκίνητο, βγάλαμε όλο τον εξοπλισμό μας (εκτός από τις στολές) και τον τοποθετήσαμε στο trailer και λίγο αργότερα ξεκινήσαμε με το λεωφορειάκι. Μετά από πέντε λεπτά σταματήσαμε για να επισκεφθούμε ένα οίκημα, όπου εναποθηκεύονταν ζωντανοί αστακοί. Το νησί παρήγαγε πάρα πολλούς αστακούς, εννοείται στη θάλασσά του, όχι σε εκτροφεία. Η αποθήκη αυτή είχε περίπου 20 δεξαμενές και κάθε μία περιείχε μερικές δεκάδες αστακούς ζωντανούς! Όλες τροφοδοτούνταν συνεχώς με φρέσκο θαλασσινό νερό, για να διατηρούνται οι αστακοί ζωντανοί. Κάθε λίγες μέρες απέστελλαν φορτία αστακών στο εξωτερικό. Περιέργως, όλοι είχαν παραπλήσιο μέγεθος. Φαίνεται ότι τους πιο μικρούς τους ξάναριχναν στη θάλασσα, για να μεγαλώσουν.
Η κατάδυση της μεγάλης ταλαιπωρίας
Τετάρτη, 3.11.1999
Την ημέρα εκείνη αποφάσισα να μην πάω το πρωί για κατάδυση, επειδή επρόκειτο να γίνει σε μακρινό σημείο και η μεγάλη διαδρομή με το φουσκωτό υπερπλήρες και με ισχυρό κυματισμό μόνο ευχάριστη δεν θα ήταν.
Πήγα στη γειτονική Santa Maria. Βρήκα, επιτέλους, τράπεζα ν' αλλάξω δολάρια και ο υπάλληλος, πολύ ευγενικός, μου προμήθευσε ολοκαίνουργια χρήματα για τη συλλογή μου. Στο ταχυδρομείο αγόρασα γραμματόσημα για καρτ-ποστάλ και μια τηλεφωνική κάρτα. Μετά από επισκέψεις σε 4 θαλάμους με καρτοτηλέφωνο κατάφερα τελικά να επικοινωνήσω με Ελλάδα! Βρήκα και κάτι ωραία μικρά μαγαζάκια, για να ψωνίσω μικροδώρα και σουβενίρ (ιδίως T-shirt). Η κατάσταση εκεί ήταν πολύ καλύτερη από το Espargos. Υπήρχαν ακόμα και κάμποσα μικρά συμπαθητικά εστιατόρια. Μετά προχώρησα κατά μήκος της παραλίας κι επισκέφθηκα δύο άλλα ξενοδοχεία, πριν φθάσω στο δικό μου.
Επειδή εκεί δεν υπάρχουν υπεραστικά τηλεφωνήματα αλλά μόνον διεθνή, πριν από τον κωδικό της ξένης χώρας χρειάζεται μόνο ένα μηδενικό κι όχι δύο, όπως γίνεται συνήθως.
Η απογευματινή κατάδυση επρόκειτο να γίνει στην περιοχή Pontinha, στη νοτιοδυτική ακτή του νησιού. Ετοιμαστήκαμε, φορτώσαμε όλο τον εξοπλισμό μας επάνω το trailer και περιμέναμε την τετράτροχη, τετρακίνητη μοτοσυκλέτα με τις μεγάλες ρόδες για να το σύρει. Περιμέναμε, περιμέναμε, αλλά μοτοσυκλέτα δεν φαινόταν πουθενά! Κάποια στιγμή ο Klaus απελπίστηκε, τον έπιασε το γερμανικό πείσμα κι έδωσε τη βάρβαρη εντολή:
«Φορτωθείτε όλο τον εξοπλισμό σας. Θα πάμε με τα πόδια.»
Έτσι ήταν γραφτό να εκτιμήσω την αξία της μοτοσυκλέτας, που στην αρχή μού φαινόταν αστεία. Φορτωθήκαμε σαν μουλάρια κι αρχίσαμε την πορεία. Μόνο η ζώνη των βαρών μου ζύγιζε 7 κιλά. Κι αυτό ήταν το λιγότερο. Στο σύνολο ο εξοπλισμός ξεπερνούσε τα 40! Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό: καθώς ήμασταν ντυμένοι με την εφαρμοστή, ζεστή, λαστιχένια υποβρύχια στολή και την κουκούλα, ήταν τελείως ανώφελο που ιδρώναμε και γινόμασταν μούσκεμα, αφού ο άνεμος δεν μπορούσε να εξατμίσει τον ιδρώτα μας για να μας δροσίσει.
Περπατούσαμε πάνω στην καυτή άμμο που μας ζέσταινε από κάτω, ενώ ο ήλιος των τροπικών μάς έψηνε από πάνω. Και σαν να μην έφθανε αυτό, η μαλακή άμμος υποχωρούσε κάτω από τα πόδια μας από το πολύ βάρος. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προχωρούμε με βήμα σημειωτόν μέσα στην πύρινη κόλαση. Πολύ αμφιβάλλω αν τα στρατεύματα του Ρόμελ στην Αφρική βρέθηκαν ποτέ κάτω από τόσο αντίξοες συνθήκες!
Τα περίπου 800 μέτρα που διανύσαμε μου φάνηκαν μαραθώνιος και νόμιζα ότι η πορεία κράτησε για ώρες. Φθάσαμε στην ακτή σχεδόν αφυδατωμένοι και η αφυδάτωση είναι επιβαρυντικός παράγοντας για την εκδήλωση της νόσου των δυτών. Αλλά τα βάσανα δεν τελείωσαν εκεί: Δεν πίστευα τα μάτια μου όταν είδα ότι έπρεπε να κολυμπήσουμε στην επιφάνεια, με φοβερή θαλασσοταραχή, κόντρα στα κύματα για να φθάσουμε μέχρι το φουσκωτό σκάφος! Φορώντας ολόκληρο τον εξοπλισμό, με το τεράστιο βάρος του, το να βάλεις κατόπιν τα βατραχοπέδιλα ήταν ήδη ένα πρόβλημα.
Μετά από αρκετή ταλαιπωρία κατάφερα να τα φορέσω και μπήκα στο νερό. Πριν προλάβω να φθάσω στα βαθιά, ένα πελώριο κύμα μ' έριξε κάτω. Προχώρησα έρποντας μέχρι να βαθύνουν τα νερά και κατόπιν άρχισα να κολυμπώ με πολύ μεγάλη δυσκολία, λόγω των κυμάτων και του ανέμου. Σε κάποια στιγμή που τα βρήκα κάπως σκούρα, αναγκάστηκα να χρησιμοποιήσω και λίγο αέρα από την μπουκάλα μου. Φθάνοντας, επί τέλους, στη βάρκα έπρεπε να ανεβούμε από την μικρή μεταλλική σκάλα, ενώ το σκάφος χοροπηδούσε επάνω στα κύματα! Και τα τοιχώματα του μεγάλου φουσκωτού ήταν πανύψηλα... Η όλη ιστορία δεν έμοιαζε καθόλου με κατάδυση αναψυχής. Ήταν μάλλον στρατιωτική αποστολή ή σκληρή εκπαίδευση βατραχανθρώπων - κομάντος…
Κάποτε εδέησε ο Θεός και τα καταφέραμε. Ξεκινήσαμε για την Pontinha. Μέσα στο σκάφος είμαστε στριμωγμένοι, ο ένας επάνω στον άλλο, και δεν είχαμε ούτε χώρο για να ξεμουδιάσουμε. Μετά την εξάντληση είχε σειρά το μούδιασμα, οι κράμπες και το ταρακούνημα από τη θαλασσοταραχή.
Όταν φθάσαμε, είχαμε πάθει σχεδόν ναυτία από το κούνημα, αλλά βέβαια δεν υπήρχε καμιά δυνατότητα να αποχωρήσει κανείς, αν υποθέσουμε ότι κάποιος θα το ήθελε. Είχαμε περάσει προ πολλού το «Point of no return».
Ο Klaus έδεσε τη βάρκα στη σημαδούρα του μόνιμου αγκυροβόλιου. Επειδή δεν θα έμενε κανείς επάνω στο σκάφος για να το προσέχει, έριξε και την εφεδρική άγκυρα για περισσότερη ασφάλεια. Ήταν μια πολύ σωστή ενέργεια, γιατί με τόσο δυσμενείς καιρικές συνθήκες, τυχόν απώλεια της βάρκας θα ισοδυναμούσε με απώλεια ζωής.....
Αμέσως μετά μας χώρισε σε ζευγάρια. Εγώ θα καταδυόμουν μαζί με ένα Γερμανό ονόματι Peter. Δυστυχώς αυτή τη φορά μού είχε τύχει μια μπουκάλα, που περιείχε 10 ατμόσφαιρες αέρα λιγότερο από το κανονικό. Είχα καταναλώσει και λίγο αέρα πηγαίνοντας προς το σκάφος κι έτσι ξεκινούσα την κατάδυση με κάπου 20 ατμόσφαιρες μείον (handicap σε σχέση με τους υπόλοιπους δύτες). Η σκέψη και μόνο ότι μπορεί να αναγκασθώ στο τέλος της κατάδυσης να κολυμπήσω μέχρι τη βάρκα χωρίς ίχνος αέρα μέσα στην μπουκάλα μου με τέτοια θαλασσοταραχή και με ολόκληρο τον βαρύ εξοπλισμό μ' έκανε να ανατριχιάζω.
Κατεβήκαμε σε βάθος 30 μέτρων. Το τοπίο ήταν πολύ ενδιαφέρον, αλλά εμένα με έτρωγε η αγωνία της επιστροφής. Το μόνο ευτύχημα ήταν ότι είχα αφήσει τη φωτογραφική μηχανή και το βαρύ φλας, κι έτσι δεν είχα κι αυτό το πρόσθετο φορτίο. Όσο προσπαθούσα να εξοικονομήσω αέρα τόσο το άγχος μού έφερνε χτυποκάρδι και δύσπνοια και με ανάγκαζε να αναπνέω συχνότερα. Κυριολεκτικά ήταν ένας φαύλος κύκλος.
Κάποια στιγμή συναντήσαμε κοντά στον βυθό ένα ισχυρό ψυχρό ρεύμα (21ο αντί 26ο C που ήταν στην επιφάνεια). Εκεί είδαμε και τα πιο πολλά ψάρια, ένα πελώριο χταπόδι, που κυκλοφορούσε αμέριμνο έξω από τον κρυψώνα του, καθώς κι ένα μεγάλο σελάχι καλυμμένο (για προφύλαξη) με άμμο. Μόνο ένα έμπειρο μάτι θα μπορούσε να διακρίνει τη σιλουέτα του να εξέχει λίγο από τη σχεδόν επίπεδη επιφάνεια του βυθού και τα μάτια του να ξεχωρίζουν σαν μίνι κορυφές σ' ένα λεπτό σωρό άμμου. Το κρύο που αισθανόμασταν μας παρότρυνε να επιστρέψουμε. Ευτυχώς, βρήκαμε το σκοινί του αγκυροβολίου πολύ εύκολα κι έτσι μας έμεινε αρκετός αέρας για να κάνουμε και στάση προληπτικής αποσυμπίεσης στα 3 μέτρα, κρατημένοι από το σκοινί.
Με πολλή ανακούφιση βρέθηκα επάνω στη βάρκα. Στην επιστροφή, φθάνοντας στην ακτή έπρεπε όλοι μαζί, ενώνοντας τις δυνάμεις μας, να σπρώξουμε τη θεόβαρη βάρκα επάνω στην άμμο σε αρκετή απόσταση από το κύμα, ώστε να μην υπάρχει κίνδυνος να την παρασύρει η θάλασσα, αν τυχόν δυνάμωνε η θαλασσοταραχή στη διάρκεια της νύχτας.
Παρατηρώντας τον Klaus επισταμένως, διέκρινα στην έκφραση του προσώπου του κάτι το διαβολικό! Δεν είμαι βέβαια αρμόδιος για να κάνω το ψυχογράφημά του, όμως υπήρχαν κάποιες ανησυχητικές ενδείξεις. Η παγερή λάμψη των ματιών του και το σαρδόνιο χαμόγελό του, αν δεν πρόδιναν κάποια ελαφριά παραφροσύνη, σίγουρα θύμιζαν απάνθρωπο δεσμοφύλακα ναζιστικού στρατοπέδου συγκέντρωσης ή τουλάχιστον στρατιωτικό της πολύ σκληρής Λεγεώνας των Ξένων, η οποία άφησε εποχή στις παλιές γαλλικές αποικίες στην Αφρική…
Ο καλός Θεός ευτυχώς μας λυπήθηκε και μας έστειλε τη μοτοσυκλέτα για να μεταφέρει τη μπαγκαζιέρα με τον εξοπλισμό μας. Περπατώντας, ανάλαφροι σαν πούπουλα, επιστρέψαμε στη βάση μας για να πλύνουμε τον εξοπλισμό μας κλπ.
Ήταν σίγουρα η πιο κουραστική κατάδυση της ζωής μου. Από την προηγούμενη μέρα είχα δηλώσει συμμετοχή και στη νυχτερινή κατάδυση, αλλά μετά απ' αυτήν τη φοβερή ταλαιπωρία, άκουσα με ανείπωτη ανακούφιση ότι η νυκτερινή κατάδυση ματαιώνεται... Αργότερα έμαθα την αιτία της ματαίωσης από τους Ιταλούς: είχαν κι εκείνοι ταλαιπωρηθεί τόσο πολύ το πρωί που αποφάσισαν να ακυρώσουν τη νυχτερινή κατάδυση, στην οποία είχαν και αυτοί δηλώσει αρχικά συμμετοχή.
Το βράδυ στο ξενοδοχείο είχε πλουσιότατο μπουφέ, με φαγητά σπεσιαλιτέ των διαφόρων νησιών του Πράσινου Ακρωτηρίου. Παρασύρθηκα δοκιμάζοντας απ' όλα και παράφαγα! Το στομάχι μου βάρυνε πολύ και τη νύχτα είδα ένα σωρό άσχημα όνειρα...
Κίτρινες θαλάσσιες ανεμώνες
Πέμπτη, 4.11.1999
Νωρίς το πρωί παρακάλεσα έναν υπάλληλο της reception να μου κλείσει ξενοδοχείο στο νησί «Santiago» (τα τηλέφωνα τα είχα βρει μόνος μου). Αποδείχθηκε πολύ σοφή ιδέα το ότι δεν επιχείρησα να τηλεφωνήσω εγώ ο ίδιος. Αν και μιλούσαν την ίδια γλώσσα, η επικοινωνία ήταν τόσο κακή που τρόμαξε να καταλάβει ακόμη και την απάντηση, ότι έχει πάρει το σωστό νούμερο και ότι μιλάει με το ξενοδοχείο «Baia Verde». Τελικά τα κατάφερε.
Η πρωινή κατάδυση έγινε στο Peridao στη Νοτιοδυτική ακτή. Επί κεφαλής ήταν ένας ντόπιος divemaster, πoυ ονομαζόταν Fernando Albano.Τη ρυμούλκηση του trailer θα την έκανε ένα μίνι-λεωφορείο Volkswagen. Δυστυχώς, επειδή δεν είχε κίνηση και στους 4 τροχούς δεν μπόρεσε να φθάσει μέχρι την άκρη της παραλίας. Σταμάτησε λίγο μακρύτερα, για να μη κολλήσει στην άμμο, οπότε τη συνέχεια έπρεπε να την αναλάβουμε μόνοι μας…
Η κατάδυση ήταν εύκολη. Καταδυθήκαμε κατά μήκος του σκοινιού της άγκυρας, που αποτελεί μεγάλη βοήθεια. Το μέγιστο βάθος ήταν 22 μέτρα. Αυτή τη φορά, για πρώτη φορά στο Cabo Verde, τόλμησα να πάρω μαζί μου τη φωτογραφική μηχανή. Βέβαια ταλαιπωρήθηκα πολύ κατά τις μεταφορές (trailer, πόδια, βάρκα, κολύμπι και αντιστρόφως). Είδαμε πάρα πολλά ψάρια, ολόκληρα κοπάδια κάτω από προεξοχές βράχων και σε μικρές σπηλιές. Τα πιο εντυπωσιακά ήταν 3 σμέρνες διαφόρων χρωμάτων, καθώς και μεγάλα επιμήκη trumpetfish. Οι προεξοχές των βράχων στο κάτω μέρος τους ήταν σκεπασμένες από υπέροχες θαλασσινές κίτρινες ανεμώνες, ένα πολύ χαρακτηριστικό θέαμα στο νησί Sal.
Στους περισσότερους από τους δύτες κάποια στιγμή τέλειωσε ο αέρας κι ανέβηκαν στο σκάφος. Ο Fernando κι εγώ είμαστε από τους τελευταίους. Κάναμε στάση προληπτικής αποσυμπίεσης ανεβαίνοντας. Πριν αναχωρήσουμε για την επιστροφή μετρηθήκαμε, γιατί ήμασταν συνολικά 15 δύτες μέσα στο μικρό σκάφος και δεν ήταν δύσκολο να ξεχάσεις κάποιον στον βυθό κατά λάθος... Φθάνοντας στην ακτή, βγάλαμε πάλι το σκάφος έξω στην αμμουδιά. Το trailer είχε έρθει, αλλά όχι μέχρι την παραλία. Κι έτσι χρειάσθηκε πάλι μια μικρή μεταφορά κι εγώ είχα επί πλέον και τον φωτογραφικό μου εξοπλισμό να κουβαλήσω… Μετά από πολλή σκέψη τελικά αποφάσισα ότι μία υπερ-ταλαιπωρία την ημέρα φθάνει. Άλλωστε, βρίσκομαι σε διακοπές για… ξεκούραση. Έτσι λοιπόν αποφάσισα να μη συμμετάσχω στην απογευματινή κατάδυση.
Μετά το πλύσιμο του εξοπλισμού πήγα στο χωριό Santa Maria. Αγόρασα καινούργια τηλεφωνική κάρτα και μετά πήγα σ' ένα γραφικό εστιατοριάκι για φαγητό, όπου έφαγα ωραίο ψητό τόνο. Παρότι το νησί δεν έχει καθόλου κουνούπια ή σφήκες, δυστυχώς έχει πάμπολλες μύγες, και μια από αυτές, πολύ τολμηρή, κατάφερε να μπει μέσα στον στενό λαιμό ενός μπουκαλιού με κόκα-κόλα...
Περίπατος στην απέραντη αμμουδιά
Νωρίς το απόγευμα πήγα στην παραλία και περπάτησα στην αμμουδιά. Από μακριά είδα τους άλλους δύτες να ταλαιπωρούνται για να μεταφέρουν τον εξοπλισμό τους στο φουσκωτό σκάφος για την κατάδυση. Ομολογώ ότι τους παρατηρούσα με κάποια μικρή δόση χαιρεκακίας…
Η αμμουδιά με τη λεπτή άμμο είναι κυριολεκτικά απέραντη. Έχει πλάτος 100 έως 150 μέτρα και μήκος πολλών χιλιομέτρων. Αρχικά λογάριαζα να κολυμπήσω, αλλά τελικά έκανα έναν ωραιότατο περίπατο. Περπάτησα κάπου μια ώρα. Έστριψα σιγά-σιγά προς τα δυτικά, κάνοντας τον γύρο όλης της μύτης του νησιού και η αμμουδιά δεν είχε τελειωμό! Αποφάσισα να επιστρέψω, γιατί η ώρα είχε περάσει πια.
Η παραλία είχε ελάχιστους ανθρώπους. Πολύ-πολύ σπάνια περνούσε κάποια μοτοσυκλέτα με πλατιές ρόδες, ειδική για την άμμο, που σ' αυτή την ερημική αμμουδερή απεραντοσύνη βρισκόταν ακριβώς στο στοιχείο της. Φυσικά, είχα βγάλει τα πέδιλα και περπατούσα ξυπόλυτος. Η θάλασσα είχε ένα υπέροχο τουρκουάζ χρώμα, πολύ ανοιχτό, διάφανο. Ήμουν πολύ ευχαριστημένος που δεν πήγα για κατάδυση! Τα κύματα έσκαγαν με ορμή στην αμμουδιά και προχωρούσαν πολλά μέτρα. Καθώς αποτραβιόνταν δημιουργούσαν φουσκάλες με αέρα και άφηναν πίσω τους πολλές μικρές τρύπες στην άμμο.
Έβλεπα μερικά πουλάκια με λευκή κοιλιά και γκρίζα ράχη, που αναζητούσαν τροφή. Έτρεχαν με φοβερή ταχύτητα επάνω στην υγρή άμμο, καθώς υποχωρούσαν τα νερά, και που και που τσιμπάνε κάτι με το ράμφος τους. Τα λεπτά ποδαράκια τους κινούνταν τόσο γρήγορα για να προλάβουν το επόμενο κύμα, που σχεδόν δεν τα διέκρινα! Η ευελιξία τους και η οξύτητα της όρασής τους ήταν εκπληκτική για να προλαβαίνουν να δουν και να αρπάξουν κάποιους μικροσκοπικούς κόκκους τροφής που το κύμα μετέφερε ή ξέθαβε με την ορμή του. Κάποιες φορές το κύμα αποδεικνυόταν ταχύτερο και τα προλάβαινε. Τότε κατέφευγαν στο να χρησιμοποιήσουν τα φτερά τους, για να μην κουκουλωθούν από τα νερά.
Καθώς παρακολουθούσα τα πουλάκια να παίζουν κρυφτό με τα κύματα, πλησίαζα προς το ξενοδοχείο. Ο ήλιος κόντευε να δύσει. Στο νησί Sal του συμπλέγματος των νησιών του Πράσινου Ακρωτηρίου παρατήρησα ότι ο ήλιος από αρκετά ψηλά χάνει τη μεγάλη του ένταση και μπορείς να τον παρατηρήσεις χωρίς να τυφλώνεσαι αρκετά πριν φθάσει στη δύση του. Αυτό μάλλον θα οφείλεται στο ότι οι πολλοί υδρατμοί, που υπάρχουν στην ατμόσφαιρα, φιλτράρουν και μειώνουν την ένταση του ηλιακού φωτός.
Μετά το δείπνο ξάπλωνα σε μια μεγάλη άνετη πολυθρόνα κι άναβα την πίπα μου. Ήταν πια η ώρα της ανάπαυσης. Άκουγα από μακριά την απαλή μουσική που κάθε βράδυ, την ώρα του φαγητού, έπαιζε ένα μικρό συγκρότημα από ντόπιους με τη συμμετοχή ενίοτε ενός τραγουδιστή. Ζαλιζόμουν λιγάκι από το έντονο άρωμα του καπνού και με απόλυτη ηρεμία αναπολούσα τις δραστηριότητες της ημέρας και κατάστρωνα μελλοντικά σχέδια...
Βαθιά κατάδυση με σχεδόν μηδενική ορατότητα
Παρασκευή, 5.11.1999
Η πρωινή μας κατάδυση έγινε στην τοποθεσία Cavala και αρχηγός μας ήταν ο Fernando, που περιέργως έδειχνε πιο σοβαρός από τον Γερμανό Klaus. Για μένα ήταν η τελευταία κατάδυση στο νησί Sal, επειδή την επομένη το πρωί έφευγα αεροπορικώς (για λόγους ασφαλείας πρέπει να μεσολαβούν 24 ώρες μεταξύ της τελευταίας κατάδυσης και της πτήσης).
Επρόκειτο να βουτήξουμε βαθιά, στα 40 μέτρα και πλέον. Ενημέρωσα λοιπόν τον Fernando για την πτήση μου και ότι δεν θα ήθελα να κάνω κατάδυση αποσυμπίεσης, δηλαδή να υπερβώ τον «χρόνο μηδέν» που δίνουν οι πίνακες των καταδύσεων.
Συνολικά ήμασταν οκτώ δύτες και χωριστήκαμε σε 3 ομάδες. Στην ομάδα μου ήταν ο Fernando, ένας Ιταλός κι εγώ. Κατεβήκαμε όλοι κρατώντας το σκοινί του αγκυροβολίου, γιατί το ρεύμα ήταν ισχυρό και άλλως θα μας παρέσυρε μακριά. Λόγω του κυματισμού θόλωναν τα νερά και η ορατότητα ήταν πενιχρή. Το σκοινί του μόνιμου αγκυροβολίου ήταν καλυμμένο με διάφορα όστρακα τόσο αιχμηρά που μας τρυπάγανε και μας έγδερναν τα χέρια. Κατεβαίναμε, κατεβαίναμε επί αρκετή ώρα και ο βυθός δεν φαινόταν πουθενά! Ολόγυρά μας υπήρχε μια θολούρα, δημιουργώντας μας μια δυσάρεστη ψυχολογική κατάσταση. Προχωρούσαμε προς το άγνωστο. Καθώς δεν φαινόταν τίποτε ενδιαφέρον που θα μπορούσε να αποσπάσει την προσοχή μας, μου ήρθε η μακάβρια σκέψη ότι έτσι όπως αιωρούμασταν μέσα στα θολά νερά αν μας επιτίθετο κάποιος καρχαρίας θα τον βλέπαμε μόλις το τελευταίο δευτερόλεπτο και δεν θα προλαβαίναμε να αντιδράσουμε...
Η μάσκα μου ήταν εντάξει, αλλά είχα ένα άλλο προβληματάκι που με βασάνιζε: η ζώνη των βαρών μου ήταν λίγο χαλαρή και συχνά μου γλίστραγε προς τα κάτω. Αν τυχόν μου ξέφευγε, θα εκτοξευόμουν προς την επιφάνεια σαν ρουκέτα. Την κρατούσα σφιχτά με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο βαστιόμουν από το σκοινί της άγκυρας. Ήμουν πολύ ευτυχής που για άλλη μια φορά δεν πήρα μαζί μου τη φωτογραφική μηχανή σ' αυτή τη δύσκολη κατάδυση, γιατί θα μου δημιουργούσε μεγάλο πρόβλημα.
Επί τέλους φθάσαμε στον βυθό, στα 40 και πλέον μέτρα. Ευτυχώς, εκεί κάτω κόπαζε το ρεύμα και η ορατότητα ήταν καλύτερη. Το θέαμα που αντικρίζαμε ήταν ωραιότατο: μέσα στις σχισμές και τις εσοχές έβρισκαν καταφύγιο πάμπολλα ψάρια. Βρήκαμε πολλές κοιλότητες και ρηχές σπηλιές και προεξέχοντες βράχους. Οι οροφές των σπηλιών και οι κάτω επιφάνειες των βράχων ήταν καλυμμένες τελείως από κίτρινες ανεμώνες. Ήταν ένα υπέροχο τοπίο, αποκλειστικότητα του βυθού των νησιών του Πράσινου Ακρωτηρίου. Νόμιζα ότι έβλεπα παρτέρια ανθοκήπιου ανάποδα, δηλαδή κολλημένα στις οροφές. Λίγο πιο κάτω συναντήσαμε ένα μεγάλο αστακό χωμένο σε μια τρύπα και μια χοντρή σμέρνα, που ξεπρόβαλε απειλητικά το άσχημο κεφάλι της μέσα από μια σχισμή του βράχου.
Όμως, ο χρόνος παραμονής σε βάθη άνω των 40 μέτρων είναι ελάχιστος. Σε λιγάκι άρχισε το computer μου να εκπέμπει το ηχητικό σήμα κινδύνου. Ο χρόνος έφθασε στο μηδέν. Άρχισε να αναβοσβήνει η ένδειξη "Ο". Προκειμένου να μην μπούμε στα όρια της υποχρεωτικής αποσυμπίεσης έπρεπε αμέσως να αρχίσουμε την άνοδο. Αυτό και κάναμε. Πιαστήκαμε από το σκοινί της άγκυρας κι αρχίσαμε να ανεβαίνουμε. Στην αρχή κάπως γρήγορα για να μην φορτωθούμε στους ιστούς μας ακόμη περισσότερο άζωτο. Αμέσως μετά μας ακολούθησαν και οι άλλοι 5 δύτες.
Ανεβαίνοντας ψηλότερα επιβραδύναμε τον ρυθμό ανόδου σημαντικά. Καθώς προχωρούσαμε προς τα επάνω βαθμιαία αυξάνονταν οι επιτρεπόμενοι χρόνοι παραμονής που δίνει το καταδυτικό computer για κάθε συγκεκριμένο βάθος: πρώτα 1 λεπτό, μετά 2, κατόπιν 3, στη συνέχεια 5 λεπτά κ.ο.κ.
Στα 6 μέτρα βάθος σταματήσαμε. Παραμείναμε ακίνητοι επί 3 λεπτά, για να απομακρυνθεί ένα σημαντικό μέρος του αζώτου από το αίμα και τους ιστούς μας. Στα 3 μέτρα βάθος κάναμε νέα στάση, για 4 λεπτά. Μετά, ανεβήκαμε αργά στην επιφάνεια και επιτέλους σκαρφαλώσαμε στη βάρκα, που σκαμπανέβαζε φοβερά!
Επιστρέφοντας στην ακτή έπρεπε να τραβήξουμε το σκάφος έξω στην αμμουδιά. Ήταν πολύ ωραία και άνετα από άποψη χώρου μέσα στο σκάφος, γιατί εκείνη την ημέρα ήμασταν μόνον 8 δύτες. Αλλά είχε έρθει η στιγμή να πληρώσουμε γι' αυτή την άνεση: μας βγήκε η πίστη μέχρι να βγάλουμε τη βάρκα έξω, γιατί ακριβώς ήμασταν μόνον 8 άτομα, ενώ με τους 18 δύτες το εγχείρημα ήταν σαφώς ευκολότερο... Όλα εδώ πληρώνονται!
Ατύχημα μπορεί να συμβεί οπουδήποτε
Αφού έπλυνα πολύ καλά τη στολή και όλο τον εξοπλισμό, τα έβαλα να στεγνώσουν και πήγα στην παραλία για μπάνιο. Η απέραντη αμμουδιά ήταν υπέροχη. Το τουρκουάζ νερό ήταν στη σωστή θερμοκρασία, δηλαδή λίγο δροσερό κι όχι δυσάρεστα ζεστό, όπως συνήθως στην Καραϊβική.
Για όσους κάνουν surf τα μεγάλα κύματα είναι ιδανικά. Ο σταθερός, δυνατός, σχεδόν μόνιμος άνεμος είναι παράδεισος για τους καλούς wind surfers. Αντίθετα, κάνει τη ζωή δύσκολη στους δύτες, λόγω της θαλασσοταραχής και της κακής ορατότητας. Το ότι ο καιρός στα νησιά αυτά δεν αλλάζει σχεδόν καθόλου δίνει τη δυνατότητα στις βάσεις και στις σχολές καταδύσεων να εκδίδουν εβδομαδιαίο πρόγραμμα με τις τοποθεσίες των καταδύσεων. Αυτό δεν γίνεται πουθενά αλλού. Το πρόγραμμα της ημέρας σχεδόν παντού καθορίζεται με βάση τον καιρό την τελευταία στιγμή. Για θαλάσσιο σκι βέβαια εκεί δεν γίνεται ούτε καν συζήτηση...
Προχώρησα λίγο βαθύτερα κι έπαιζα με τα μεγάλα κύματα, που έσπαγαν επάνω στο σώμα μου. Έβαλα τα δυνατά μου για να μην με ρίξουν κάτω, μέχρι που ήρθε ένα πολύ ισχυρό κύμα και μου μισοκατέβασε το μαγιό μου! Κάτι τέτοιο δεν μου είχε συμβεί ποτέ άλλοτε! Ευτυχώς είχα προνοήσει να δέσω τα γυαλιά μου με ένα λουράκι από αφρώδες υλικό που επιπλέει κι έτσι τα γλίτωσα.
Αργά το μεσημέρι πήγα στο χωριό Santa Maria. Αγόρασα καινούργια τηλεφωνική κάρτα, έκανα τηλεφώνημα στην Αθήνα, μετά άλλαξα δολάρια και κατέληξα στο εστιατόριο για τον -'κλασικό' πια- υπέροχο τόνο στη σχάρα. Πριν επιστρέψω στο ξενοδοχείο μοίρασα μερικά στυλό διαρκείας στα παιδάκια που σχόλαγαν από το σχολείο τους. Με ευχαρίστησαν με μάτια που με κοίταζαν έκπληκτα...
Νωρίς το απόγευμα πήγα στο γειτονικό ξενοδοχείο «Djadsal» κι ανακάλυψα ότι και εκεί έχουν βάση καταδύσεων, μάλλον ιταλική, που φαίνεται αρκετά καλά οργανωμένη. Κατόπιν πήγα στη δική μας βάση που ονομάζεται «Stingray Dive Center», για να πληρώσω και να πάρω σφραγίδες και υπογραφές στο βιβλιάριο των καταδύσεων. Ο ιδιοκτήτης του καταδυτικού κέντρου, ο Michael Josuttis, ήταν προς μεγάλη μου έκπληξη ελληνικής καταγωγής, όπως μου είπε ο ίδιος. Με ρώτησε:
«Είσαι Έλληνας;»,
«Ναι», του απάντησα.
Το βράδυ, μετά το φαγητό, ενώ ξεκουραζόμουν σε μια ξαπλώστρα ακούγοντας μουσική, ξαφνικά ξέφυγαν από τη θέση τους τα πόδια της ξαπλώστρας στο κάτω μέρος και η μισή ξαπλώστρα έπεσε στο έδαφος. Ένοιωσα ένα δυνατό τράνταγμα, αφού από τη μέση και κάτω έχασα απότομα το στήριγμά μου. Η σπονδυλική μου στήλη τραντάχθηκε πολύ κι αισθάνθηκα έναν εξαιρετικά δυνατό πόνο στη μέση. Ευτυχώς, όπως αποδείχθηκε τελικά, δεν ήταν κάτι το σοβαρό. Τι μπορεί αλήθεια να πάθει κανείς ενώ είναι ξαπλωμένος στο ξενοδοχείο του, ήρεμος κι ακίνητος...«Κι εγώ το ίδιο», μου είπε «αλλά μόνο από παλιά οικογενειακή καταγωγή. Ελληνικά δεν ξέρω παρά μόνον λίγες λέξεις».
Πτήση για το νησί Santiago (Sao Τiago )
Σάββατο, 6.11.1999
Ξύπνησα από τις 5:00, πολύ πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Άρχισα να ετοιμάζω τις αποσκευές μου. Ευτυχώς ο καταδυτικός εξοπλισμός είχε πια στεγνώσει τελείως. Είχα φροντίσει να εκμεταλλευθώ και τον άνεμο στη βεράντα κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά και τον κλιματισμό του δωματίου τη νύχτα.
Από την προηγουμένη το βράδυ είχα ζητήσει από την reception να μου παραγγείλει ένα ταξί για τις 8:00. Πιο νωρίς απ' ότι χρειαζόταν, για να είμαι σίγουρος ότι θα προλάβω την πτήση.
Το πρωί είπα και τηλεφώνησαν πάλι μπροστά μου, για να είμαι βέβαιος. Και τις δύο φορές η απάντηση ήταν OK, αλλά... ταξί δεν ήρθε. Άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια, γιατί στις χώρες αυτές αν φθάσεις αργά στο αεροδρόμιο η θέση σου έχει δοθεί σε κάποιον άλλον και μένεις… αμανάτι.
Γύρω στις 8:10 εμφανίσθηκε κάποιο άλλο ταξί που επέστρεφε άδειο. Είχα δισταγμούς να το πάρω αλλά τελικά το πήρα, γιατί κινδύνευα να χάσω την πτήση και τότε θα είχα σοβαρό πρόβλημα. Τελικά ευτυχώς που το πήρα, γιατί σε όλη τη διαδρομή μέχρι το αεροδρόμιο δεν συναντήσαμε κανένα ταξί να έρχεται! Από αυτόν τον μοναδικό δρόμο θα ερχόταν το ταξί μου από το Espargos... Συναντήσαμε ελάχιστα αυτοκίνητα, από τα οποία όμως κανένα δεν ήταν ταξί!
Στο αεροδρόμιο, επειδή δεν είχε αρχίσει ακόμη το check-in για την πτήση μου, πήγα στο γραφείο της αεροπορικής εταιρείας TACV (Τransportes Aereos Cabo Verde) για ένα τελευταίο τσεκάρισμα. Η κοπέλα, αφού συμβουλεύτηκε το computer της, μου έβαλε ένα καινούργιο sticker. Όταν τη ρώτησα τι είναι αυτό, μου απάντησε: «Τώρα η θέση σας είναι ΟΚ». Την κοίταξα κατάπληκτος! Μετά παρατήρησα προσεκτικά το προηγούμενο sticker και είδα ότι έγραφε RQ (= requested)! Δηλαδή μου είχαν αλλάξει τη σίγουρη θέση που είχα από την Αθήνα, από ok σε λίστα αναμονής, χωρίς να μου πουν το παραμικρό!
Σε λιγάκι πήγα στην ουρά για να κάνω το check-in και να παραδώσω τις αποσκευές μου. Δεν πίστευα στα αυτιά μου όταν μου είπαν πως η πτήση ακυρώθηκε λόγω έλλειψης πληρώματος! Ενώ μόλις προ ολίγου μου είχαν δώσει θέση! Σε λίγα λεπτά μαζεύτηκαν κι άλλοι υποψήφιοι επιβάτες κι αρχίσαμε όλοι μαζί να κλαίμε την μοίρα μας, γιατί μας ανέτρεπαν ξαφνικά όλα μας τα σχέδια. Πήραν τα εισιτήρια όλων και απλώς έγραψαν τα ονόματά μας σ' ένα κατάλογο. Δεν είχαν καμιά πληροφορία τι θα γίνει, αν και πότε θα πετάξουμε…
Μετά από αρκετή ώρα αναμονής και ταλαιπωρίας, μάς φόρτωσαν μαζί με τις αποσκευές μας σ' ένα λεωφορείο, το οποίο ξεκίνησε με κατεύθυνση προς Santa Maria. Μας πήγαν τελικά στο ξενοδοχείο «Αεροφλότ», που βρίσκεται στην παραλία της Santa Maria, στην αντίθετη άκρη σε σχέση με τα άλλα ξενοδοχεία. Φαίνεται ότι το ξενοδοχείο αυτό το έχτισε ή το αγόρασε η συγκεκριμένη αεροπορική εταιρία στη δεκαετία του '80, όταν στα νησιά Cabo Verde το καθεστώς ήταν μονοκομματικό αριστερό και είχε στενές επαφές με τη Σοβιετική Ένωση. Ακόμη και τότε όμως συναντήσαμε αρκετούς Ρώσους στο ξενοδοχείο. Παρότι δεν ήταν πολύ καλό, είχε στον κήπο, κοντά στην πισίνα, ωραίες αναπαυτικές κούνιες-πολυθρόνες, τις οποίες τίμησα δεόντως!
Έδωσαν σε όλους δωμάτια και μεταφέραμε εκεί τις αποσκευές μας. Πλυθήκαμε και μετά από λίγο κατεβήκαμε για μεσημβρινό φαγητό (απλό μενού «στάνταρ», πληρωμένο από την εταιρεία TACV). Οι περισσότεροι από τους συνεπιβάτες ήταν Γερμανοί κι Ελβετοί κι έτσι οι συζητήσεις μας γίνονταν στα Γερμανικά. Ξάπλωσα λίγο στο δωμάτιο και λαγοκοιμήθηκα. Μας είχαν πει να μην απομακρυνθούμε, γιατί υπήρχε πιθανότητα να βρισκόταν αεροπλάνο και να φεύγαμε ξαφνικά.
Το απόγευμα πήγα στη θάλασσα για μπάνιο. Η παραλία του ξενοδοχείου ήταν το τελείωμα της απέραντης αμμουδιάς της Santa Maria. Εκεί αρχίζουν μεγάλοι μαύροι ηφαιστειογενείς βράχοι. Στη μεταβατική περιοχή υπήρχαν πολύ μεγάλες κατάμαυρες κροκάλες, στρογγυλεμένες από τα άγρια κύματα. Στην παραλία ήταν μερικοί νεαροί ντόπιοι, που έκαναν surf με φοβερή δεξιοτεχνία, ιππεύοντας επάνω στα πελώρια κύματα του ωκεανού. Κάποιοι άλλοι είχαν πάρει το στρογγυλό, ανάλαφρο πλαστικό καπάκι από κάποιο δοχείο και το είχαν μετατρέψει σε frisbee κι έπαιζαν μ' αυτό. Είναι απίθανο το πόσο μακριά το εκσφενδόνιζαν και πόσο ευθύγραμμη ήταν η τροχιά που διέγραφε!
Ανάμεσα στους συνταξιδιώτες ήταν μία ομάδα Γερμανών, μαζί με ένα ζευγάρι Πορτογάλων, που είχαν έλθει για να γυρίσουν ένα φιλμ documentaire κι επωφελήθηκαν από την παραμονή αυτή, για να γυρίσουν κάποιες σκηνές στην παραλία. Η Πορτογαλίδα ήταν μάλλον ηθοποιός, όχι ιδιαίτερα όμορφη αλλά φοβερά ελκυστική γυναίκα, γεμάτη θηλυκότητα.
Νέα πτήση και νέα σχέδια
Επί τέλους ήρθε και το ευχάριστο νέο: το βράδυ στις 20:20 θα ερχόταν το λεωφορείο της εταιρείας TACV, για να μας πάει πάλι στο αεροδρόμιο! Στο check-in, παρά το ότι είχα βάλει αρκετά βαριά πράγματα στη χειραποσκευή, οι δύο σάκοι μου ζύγιζαν 27,5 κιλά. Μετά την τόση ταλαιπωρία που μας δημιούργησαν δεν τόλμησαν βέβαια να μου πουν τίποτε για το υπερβάλλον βάρος...
Κανένας έλεγχος ασφαλείας για μεταλλικά αντικείμενα κ.λπ. δεν υπήρχε στο αεροδρόμιο. Είχα πάρα πολλά χρόνια να μπω σε αεροπλάνο χωρίς τον παραμικρό έλεγχο για αεροπειρατεία. Αυτό μου θύμισε τις παλιές καλές εποχές…
Ξεκινήσαμε χωρίς καθυστέρηση στις 21:40. Δεν υπήρχε καθόλου εναέρια κυκλοφορία και μόλις το αεροπλάνο έφθασε στην αρχή του διαδρόμου έστριψε χωρίς να σταματήσει κι απογειώθηκε (rolling take-off στην αεροπορική διάλεκτο). Η πτήση διήρκησε μόλις 40 λεπτά. Όταν προσγειωθήκαμε, οι πόρτες του αεροπλάνου άνοιξαν κι έγιναν σκάλες καθόδου. Χωρίς βέβαια λεωφορεία και φυσούνες περπατήσαμε και σε λίγο φθάσαμε στο κτίριο του αεροδρομίου. Μέχρι να βγουν οι αποσκευές μας η ώρα πήγε σχεδόν έντεκα παρά τέταρτο το βράδυ.
Και τώρα είχα ένα τεράστιο δίλημμα: Να ξεκινήσω νυχτιάτικα για το Tarrafal, όπου είχα κλείσει ξενοδοχείο ή να μείνω στην πρωτεύουσα Praia, που είναι κοντά στο αεροδρόμιο; Το Tarrafal απέχει 75 χλμ. και ο δρόμος είναι δύσκολος, γεμάτος στροφές και αυτό σημαίνει τουλάχιστον μιάμιση ώρα διαδρομή. Τα πλεονεκτήματα αν έφευγα κατ' ευθείαν θα ήταν: 1) θα κέρδιζα χρόνο, 2) θα γλίτωνα τις φορτοεκφορτώσεις και μεταφορές των αποσκευών σ' ένα ακόμη ξενοδοχείο, 3) θα έκανα την επομένη το πρωί κατάδυση και 4) δεν θα είχα πρόβλημα με την κράτηση του δωματίου μου, που άρχιζε από εκείνη την ημέρα. Τα πλεονεκτήματα αν έμενα στην Praia, θα ήταν: 1) πολύ λιγότερη κούραση, 2) απόλαυση της διαδρομής με το φως της ημέρας και 3) πολύ μεγαλύτερη ασφάλεια. Ο αδελφός του Fernando, που του είχα δώσει κάτι δωράκια, με είχε συμβουλεύσει να προσέχω στο νησί Santiago γιατί δεν είναι ασφαλές, όπως το νησί Sal. Σκέφθηκα επίσης, ότι αν τυχόν το ταξί πάθαινε καμιά βλάβη νυχτιάτικα στη διαδρομή θα είχα μεγάλα μπλεξίματα. Τέλος, κι η γυναίκα μου, η Ελένη, μου λέει κάθε τόσο στο τηλέφωνο να προσέχω πολύ. Τα λογάριασα όλα και τελικά αποφάσισα, να μείνω το βράδυ εκεί.
Είχα διαβάσει σ' έναν οδηγό ότι το ξενοδοχείο «Praia Mar» έχει πελάτες κυρίως businessmen και όχι τουρίστες. Λογική συνέπεια ήταν ότι Σαββατόβραδο δεν θα είχε πρόβλημα δωματίων. Μόλις βγήκα από το αεροδρόμιο, έπεσαν κυριολεκτικά επάνω μου ένα σωρό νεαροί αχθοφόροι, για να μεταφέρουν τις αποσκευές μου και να μου βρουν ταξί, χωρίς καν να με ρωτήσουν! Διαπληκτίζονταν έντονα μεταξύ τους και σπρώχνονταν με δύναμη, μόνο ξύλο που δεν έπαιξαν... Ο καθένας μου άρπαξε από μία βαλίτσα, πριν προλάβω να πω κουβέντα. Τεράστια διαφορά από το Sal, που ούτε την φανταζόμουνα! Άρχισαν μετά να τσακώνονται για τη μοιρασιά των χρημάτων που τους έδωσα.
Είπα στον οδηγό να με πάει στο Praia Mar. Έφθασα εκεί χωρίς απρόοπτα κι ευτυχώς βρήκα δωμάτιο.
Νυχτερινές αγωνίες
Καθώς ήμουνα επηρεασμένος από τις νέες συνθήκες, έκλεισα, κλείδωσα κι ασφάλισα την εξώπορτα του δωματίου με την αλυσίδα που ήταν εφοδιασμένη (σημάδι ότι υπήρχε μεγάλη εγκληματικότητα). Όταν, όμως, λίγο αργότερα πήγα να ασφαλίσω και τη συρόμενη μπαλκονόπορτα είδα ότι είχε χαλάσει η κλειδαριά της. Δυστυχώς, είχα ήδη ανοίξει τις αποσκευές μου, είχα γδυθεί και δεν είχα πια όρεξη να ξαναμαζέψω όλα τα πράγματά μου για να ζητήσω αλλαγή δωματίου.
Προσπάθησα, λοιπόν, να επισκευάσω τη μαντάλωση με τα εργαλεία που είχα μαζί μου, αλλά δυστυχώς δεν τα κατάφερα. Με ένα σύρμα έδεσα τελικά τη μπαλκονόπορτα έτσι ώστε να μην ανοίγει με απλό τράβηγμα. Κατόπιν, άναψα τα φώτα της βεράντας, ώστε όποιος τυχόν επιχειρήσει να σκαρφαλώσει στον πρώτο όροφο, όπου ήταν το δωμάτιό μου, να φαίνεται από μακριά. Άφησα το φως του λουτρού μονίμως αναμμένο, για να υποθέτει ο επίδοξος διαρρήκτης ότι οι ένοικοι ήταν ξύπνιοι. Κλείδωσα όλα τα πολύτιμα μέσα στις βαλίτσες και πήρα φακό και μαχαίρι δίπλα μου στο κομοδίνο! Μπροστά στην είσοδο της μπαλκονόπορτας τοποθέτησα μια μεγάλη πολυθρόνα σαν εμπόδιο. Τέλος, έβαλα διάφορα βαριά μεταλλικά πράγματα σε επισφαλείς θέσεις, ώστε να είναι έτοιμα να πέσουν κάτω και να κάνουν θόρυβο με την παραμικρή μετακίνηση (π.χ. στη ράχη της πολυθρόνας, κρεμασμένα από το συρματάκι, που έδενε την μπαλκονόπορτα κλπ.). Αν τυχόν κάποιος επιχειρούσε να μπει τη νύχτα, αυτοί οι θόρυβοι θα τον ξάφνιαζαν (και μάλλον θα το έβαζε στα πόδια), αλλά κι εμένα θα με ξυπνούσαν για να δράσω. Αφού τελείωσα με όλα αυτά τα "οχυρωματικά έργα", τηλεφώνησα δοκιμαστικά στη reception (ώστε αν χρειαστεί, να ζητήσω βοήθεια), σημείωσα στο μυαλό μου τον αριθμό τηλεφώνου, έκανα τον σταυρό μου και… κοιμήθηκα. Ναι, παρά τους φόβους μου κατάφερα να αποκοιμηθώ! Μεγάλη αναισθησία θα μου πείτε…
Ευτυχώς η νύχτα πέρασε ομαλά.
Ταξίδι προς το Tarrafal
Κυριακή, 7.11.1999
Το πρωί νωρίς, έκανα μια βόλτα μέσα και γύρω από το ξενοδοχείο, το οποίο βρισκόταν πολύ κοντά στη θάλασσα. Ήταν κάποτε καλό ξενοδοχείο, αλλά πια ήταν αρκετά παραμελημένο και βέβαια δυσανάλογα ακριβό.
Στο breakfast έπαιζε ωραία μουσική. Ιδίως μου άρεσε ένα κομμάτι που ήταν μοντέρνα ανάμειξη δυο πολύ γνωστών λατινοαμερικάνικων μελωδιών του «Tequila» και του «Moliendo café». Μου έκανε εντύπωση ένα περίεργο φρούτο που υπήρχε στο μπουφέ του πρωινού, που είχε λευκή ινώδη σάρκα και μαύρους σπόρους, όπως του καρπουζιού, αλλά πιο χονδρούς. Ονομάζεται Ρinha (και προφέρεται πίνια, όπως ο ανανάς στα ισπανικά)].
Μετά το πρωινό ζήτησα από την reception (για ασφάλεια) να μου βρουν ένα ταξί για το Tarrafal και να συμφωνήσουν με τον οδηγό το κόμιστρο. Μου ζήτησαν 7.000 escudos (=24.000 δρχ.), ποσό λογικό για μια τόσο μεγάλη διαδρομή.
Ο οδηγός μου πρότεινε να διαλέξω ανάμεσα σε δύο διαδρομές: είτε από τα βουνά στο κέντρο του νησιού, είτε από την παραλία. Προτίμησα την πρώτη με σκοπό να κάνω τη δεύτερη στην επιστροφή, δεδομένου ότι μετά από τις καταδύσεις δεν επιτρέπεται να ανέβει κανείς σε μεγάλο υψόμετρο (γιατί υπάρχει κίνδυνος νόσου των δυτών).
Ο ταξιτζής διέθετε κινητό τηλέφωνο, αλλά δυστυχώς το δικό μου δεν λειτουργούσε εκεί. Με την ευκαιρία τον ρώτησα από πότε υπήρχαν κινητά στα νησιά Cabo Verde (υπήρχαν και στο Sal). Μου απάντησε ότι άρχισαν πριν από 8 μήνες. Η πρόοδος είναι εντυπωσιακή, σκέφτηκα. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια η επικοινωνία με το εξωτερικό δεν ήταν αυτόματη, αλλά μόνο μέσω τηλεφωνήτριας. Τώρα έχουν κάρτες στους τηλεφωνικούς θαλάμους και κινητά!
Ο οδηγός μου ονομαζόταν Ze, ήταν πολύ ευγενικός και σταματούσε το αμάξι του (ένα Toyota Corolla 2000, παλιό όμως) για να πάρω φωτογραφίες στα ωραία σημεία. Το έδαφος έχει λόφους, βουνά και χαράδρες και ήταν γενικά πολύ πράσινο. Υπάρχουν ακόμη πολύ απότομοι, απόκρημνοι, ψηλοί βράχοι, που θυμίζουν τα Μετέωρα.
Η διαφορά στο τοπίο μεταξύ των δύο γειτονικών νησιών, που οι ακτές τους απέχουν μεταξύ τους μόλις 210 χιλιόμετρα, είναι τόσο μεγάλη σαν να απείχαν 2.000 χιλιόμετρα. Νομίζεις ότι βρίσκεσαι όχι σε άλλο νησί αλλά σε άλλο κράτος ή ίσως σε άλλη ήπειρο. Το ένα μοιάζει με τις ερημικές ακτές της Ερυθράς Θάλασσας και το άλλο με ελληνικά βουνά!
Στη διάρκεια της διαδρομής ο οδηγός έκανε μερικές μικρές παρακάμψεις, για να μου δείξει κάποια αξιοθέατα: μια φορά είδα αποστακτήριο ζαχαροκάλαμου, όπου παράγεται το αλκοολούχο ποτό "aguardiente" (καίνε ξύλα μέσα σε αχυρένιες καλύβες με πέτρινες εγκαταστάσεις σαν τζάκι κι εκεί επάνω στηρίζουν τα μεταλλικά δοχεία). Μία άλλη φορά μπήκαμε μέσα σ' ένα πολύ καλοφτιαγμένο χωριό, με περιποιημένους κήπους και ωραιότατα λουλούδια, ιδίως ανθισμένες μπουκαμβίλιες. Το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων ήταν μέσα στην εκκλησία και στο προαύλιό της ολόγυρα για να ακούσει τη Θεία Λειτουργία. Θα νόμιζε κανείς ότι ήταν μεγάλο πανηγύρι, ήταν όμως μια απλή Κυριακή. Οι περισσότεροι κάτοικοι είναι θρησκευόμενοι καθολικοί.
Στο χωριό Assomada, που βρίσκεται στο κέντρο του νησιού σε μεγάλο υψόμετρο, είδα πάρα πολλά και μεγάλα σπίτια να είναι αφημένα ημιτελή κι αυτό με παραξένεψε. Ο οδηγός μου, ο Ze, μου είπε ότι οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού έχουν μεταναστεύσει στην Πορτογαλία, Γαλλία, Αγγλία, κ.λπ. Με τα λεφτά που κέρδιζαν στην ξενιτιά έχτιζαν σπίτια, αλλά, επειδή τα ποσά δεν τους έφθαναν, ξανάφευγαν για να βγάλουν κι άλλα χρήματα, ώστε να συνεχίσουν τις οικοδομές. Νομίζω όμως ότι και η προσπάθειά τους να κάνουν επίδειξη στους συγχωριανούς τους τούς οδηγούσε στο να ξεκινήσουν υπερβολικά μεγάλα κι εντυπωσιακά κτίσματα, που κατόπιν βρίσκονταν σε αδυναμία να αποτελειώσουν...
Θεϊκές μελωδίες
Στη διάρκεια της διαδρομής ακούγαμε τοπικούς σταθμούς από το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου. Κάποια στιγμή ο Ze έπιασε τυχαία έναν σταθμό που μετέδιδε τη Θεία Λειτουργία από μια εκκλησία του νησιού. Αυτή η αναπάντεχη σύμπτωση εξελίχθηκε σε μια αλησμόνητη εμπειρία: Η μελωδία των ψαλμών μού δημιουργούσε μεγάλη ψυχική ανάταση, γιατί είχε κάτι το Θείο. Ο συνδυασμός 3 διαφορετικών χορωδιών, μιας ανδρικής, μιας γυναικείας και μιας παιδικής, ήταν εκπληκτικός! Ιδιαίτερα δε οι φωνές των παιδιών ήταν τόσο γλυκές και τόσο κατανυκτικές που νόμιζες ότι ήταν αγγελικές! Οι ψαλμωδίες ήσαν πολύ ανάλαφρες, θα έλεγα σχεδόν θεϊκές, και σε μετέφεραν νοερά κατ' ευθεία στον… Παράδεισο! Δεν είχαν καμιά σχέση με τη βαριά, κλασική θρησκευτική μουσική.
Το υπέροχο αυτό ακρόαμα ξεπερνούσε ακόμη και την εξαιρετική εμπειρία που είχα την τύχη να ζήσω προ ετών στην κορυφή του όρους Σινά, περιμένοντας την ανατολή του ήλιου: είχα ακούσει υπέροχα κομμάτια soul και gospels από μια θρησκευτική χορωδία ομάδας νεαρών νέγρων Αμερικανών, που είχαν κι αυτοί σκαρφαλώσει εκεί ψηλά για να δουν τη φανταστική ανατολή, ακριβώς από το σημείο όπου ο Μωυσής παρέλαβε τις 10 εντολές από τον Θεό.
Η λειτουργία στο Cabo Verde συνδύαζε τη θλιμμένη κατάνυξη των νέγρικων θρησκευτικών τραγουδιών με την ευχάριστη μελωδία και τον ζωηρό ρυθμό της λατινοαμερικάνικης θρησκευτικής μουσικής, της Missa Criolla. Και το αποτέλεσμα ήταν καταπληκτικό! Ίσως οφείλεται σ' αυτό το ιδιαίτερο χάρισμα των μαύρων και των μιγάδων…
Η συχνή εναλλαγή κι άλλοτε πάλι η αρμονική συνεργασία των 3 χορωδιών μεταξύ τους δημιουργούσε μια σαγηνευτική ποικιλία. Ακόμη και οι μεμονωμένοι ψάλτες και οι ιερείς είχαν εξαιρετικές φωνές. Όταν κάποτε τελείωσε το υπέροχο ακρόαμα, ρώτησα τον Ze αν μπορώ να βρω δίσκους με τη λειτουργία και τους ψαλμούς του Cabo Verde. Μου απάντησε αρνητικά. Και ήταν φυσικό. Γιατί, ποιος από τους φτωχούς κατοίκους θα αγόραζε σε δίσκο αυτό που ακούει κάθε Κυριακή δωρεάν στην εκκλησία; Και πράγματι, όσο κι αν έψαξα τις επόμενες μέρες δεν κατόρθωσα να βρω πουθενά τέτοιο δίσκο.
Σε κάποιο σημείο περάσαμε έξω από ένα περιτοιχισμένο στρατόπεδο συγκέντρωσης από τα χρόνια της δικτατορίας. Εκεί μέσα το καθεστώς του Σαλαζάρ έκλεινε όχι μόνο τους αντιφρονούντες αλλά και τους αντάρτες των απελευθερωτικών κινημάτων των πορτογαλικών αποικιών της Αφρικής. Σχεδίαζαν τότε να το ανακαινίσουν, για να το χρησιμοποιήσουν, αξιοποιώντας το μάλλον σαν Μουσείο.
Ο δρόμος ανέβαινε συνεχώς ψηλότερα και μετά από πολλές ανηφορικές κορδέλες φτάσαμε σ' ένα διάσελο. Αμέσως μετά άρχιζαν να φαίνονται κάτω μακριά οι ακτές. Περνώντας από ένα χωριό είδα ξανά το θέαμα που είχα δει και στο Sal: πολλές γυναίκες, να περιμένουν ουρά στην κοινόχρηστη βρύση για να πάρουν νερό μέσα σε πλαστικά δοχεία, που συνήθως χωράνε γύρω στα 30 κιλά νερό. Αυτή είναι μια καθαρώς γυναικεία εργασία. Οι άνδρες δεν βοηθάνε ποτέ. Είδα ακόμη γυναίκες να χτυπάνε ρούχα μέσα σε κάδους με ξύλινα όρθια στειλιάρια, για να τα πλύνουν...
Στην άκρη του νησιού
Περάσαμε από μερικά παραθαλάσσια χωριουδάκια και φθάσαμε στο Tarrafal, εκεί όπου τελειώνει ο δρόμος. Για τη διαδρομή χρειασθήκαμε, μαζί με τις στάσεις, σχεδόν 2 ώρες. Όλος ο δρόμος, που έχει μήκος 75 χιλιόμετρα, ήταν στρωμένος με μαύρους κυβόλιθους, όχι με άσφαλτο. Το πλεονέκτημα ήταν ότι δεν γλιστράγανε ποτέ οι ρόδες, έστω κι αν το οδόστρωμα ήταν βρεγμένο, γιατί η επιφάνεια ήταν πολύ ανώμαλη, αλλά συγχρόνως φθείρονταν τα λάστιχα και έκαναν πολύ περισσότερο θόρυβο.
Μικρές πόλεις με το ίδιο όνομα «Tarrafal» υπάρχουν τουλάχιστον σε τρία νησιά: στο Santiago, στο Santo Antao και στο Sao Nicolau. Έτσι οι ξένοι μπορεί να τα μπλέξουν άσχημα, αν κάνουν λάθος.... Θα βρεθούν σε άλλο νησί!
Μόλις σταματήσαμε μας πλησίασαν ένα σωρό νεαροί, οι οποίοι ήθελαν πιεστικά να μεταφέρουν τις αποσκευές μου, ενώ άλλοι να πλύνουν το αυτοκίνητο του Ζε, πιτσιρίκια που ζητιάνευαν, γυναίκες που πουλούσαν φορτικά ινδικές καρύδες και άλλα φρούτα. Συνηθισμένος από την ηρεμία, την ευγένεια και την αξιοπρέπεια των κατοίκων του Sal νόμιζα ότι προσγειώθηκα σε άλλον πλανήτη! Ήταν δε πολύ περίεργο, γιατί και στο Sal υπάρχει μεγάλη φτώχεια και έχουν πολύ τουρισμό, που είναι οι συνήθεις αιτίες αυτών των φαινομένων. Αλλά τελικά, μάλλον, το κακό οφείλεται στις πολυάνθρωπες περιοχές, στην TV, στα ναρκωτικά κ.λπ. Στα μικρά μέρη οι άνθρωποι είναι αγνότεροι…
Ευτυχώς που χθες είχα πάρει την απόφαση να μην ταξιδέψω μέσα στη νύχτα!
Τρεις νεαροί μού άρπαξαν από μια αποσκευή ο καθένας και προχώρησαν. Περάσαμε από μια μακριά, υπερυψωμένη γέφυρα επάνω από ένα φαρδύ χείμαρρο και φθάσαμε στο συγκρότημα «Baia Verde». Τα bungalows και η υποδομή του ήταν πενιχρή, αλλά βρισκόταν μέσα σ' ένα ωραίο φοινικόδασος. Η παραλία της περιοχής ήταν όμορφη. Αποτελείτο από τρεις κολπίσκους με αμμουδιά, που χωρίζονταν από λωρίδες με μαύρα βράχια. Στη μια λωρίδα είχαν φτιάξει κυματοθραύστη και μόλο για τις πολλές ψαρόβαρκες. Στην άλλη, επάνω ψηλά στα βράχια, είχαν χτίσει μια πέτρινη κατασκευή για μπαρ, με μια μεγάλη στρογγυλή βεράντα καλυμμένη από ψάθινη σκεπή, που προφύλασσε από τον καυτό ήλιο. Η θέα από τη βεράντα αυτή ήταν πανοραμική!
Ένα από τα bungalows, ακριβώς στην είσοδο του συγκροτήματος, ήταν η βάση των καταδύσεων που έχει δημιουργήσει ο Γερμανός Peter Greim. Όταν έφθασα ήταν κλειστή, αλλά αργότερα άνοιξε. Συνεννοήθηκα για να κάνω καταδύσεις από την επομένη το πρωί. Αντίθετα προς τη Santa Maria, όπου υπήρχαν ένα σωρό δύτες και συχνά χρειαζόταν σειρά προτεραιότητας (γιατί το σκάφος δεν τους χωρούσε όλους), εδώ ήμουνα ο μοναδικός πελάτης! Και να σκεφθεί κανείς ότι στη Santa Maria υπήρχαν τουλάχιστον τρεις βάσεις καταδύσεων, σε τρία γειτονικά ξενοδοχεία (Morabeza, Belorizonte, Djadsal).
Πήγα μια βόλτα στην πόλη. Ο δρόμοι, τα πεζοδρόμια και οι πλατείες ήταν όλα λιθόστρωτα, σαν παλιά καλντερίμια. Άσφαλτος ή πλάκες δεν υπήρχαν ούτε για δείγμα. Επισκέφθηκα τη δημοτική αγορά, όπου οι γυναίκες-πωλήτριες, ντυμένες με πολύχρωμα, παρδαλά ρούχα και φορώντας πάντα μαντήλι στο κεφάλι, πρόσφεραν την πραμάτεια τους (φρούτα, λαχανικά, ψάρια, μπαχαρικά κλπ.). Ψώνισα μερικές μπανάνες και μετά πήγα για φαγητό στο restaurant του συγκροτήματος, που βρίσκεται στην απέναντι όχθη του χείμαρρου. Ήταν σε θέση που δέσποζε, με θέα προς τους κολπίσκους και πολύ πιο καλά οργανωμένο από ό,τι το συγκρότημα των bungalows. Εκείνο που με είχε εντυπωσιάσει ήταν πως στο συγκρότημα Baia Verde υπήρχαν 4 ή 5 φύλακες. Αυτό ενέπνεε μεν συναίσθημα ασφάλειας, αλλά συγχρόνως ήταν και ένδειξη μεγάλης εγκληματικότητας...
Μετά το φαγητό τηλεφώνησα στην Αθήνα, αφού περίμενα προηγουμένως πολλή ώρα στην ουρά.
Εφιάλτης ή φαντασίωση
Το απόγευμα έκανα μπάνιο στη θάλασσα. Σε κανένα άλλο ταξίδι καταδύσεων δεν είχα ποτέ τόσο χρόνο διαθέσιμο για την πλαζ... Κάτι νεαροί είχαν πιάσει μια θαλάσσια χελώνα μήκους μισού μέτρου και προσπαθούσαν να βρουν αγοραστή για να την πουλήσουν. Κατόπιν, ανέβηκα στο μπαρ-παρατηρητήριο με την ψάθινη σκεπή, που βρισκόταν στην κορυφή των βράχων, επάνω στη μικρή χερσόνησο η οποία προχωρεί προς τη θάλασσα, για να απολαύσω τη δύση του ήλιου.
Με το σούρουπο τσίμπησα κάτι ελαφρύ και μόλις νύχτωσε αποσύρθηκα στο δωμάτιό μου. Τέτοια ώρα οι φύλακες του συγκροτήματος που τριγύριζαν ήταν πολύ πολύτιμοι! Αμπάρωσα καλά πόρτες και παράθυρα, τοποθέτησα το κλειδί από τη μέσα μεριά της κλειδαριάς και το έστριψα για να μην μπαίνει αντικλείδι, έβαλα τα απαραίτητα σύνεργα επιβίωσης (μαχαίρι, φακό, σφυρίχτρα) στο κομοδίνο πλάι μου κι αποκοιμήθηκα.
Μετά τα μεσάνυχτα, γύρω στις 12:30, ξύπνησα από ένα δυνατό τρίξιμο στο παράθυρό μου. Ήταν σαν να προσπαθούσε κάποιος να παραβιάσει τα παντζούρια. Άκουσα απ' έξω τη συνομιλία δύο ανδρών, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγαν, γιατί ήταν στην τοπική διάλεκτο Crioulo (κρεολικά). Μιλούσαν ήρεμα και δυνατά. Αυτό όμως έδειχνε ότι δεν διαπληκτίζονταν, ούτε πάλευαν και ότι δεν προσπαθούσαν να κρυφτούν ή να μη γίνουν αντιληπτοί. Πιθανόν να ήταν δύο φύλακες. Ίσως όμως τον θόρυβο στο παράθυρο να τον είχα ονειρευτεί και να ήταν μόνο ένας εφιάλτης… Η κατάσταση παρέμεινε ήρεμη και ξανακοιμήθηκα.
Κατά τις 5:30 άκουσα απ' έξω θορύβους, σαν να έπεφταν πλαστικά δοχεία. Μετά ησυχία, τίποτε άλλο. Σε λίγο άρχισαν να λαλούν τα κοκόρια και να κελαηδούν τα πουλιά επάνω στους φοίνικες… Ξημέρωνε μια καινούργια μέρα…
Οι καλοί Σαμαρείτες
Δευτέρα, 8.11.1999
Το πρωινό σερβιρόταν στο εστιατόριο, που ήταν λίγο μακριά (πέρναγες τη γέφυρα πάνω από το ποτάμι), αλλά είχε υπέροχη θέα από ψηλά, προς τους κόλπους με τις αμμουδιές και προς το φοινικόδασος με τα bungalows (καμπάνες).
Στην κατάδυση ήμουν εκείνη τη μέρα με τον Pedro από το Cabo Verde, που ήταν βοηθός του Γερμανού Peter. Μαζί ήρθε κι ένας πιτσιρικάς, γιος του Pedro. Ο Pedro ήταν 42 χρονών, είχε 7 παιδιά, τα πιο μεγάλα σπούδαζαν και ζούσαν με τη μάνα τους στην πρωτεύουσα Praia. Αυτός τα έχει φτιάξει με μια άλλη γυναίκα, όπως μου είπε, κάτι που δεν με ξένιζε γιατί είχα διαβάσει πως η αναλογία ανδρών-γυναικών στα νησιά ήταν 1:2, επειδή πάρα πολλοί άνδρες είχαν ξενιτευτεί, για να μπορέσουν να ζήσουν. Αποτέλεσμα αυτής της μεγάλης λειψανδρίας είναι ότι ανεπίσημα ισχύει ουσιαστικά η 'πολυγαμία', αν και είναι σχεδόν όλοι χριστιανοί!
Μεταφέραμε τα βαριά υλικά με πολύ κόπο μέχρι την παραλία. Εκεί, με αρκετή δυσκολία λόγω των μεγάλων κυμάτων, τα βάλαμε σ' ένα πλαστικό βαρκάκι και πηδήσαμε κι εμείς μέσα. Ο Pedro άρχισε να τραβάει κουπί. Τα 'χασα. Διερωτήθηκα αν έτσι θα πηγαίναμε για κατάδυση! Τελικά πήγαμε σε μια μεγαλύτερη βάρκα από σκληρό πλαστικό, που είχε εξωλέμβια μηχανή Yamaha 40 HP. "Μεταγγίσαμε" όλο τον εξοπλισμό στο σκάφος και ξεκινήσαμε. Λίγο πιο πέρα, μέσα στον κόλπο, συναντήσαμε ένα μεγάλο ψαροκάικο με τουλάχιστον 15 ψαράδες, που μας έκαναν νοήματα κουνώντας τα χέρια τους απεγνωσμένα. Όταν πλησιάσαμε, μας ζήτησαν βοήθεια, γιατί τα δίχτυα τους είχαν μπλέξει άσχημα στο βυθό. Ο Pedro με ρώτησε αν θέλω να τους βοηθήσουμε και απάντησα «Ναι».
Φορέσαμε τον εξοπλισμό μας και πέσαμε. Το βάθος στο σημείο αυτό ήταν περίπου 16 μέτρα. Τα δίχτυα που είχαν ρίξει ήταν πελώρια και είχαν μπλέξει σε πολλά σημεία. Αρχίσαμε να τα ξεμπλέκουμε και να τα σηκώνουμε. Τα βράχια είχαν πάρα πολλές μύτες, οι οποίες είχαν περάσει μέσα από τα πλέγματα των διχτυών και με το τράβηγμα είχαν σφηνώσει. Επί πλέον πολλά βαρίδια είχαν φρακάρει στα στενώματα και στις σχισμές των βράχων. Κατέβηκε κι ένας από τους ψαράδες για να βοηθήσει, κρατώντας μια μπουκάλα με αέρα παραμάσχαλα, χωρίς κανέναν άλλο εξοπλισμό! Επειδή, προφανώς, δεν θα είχε κάνει καμιά εκπαίδευση, του έκανα νοήματα να ανέβει στην επιφάνεια σιγά-σιγά. Μου έγνεψε ότι κατάλαβε και μ' ευχαρίστησε για τη συμβουλή μου. Κοντά στο δίχτυ είδαμε ένα πονηρό χταπόδι, που είχε μυριστεί την εύκολη λεία των αιχμάλωτων ψαριών και πήγε να επωφεληθεί. Είδαμε επίσης κι ένα ωραίο πιτσιλωτό trunkfish, που έχει περίεργο σχήμα σαν μπαούλο.
Καθώς το βίντζι του σκάφους ανέβαζε τα δίχτυα, αυτά έμπλεκαν σ' άλλα σημεία κι εμείς με τη σειρά μας τα ξαναελευθερώναμε. Μέχρι να τελειώσει η ανέλκυση των διχτυών είχαμε εξαντλήσει σχεδόν όλο τον αέρα μας. Η κατάδυσή μας πλησίαζε προς το τέλος της. Το μόνο που μας απέμενε ήτανε να κάνουμε μια μικρή βόλτα στην περιοχή αυτή.
Όταν ανεβήκαμε στη βάρκα, οι ψαράδες δεν ήξεραν πώς να μας ευχαριστήσουν, γιατί χωρίς τη βοήθειά μας τα δίχτυα τους θα καταστρέφονταν. Μας φίλεψαν αρκετά ψάρια σε ένδειξη της ευγνωμοσύνης τους. Ο Pedro προσφέρθηκε να τα ετοιμάσει για το βραδινό φαγητό και με προσκάλεσε να φάμε μαζί. Χωρίς να το πολυσκεφθώ, δέχτηκα. Με τη γνωστή ταλαιπωρία μεταφέραμε πάλι όλο τον εξοπλισμό πίσω στη βάση για πλύσιμο.
Έκανα μια βόλτα στην ακτή όπου άραζαν οι ψαρόβαρκες. Εκεί συγκεντρώνονταν πάρα πολλές γυναίκες και γινόταν το 'παζάρι των ψαριών'. Οι γυναίκες φορούσαν ζωηρόχρωμα ρούχα και απαραιτήτως μαντήλι στο κεφάλι, φαίνεται για προφύλαξη από τον καυτό ήλιο. Δημιουργούσαν έτσι ένα πολύ ζωντανό και ποικιλόχρωμο σύνολο. Όχι μόνο αγόραζαν ή πουλούσαν την πραμάτειά τους, αλλά και συζητάγανε, κουτσομπόλευαν, αντάλλασαν τα νέα τους και περνάγανε έτσι ένα μεγάλο μέρος της ημέρας τους. Μερικές μάλιστα είχαν μαζί τους και μαγειρικά σκεύη και πρόσφεραν ή πουλάγανε (δεν ξέρω ακριβώς) μαγειρεμένο φαγητό στις άλλες.
Κάποια στιγμή κατάφερα, μετά από πολύ ψάξιμο, να εντοπίσω μέσα στον κήπο ένα είδος πουλιού, που πολύ συχνά ακούει κανείς εκεί και που το έντονο τιτίβισμά του είναι διακοπτόμενο, σαν ήχος πολυβόλου. Είναι μικρό σε μέγεθος κι έχει ένα μεγάλο πορτοκαλί ράμφος, λευκό κεφάλι και λαιμό, ενώ το σώμα και τα φτερά του είναι μπλε-γαλάζια!
Το μεσημέρι ο ουρανός ήταν καλυμμένος από ένα αραιό σύννεφο, που έκοβε τη δύναμη των ακτινών του ήλιου, γιατί τις φίλτραρε. Έτσι, δεν έκανε πολλή ζέστη. Ξάπλωσα στην άμμο κι άκουγα τον παφλασμό των μεγάλων κυμάτων με κλειστά μάτια. Κατόπιν σηκώθηκα και προχώρησα προς το νερό, για να κολυμπήσω. Η παραλία, δυστυχώς, δεν ήταν ομαλή και ωραία, όπως στη Santa Maria. Η αμμουδιά διεκόπτετο από πέτρες και βραχάκια καθώς προχωρούσες προς τα βαθιά και υπήρχε κίνδυνος να χτυπήσεις επάνω τους.
Η κατάδυση που… δεν έγινε
Το απόγευμα, για να με αποζημιώσει ο Pedro για τη σχεδόν χαμένη πρωινή κατάδυση, μου υποσχέθηκε να με πάει σ' ένα ωραίο μέρος και έβγαλε γι' αυτό δύο πολύ μεγαλύτερες και, δυστυχώς, πολύ βαρύτερες μπουκάλες απ' ό,τι οι συνηθισμένες. Στην παραλία ήταν κι ένας Γερμανός επαγγελματίας φωτογράφος, που τραβούσε φωτογραφίες για το περιοδικό της γερμανικής αεροπορικής εταιρείας «Condor» (πτήσεις charter). Μας ζήτησε να μας φωτογραφήσει για το περιοδικό της και βέβαια δεχθήκαμε.
Αυτή τη φορά δεν θα χρησιμοποιούσαμε ως ενδιάμεσο το μικρό σκάφος, αλλά θα πηγαίναμε κατ' ευθείαν στο μεγάλο, που ήταν δεμένο στην προβλήτα. Έπρεπε, όμως, όχι μόνο να φθάσουμε μέχρι την παραλία, αλλά μετά να κάνουμε και ολόκληρο τον γύρο του κόλπου μέχρι να φθάσουμε στον λιμενοβραχίονα στην απέναντι μεριά. Η… άτιμη η μπουκάλα μου πρέπει να ζύγιζε πάνω από 30 κιλά και όλος ο εξοπλισμός μαζί γύρω στα 55!
Αυτή τη φορά είχα, δυστυχώς, τη φαεινή ιδέα να πάρω μαζί και την υποβρύχια φωτογραφική μηχανή, με το τεράστιο φλας της και τους μακριούς μεταλλικούς βραχίονες. Περπατούσα επάνω στη μαλακή άμμο, που υποχωρούσε κάτω από τα πόδια μου, σαν κατάδικος σε καταναγκαστικά έργα. Κάποτε εδέησε να τελειώσει η μαρτυρική πορεία. Καταϊδρωμένος μπήκα στο σκάφος. Το "μπήκα" είναι μια λέξη, η πραγματοποίησή της όμως με τόσα βάρη και με υψομετρική διαφορά (γιατί η βάρκα ήταν πολύ χαμηλότερα από την προβλήτα) είναι μια άλλη υπόθεση…
Ο Pedro έβαλε τη μηχανή μπροστά και ξεκινήσαμε. Σε λίγο, όμως, η μηχανή άρχισε να ρετάρει και μετά έσβησε. Ο Pedro την ξεκίνησε πάλι, αλλά αυτή δεν άργησε να κάνει ξανά τα ίδια. Άναψε μάλιστα κι ένα κόκκινο λαμπάκι. Του είπα ότι δεν πάει άλλο έτσι και ότι πρέπει να γυρίσουμε πίσω. Μετά από επανειλημμένα αναβοσβησίματα και με χίλια βάσανα επιστρέψαμε στο αγκυροβόλιο του σκάφους, όπου ήταν δεμένη η μικρή πλαστική βάρκα. Μεταφέραμε όλον τον εξοπλισμό στη μικρή βάρκα και τραβώντας κουπί φθάσαμε επί τέλους στην παραλία. Με πολλή προσπάθεια λόγω των μεγάλων κυμάτων, που κόντευαν να μας ρίξουν κάτω με κίνδυνο να χτυπήσουμε άσκημα, κάναμε την… απόβαση. Μετά ήταν η σειρά της μεταφοράς στη βάση και κατόπιν του πλυσίματος του εξοπλισμού. Όταν κάποτε τελειώσαμε, άπρακτοι και ξεθεωμένοι απ' όλες αυτές τις ταλαιπωρίες, είπα στον Pedro στα αγγλικά:
«Πρέπει να είμαστε ευχαριστημένοι, που τελειώσαμε έτσι εύκολα».
Με κοίταξε έκπληκτος, σαν να μην κατάλαβε. Του το είπα και ισπανικά, που είναι πολύ πιο κοντά στη γλώσσα του τα πορτογαλικά. Με κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. Νόμιζε, ότι τον κορόιδευα. Και τότε του εξήγησα:
«Φαντάζεσαι να μας χάλαγε η μηχανή μέσα στον ωκεανό; Χωρίς εφεδρική μηχανή και χωρίς έστω ένα walkie-talkie ή κινητό τηλέφωνο; Και χωρίς να ξέρει κανείς ότι φύγαμε, για να ανησυχήσει και να μας αναζητήσει;»
Τώρα πια άρχισε να καταλαβαίνει τι εννοούσα.
«Νομίζω, πως πρέπει να κάνουμε τον σταυρό μας», του είπα...
Τελικά η καταδυτική βάση δικαιολόγησε απόλυτα το όνομά της: «Blue Adventure»!
Μετά απ' όλα αυτά του πρότεινα να ακυρώσουμε το βραδινό φαγητό (που το φοβόμουνα λιγάκι) και του είπα να ειδοποιήσει το ταχύτερο για το συμβάν τον Peter, ο οποίος είχε πάει στην πρωτεύουσα, στο κινητό του τηλέφωνο.
Κατόπιν πήγα στην καμπάνα μου και ξάπλωσα για καμιά ώρα. Δυστυχώς, το bungalow δεν έχει καθόλου ανέσεις, ούτε καν μια πολυθρόνα, ούτε καν αρκετό ηλεκτρικό φως (μόνο μία λάμπα στη μέση του δωματίου, που είναι μόλις των 25 Watt, πυράκτωσης της παλιάς εποχής).
Μια βόλτα στο παρελθόν
Για να εκμεταλλευτώ το φως του ήλιου, όσο ακόμα υπήρχε, αποφάσισα να πάω βόλτα μέχρι το γειτονικό χωριό Chao Bom, που απέχει 2,5 χιλιόμετρα. Στην αρχή της διαδρομής το λιθόστρωτο του δρόμου ήταν χαλασμένο από μεγάλα νεροφαγώματα. Έτσι μπόρεσα να δω με κάθε λεπτομέρεια τον τρόπο κατασκευής του (γιατί το νεροφάγωμα ήταν σαν μια εγκάρσια τομή). Δεν διέθετε ούτε ίχνος συγκολλητικής ύλης, αλλά ούτε και καμιά υποδομή. Ακριβώς κάτω από τις πέτρες υπήρχε σκέτο χώμα. Κι όμως τα αυτοκίνητα, ακόμη και μικρά λεωφορεία ή μικρά φορτηγά ανέπτυσσαν επάνω σε τέτοιο οδόστρωμα ταχύτητες μέχρι και 100 χιλιόμετρα την ώρα!
Καθώς περπατούσα είδα να έρχεται ένα κόκκινο ταξί που έμοιαζε με το ταξί του Ze, το οποίο με είχε πάει εκεί. Θεώρησα ότι ήταν απίθανο να είναι το ίδιο, γιατί υπέθεσα ότι θα υπήρχαν πολλά όμοια. Τελικά το ταξί σταμάτησε πλάι μου. Το οδηγούσε ο Ze, που μετέφερε μάλιστα τον Peter, τον ιδιοκτήτη της βάσης καταδύσεων! Τους διηγήθηκα τι είχε συμβεί, γιατί βέβαια ο Pedro ως γνήσιος τριτοκοσμικός δεν είχε κάνει τον κόπο να του τηλεφωνήσει....
Εδώ θα κάνω μια μικρή παρένθεση, για να αναφέρω τον ορισμό που έχω δώσει για τις «χώρες του τρίτου κόσμου» μετά από τόσα χρόνια που ταξιδεύω εκεί: Τριτοκοσμική λέγεται μία χώρα, όπου το κάθε τι μια φορά στις τρεις δεν λειτουργεί!! (τα μηχανήματα χαλάνε, τα ραντεβού δεν τηρούνται, οι πτήσεις ακυρώνονται, τα δρομολόγια αλλάζουν ξαφνικά κ.ο.κ.).
Προχωρώντας πέρασα πλάι από τις παλιές φυλακές του καθεστώτος Σαλαζάρ (του γνωστού δικτάτορα της Πορτογαλίας). Σε μισή ώρα έφθασα στο χωριό Chao Bom. Δεν είχε τίποτε το ιδιαίτερο και δυστυχώς δεν βρισκόταν κοντά στην παραλία, όπως υπολόγιζα. Όμως, είδα θεάματα που είχα δεκαετίες να δω. Και πρώτα-πρώτα παιδιά να παίζουν στο δρόμο "στεφάνι", τσουλώντας δηλαδή ένα παλιό λάστιχο, κατευθύνοντάς το με ένα μακρύ ξύλο. Είδα γυναίκες να μεταφέρουν βαριά δοχεία με νερό επάνω στο κεφάλι τους κι άλλες να ανάβουν φωτιά με ξύλα στο πεζοδρόμιο για να μαγειρέψουν. Στους δρόμους περιφέρονταν αμέριμνα κι ανάκατα κότες με κοτοπουλάκια, σκυλιά, μωρά, κατσίκες και γουρουνάκια, χωρίς κανείς να ενδιαφέρεται ή να ενοχλείται... Κι αν χανόταν κανένα ζωντανό ή μωρό, δεν φαινόταν να υπάρχει μεγάλο πρόβλημα!
Όμως, από κάποιο μικρομάγαζο ακουγόταν η μουσική υπόκρουση του φιλμ «Τιτανικός»! Η πρόοδος τελικά είχε φθάσει κι εκεί...
Επιστρέφοντας στη Baia Verde ξαναείδα ένα συνεργείο από πολλούς νεαρούς, που πάσχιζε από την προηγούμενη μέρα να αποξηράνει ένα έλος-λίμνη κοντά στην κοίτη του χείμαρρου. Πάλευαν με πολύ πενιχρά μέσα, μόνο με φτυάρια, καροτσάκια και τσάπες. Άνοιγαν δίοδο για να φύγουν τα νερά προς τη θάλασσα και μετέφεραν στεγνή άμμο για να υπερυψώσουν τη χαμηλή στάθμη του έλους. Μετά από επίπονες προσπάθειες είχαν σχεδόν καταφέρει να τελειώσουν το έργο τους. Η αμοιβή δε για την πολύωρη εργασία μέσα στις λάσπες θα ήταν πολύ πενιχρή κι ας δούλευαν από τα χαράματα μέχρι τη νύχτα. Γι' αυτό παρακαλάγανε, με τόσο ενοχλητική φορτικότητα, να μεταφέρουν τις αποσκευές των πελατών του Baia Verde από ή προς τα αυτοκίνητα.
Ο ήλιος έχει ήδη δύσει και στον ουρανό είχαν σχηματισθεί υπέροχα ροζ σύννεφα. Μέχρι όμως να φέρω τη φωτογραφική τα ωραία χρώματα είχαν χαθεί. Οι δύσεις στους τροπικούς διαρκούν δυστυχώς ελάχιστα. Οι εικόνες, τα χρώματα και τα σχήματα είναι ρευστά και φευγαλέα θεάματα.
Το βράδυ στο φαγητό αναλογίστηκα ότι θα χρειαζόταν πολύς χρόνος μέχρι να επισκευασθεί η μηχανή του σκάφους. Και μέχρι τότε χωρίς καταδύσεις ο χρόνος δεν θα περνούσε με τίποτα και μάλιστα σε τόσο μέτριο ξενοδοχείο. «Θα με φάει η ανία», σκέφτηκα. Δίπλα μου άκουγα κάτι Ισπανούς τουριστικούς πράκτορες, που αντάλλασσαν απόψεις για το που πρέπει να στείλουν τους πελάτες τους στα ταξίδια που θα οργανώσουν. Ανέφεραν συνεχώς το γειτονικό νησί Fogo, το ηφαίστειο του οποίου έχει υψόμετρο 2.829 μέτρα (δηλαδή σχεδόν όσο η κορυφή του Ολύμπου).Το σημείωσα με τη σκέψη ότι πιθανόν να μου χρησίμευε.
Επιστρέφοντας στο bungalow διαπίστωσα ότι το φως στη βεράντα μου δεν άναβε κι επικρατούσε τριγύρω μαύρο σκοτάδι. Επέστρεψα στην reception, διαμαρτυρήθηκα και τελικά μου έδωσαν μια λάμπα. Με τη βοήθεια ενός φακού κατάφερα να την αλλάξω κι έτσι το παρήγορο κι ενισχυτικό για την ασφάλεια φως επανήλθε. Για καλό και για κακό ζήτησα και τον αριθμό τηλεφώνου της reception, για να τηλεφωνήσω αν τυχόν συνέβαινε κάτι ύποπτο… Πριν κοιμηθώ μελέτησα λίγο τους ταξιδιωτικούς οδηγούς για τα γειτονικά νησιά, μήπως ανακάλυπτα εναλλακτικές λύσεις και καινούργιες ιδέες.
Αλλαγή σχεδίων
Τρίτη, 9.11.1999
Κοιμήθηκα σχεδόν 10 ώρες! Η κούραση από τη μεταφορά του εξοπλισμού και ιδίως της μεγάλης μπουκάλας ήταν εμφανής και από τον πόνο στη μέση μου. Έπρεπε να την προσέξω πολύ για να μη χειροτερέψει…
Μετά το πρωινό πήγα στον Peter. Μου είπε ότι είχε ειδοποιήσει τον μηχανικό. Εκείνος απάντησε ότι ήταν απασχολημένος, αλλά θα ερχόταν με την πρώτη ευκαιρία! Κι επειδή τα ανταλλακτικά μάλλον θα έπρεπε να έλθουν από το εξωτερικό, οι ελπίδες επισκευής απομακρύνονταν χρονικά…
Μετά από αυτές τις εξελίξεις αποφάσισα να φύγω το ταχύτερο από το Tarrafal και να επιδιώξω να επισκεφθώ το νησί Fogo και το ηφαίστειό του, που δεν συμπεριλαμβανόταν στο αρχικό πρόγραμμά μου.
Ζήτησα από τον Peter αν έχει κανένα T-shirt με το όνομα της βάσης των καταδύσεων Blue Adventure. Μου είπε ότι πιθανόν να μου έβρισκε ένα. Μου εξήγησε ότι είχε εκατοντάδες, αλλά τα πήρε όλα η μεγάλη πλημμύρα, που είχε γίνει στις 11 Σεπτεμβρίου. Τα νερά του χείμαρρου φούσκωσαν ξαφνικά από μία φοβερή νεροποντή και παρέσυραν όχι μόνον τα τοιχώματα της κοίτης αλλά και τα computer του, τα ανταλλακτικά, ένα σωρό εφόδια, το κομπρεσέρ αέρα, ένα μεγάλο σκάφος μαζί με μία πολύ ισχυρή μηχανή... Η συνολική ζημιά μού είπε ότι υπερέβαινε τα 100.000 DM. Του απέμεινε μόνο η μικρή εξωλέμβια, που τώρα είχε χαλάσει κι αυτή... Μετά από τέτοιας έκτασης καταστροφή έπαψα να λυπάμαι που δεν μπόρεσα να κάνω καταδύσεις κι άρχισα να λυπάμαι τον ταλαίπωρο τον Peter. Αυτή ακριβώς η τροπική πλημμύρα είχε δημιουργήσει και το έλος που πάσχιζαν να αποξηράνουν επί δύο μέρες…
Τα υπέροχα λιθόστρωτα
Άλλαξα χρήματα στην τράπεζα και τηλεφώνησα στον Ze να έρθει στις 12:30, για την επιστροφή μου στην πρωτεύουσα. Κοντά στην πλατεία του Tarrafal είδα δύο τεχνίτες, οι οποίοι επισκεύαζαν τρύπες στο λιθόστρωτο.
Κάθισα και παρατήρησα ακριβώς πώς γινόταν η δουλειά και τράβηξα μια σειρά από φωτογραφίες. Το μοναδικό εργαλείο τους ήταν ένα περίεργο εργαλείο σαν σκεπάρνι, που από την εμπρός μεριά ήταν τριγωνικό: μυτερό για να σκάβει το χώμα, ενώ στη συνέχεια πλάταινε για να χρησιμεύει σαν φτυαράκι. Το πίσω μέρος του ήταν τετράγωνο, πλατύ και βαρύ, για να μπορεί να σπάει τις πέτρες και να τις πελεκάει. Έτσι διαμόρφωναν οι τεχνίτες κάθε μία πέτρα, ώστε να ταιριάζει με τη διπλανή της. Μετά έμπηγαν την πέτρα στο χώμα κι αν τυχόν εξείχε πολύ, έσκαβαν κι αφαιρούσαν λίγο χώμα από κάτω, ώστε να έρθει τελικά στο ίδιο ακριβώς επίπεδο. Κατόπιν διάλεγαν μικρές πέτρες κατάλληλου μεγέθους και τις έμπηγαν, χτυπώντας τες με το ειδικό σκεπάρνι, για να γεμίσουν τα μεγαλύτερα διάκενα που τυχόν είχαν δημιουργηθεί ανάμεσα στις μεγάλες πέτρες, τις οποίες είχαν προηγουμένως τοποθετήσει. Δεν χρησιμοποιούσαν κανένα υπόστρωμα και καμιά απολύτως συγκολλητική ουσία, για να συνδέσουν τις πέτρες μεταξύ τους. Η μεγάλη αντοχή επιτυγχανόταν με τη βαθιά έμπηξη, με τη βοήθεια του εργαλείου που λειτουργούσε σαν βαρύ σφυρί, και με το σφήνωμα μικρών, λεπτών πετρών στις σχισμές ανάμεσα στους μεγάλους λίθους. Βεβαίως, είχε σημασία η πείρα και η επιδεξιότητα του τεχνίτη. Με μεγάλη μαεστρία, αλλά και με αργό ρυθμό, αποκαθιστούσαν τις βλάβες του οδοστρώματος. Με αυτόν τον τρόπο έχουν κατασκευαστεί όλοι οι δρόμοι στο νησί Santiago (συμπεριλαμβανομένης της διαδρομής Praia-Tarrafal που έχει μήκος 75 χιλιόμετρα)! Η συνοχή του λιθόστρωτου ήταν δε τόσο καλή, που επάνω του κινούνταν ακόμη και βαριά οχήματα με μεγάλες ταχύτητες!
Αν σκεφθεί κανείς, ότι όλοι οι δρόμοι ήταν χειροποίητοι και μάλιστα πέτρα-πέτρα και πετραδάκι-πετραδάκι, δυσκολεύεται να συνειδητοποιήσει πόσα εκατομμύρια (ή μήπως δις;) ανθρωποώρες χρειάστηκαν γι' αυτή τη φοβερή δουλειά… Πρόκειται ουσιαστικά για τεράστια ψηφιδωτά, πλάτους αρκετών μέτρων και μήκους πολλών δεκάδων χιλιομέτρων!
Έκανα ακόμη μια βόλτα, για να πάρω και μερικές αναμνηστικές φωτογραφίες, μιας και είχε εκείνη την ημέρα περισσότερο ήλιο. Κατόπιν, ετοίμασα τα πράγματά μου, αν και τα καταδυτικά είδη δεν είχαν στεγνώσει τελείως. Σε λίγο ήρθε ο Ze μέχρι την καμπάνα μου, κάπως νωρίτερα μάλιστα από την ώρα που του είχα πει.
Τα πιτσιρίκια συναγωνίζονταν και διαπληκτίζονταν ποιο θα πάρει κάποια από τις αποσκευές μου, για να κερδίσει χαρτζιλίκι. Περάσαμε τη γέφυρα του χείμαρρου κι ανεβήκαμε τα σκαλιά μέχρι το αυτοκίνητο. Πάντως τα μικρά δεν τσακώθηκαν στη μοιρασιά των χρημάτων...
Το ταξίδι προς την Praia
Ακολουθήσαμε αυτή τη φορά την παραλιακή διαδρομή. Στην αρχή, κοντά στο χωριό είδαμε κομμάτια του λιθόστρωτου που είχαν παρασυρθεί από την πρόσφατη θεομηνία, επειδή δεν υπήρχε υποδομή και αποχέτευση για να περνάνε τα νερά κάτω από τον δρόμο. Αλλά, όταν λείπουν τα έργα αποχέτευσης των ομβρίων υδάτων σε μας, γιατί να παραξενευόμαστε που δεν υπάρχουν εκεί;
Φθάνοντας κανείς κοντά στην ακτή, εντυπωσιάζεται βλέποντας από ψηλά τους πελώριους μαύρους ηφαιστειογενείς βράχους κι επάνω τους να σκάνε μεγάλα κύματα, δημιουργώντας μια ολόκληρη περιοχή τριγύρω τους γεμάτη από κάτασπρους αφρούς. Στα μέρη όπου υπάρχει αμμουδιά, η άμμος είναι κατάμαυρη, γιατί προέρχεται από λάβα τριμμένη σε μικρούς κόκκους.
Η διαδρομή ήταν αρκετά έως πάρα πολύ πράσινη. Συναντήσαμε φυτείες καλαμποκιού, ζαχαροκάλαμου, φοινικόδενδρων, μπανανιών κ.λπ. Το τοπίο δεν είχε καμιά σχέση με το Sal. Ο Ze σταμάτησε σε όλα τα ωραία σημεία για να φωτογραφίσω. Σε ένα στενό κολπίσκο, που δημιουργεί φυσικό λιμάνι, είχαν βγει στην αμμουδιά αρκετές ψαρόβαρκες και είχαν ήδη μαζευτεί οι γυναίκες της περιοχής, για να ψωνίσουν. Πολλά πιτσιρίκια μαυράκια, πλατσούριζαν στα νερά ενός γειτονικού ποταμού.
Λίγο αργότερα πήραμε τον ανήφορο και το τοπίο άρχισε να θυμίζει το δρόμο της μετάβασης. Είδαμε πάλι λόφους, βουνά και πολύ απότομους βράχους. Πράγματι, ο παραλιακός δρόμος σε κάποιο σημείο ερχόταν και συναντούσε τον δρόμο των βουνών. Η διαδρομή στο τελευταίο τμήμα μέχρι την πρωτεύουσα ήταν κοινή και από τους δύο δρόμους.
Στην πρωτεύουσα
Φθάνοντας στην Praia ζήτησα από τον Ze να με πάει σε κάποιο πιο κεντρικό ξενοδοχείο, γιατί το Praia Mar ήταν μακριά από το κέντρο και αυτό δεν θα με εξυπηρετούσε καθόλου. Επισκεφθήκαμε δύο ξενοδοχεία. Τελικά προτίμησα το «Residential Paraiso». Ήταν πολύ απλό, σε ήσυχη περιοχή, απείχε μόνον ένα τετράγωνο από την Αμερικανική πρεσβεία, γεγονός που αποτελούσε ένδειξη ότι η συνοικία ήταν καλή και ασφαλής. Περιέργως, η πρεσβεία ήταν τελείως ανοχύρωτη κι αφύλαχτη απ' έξω! Το δωμάτιο κόστιζε λιγότερο από το ένα τρίτο σε σχέση με το προηγούμενο ξενοδοχείο. Ακριβώς απέναντι βρισκόταν κι ένα αστυνομικό τμήμα.
Το δωμάτιό μου είχε μια υπέροχη βεράντα από όπου παρακολουθούσα την κίνηση του δρόμου. Η πρώτη μου δουλειά ήταν να απλώσω τον εξοπλισμό για στέγνωμα. Άναψα και τον ανεμιστήρα οροφής για να το επιταχύνω, αφού συντελεί αποτελεσματικά στο γρήγορο στέγνωμα.
Το κεντρικό (παλιό) τμήμα της Praia βρίσκεται επάνω σε ένα υψίπεδο. Έχει ωραία ρυμοτομία με δρόμους, που τέμνονται ορθογώνια. Εκεί είναι συγκεντρωμένα όλα τα κυβερνητικά κτίρια. Ίσως σε καμιά άλλη πρωτεύουσα δεν υπάρχει τέτοια πυκνή συγκέντρωση. Οι αποστάσεις μεταξύ τους είναι αστείες. Άλλοτε, όταν το λιμάνι είχε πολύ μεγαλύτερη σημασία, η Praia είχε γνωρίσει δόξες με ξενοδοχεία, καζίνο, οίκους ανοχής για τους ναυτικούς κλπ. Αργότερα, όμως, έπαψε να έχει κίνηση. Μετά την ανεξαρτησία, το 1975, η Praia, ως πρωτεύουσα της νεοσύστατης δημοκρατίας, άρχισε να αναπτύσσεται αλματωδώς και πλέον καλύπτει όλους τους γύρω λόφους και την παραλία, που βρίσκεται πολύ χαμηλότερα.
Η πρώτη μου δουλειά ήταν να επισκεφθώ τα γραφεία της TACV (που ήταν εκεί κοντά) για να βρω εισιτήρια για το νησί Fogo. Δυστυχώς, δεν υπήρχε θέση για τη μετάβαση. Η κοπέλα έστειλε και e-mail ζητώντας θέση και γράφοντας ότι ο πελάτης ήταν έτοιμος να πληρώσει το εισιτήριό του, αλλά τελικά δεν μου έδωσαν. Μου πρότεινε να πάω στο αεροδρόμιο στις 4 τα ξημερώματα με την ελπίδα να βρεθεί θέση. Όλη αυτή η ιστορία με τόση ταλαιπωρία μέσα στη νύχτα, με ταξί δυσεύρετο, με τη γενική ανοργανωσιά και με αβέβαιο αποτέλεσμα δεν με ενέπνεε καθόλου κι έτσι δεν το δέχθηκα. Άλλωστε δεν είχα βρει θέση ούτε για την επιστροφή.
Παγιδευμένος στο νησί
Έκανα μια βόλτα στην πόλη και διαπίστωσα, ότι τα αξιοθέατα ήταν λίγα. Το νησί με τις δύο διαδρομές προς και από το Tarrafal το είχα γυρίσει κατά το μεγαλύτερο μέρος. Δεν είχα ουσιαστικά τι να κάνω μετά την αποτυχία να επισκεφθώ το Fogo. Η πτήση της επιστροφής μου στο Sal ήταν μετά από τρεις μέρες. Άρχισα να αισθάνομαι σαν αποκλεισμένος και παγιδευμένος στο Santiago! Εξέτασα και τη λύση του θαλάσσιου ταξιδιού, αλλά τα πλοία ήταν ακόμη πρωτόγονα και χρειάζονταν πάμπολλες ώρες κι έτσι δεν προλάβαινα να πάω στο Fogo και να γυρίσω. Για πρώτη φορά σε ταξίδι δεν έβρισκα τρόπο να χρησιμοποιήσω τον χρόνο μου!
Ξαναγύρισα στα γραφεία της TACV, για να προσπαθήσω να επιταχύνω την αναχώρησή μου. Θα ήταν πολύ καλύτερα να επέστρεφα στο Sal, στη Santa Maria. Η υπάλληλος ήταν ψιλοηλίθια. Της είπα ότι ήθελα να φύγω την επομένη κι αυτή κοίταζε σε λάθος ημερομηνία (αντί για 10 κοίταζε στο computer για 11 Νοεμβρίου). Ευτυχώς το πήρα χαμπάρι. Μετά από μεγάλη προσπάθεια τελικά μου βρήκε θέση για την επομένη το απόγευμα.
Πέρασα κι απ' την Πορτογαλική εταιρεία TAP, για να επιβεβαιώσω την πτήση μου προς Αθήνα. Μετά έκανα βόλτα, τράβηξα φωτογραφίες, τηλεφώνησα και επί τέλους κατάφερα να βρω και μερικές καρτ-ποστάλ κάπως της προκοπής. Δεν θυμάμαι άλλο μέρος ανά την υφήλιο όπου να δυσκολεύτηκα τόσο να βρω καρτ-ποστάλ και αναμνηστικά Τ-shirt!
Στη βόλτα μου είδα και μερικές ασυνήθιστες εικόνες (π.χ. δύο πιτσιρίκια να σπρώχνουν ένα κασόνι μέσα στο οποίο βρισκόταν ένα τρίτο πιτσιρίκι), ή πρωτοφανή (π.χ. να πουλάνε φάρμακα σε πανέρι στον δρόμο χωρίς κουτί συσκευασίας!), ή ξεχασμένα από δεκαετίες (π.χ. παγωτατζή με καρότσι να περνάει στους δρόμους και να διαλαλεί τραγουδιστά την πραμάτειά του!).
Επειδή το εστιατόριο που βρήκα κοντά στο ξενοδοχείο δεν με ενέπνεε από πλευράς καθαριότητας, αποφάσισα να αγοράσω μερικά τρόφιμα (μπανάνες, γιαούρτι, εμφιαλωμένο νερό κλπ.) και να φάω στην ωραία βεράντα μου. Φυσούσε δροσερό αεράκι, ήμουνα πλάι στα φυλλώματα των μεγάλων δένδρων της διπλής δενδροστοιχίας του δρόμου, άκουγα τα πουλιά που πήγαιναν να κουρνιάσουν τιτιβίζοντας ασταμάτητα και χάζευα τους μαθητές, που σχόλαγαν από το γειτονικό Λύκειο (Liceu).
Το δωμάτιό μου, όπως διαπίστωσα, ήταν ένα από τα ελάχιστα προνομιούχα, που διέθεταν βεράντα. Ίσως να είχε κάνει το θαύμα του ο Ze, γιατί αυτός μου έκλεισε το ξενοδοχείο. Ήμουν πολύ ευχαριστημένος από το δωμάτιο. Ήταν φωτεινό, καθαρό, βολικό, κλείδωνε ασφαλώς και διέθετε ανεμιστήρα οροφής για δροσιά και για στέγνωμα. Και επί πλέον ήταν πάμφθηνο (2000 escudos = 6.500 δρχ. περίπου)! Εκεί τα χρήματα είχαν τελείως άλλη αξία… Τo μόνο πρόβλημα που είχα ήταν η διακοπή νερού για 2-3 ώρες, η οποία βέβαια ήταν γενική σ' ολόκληρη την περιοχή.
Κοιμήθηκα σαν πουλάκι.
Στη νέα πρωτεύουσα και στην παλιά πόλη
Τετάρτη, 10.11.1999
Το πρωί ξύπνησα στις 6:00 και βγήκα στη βεράντα. Άρχισα να γράφω τις σημειώσεις μου απολαμβάνοντας και το κελάηδημα των πουλιών. Λίγο μετά άρχισαν να περνάνε τα παιδιά του Λυκείου, όλα ντυμένα με ομοιόμορφες στολές.
Αργότερα πήγα στην Κεντρική Τράπεζα του Cabo Verde για να βρω νομίσματα για τη συλλογή μου. Καθυστέρησα εκεί πάνω από δύο ώρες. Βρήκα και παλαιότερα χαρτονομίσματα, αλλά με προσαύξηση της αξίας τους κατά 20%. Παρά λίγο, όμως, να μου δώσουν δείγματα τρυπημένα (με 2 τρύπες διατρητικού), αλλά ευτυχώς το αντιλήφθηκα και μου τα άλλαξαν αμέσως. Γενικά στις Τράπεζες εκεί παντού και πάντοτε υπάρχουν ουρές, επειδή είναι ελάχιστες.
Με τον Ze πήγαμε στην παλιά πρωτεύουσα Cidade Velha. Πρώτα ανεβήκαμε με το αυτοκίνητο στο κάστρο, το οποίο το αναστήλωναν με γρήγορους ρυθμούς. Στο μέσον του εσωτερικού χώρου υπάρχει μια πελώρια δεξαμενή νερού με μεγάλο κυκλικό τρούλο. Η θέα από το κάστρο προς την πόλη και προς τη γειτονική χαράδρα Ribeira Grande ήταν υπέροχη.
Στην πόλη, ο παλιός καθεδρικός ναός Se ήταν ερειπωμένος από τις επιθέσεις των πειρατών. Αξιοσημείωτο είναι το «Μνημείο των Σκλάβων», μια κολώνα με ατσάλινους χαλκάδες όπου έδεναν άλλοτε τους μαύρους σκλάβους. Η εκκλησία Rosario, που βρίσκεται στην αρχή της χαράδρας, λειτουργεί και σήμερα.
Το φαράγγι της Ribeira Grande
Προχωρήσαμε με τον Ze μέσα στο φαράγγι, που ήταν καταπράσινο από τροπική βλάστηση: μπανανιές, φοίνικες, ζαχαροκάλαμα, μανιόκ, παπάγια κλπ. Περάσαμε κι από δύο αποστακτήρια, που χρησιμοποιούσαν οι ντόπιοι για να αποστάζουν τη μελάσα, δηλαδή το παχύρρευστο καστανόμαυρο σιρόπι που απομένει μετά την παραλαβή της κρυσταλλικής ζάχαρης από το εκχύλισμα του ζαχαροκάλαμου. Έτσι παρήγαγαν τα αλκοολούχα ποτά grog και aguardiente. Δεν επρόκειτο βέβαια ούτε καν για βιοτεχνία, αλλά για απλή οικοτεχνία. Άναβαν φωτιά, έβαζαν από πάνω τη μελάσα μέσα σ' ένα μεταλλικό δοχείο κι από την άλλη πλευρά στην άκρη του σωλήνα έσταζε σιγά-σιγά το αλκοολούχο ποτό.
Τα πιεστήρια, όπου συμπιεζόταν το ζαχαροκάλαμο για να βγει ο χυμός του, αποτελούνταν από τρία μεταλλικά κατακόρυφα γρανάζια, που κινούνταν από δύο βόδια. Επάνω από τα γρανάζια υπήρχε ένα χονδρό, μεγάλο ξύλο, σε σχήμα τόξου. Στο κέντρο του ξύλου ψηλά βρισκόταν το μεσαίο γρανάζι. Στις δυο άκρες χαμηλότερα δένονταν επάνω τα βόδια, που γύριζαν γύρω-γύρω. Έτσι, από τα φυτά του ζαχαροκάλαμου που φύτρωναν στη γειτονική πλαγιά, έφθαναν μέχρι το έτοιμο ποτό. Δοκίμασα λίγο aguardiente, το οποίο ήταν εύγευστο, αλλά βέβαια έκαιγε φοβερά, λόγω της μεγάλης περιεκτικότητάς του σε αλκοόλ.
Κατόπιν συνεχίσαμε μέσα στο φαράγγι, περνώντας από κακοτράχαλα μονοπάτια. Αν δεν είχα τον Ze ποτέ δεν θα αποτολμούσα να προχωρήσω τόσο πολύ μόνος μου. Οι πλαγιές ορθώνονταν απότομα και κατέληγαν ψηλά σε σκουροκόκκινα βουνά. Προχωρώντας, συναντήσαμε μια τεράστια στρογγυλή μυλόπετρα, που καθώς φαίνεται εκινείτο κάποτε με τη δύναμη των νερών. Δεν ξέρω σε τι ακριβώς χρησίμευε, τι άλεθε δηλαδή. Συνεχίσαμε την πορεία μας στο φαράγγι, μέσα στην τροπική βλάστηση. Βέβαια δεν έμοιαζε καθόλου με το canyoning στην Ευρώπη, έχει όμως άλλο ενδιαφέρον.
Φθάσαμε τελικά στην πηγή που ακόμη και εκείνη την εποχή είχε νερό. Επειδή όμως τα νερά σπάνιζαν, δεν το άφηναν να τρέχει ελεύθερο, αλλά το συγκέντρωναν και το χρησιμοποιούσαν. Δύο νεαροί ντόπιοι πλένονταν με σαπούνι κι έκαναν ντους με το νερό της πηγής.
Σε λίγο πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Το φαράγγι αυτό ήταν παρακλάδι της Ribeira Grande και ενωνόταν με το κύριο φαράγγι κοντά στην παραλία. Βλέποντας από την θάλασσα προς το βουνό, το βασικό φαράγγι βρίσκεται δεξιότερα από εκείνο που διασχίσαμε. Στη δεξιά όχθη της χαράδρας πολύ ψηλά, δεσπόζει το μεσαιωνικό κάστρο. «Ribeira», που στα πορτογαλικά σημαίνει χαράδρα και χείμαρρος μαζί.
Κατόπιν κάναμε μια βόλτα με το αυτοκίνητο στις καινούργιες συνοικίες της Praia, η ο-ποία επεκτείνεται ταχύτατα από τότε που έγινε πρωτεύουσα του Cabo Verde μετά την ανεξαρτησία των νησιών.
Υπήρχε έντονη οικοδομική δραστηριότητα και χτίζονταν πάρα πολλές πολυκατοικίες. Διασχίσαμε και όλη την περιοχή των πρεσβειών. Απέναντι από την κινεζική υπάρχει το μεγάλο κτίριο της Βουλής, που χτίσθηκε με κινεζική βοήθεια την εποχή που το καθεστώς ήταν μονοκομματικό αριστερό. Περάσαμε επίσης κι από το ιστορικό «Cafe Poeta», που είχε ωραία θέα προς το λιμάνι κάτω.
Μία αναπάντεχα ενδιαφέρουσα συνάντηση
Φθάνοντας στο αεροδρόμιο αντιμετώπισα την "πληγή" των αχθοφόρων που πιεστικά επιμένουν να σου μεταφέρουν τις αποσκευές. Επειδή η πτήση μου θα αργούσε πολύ να φύγει, πήγα σ' ένα πρόχειρο εστιατόριο κι έφαγα ένα τoστ. Το αεροδρόμιο της πρωτεύουσας ήταν μικρό, κατάλληλο μόνο για μικρά αεροπλάνα, δηλαδή για πτήσεις εσωτερικού (προς τα άλλα νησιά) και μέχρι τη Σενεγάλη (κοντινή ακτή της Αφρικής).
Περιμένοντας την αναχώρηση της πτήσης μου διάβαζα ένα γερμανικό οδηγό, για το Cabo Verde του οίκου «Du Mont». Σε μία άλλη σειρά καθισμάτων, ακριβώς απέναντί μου, καθόταν μια νεαρά, ιδιαιτέρως όμορφη, με προκλητική αμφίεση. Είχε κάμποσα τατουάζ στο αιλουροειδές σώμα της (πραγματικά ανεξίτηλα, όχι από henna), που μ' έκαναν να υποθέσω, ότι η κοπέλα θα είναι μάλλον "βίος και πολιτεία"...
Ξαφνικά, εκεί που τα σκεφτόμουνα όλα αυτά, σηκώθηκε, με πλησίασε και κάθισε ακριβώς δίπλα μου, ίσως επειδή τη χάζευα τόσο επίμονα! Τα 'χασα λιγάκι. Δεδομένου ότι δεν τρέφω αυταπάτες, πως έχω κεραυνοβόλες ερωτικές κατακτήσεις, αναρωτιόμουνα μήπως είχε αντιληφθεί τις σκέψεις μου. Τότε με ρώτησε στα Γερμανικά:
«Κι εσείς τον ίδιο Οδηγό διαβάζετε, αλλά δυστυχώς γράφει πολλές ανακρίβειες, ίσως επειδή είναι παλιός. Τι χρονολογία έκδοσης έχει ο δικός σας;».
Τελικά αποδείχθηκε ότι ο δικός της ήταν μεν λίγο νεώτερος, αλλά ήταν μάλλον απλή ανατύπωση της δικής μου έκδοσης, χωρίς καθόλου διορθώσεις.
Έμεινε πλάι μου και πιάσαμε μεγάλη κουβέντα. Με λίγα λόγια, μού είπε ότι έχει βαρεθεί τη Γερμανία, την πολλή οργάνωση, την τάξη και την αυστηρότητα κι αποφάσισε να εγκατασταθεί στα νησιά αυτά. Υποδεχόταν ομάδες Γερμανών, που έστελνε ο οργανισμός «Hauser» για trekking κ.λπ. στο Cabo Verde. Της είπα ότι στην έρημο του Σινά είχα συναντήσει μια σκληροτράχηλη ομάδα του ίδιου γραφείου και μου είχε κάνει εντύπωση ο φοβερός εξοπλισμός και η άψογη οργάνωση που είχαν. Της ζήτησα, με την ευκαιρία, τη διεύθυνση και τα τηλέφωνα της εταιρείας, που εδρεύει στο Μόναχο. Ίσως να μου χρησίμευε στο μέλλον για τη διάσχιση κάποιας ερήμου…
Μεταξύ των πολλών ενδιαφερόντων που μου είπε, όταν της διηγήθηκα την περιπέτειά μου με την ακύρωση της πτήσης με πληροφόρησε ότι πριν από λίγο καιρό έπεσε ένα αεροπλάνο της ΤACV. Κι από τότε, επειδή τους έλειπε ένα αεροπλάνο, η TACV κάπου-κάπου ήταν υποχρεωμένη να καταργεί κάποιες πτήσεις! Πολύ… ενθαρρυντικά όλα αυτά λίγο πριν μπει κανείς στο αεροπλάνο!
Εγώ από την πλευρά μου της επισήμανα ότι η ανέμελη ζωή στα νησιά μπορεί να είναι ιδιαιτέρως ευχάριστη, φτάνει όμως να μη χρειαστεί νοσοκομειακή περίθαλψη και αργότερα σύνταξη… Σε απάντηση εκείνη σήκωσε με χάρη τον γυμνό ώμο της! Τελικά υπέθεσα ότι μάλλον θα την είχε σαγηνέψει κάποιος νεαρός, μελαψός, γεροδεμένος νησιώτης…
Το αεροπλάνο μας ήταν ένα δικινητήριο, ελικοφόρο, υψηλοπτέρυγο ATR 42-300, που χωράει περίπου 46 επιβάτες. Η TACV είχε και μικρότερα τύπου Twin Otter. Αν και στο εισιτήριο αναγραφόταν αριθμός θέσης, επικρατούσε η συνήθεια του free sitting, δηλαδή «όποιος προλάβει». Ευτυχώς, δεν υπήρχαν πολλοί επιβάτες κι έτσι μπόρεσα να διαλέξω θέση κοντά στο παράθυρο.
Μια σπάνια δύση από ψηλά
Πετώντας απόλαυσα μια μοναδική δύση! Ο ωκεανός από κάτω είχε ένα γκριζομπλέ χρώμα. Ήταν ένας απέραντος, σκοτεινός, οριζόντιος δίσκος, που γύρω-γύρω τερμάτιζε σε μια κυκλική γραμμή πολύ μακρινή, τον ορίζοντα. Εκεί είναι το απώτατο σημείο που φθάνει το ανθρώπινο μάτι, είναι η άκρη της απεραντοσύνης. Από εκεί και πάνω άρχιζε ο φωτεινός ουρανός με έντονο κόκκινο χρώμα. Λίγο ψηλότερα το χρώμα γινόταν έντονο πορτοκαλί και μετά αχνό κίτρινο. Περνώντας από ενδιάμεσες παστέλ αποχρώσεις, έφθανε τελικά στο ζωηρό γαλάζιο του ουράνιου θόλου. Ο μισός πύρινος δίσκος του ήλιου είχε ήδη χαθεί κάτω από τη γκρίζα - μπλε επιφάνεια.
Αλλά το περίεργο και απίθανο ήταν ότι αυτό δεν γινόταν στο βάθος του ορίζοντα, αλλά λίγο πιο κοντά, με αποτέλεσμα πίσω από τον ήλιο να μην υπάρχει ο ουρανός, αλλά ο ωκεανός. Δηλαδή, ήταν σαν να βούταγε ο δίσκος μέσα στα νερά, δεδομένου, ότι πίσω του συνέχιζε η σκούρα επιφάνεια του νερού κι όχι ο φωτεινός θόλος του ουρανού! Ήταν ένα εντυπωσιακότατο θέαμα, που εγώ τουλάχιστον δεν έχω ξαναδεί.
Η πτήση δεν καθυστέρησε πολύ. Φθάνοντας στο αεροδρόμιο, πήρα ένα ταξί για το ξενοδοχείο «Belorizonte». Ευτυχώς υπήρχε δωμάτιο διαθέσιμο (γιατί βέβαια είχα κάνει κράτηση για το Σάββατο, που καλώς εχόντων των πραγμάτων θα επέστρεφα, κι όχι για Τετάρτη).
Μια κατάδυση διαφορετική από τις άλλες
Πέμπτη, 11.11.1999
Κοιμήθηκα πολύ άσχημα. Δεν ξέρω τι μου ενόχλησε το στομάχι, ίσως το τοστ στο αεροδρόμιο της Praia, ίσως πάλι το πολύ χθεσινοβραδινό φαγητό στο ξενοδοχείο, γιατί παρασύρθηκα από τους πειρασμούς του πλούσιου μπουφέ... Αποφάσισα να πάω για κατάδυση στο διπλανό ξενοδοχείο «Djadsal», όπου υπάρχει ένα ιταλικό κέντρο καταδύσεων, το «Blueway Dive Center». Δεν περίμενα να είναι τίποτε καλύτερο. Περισσότερο το έκανα για να εμπλουτίσω με διαφορετικά είδη σφραγίδων τη συλλογή στο βιβλιάριο των καταδύσεών μου.
Μού έδωσαν ένα αυτοκίνητο, για να μεταφέρω τον εξοπλισμό μου από το ξενοδοχείο μου μέχρι την καταδυτική βάση κι αυτό ήταν η πρώτη μου έκπληξη, γιατί η απόσταση δεν ήταν μεγάλη. Συνδέοντας τον ρυθμιστή μου επάνω στη μπουκάλα του αέρα, διαπίστωσα με έκπληξη, ότι διέθετε διπλό κλείστρο, ώστε να μπορεί να υποδεχθεί δύο ανεξάρτητους ρυθμιστές για περισσότερη ασφάλεια. Στις δικές μου μπουκάλες στην Ελλάδα έχω βέβαια αντικαταστήσει το μονό κλείστρο με διπλό. Αλλά, σε καμία βάση καταδύσεων, πουθενά στον κόσμο, δεν έχω συναντήσει διπλά κλείστρα. Για τη μεταφορά των υλικών και των δυτών υπήρχε ένα αυτοκίνητο, συνδυασμός επιβατικού και φορτηγού, με δύο σειρές καθισμάτων και πίσω καρότσα για φορτία. Τέτοιου είδους αυτοκίνητα δεν κυκλοφορούν στην Ελλάδα, γιατί θα έπρεπε να πληρώνουν διπλούς φόρους (και φορτηγού και Ι.Χ.).
Φθάνοντας κοντά στην παραλία προχωρήσαμε προς την προβλήτα. Τον εξοπλισμό μας, στη μικρή απόσταση μέχρι την αποβάθρα, τον μετέφερε το προσωπικό! Και για να μην κουράζεται ούτε καν το προσωπικό, χρησιμοποιούσαν μία χειράμαξα σαν αυτές που έχουν συχνά οι κηπουροί (δηλαδή καρότσι με μια ρόδα μπροστά και δύο χειρολαβές)!
Εν τω μεταξύ ο καπετάνιος είχε πάει στο σκάφος, για να το φέρει κοντά στην προβλήτα. Το έδεσε στην αποβάθρα. Εμείς κατεβήκαμε στη βάρκα από την ψηλή αποβάθρα με μια σκάλα, ενώ το προσωπικό φόρτωνε τον εξοπλισμό μας. Οι ζώνες με τα βάρη έμεναν μόνιμα μέσα στο σκάφος κι έτσι δεν χρειαζόταν να τα μεταφέρει κανείς (στις μαραθώνιες πορείες με τους Γερμανούς μεταφέραμε ακόμη και τις ζώνες με τα βάρη!). Το σκάφος ήταν ένα μεγάλο φουσκωτό πορτογαλικής κατασκευής Zebro, πολύ ευρύχωρο, με μηχανή εξωλέμβια Yamaha 225 HP.
Με τη διαδικασία αυτή ο εξοπλισμός μας δεν ήρθε καθόλου σε επαφή με την ψιλή άμμο. Οι κόκκοι της άμμου δεν είναι απλά ενοχλητικοί και επιβλαβείς (π.χ. για τον φωτογραφικό εξοπλισμό), αλλά ακόμη και επικίνδυνοι, γιατί μπορεί να εμποδίσουν την ομαλή λειτουργία του ρυθμιστή ή μπορεί να τους εισπνεύσει κανείς μαζί με τον αέρα. Αν συμβεί κάτι τέτοιο στον βυθό, μπορεί να αποβεί μοιραίο για τη ζωή του δύτη. Κατά τη διάρκεια των καταδύσεων με τους Γερμανούς, παρότι ότι πρόσεχα πάρα πολύ, είχα πάντοτε τον φόβο της τυχόν ρύπανσης των επιστόμιων του ρυθμιστή μου. Τώρα όμως δεν υπήρχε ούτε ίχνος άμμου!
Πλήθος αστακών
Το σκάφος ήταν ταχύτατο και μόνον όταν φθάσαμε στο σημείο της κατάδυσης φορέσαμε την κουκούλα, την μπουκάλα κλπ. Ο καπετάνιος έμεινε μέσα στο σκάφος για να το προσέχει, όση ώρα εμείς θα ήμασταν στον βυθό. Αυτό έχει τεράστια σημασία, γιατί αν μετά το τέλος της κατάδυσης δεν βρεις το σκάφος, την έχεις πολύ-πολύ άσχημα. Οι συνέπειες κυμαίνονται από φοβερή ταλαιπωρία μέχρι τραγικό θάνατο...
Η καταδυτική ομάδα αποτελείτο από έναν εντόπιο αρχηγό, δύο νεαρά αδέλφια δύτες Ιταλούς κι εμένα. Κατεβήκαμε ακολουθώντας το σκοινί του αγκυροβόλιου μέχρι που φθάσαμε στον βυθό. Η τοποθεσία της κατάδυσης ονομάζεται «3 Grottos», γιατί υπάρχουν εκεί 3 σπηλιές. Μπήκαμε μέσα στην πρώτη, που είχε βάθος κάπου 8 έως 10 μέτρα. Ήταν γεμάτη από ψάρια μεμονωμένα, διαφόρων ειδών, αλλά και κοπάδια, συνήθως κόκκινου χρώματος. Όλα ήταν τρομαγμένα κι ενοχλημένα από το ισχυρό φως των φακών μας. Όταν τα πλησιάζαμε πολύ, έφευγαν ταχύτατα.
Στη διαδρομή προς τη δεύτερη σπηλιά συναντήσαμε μια βαθιά και μακριά σχισμή στον βράχο. Μέσα εκεί είχαν βρει καταφύγιο διάφορα απροστάτευτα ζώα της θάλασσας, κυρίως αστακοί. Καθώς κατηύθυνα τη φωτεινή δέσμη του φακού μου επάνω τους τα μάτια τους λαμπύριζαν έντονα μέσα στο σκοτάδι. Άρχισα να τους μετράω. Ήταν 15 ζευγάρια λαμπερά μάτια, σχεδόν το ένα πλάι στο άλλο, σε μικρές αποστάσεις. Δεν είχε δει ποτέ άλλοτε περισσότερους αστακούς σε κατάδυση! Είδαμε ακόμα δύο κιτρινοπράσινες σμέρνες και μια μεγάλη γκρίζα. Ο divemaster άρχισε να την παρενοχλεί, κουνώντας ένα μεγάλο άδειο όστρακο κοντά στη μουσούδα της. Εκείνη κάποια στιγμή εξοργίστηκε και όρμησε ξαφνικά έξω από την τρύπα της, για να του επιτεθεί...
Στη συνέχεια μπήκαμε μέσα στη δεύτερη σπηλιά, που έχει μέγεθος περίπου όσο η πρώτη. Συναντήσαμε κοπάδια από λευκά ψάρια με κίτρινα πτερύγια και ουρές, και κίτρινες επιμήκεις γραμμές στο σώμα. Είδαμε ακόμη έξω μαύρες ανεμώνες, οι οποίες έκλειναν κι εξαφανίζονταν μόλις επιχειρούσαμε να τις πλησιάσουμε.
Η τρίτη σπηλιά ήταν μικρότερη, αλλά κι αυτή ενδιαφέρουσα.
Κατά την ανάδυση κάναμε προληπτική στάση αποσυμπίεσης σε βάθος 5 μέτρων, επί 5 λεπτά. Καθώς ήμασταν πιασμένοι από το τεντωμένο σκοινί της άγκυρας, θα πίστευε κανείς ότι το βάθος όπου βρισκόμασταν θα παρέμενε απολύτως σταθερό. Μεγάλο λάθος! Παρατηρώντας το βαθύμετρο και το computer είδα ότι μερικές φορές έδειχναν μόλις 3 μέτρα! Δηλαδή ανεβοκατεβαίναμε, χωρίς καν να το αντιληφθούμε. Αυτό οφείλεται στο ότι το σκοινί άλλοτε ήταν περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο κοντά στην κατακόρυφο. Επίσης, τα μεγάλα κύματα του ωκεανού, καθώς περνούσαν από πάνω μας, αυξομείωναν το βάθος όπου βρισκόμασταν.
Ανεβήκαμε στο σκάφος με αρκετό υπόλοιπο αέρα. Αμέσως ο divemaster πήρε το VHF, που ήταν κλεισμένο σε μια ειδική στεγανή θήκη κι έδωσε σήμα στη βάση ότι όλα έχουν καλώς. Απίστευτη διαφορά σε σύγκριση με το άλλο καταδυτικό κέντρο! Η βάση Blueway ήταν σίγουρα μια από τις πλέον οργανωμένες και τις πιο ασφαλείς απ' όσες έχω επισκεφθεί σ' όλο τον κόσμο!
Η επιστροφή ήταν εξ ίσου άνετη, με το αυτοκίνητο και τη χειράμαξα. Δεν πίστευα στα μάτια μου! Νόμιζα ότι βρίσκομαι σε άλλη χώρα!
Προσπαθούσα να βρω μια εξήγηση γιατί οι 6 Ιταλοί, που έμεναν στο ξενοδοχείο Djadsal, έρχονταν στη γερμανική βάση του άλλου ξενοδοχείου. Και μάλιστα δεν γνώριζαν καθόλου γερμανικά, ούτε οι Γερμανοί ιταλικά κι έτσι η συνεννόηση γινόταν με δυσκολία μέσω της αγγλικής γλώσσας ή με διερμηνέα εμένα! Πιθανολογώ, ότι θα είχαν προπληρώσει τις καταδύσεις τους μέσα στο πακέτο των διακοπών κι έτσι δεν είχαν καμιά δυνατότητα επιλογής.
Ναυαγιοκατάδυση
Η απογευματινή κατάδυση ήταν στο ναυάγιο «Santo Antao» (=Άγιος Αντώνιος). Το ναυάγιο το γνώριζα και οι συνθήκες της κατάδυσης ήταν εύκολες. Υπήρχαν οι ιδανικές προϋποθέσεις λοιπόν για φωτογράφηση, αλλά δυστυχώς λησμόνησα να πάρω τη φωτογραφική μου μηχανή κι έτσι... τζίφος.
Στην ομάδα μας ήταν και 3 καινούργιοι μαθητευόμενοι δύτες, τους οποίους ανέλαβε ο divemaster. Εγώ με τα δυο αδέλφια κινηθήκαμε ανεξάρτητα. Από τα πολλά ψάρια που είδαμε το πιο εντυπωσιακό ήταν μια μεγάλη σμέρνα, λευκή, με πολλές μικρές μαύρες βούλες, ιδίως στη ράχη της. Είχε ακόμη από μια πολύ μεγάλη μαύρη βούλα σε κάθε της πλευρό - είναι ένα είδος ψαριού τυπικό του Cabo Verde. Συναντήσαμε, επίσης, και πολύ μεγάλα trunkfish.
Μας περίσσεψε αρκετός αέρας, γιατί το μέγιστο βάθος της κατάδυσης ήταν μόλις 11 μέτρα (δεν κατανάλωσα παρά μόνο τον μισό από τον διαθέσιμο αέρα). Όταν επιστρέψαμε πίσω στην προβλήτα, είδαμε πελώριους τόνους, που είχαν ψαρέψει οι ψαράδες στην ανοιχτή θάλασσα. Δυσκολεύονταν πολύ, λόγω μεγάλου μεγέθους και βάρους, να τους φορτώσουν επάνω στη χειράμαξα. Αν και εξείχε το μισό ψάρι (η ουρά), μόλις και μετά βίας χωρούσε μέσα το κεφάλι και το κυρίως σώμα!
Αργά το απόγευμα πήγα μια βόλτα στα μαγαζιά, για να αγοράσω κανένα δωράκι. Βρήκα κάτι νόστιμα κολιέ από όστρακα και λίγα αναμνηστικά Τ-shirt των νησιών.
Τις τελευταίες ημέρες παρατηρούσα κάτι που με έχει εντυπωσιάσει πάρα πολύ: Ένα καινούργιο κτίριο κτιζόταν κοντά στο bungalow μου με πυρετώδη ρυθμό, θα έλεγα σχεδόν πρωτοφανή. Την ίδια μέρα εργάζονταν πολλά συνεργεία, που τοποθετούσαν τα κεραμίδια της σκεπής, έχτιζαν διακοσμητικό τοίχο από πέτρα έξω από τους τσιμεντόλιθους (για αισθητικούς λόγους), τοποθετούσαν τις πλάκες στο δάπεδο, κι από πίσω έρχονταν άλλα πολυάνθρωπα συνεργεία, που καθάριζαν, έτριβαν τα δάπεδα και τα γυάλιζαν! Ο καθαρισμός ήταν βέβαια προβληματικός, αφού κινούνταν και δούλευαν ένα σωρό τεχνίτες, αλλά τον επαναλάμβαναν ξανά και ξανά μέχρι να επιτύχουν την απόλυτη καθαριότητα. Συγχρόνως, την ίδια μέρα έφερναν computer και διάφορα έπιπλα. Άλλα συνεργεία ασχολούνταν με το ξε-αμπαλάρισμα και το στήσιμο των επίπλων και με τον καθαρισμό τους! Άλλοι πάλι ασχολούνταν με το φινίρισμα, το πλύσιμο και το γέμισμα της πισίνας. Δούλευαν από τα χαράματα μέχρι τα μεσάνυχτα! Τέτοιο φρενήρη ρυθμό εργασίας δεν είχα ξαναδεί! Έχτιζαν τη reception, το εστιατόριο και την πισίνα του νέου δίδυμου ξενοδοχείου, που ονομαζόταν «Novorizonte». Τα bungalows του, όπως π.χ. το δικό μου, εξυπηρετούνταν από το παλιό ξενοδοχείο Belorizonte μέχρι τότε. Υπέθεσα ότι αυτός ο πυρετώδης ρυθμός οφειλόταν στα επικείμενα εγκαίνια, όπου πιθανόν να παρευρίσκονταν διάφοροι επίσημοι.
Όμως ο θόρυβος από τα διάφορα εργαλεία -ιδίως κομπρεσέρ, ηλεκτρικά τρυπάνια και κατσαβίδια κ.λπ.- ήταν πολύ ενοχλητικός. Πήγα και διαμαρτυρήθηκα και αμέσως μού έκαναν έκπτωση 15%. Ούτως ή άλλως πληρώνω με μετρητά και χωρίς μεσολάβηση πρακτορείου αυτή τη φορά, επομένως δεν πλήρωναν προμήθεια. Έτσι, η έκπτωση του 15% δεν είναι τίποτε σημαντικό για την εταιρεία τους.
Κίτρινες ανεμώνες, τεράστιο σελάχι, ιπτάμενα ψάρια
Παρασκευή, 12.11.1999
Η πρωινή κατάδυση έγινε στην τοποθεσία «Choclassa». Φθάνοντας στην προβλήτα διαπίστωσα με τρόμο ότι είχα ξεχάσει στη βάση από τον εξοπλισμό μου: τη φωτογραφική, τη μάσκα, το computer κ.λπ. Κανένα πρόβλημα όμως! Με το αυτοκίνητο της βάσης πήγα και τα έφερα στα γρήγορα.
Ο βυθός στην περιοχή αυτή είχε πολλές κοιλότητες, σχισμές και τρύπες. Οι οροφές των μικρών σπηλαίων, καθώς και οι κάτω πλευρές των βράχων που προεξείχαν, ήταν τελείως σκεπασμένες από τις χαρακτηριστικές κίτρινες ανεμώνες, που αφθονούν στον βυθό των νησιών εκεί. Είδαμε πολλών ειδών ψάρια και την ιδιόρρυθμη σμέρνα του Cabo Verde (άσπρη με πολλές μικρές μαύρες βούλες) και δύο μεγάλες, από μία σε κάθε πλευρά. Συναντήσαμε ακόμα και τρεις αστακούς, κρυμμένους μέσα σε τρύπες.
Ξαφνικά είδα να πλησιάζει προς το μέρος μας ένα πελώριο σελάχι. Κουνώντας με πολλή χάρη τα ακροπτερύγιά του επάνω-κάτω, σαν χορεύτρια, ήρθε τελείως αθόρυβα και κάθισε κυριολεκτικά πλάι μου επάνω στον βυθό. Έχοντας επίγνωση της δύναμης του δηλητηρίου του έμοιαζε ατρόμητο και πολύ άνετο. Μαζί με τη φοβερή ουρά του ήταν πολύ μακρύτερο από ένα δύτη μαζί με τα μακριά βατραχοπέδιλά του. Η διάμετρος του δίσκου του ξεπερνούσε το άνοιγμα των χεριών ενός ανθρώπου. Το μάτι του, το βλέφαρο και η γύρω προεξοχή από το σώμα του ήταν σχεδόν όσο μια ανθρώπινη παλάμη! Πήρα αρκετές φωτογραφίες. Βρισκόταν σε απόσταση που θα μπορούσα να το αγγίξω, αλλά βέβαια δεν αποτόλμησα κάτι τέτοιο. Γιατί ήταν πιθανό να αγριέψει και το δηλητήριο της ουράς του δεν αστειεύεται καθόλου… Κάθισε ακίνητο πλάι μας επί σχεδόν δύο λεπτά. Την ώρα που προσπαθούσα να μετακινηθώ προσεκτικά για να φέρω μέσα στο οπτικό πεδίο της μηχανής το σελάχι μαζί με ένα δύτη, ώστε με τη σύγκριση μεταξύ τους να φαίνεται το μέγεθός του, το σελάχι θεώρησε ότι η επίσκεψή του ήταν αρκετή. Με αυτοκρατορική μεγαλοπρέπεια άρχισε να κινεί ρυθμικά τα ακροπτερύγιά του κι απομακρύνθηκε, γλιστρώντας τελείως αθόρυβα, όπως είχε εμφανισθεί. Ήταν το μεγαλύτερο σελάχι που είχα δει ποτέ σε κατάδυση. Φαίνεται ότι ήταν το δώρο της φύσης για τα γενέθλιά μου που ήταν εκείνη την ημέρα!
Γυρίζοντας με το σκάφος είδαμε 4 ιπτάμενα ψάρια, να διανύουν -πετώντας πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας- αποστάσεις πενήντα, εβδομήντα ακόμη κι εκατό μέτρων κι αμέσως μετά να βουτάνε πάλι μέσα στα νερά!
Όταν επιστρέψαμε στη βάση είπα στους δύο Ιταλούς ότι κατά πάσα πιθανότητα η ηλικία μου ήταν όση και των δύο μαζί. Μου απάντησαν ότι αυτό αποκλείεται. Αλλά, όταν μου είπαν τα χρόνια τους, που ήταν 28 και 32, απεδείχθη ότι είχα πέσει διάνα! Στη μεσημβρινή διακοπή υπολόγισα τα υπόλοιπα έξοδά μου και πήγα στην τράπεζα για να αλλάξω το τελευταίο συνάλλαγμα. Λόγω Παρασκευής είχε τεράστια ουρά.
Στην απογευματινή κατάδυση επρόκειτο να πάμε στην τοποθεσία «Farol», όμως η θαλασσοταραχή δεν μας το επέτρεψε. Τελικά, πήγαμε στο «Peridao». Είδαμε πολλά ψάρια, αλλά η ορατότητα δεν ήταν καλή. Η θολούρα του νερού έκανε τις συνθήκες πολύ άσχημες για φωτογράφηση. Το πιο ενδιαφέρον θέαμα ήταν μια μεγάλη σμέρνα, που κολυμπούσε ελεύθερα μακριά από την τρύπα της. Τέτοιο θέαμα στην Ελλάδα όχι να το δεις, αλλά ούτε καν να το φανταστείς μπορείς... Όταν μας αντιλήφθηκε, έσπευσε να πάει να κρυφτεί. Είδαμε, επίσης, μια μεγάλη παλιά άγκυρα. Τελικά, σ' αυτή την κατάδυση δεν μπόρεσα να τελειώσω ολόκληρο το φιλμ.
Το ίδιο βράδυ άρχισε να λειτουργεί και η νέα reception και το εστιατόριο του Novorizonte! Κυριολεκτικά σε χρόνο ρεκόρ. Και δεν έγιναν καθόλου εγκαίνια, ούτε ήρθε κανένας επίσημος.
Στο φαγητό κάθισα παρέα μαζί με τους δύο Ιταλούς συναδέλφους μου στις καταδύσεις.
Τα cocktails στους τροπικούς
Καπνίζοντας την πίπα μου, ακούγοντας τη ζωηρή τοπική μουσική και πίνοντας αργά-αργά ένα κοκτέιλ «Belorizonte», πέρασα ευχάριστα την υπόλοιπη βραδιά.
Το κοκτέιλ αποτελείται από φρέσκους χυμούς τροπικών φρούτων, γρεναδίνη, λεπτά τριμμένο πάγο και αλκοολούχο ποτό κατά βούληση.
Είδα μάλιστα και πώς ετοιμάζουν τα χείλη του ποτηριού στο οποίο σερβίρουν το κοκτέιλ: Σ' ένα πιατάκι απλώνουν ζάχαρη. Σ' ένα άλλο πιατάκι χύνουν γρεναδίνη ή πίπερμαν, δηλαδή ποτά που έχουν ζωηρά χρώματα. Βάζουν το ποτήρι ανάποδα στο πιατάκι με το ποτό, ώστε να ακουμπήσουν και να υγρανθούν από αυτό τα χείλη του. Αμέσως μετά κάνουν το ίδιο και στο πιατάκι με τη ζάχαρη. Αυτή προσκολλάται ολόγυρα στα υγρά χείλη και παίρνει το ζωηρό χρώμα του ποτού. Μετά προστίθεται κι ένα κομμάτι φρούτου, στο οποίο χαράζεται μια εγκοπή στη μέση, για να σταθεί κι αυτό επάνω στο χείλος του ποτηριού.
Τα υπέροχα κοκτέιλς, που προσφέρουν τα μπαρ των μεγάλων ξενοδοχείων στις τροπικές χώρες, είναι το «κερασάκι στην τούρτα» της διαμονής. Ετοιμάζονται από πεπειραμένους barmen, με μεγάλη φαντασία και στολίζονται με τοπικά λουλούδια και φρούτα.
Οι τελευταίες καταδύσεις
Σάββατο, 13.11.1999
Το πρωί αποχαιρέτησα τα δύο αδέλφια, που έφευγαν. Ευτυχώς, βρέθηκε ένα ζευγάρι Ιταλών κι έτσι δημιουργήθηκε μια ομάδα τριών δυτών (γιατί για λιγότερα από 3 άτομα δεν ξεκινούν να διοργανώσουν κατάδυση και με το δίκιο τους, αφού ο κόπος και τα έξοδα είναι μεγάλα). Το ζευγάρι ήταν πολύ συμπαθητικό. Σε προηγούμενο ταξίδι τους είχαν καταδυθεί κι αυτοί με τους Γερμανούς κι είχαν ανάλογες δυσάρεστες εμπειρίες. Αυτή τη χρονιά έκαναν καταδύσεις στο νησί Boavista, πριν έλθουν στη Santa Maria.
Η πρώτη μας κατάδυση ήταν πάλι στο ωραίο μέρος 3 Grottos. Προτίμησα, για σιγουριά, να πάμε στην ίδια περιοχή, παρά κάπου αλλού με αμφίβολο θέαμα. Προσπάθησα να φωτογραφίσω τους αστακούς μέσα στη βαθιά σχισμή/καταφύγιό τους. Ήταν αρκετά μακριά και δεν ήξερα αν η φωτογραφία θα έβγαινε επιτυχημένη. Είδαμε αρκετά trumpetfish κι ένα μικρό frogfish, που είναι άσσος στο θέμα της απόκρυψης, με παραλλαγή και προσαρμογή στα χρώματα του περιβάλλοντος.
Στην απογευματινή κατάδυση βουτήξαμε στην τοποθεσία «Pontinha». Στην περιοχή αυτή υπάρχει, στο βυθό, ένας "τοίχος" μικρού ύψους (4 έως 5 μέτρων), αλλά αρκετού μήκους. Στις μικρές κοιλότητές του κρύβονται πολλών ειδών ψάρια και αστακοί. Είδαμε σμέρνες διαφόρων χρωμάτων κι ένα σωρό spider crabs (αραχνοκάβουρες) με λεπτά μακριά εύθραυστα πόδια-δαγκάνες.
Αυτή ήταν και η τελευταία κατάδυση της χρονιάς. Την επόμενη μέρα δεν επιτρεπόταν να καταδυθώ, αφού θα πετούσα το βράδυ μετά τα μεσάνυχτα.
Και έτσι άρχισε η τελική διαδικασία: συμπλήρωση του log book (βιβλιαρίου καταδύσεων), υπογραφές, σφραγίδες, πληρωμή, καλό πλύσιμο και στέγνωμα του εξοπλισμού. Το βράδυ μετά το φαγητό, ξάπλωσα στις ξαπλώστρες του νέου ξενοδοχείου, κοντά στην πισίνα, για να καπνίσω την πίπα μου και να απολαύσω τη δύση της σελήνης, ακούγοντας από μακριά την απαλή μουσική ενός τοπικού συγκροτήματος.
Το ηφαίστειο - αλυκή
Κυριακή, 14.11.1999
Η ημέρα ήταν πρόσφορη για relax και ξεκούραση, αφού δεν υπήρχε κατάδυση, αλλά όχι και πλήρους απραξίας… Το πρωί αποφάσισα να επισκεφθώ την «Pedra do Lume» (= πέτρα της φωτιάς), που πήρε το όνομά της από το ηφαίστειο, το οποίο υπάρχει εκεί. Ζήτησα τιμή για να νοικιάσω αυτοκίνητο, αλλά ο ελάχιστος χρόνος ενοικίασης ήταν μια μέρα. Τελικά, το ταξί για να με πάει, να με περιμένει και να με φέρει πίσω στοίχιζε το 1/3 της τιμής της ενοικίασης! Φυσικά, το προτίμησα και με πήγε μέχρι έξω από την καλδέρα του ηφαιστείου.
Η καλδέρα περιβάλλονταν ολόγυρα από καφετί χρώματος βράχους, ήταν ολοστρόγγυλη κι είχε έκταση 40 εκτάρια. Το εσωτερικό τού κρατήρα βρισκόταν λίγο πιο κάτω από το επίπεδο της επιφάνειας της θάλασσας. Το θαλασσινό νερό περνούσε από ένα τεχνητό τούνελ, αλλά και από φυσικά κανάλια, για να φθάσει μέσα στον κρατήρα. Το νερό, εκτός από το αλάτι της θάλασσας, κατά τη διέλευσή του μέσα από πετρώματα που περιέχουν ορυκτό αλάτι εμπλουτιζόταν ακόμη περισσότερο. Μέσα στη σχεδόν επίπεδη λεκάνη του κρατήρα, που λειτουργούσε σαν τεράστια αλυκή, το νερό εξατμιζόταν, μέσα σε δύο μήνες περίπου, και άφηνε στον πυθμένα ένα παχύ στρώμα κρυστάλλων άλατος.
1 εκτάριο = 10.000 τετρ. μέτρα
Η εκμετάλλευση της αλυκής άρχισε το 1838. Η μεταφορά του αλατιού γινόταν τότε με εκατοντάδες γαϊδούρια. Η παραγωγή έφθανε τους 30.000 τόνους τον χρόνο και ο καλύτερος πελάτης ήταν η Βραζιλία. Αλλά, το 1887 η κυβέρνηση της Βραζιλίας επέβαλε υψηλούς δασμούς, οπότε το εμπόριο αλατιού περιορίστηκε σημαντικά και οι πωλήσεις πλέον γίνονταν κυρίως σε Αφρικανικές χώρες.
Το 1903 ανέλαβε τις αλυκές μια εταιρεία από το Bordeaux και μετά από λίγα χρόνια, το 1922, κατασκεύασε σύστημα εναέριας μεταφοράς, με συρματόσχοινα και ξύλινους πυλώνες μήκους 1.100 μέτρων. Στο σημείο διέλευσης των συρματόσχοινων από το χείλος του κρατήρα έσκαψαν βαθιά κι έκαναν μια μεγάλη εγκοπή, για να μειώσουν το ύψος ώστε αυτά να περνούν πιο εύκολα.
Σήμερα πια η μεταφορά του αλατιού μέχρι την παραλία (όπου φορτώνεται σε πλοία) γίνεται με φορτηγά αυτοκίνητα. Η παραγωγή όμως έχει περιορισθεί από την εποχή που οι κυριότεροι πελάτες, δηλαδή οι αφρικανικές χώρες, απέκτησαν την ανεξαρτησία τους. Για τη διέλευση των φορτηγών έχουν διανοίξει ένα τούνελ στο τοίχωμα της καλδέρας. Από εκεί πέρασα κι εγώ.
Βγαίνοντας από το τούνελ, προς το εσωτερικό του ηφαιστείου αντίκρισα ένα θέαμα μοναδικό. Νομίζω ότι δεν υπάρχει όμοιό του σ' όλη τη γη: Ολόκληρος ο κρατήρας του σβησμένου ηφαιστείου είναι κάτασπρος από τις λεκάνες των αλυκών και από τους σωρούς του έτοιμου αλατιού (και όχι μαύρος από τη λάβα)!
Κατέβηκα προς τα κάτω, πλησίασα τους ολόλευκους λόφους, φωτογράφισα, περπάτησα στους στενούς χωμάτινους διαδρόμους που διαχωρίζουν τις διάφορες λεκάνες. Επισκέφθηκα και το παλιό, μισοερειπωμένο κτίριο του «τελεφερίκ του αλατιού» και τους σαπισμένους ξύλινους πυλώνες, τα σκουριασμένα γρανάζια, τροχαλίες και συρματόσχοινα. Ήταν ένα ζωντανό «Μουσείο παλιάς βιομηχανικής τεχνολογίας» των αρχών του 20ού αιώνα. Επισκέφθηκα και τη φυσική είσοδο του νερού. Χρησιμοποιούσαν όμως και μια αντλία για μικρή υπερύψωση του νερού, ώστε μετά να κυκλοφορεί πια με φυσική ροή. Μέσω ενός συστήματος αυλακιών κατανέμεται και προωθείται μέχρι τις διάφορες δεξαμενές των αλυκών.
Μερικοί επισκέπτες, ελάχιστοι βέβαια, αποτόλμησαν να κάνουν μπάνιο μέσα στο ιδιαίτερα αλμυρό νερό. Η εμπειρία αυτή δεν είναι καθόλου ευχάριστη, αν και αξίζει τον κόπο μια φορά να τη ζήσει κανείς. Χωρίς, βέβαια, να χρειάζεται να κολυμπάει, επιπλέει και μάλιστα η στάθμη του νερού τού έρχεται μέχρι το στήθος. Αν ξαπλώσει ανάσκελα, μπορεί να έχει άνετα έξω από το νερό και το κεφάλι και τα χέρια και τα πόδια συγχρόνως! Το δοκίμασα στη Νεκρά Θάλασσα και είναι φοβερά εντυπωσιακό. Δεν πιστεύεις στα μάτια σου!
Όμως, υπάρχει και η δυσάρεστη πλευρά: Όλες οι φυσικές οπές του σώματος (εμπρός και… πίσω) αρχίζουν να σε τσούζουν έντονα. Όλες οι τυχόν γρατζουνιές ή πληγές στο δέρμα πονούν, επίσης, αφόρητα. Ακόμη και οι μικρογρατζουνιές, που δεν έχεις καν αντιληφθεί, κάνουν έντονα αισθητή την παρουσία τους. Κι αλλοίμονο αν κάνεις το λάθος να βουτήξεις τα μάτια σου μέσα στο νερό! Ο πόνος είναι ανυπόφορος. Μόλις βγεις έξω, αισθάνεσαι φοβερά έντονη την επιθυμία να κάνεις ένα δυνατό ντους, για να ξεπλυθείς τελείως. Αλλά, τέτοιες πολυτέλειες δεν υπήρχαν εκεί. Γι' αυτό, όποιος βουτάει σ' αυτά τα νερά είναι ή απληροφόρητος ή… Σπαρτιάτης.
Μέχρι τώρα πίστευα πως το αξιοθέατο στο νησί Sal ότι… δεν έχει αξιοθέατα! Αλλά, μετά την επίσκεψή μου αυτή στο ηφαίστειο και τις αλυκές της Pedra do Lume, άλλαξα γνώμη.
Το όνομα του νησιού σημαίνει «αλάτι». Η λατινική λέξη 'Sal' έχει μεταφερθεί, είτε αυτούσια είτε ελαφρά παραλλαγμένη σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες (ισπανικά: sal, γαλλικά: sel, ιταλικά: sale, αγγλικά: salt και sal). Από την ίδια ρίζα προέρχεται και η λατινική λέξη «salarium», η οποία σήμαινε αρχικά: «χρήματα που δίνονταν στους Ρωμαίους στρατιώτες, για να αγοράσουν αλάτι» και αργότερα: «μισθό» γενικώς. Από αυτήν προέκυψε η αγγλική λέξη «salary», η γαλλική «salaire» κ.ο.κ.
Σε παλαιότερες εποχές το αλάτι έπαιζε σημαντικότατο ρόλο στη ζωή των ανθρώπων. Στην Σαχάρα τα περίφημα 'καραβάνια του αλατιού' διέσχιζαν με μύριες δυσκολίες την απέραντη έρημο, για να μεταφέρουν το πολύτιμο αγαθό. Στην αρχαία Ρώμη είχαν δια-νοίξει ειδική οδό την «Via Salaria» για τον απρόσκοπτο ανεφοδιασμό της πόλης τους με αλάτι από την Αδριατική. Για τους ανίκανους δούλους έλεγαν, ότι «δεν αξίζουν το αλάτι τους»! Και η δική μας έκφραση «έχουμε φάει ψωμί κι αλάτι» νομίζω, ότι δείχνει ακριβώς τη μεγάλη σημασία του.
Τελευταίες εμπειρίες για πρώτη φορά
Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο συνεννοήθηκα για να κρατήσω (χωρίς καμία επιβάρυνση!) το bungalow μέχρι πολύ αργά το βράδυ, δηλαδή μέχρι την ώρα της αναχώρησης. Αυτό ήταν πολύ ευχάριστο για μένα, όχι μόνο γιατί θα είχα πολύ μεγάλη άνεση, αλλά και γιατί θα στέγνωνε τελείως ο εξοπλισμός των καταδύσεων. Κατόπιν, πήγα στην παραλία για να κολυμπήσω. Η απέραντη αμμουδιά με την ωραία ψιλή άμμο ήταν ομαλότατη, χωρίς ίχνος πέτρας ή βράχου μέσα στη θάλασσα (όχι όπως στο Tarrafal). Επί πλέον, καθώς προχωρούσες προς τα μέσα, η θάλασσα βάθαινε ομαλά και σταθερά, σαν κεκλιμένο επίπεδο, χωρίς γούβες ή σκαλοπάτια, χωρίς καν πτυχώσεις. Δεν έχω ξαναδεί τόσο ομαλή αμμουδιά μέχρι βαθιά μέσα στη θάλασσα. Το κύμα, σχεδόν πάντοτε, ήταν δυνατό κι αν δεν πρόσεχες μπορεί την ώρα που έμπαινες να σε έριχνε κάτω με την ορμή του. Αν όμως είχες λάβει την κατάλληλη θέση, δεν έχεις πρόβλημα. Επίσης, αν προχώραγες βαθύτερα, εκεί όπου δεν πάτωνες, το κύμα δεν ήταν πια τόσο αισθητό, ούτε καν ενοχλητικό. Τα νερά έχουν τη σωστή θερμοκρασία, όπως στην Ελλάδα τον Ιούνιο, σε δροσίζουν και δεν είναι υπερβολικά ζεστά, όπως συνήθως στις τροπικές χώρες.
Εκείνο που ήταν υπέροχο ήταν η εναλλαγή των χρωμάτων: δηλαδή η ιβουάρ αμμουδιά, οι αφροί (που τη σκέπαζαν όταν έσκαγαν πελώρια κύματα) ήταν κάτασπροι, τα νερά ανοιχτόχρωμα τουρκουάζ αλλά σκούραιναν σιγά-σιγά προς τα βαθιά. Διαδοχικά γίνονταν γαλάζια, μπλε και τέλος πολύ σκούρα μπλε του ωκεανού!
Καθώς κολυμπούσα κοντά στην ακτή, είδα σε μια μικρή περιοχή τα τουρκουάζ νερά να γίνονται σκούρα καφέ-γκρι και υπέθεσα ότι στο βυθό θα υπήρχαν φύκια. Όμως, σε λίγο παρατήρησα, με μεγάλη μου έκπληξη, ότι ο σκουρόχρωμος "λεκές" μετακινείται!! Πλησίασα και τι είδα; Η σκούρα περιοχή ήταν ένα μεγάλο κοπάδι από ψαράκια, τα οποία βέβαια δεν έμεναν λεπτό ακίνητα!
Ξάπλωσα στην αμμουδιά. Ήταν η τελευταία ξεκούραση των διακοπών αυτών. Από τη μια μεριά οι καυτές ακτίνες του ήλιου των τροπικών με έψηναν κι από την άλλη η δροσερή πνοή του δυνατού ανέμου με δρόσιζε. Έτσι, αισθανόμουν περίφημα. Παρατήρησα τους νεαρούς που εκμεταλλεύονταν τα κύματα του ωκεανού, για να κάνουν surf και τους άλλους που χρησιμοποιούσαν τον ισχυρό άνεμο, για να κάνουν wind-surf. Ξαφνικά είδα κι ένα πολύ πρωτότυπο θέαμα: Ήταν κάποιος, που στηριζόταν όρθιος επάνω σε κάποια σανίδα όπως του surf κι είχε ένα μικρό αλεξίπτωτο υψωμένο ψηλά στον ουρανό. Στα χέρια του κρατούσε λεπτά σκοινάκια, που συνδέονταν με το αλεξίπτωτο. Καθώς ο άνεμος φυσούσε, παρέσερνε το αλεξίπτωτο κι εκείνο με τη σειρά του ρυμουλκούσε τον surfer επάνω στην επιφάνεια της θάλασσας! Πολύ πρωτότυπο σπορ! Δεν το είχα ξαναδεί πουθενά αλλού. Χρειάζεται όμως αρκετή δεξιοτεχνία, καλή ισορροπία και σταθερό άνεμο. «Άραγε θα διαδοθεί και θα γνωρίσει επιτυχίες; Πώς θα ονομαστεί; Μήπως parachute-surf;» αναρωτήθηκα. Αργότερα έμαθα, ότι ονομάζεται kite surfing.
Κατόπιν πήγα μια βόλτα στην αποβάθρα. Ένας ψαράς έκοβε σε κομμάτια ένα μεγάλο ψάρι και το πασπάλιζε με πάρα πολύ αλάτι για να το παστώσει, ώστε να διατηρηθεί. Το αλάτι βρισκόταν μέσα σ' ένα μεγάλο σακί με επιγραφή απ' έξω «Salinas Pedra Do Lume».
Στην έρημο με την τετράτροχη μηχανή
Αργά το απόγευμα νοίκιασα μια 4τροχη, 4κίνητη μοτοσυκλέτα SUZUKI «Quad Runner" από το ξενοδοχείο Djadsal. Το μοντέλο αυτό έχει πολύ ισχυρή μηχανή και επί πλέον ταχύτητα όπισθεν. Τα λάστιχά της είναι πάρα πολύ φαρδιά και έντονα ανάγλυφα με πολύ χαμηλή πίεση αέρος για καλύτερη πρόσφυση. Οι μηχανόβιοι αποκαλούν τις μηχανές αυτού του είδους γουρούνες. Αν και έχω αρκετή πείρα από παρόμοια μοτοσυκλέτα εκτός δρόμου, την τρίκυκλη HONDA ATC 110 (All Terrain Cycle) που διαθέτω στην Ελλάδα, ζήτησα να μου κάνουν μια ενημέρωση πριν την οδηγήσω. Η μηχανή αυτή διαθέτει και δύο σχάρες (εμπρός και πίσω) και χρησιμοποιούνταν εκεί όχι μόνο για αναψυχή αλλά και σαν εργαλείο δουλειάς, για μεταφορά φορτίων, επειδή όλα τα εδάφη είναι αμμώδη και υπάρχουν ελάχιστοι δρόμοι.
Κατευθύνθηκα αμέσως προς τους γειτονικούς αμμόλοφους. Από την πρώτη στιγμή είχα την αίσθηση της πολύ μεγάλης ισχύος. Καθώς αποκτούσα σιγά-σιγά τον αέρα της μηχανής επιτάχυνα όλο και περισσότερο. Η μοτοσυκλέτα αυτή κινείται με φοβερή άνεση σε οποιοδήποτε έδαφος. Κανένα τετρακίνητο αυτοκίνητο τύπου jeep κ.λπ. δεν μπορεί να τη συναγωνισθεί. Πρώτα-πρώτα η σχέση βάρους / ισχύος είναι πολύ ευνοϊκότερη, κατόπιν οι ρόδες είναι πολύ πλατύτερες και πολύ πιο μαλακές (κατά συνέπεια η πρόσφυση στο έδαφος σαφώς καλύτερη) και τέλος το μεταξόνιο (η απόσταση ανάμεσα στους δύο άξονες) είναι πολύ μικρότερο και κατά συνέπεια οι εμπρός και πίσω ρόδες βρίσκονται πιο κοντά. Έτσι υπερπηδάει ευκολότερα όλα τα εμπόδια (χαράδρες, νεροφαγώματα, υψώματα, βράχους κ.λπ.) χωρίς να προσκρούουν οι προεξοχές του εδάφους επάνω στο σασί. Ακόμη η σχέση μετάδοσης από το σανζμάν είναι πολύ κοντή με αποτέλεσμα ακόμη μεγαλύτερη ροπή στις ρόδες της μοτοσυκλέτας (σε βάρος, βέβαια, της τελικής ταχύτητας).
Ανεβοκατέβηκα αμμόλοφους, πήγα σε μαλακή στεγνή άμμο, στην παραλία σε υγρή άμμο (ακόμη και εκεί που σκάνε τα κύματα), πέρασα μέσα από έλη και λιμνούλες με θαλασσινό νερό, σκαρφάλωσα επάνω σε απότομες πλαγιές, διέσχισα ρέματα και ρωγμές του εδάφους, ανέβηκα επάνω σε απότομα βράχια και πέρασα με άνεση από περιοχές με πυκνά βούρλα και άλλα παραθαλάσσια φυτά. Η μηχανή δεν έχει κανένα όριο! Μπορεί να πάει παντού και οπουδήποτε, σε κάθε έδαφος και σε κάθε κλίση.
Το πρόβλημα είναι ο οδηγός! Πώς θα καταφέρει να κρατηθεί επάνω στην μοτοσυκλέτα, γιατί είναι πάρα πολύ εύκολο να πέσει κάτω ή ακόμη χειρότερα να αναποδογυρίσει η μηχανή και να τον καταπλακώσει. Ακόμη και ναυτία μπορεί να αισθανθεί! Καθώς η μηχανή ανεβοκατεβαίνει, σκαμπανεβάζει, γέρνει φοβερά, αναπηδάει, ταρακουνάει, επιταχύνει κι επιβραδύνει απότομα ή στρίβει ξαφνικά, λόγω των ανωμαλιών του εδάφους, το να συγκρατηθεί ο αναβάτης επάνω της είναι κατόρθωμα. Αλλά, και οι συγκινήσεις και οι εμπειρίες ήταν κυριολεκτικά πρωτόγνωρες. Τη μηχανή αυτή είναι πιο δύσκολο να την τιθασέψεις απ' ό,τι ένα άγριο άλογο! Γαντζωνόμουν με όλη μου τη δύναμη από το τιμόνι και έσφιγγα γερά το σώμα της μηχανής ανάμεσα στα πόδια μου. Ευτυχώς, ήταν κάπως ευσταθέστερη από τη δική μου, την τρίτροχη.
Στήνοντας τη φωτογραφική μηχανή επάνω σ' ένα ψηλό αμμόλοφο και ρυθμίζοντάς την στο αυτόματο με χρονική καθυστέρηση, τράβηξα και μια φωτογραφία του εαυτού μου, με την ελπίδα να πετύχει.
Με τη βοήθεια της γρήγορης μοτοσυκλέτας έκανα ολόκληρη τη διαδρομή της αμμουδιάς κατά μήκος της παραλίας και κατάφερα να φθάσω μέχρι το τέρμα της, πράγμα που δεν είχα προλάβει να κάνω με τα πόδια. Στο τέλος της άμμου, μετά από αρκετά χιλιόμετρα, υπήρχαν μαύρα βράχια. Τελικά, παρότι η οδήγηση αυτής της μηχανής ήταν αρκετά κουραστική, επέστρεψα από τη φοβερή βόλτα ενθουσιασμένος!
Το κύκνειο άσμα του ταξιδιού ήταν πραγματικά εντυπωσιακό και θα μου μείνει αλησμόνητο. Μου έδωσε μάλιστα και μια ιδέα για κάποια μελλοντική εξόρμηση σε έρημο με μοτοσυκλέτα, για κάποια συναρπαστική διάσχιση....
Το βραδάκι πήγα ξανά στη Santa Maria. Απέναντι από την αποβάθρα υπήρχε ένα κτίριο, που ήταν η παλιά ζυγαριά του χωριού και έχει πλήρως ανακαινισθεί. Το ισόγειο χρησιμοποιείτο για καταστήματα που πουλάγανε σουβενίρ και ο πρώτος όροφος για κατοικία. Κατόπιν, πήγα σ' ένα εστιατόριο κι έφαγα φιλέτο τόνου στη σχάρα με ωραίο γαρνίρισμα. Εκεί στοίχιζε όσο μια ομελέτα με πατάτες, γιατί τα ψάρια ήταν βέβαια πάμφθηνα! Γύρισα πίσω στο ξενοδοχείο, για να ετοιμαστώ πλέον για την αναχώρηση.
Γενικές παρατηρήσεις για τα νησιά
Κατά την οδήγηση τηρούν απόλυτα τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας και είναι πολύ προσεκτικοί, παραχωρούν προτεραιότητα στους πεζούς κ.λπ. Ίσως επειδή οι ποινές είναι πολύ αυστηρές. Μου είπαν ότι σε κάποιον οδηγό τού αφαίρεσαν το δίπλωμα για ένα μήνα, επειδή προσπέρασε από τα δεξιά!
Κατά τις συνομιλίες μου χρησιμοποίησα σχεδόν πάντα τα ισπανικά (αγγλικά καταλαβαίνουν λίγοι). Με καταλάβαιναν όλοι, γιατί τα πορτογαλικά, η γλώσσα των νησιών, μοιάζουν πολύ. Εγώ καταλάβαινα σχεδόν τα 2/3, όταν ήταν κάτι γραμμένο ή όταν μιλούσαν πολύ αργά. Όταν όμως μιλούσαν γρήγορα, δεν μπορούσα να τους καταλάβω.
Οι άνθρωποι είναι στην μεγάλη τους πλειοψηφία μιγάδες. Ελάχιστοι είναι τελείως λευκοί ή μαύροι. Οι γυναίκες βέβαια δεν είναι όλες ωραίες. Έχουν όλες, όμως, ωραία πόδια. Το χρώμα τους είναι σοκολατί, ανοιχτό μέχρι σκούρο.
Μια ιδιορρυθμία στα εστιατόρια είναι ότι τα γκαρσόνια ανοίγουν το καπάκι στα διάφορα μπουκάλια (μπύρες, κόκα-κόλες κ.λπ.), αλλά το ξαναβάζουν πάντα στη θέση του. Πιθανόν για να προστατεύσουν τα χείλη του μπουκαλιού από τις πολλές μύγες. Ίσως για τον ίδιο λόγο να φέρνουν στο τραπέζι τα μαχαιροπήρουνα πάντα τυλιγμένα σε χαρτοπετσέτα. Γιατί οι μύγες είναι πάμπολλες, παντού και πάντοτε…
Μερικές από τις λέξεις τους δεν μοιάζουν με τις αντίστοιχες σε καμία άλλη λατινογενούς προέλευσης γλώσσα, όπως π.χ. criancas = παιδιά.
Ανάμεσα στα "ρετρό" θεάματα, συνήθειες και τρόπους ζωής που είδα εκεί σε πλήρη εφαρμογή ήταν και τα "ποδοσφαιράκια", με τις ευθύγραμμες συστοιχίες ξύλινων ποδοσφαιριστών που μετακινούνται και περιστρέφονται με τις χειρολαβές τους από τους δύο αντίπαλους παίκτες. Μου θύμισαν την Αθήνα των δεκαετιών του ΄50 και του ΄60! Στο Tarrafal μάλιστα οι παίκτες και οι θεατές στοιχημάτιζαν μεγάλα ποσά, για το ποιο θα είναι το αποτέλεσμα του αγώνα!
Στα νησιά Cabo Verde επικρατούν οι βορειοανατολικοί άνεμοι, οι οποίοι έχουν ένταση μέτρια έως μεγάλη (όπως τα δικά μας μελτέμια), αλλά φυσούν σχεδόν ολόκληρο το χρόνο. Επειδή έρχονται από τη Σαχάρα, είναι ξηροί, αλλά αποκτούν λίγους υδρατμούς κατά τη διαδρομή τους πάνω από τον Ατλαντικό Ωκεανό. Περνώντας επάνω από τα επίπεδα νησιά (όπως π.χ. το Sal ) δεν αφήνουν καθόλου βροχή. Αντιθέτως, στα ορεινά νησιά (όπως π.χ. το Santiago) οι άνεμοι προσκρούουν στους ορεινούς όγκους και τότε αναγκάζονται να ανεβούν ψηλότερα, για να τους ξεπεράσουν. Εκεί, λόγω χαμηλότερης θερμοκρασίας, οι υδρατμοί συμπυκνώνονται και υγροποιούνται με αποτέλεσμα οι άνεμοι να φέρνουν βροχές, κατά κανόνα σπάνιες αλλά ισχυρές. Έτσι εξηγείται η μεγάλη διαφορά κλίματος και βλάστησης ανάμεσα στα γειτονικά νησιά. Τα σχεδόν επίπεδα ημιέρημα νησιά θεωρούνται σαν προέκταση του αφρικανικού Sahel. Εκεί φθάνει μερικές φορές ο καυτός άνεμος «Harmattan», που φυσάει από τη Σαχάρα.
Η αύξηση του τουρισμού, ιδίως στην περιοχή της Santa Maria, ήταν αλματώδης τότε. Υπήρχε μεγάλος οικοδομικός οργασμός και ετοιμάζονταν πολλά καινούργια τουριστικά συγκροτήματα.
Είναι σχεδόν αδύνατο να αλλάξεις τα νομίσματα του Cabo Verde σε ξένο συνάλλαγμα. Τα ξενοδοχεία αρνούνται να κάνουν αυτή την αντίστροφη αλλαγή και σε παραπέμπουν στην τράπεζα του αεροδρομίου, που είναι σχεδόν πάντοτε κλειστή!
Στην αγορά της πρωτεύουσας Praia μου πρότειναν να μου αλλάξουν χρήματα (δηλαδή $) ανεπίσημα. Δεν έδωσα συνέχεια και δεν ξέρω αν υπάρχει μαύρη αγορά. Στο Sal πάντως δεν έδειχναν ενδιαφέρον για δολάρια.
Το λεωφορείο για το αεροδρόμιο ξεκίνησε στις 11 μ.μ., ρυμουλκώντας μια πελώρια μπαγκαζιέρα για τις αποσκευές των επιβατών. Η πτήση της TAP με Airbus ήταν προγραμματισμένη για τις 02.10 κι έφυγε στην ώρα της. Αυτή τη φορά, όμως, μας έκαναν προηγουμένως έναν πρόχειρο έλεγχο για αεροπειρατεία.
Το κάστρο και το 'Oceanarium' της Λισσαβόνας
Δευτέρα, 15.11.1999
Φθάσαμε στη Λισσαβόνα πολύ νωρίς. Άφησα το σακίδιο-χειραποσκευή στο αεροδρόμιο και ξεκίνησα μ' ένα mini-σακίδιο, για βόλτα. Είχε λιακάδα, αλλά και πολλή ψύχρα. Πήρα το λεωφορείο, για να πάω στο κάστρο του Αγίου Γεωργίου. Κάποιο αυτοκίνητο είχε παρκάρει σ' ένα στενό, ανηφορικό δρομάκι και το λεωφορείο δεν χωρούσε να περάσει. Γι' αυτό συνέχισα με τα πόδια. Η απόσταση δεν ήταν μεγάλη.
Έφθασα, μάλιστα, λίγο πριν από τις 9 π.μ. που άνοιγε το κάστρο. Η θέα από ψηλά προς τη μεγάλη γέφυρα, το άγαλμα του Χριστού και προς την πόλη είναι ωραιότατη!
Θέλησα να ξαναπάω στα καταστήματα νομισμάτων, αλλά αυτά άνοιγαν αργότερα.
Με το μετρό, που είναι ταχύτατο, πήγα στην Expo για να επισκεφθώ το «Oceanarium». Είχε ελάχιστο κόσμο, γιατί ήταν Δευτέρα πρωί. Αποτελείται από μια τεράστια κύρια δεξαμενή, όπου συνυπάρχουν μέσα πάμπολλα είδη ψαριών όπως π.χ. καρχαρίες, σελάχια, ροφοί και διάφορα μικρότερα. Και δεν φαίνεται να έχουν πρόβλημα ή να επιτίθεται το ένα στο άλλο! Ίσως να είναι καλοταϊσμένα... Ολόγυρα υπάρχουν πολλά παράθυρα από χονδρό κρύσταλλο και μάλιστα σε διάφορα επίπεδα (ορόφους), ώστε να βλέπει κανείς από παντού το υποβρύχιο αυτό θέαμα με την άνεσή του. Κάποια στιγμή μπήκαν στην πελώρια δεξαμενή και δύο δύτες με πλήρη εξοπλισμό, κρατώντας στο χέρι από ένα μεταλλικό ραβδί μήκους περίπου ενός μέτρου. Κολυμπούσαν επί πάρα πολλή ώρα ανάμεσα στα διάφορα ψάρια, μάλλον για να κάνουν το θέαμα πιο ζωντανό.
Εκτός από τη μεγάλη δεξαμενή υπάρχουν και πολλές άλλες μικρές. Η έμφαση έχει δοθεί στην πανίδα των ωκεανών και των εύκρατων θαλασσών, όχι των τροπικών. Ενδιαφέρον θέαμα παρουσίαζαν σε μια μικρή δεξαμενή πολλά μικρούλικα σελάχια (μεγέθους ανθρώπινης παλάμης), που σκαρφάλωναν συνεχώς επάνω στο κρύσταλλο, μετά έπεφταν κάτω κι αμέσως ξανάρχιζαν από την αρχή. Κι αυτό γινόταν συνεχώς! Είχαν μεγάλη πλάκα, γιατί σου έδιναν την εντύπωση ότι ανέβαιναν ψηλά μέχρι να φθάσουν κοντά στο ύψος του προσώπου σου για να σε δουν, μετά έπεφταν κάτω και κατόπιν ξανασκαρφάλωναν σιγά-σιγά. Αυτό το χαριτωμένο θέαμα ήταν για μένα τελείως πρωτόγνωρο!
Εκτός από τα θαλάσσια όντα υπήρχαν και πολλά θαλασσοπούλια! Η παρουσίαση συνοδευόταν από ήχους κυμάτων, κελαηδήματα πουλιών κ.λπ. Επίσης υπήρχαν και βίδρες και άλλα υδρόβια ζώα. Δηλαδή, το Oceanarium διαφέρει αρκετά από τα συνηθισμένα ενυδρεία (που φέρουν τη διεθνή ονομασία «Aquarium»).
Επισκέφθηκα κατόπιν ένα εμπορικό κέντρο. Το συγκρότημα της Παγκόσμιας Έκθεσης EXPO όχι μόνο δεν μαράζωσε με τη λήξη της έκθεσης, αλλά, αντίθετα, συνεχώς επεκτείνεται με καινούργια κτίρια, που άρχισαν να κατασκευάζονται μετά τη λήξη της…
Τέλος, επέστρεψα στο αεροδρόμιο. Όλες τις μετακινήσεις μου τις έκανα με το λεωφορείο και το μετρό. Είχα αγοράσει μάλιστα κι ένα εισιτήριο διαρκείας για όλα τα λεωφορεία, που ισχύει για μια ολόκληρη μέρα. Οφείλω να πω ότι όλοι οι οδηγοί, σταθμάρχες, αστυνομικοί και απλοί πολίτες ήταν ιδιαίτερα εξυπηρετικοί και προσπαθούσαν να με διευκολύνουν. Η σύγκριση με τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα είναι πολύ λυπηρή…
Η πτήση μου με την TAP προς Ρώμη είχε καθυστέρηση. Αλλά, μόλις φθάσαμε στη Ρώμη μπήκε ένας υπάλληλος στο λεωφορείο, που μας μετέφερε στο κτίριο του αεροδρομίου και φώναξε: «Ποιοι επιβάτες είναι για Αθήνα;», ώστε να μας μεταφέρει κατ' ευθείαν, χωρίς διατυπώσεις στο άλλο αεροπλάνο. Εκτός από μένα ήταν μαζί κι ένας αξιωματικός της πυροσβεστικής. Μας έδωσε τις κάρτες επιβίβασης μέσα στο λεωφορείο για να κερδίσουμε χρόνο και μας οδήγησε γρήγορα στην πύλη της Ο.Α. για Αθήνα, που εκτελεί την πτήση και για λογαριασμό της ΤΑΡ (εγώ είχα εισιτήριο της ΤΑΡ ).
Κατ' αντιστοιχία η ΤΑΡ εκτελεί την πτήση Λισσαβόνα-Ρώμη και για λογαριασμό της Ολυμπιακής. Ο πυροσβέστης είχε εισιτήριο Ολυμπιακής, αλλά πέταξε με το αεροπλάνο της ΤΑΡ μαζί μου. Στη διάρκεια της πτήσης μού έδωσε πάρα πολλές πληροφορίες για τον τότε πρόσφατο, μεγάλο σεισμό στην Αθήνα, επειδή είχε συμμετάσχει στις ομάδες διάσωσης. Η πιο σημαντική ήταν ότι αν ο σεισμός γινόταν λίγη ώρα νωρίτερα, θα θρηνούσαμε πολύ περισσότερα θύματα, γιατί το Super Market που κατέρρευσε, θα ήταν γεμάτο από πελάτες….
Έτσι, τελείωσε ομαλά ένα δύσκολο ταξίδι. Μετά από λίγες μέρες έστειλα δώρο στον Ζε ένα ηλεκτρονικό ρολόι, όπως του είχα υποσχεθεί.
Άλλες αλησμόνητες εμπειρίες
Τον Απρίλιο του έτους 2005 είχα την τύχη να διανύσω με μία μοτοσυκλέτα 4x4 μια μεγάλη απόσταση στην έρημο «Namib», στο κράτος της Ναμίμπιας (στη νοτιοδυτική Αφρική). Από τις αρχές του έτους 2006 πολλοί "ουλαμοί" από τέτοια οχήματα χρησιμοποιούνται για την επιτήρηση των συνόρων Η.Π.Α. - Μεξικού, γιατί, ίσως, είναι τα μόνα που μπορούν να αντεπεξέλθουν στις δυσκολίες αυτού του ιδιαιτέρως ανώμαλου εδάφους.
Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς με αξίωσε ο Μεγαλοδύναμος να οδηγήσω ένα ειδικό όχημα αγώνων εκτός πίστας, δηλαδή το ισοδύναμο off road των αυτοκινήτων αγώνων Formula 1, στην Baja California del Sur στο Μεξικό. Τα οχήματα αυτά διαθέτουν πανίσχυρες αναρτήσεις και αμορτισέρ, προστασία του οδηγού με χαλύβδινο κλωβό (όχι απλές roll bars) κ.λπ., κ.λπ. και βέβαια, για λόγους ασφαλείας, δεν διαθέτουν καθόλου κρύσταλλα στο παρμπρίζ ή στα παράθυρα, αλλά πλέγμα. Έχουν τη δυνατότητα να κινηθούν σε άμμο, να περάσουν μέσα από βαθιούς χείμαρρους, να υπερπηδήσουν λόφους και συχνά βρίσκονται στον αέρα και οι 4 ρόδες τους συγχρόνως! Ο οδηγός δένεται με ζώνη 5 σημείων στήριξης και το πλέον απίστευτο: οδηγεί με τα χέρια δεμένα!!! Αυτό φαίνεται τελείως αδιανόητο, αλλά είναι αναγκαίο. Τα χέρια έχουν ένα μικρό βαθμό ελευθερίας, όσο ακριβώς χρειάζεται για να χειρίζονται άνετα το τιμόνι. Δεν μπορούν όμως κινηθούν ούτε λίγα εκατοστά πιο πέρα. Γιατί σε περίπτωση ανατροπής ή σύγκρουσης όποιο μέλος του σώματος τυχόν προεξέχει έξω από τον χαλύβδινο κλωβό συνθλίβεται τελείως! Σ' αυτά τα κρίσιμα δευτερόλεπτα το ένστικτο της αυτοσυντήρησης υπερισχύει της λογικής και της οποιασδήποτε ενημέρωσης (που γίνεται πριν από τον αγώνα) και όλων των κανονισμών ασφαλείας (οι οποίοι απαγορεύουν ρητά την έξοδο από το όχημα).
Ελπίζω κάποτε να βρω τον χρόνο για να περιγράψω λεπτομερώς αυτήν την περιπέτεια…
Στις 21.1.06 έμαθα, τελείως τυχαία, ότι υπάρχουν μηχανές ATV (All Terrain Vehicle), ειδικές για τις χιονισμένες πλαγιές κ.λπ., οι οποίες αντί για τέσσερις ρόδες ή για ειδικά πέδιλα τύπου σκι (όπως έχουν τα 'snowmobiles') είναι εξοπλισμένες με τέσσερις ερπύστριες! Χάρη σ' αυτές διαθέτουν φοβερές ικανότητες αναρρίχησης, πέδησης και κατεύθυνσης.
Πολύ σύντομα (στις 4 Φεβρουαρίου 2006) κατόρθωσα να οδηγήσω ένα τέτοιο χιονο-όχημα τύπου YAMAHA «Grizzly». Η μηχανή αυτή διαθέτει, κατ' εξαίρεση, και μοχλό αλλαγής ταχυτήτων στο δάπεδο, όπως τα αυτοκίνητα. Έχει ένα φρένο στο δεξί χέρι κι ένα στο δεξί πόδι (γι' αυτό δεν επιτρέπεται να την οδηγήσει κάποιος που φοράει τη βαριά άκαμπτη μπότα του σκι ). Δεν συνάντησα ιδιαίτερες δυσκολίες κατά την οδήγησή της, χάρη στη μακρά και ποικίλη εμπειρία μου από παντός είδους δίκυκλα (Street, Enduro κλπ.) τρίκυκλα (All Terrain Cycle) και τετράκυκλα (Quad Runner), αλλά και από scooter χιονιού (Snowmobile).
Θαυμάζω τη φοβερή αναρριχητική ικανότητα του οχήματός μου, τη μεγάλη ισχύ της μηχανής του, την ευστάθειά του και την ικανότητα υπέρβασης διαφόρων εμποδίων (πέτρες, κλαδιά κλπ.). Οι τέσσερις ερπύστριες δίνουν άλλες δυνατότητες σε σχέση με τη μία που διαθέτουν συνήθως τα snowmobiles. Η ανατροπή του προς το πλάι είναι πολύ δυσκολότερη. Η ιδιότητά του αυτή έχει προφανή σημασία για την αποφυγή δυστυχήματος.
Αλλά υπάρχουν και αρνητικές πλευρές: Το τιμόνι είναι εξαιρετικά βαρύ και απαιτούνται γερά μπράτσα για την οδήγηση, επειδή οι ερπύστριες παρουσιάζουν μεγάλη πρόσφυση, όχι μόνο κατά την προώθηση αλλά και κατά τη στροφή. Επομένως, ολισθαίνουν ελάχιστα και γι' αυτό το όχημα στρίβει τόσο δύσκολα. Μετά από μισή ώρα οδήγησης με συνεχείς στροφές τα χέρια πονάνε….
Μια δεύτερη ανεπιθύμητη συμπεριφορά του οχήματος είναι ότι οι ερπύστριες, καθώς περιστρέφονται, εκτοξεύουν με δύναμη μικρά κομμάτια πάγου ή συμπιεσμένου χιονιού προς όλες τις κατευθύνσεις και μάλιστα πολύ ψηλά! Γι' αυτό, εκτός από τον συνηθισμένο χειμερινό εξοπλισμό (άνορακ, μπότες, γάντια, σκούφο κλπ.), χρειάζεται και μάσκα θύελλας και σκούφο τύπου balaclava, που καλύπτει ολόκληρο το πρόσωπο, για προστασία από τον συνεχή "βομβαρδισμό" με τα μικροσκοπικά παγάκια, που πονάει σαν να πρόκειται για αμμοβολή! Εγώ δεν είχα μαζί μου αυτόν τον ειδικό εξοπλισμό (γιατί δεν γνώριζα ότι χρειάζεται) και επί πλέον ξέχασα τα γάντια, τα οποία φορούσα, την ώρα που άλλαξα από τις μπότες του σκι σε ορειβατικές μπότες. Ευτυχώς, όμως, έχω πάντοτε μέσα σε μία τσέπη του άνορακ ένα λεπτό ζεύγος γάντια για παν ενδεχόμενο. Αυτό με έσωσε κι έτσι μπόρεσα να πραγματοποιήσω τη μεγάλη υπέροχη διαδρομή μέσα στο χιονισμένο τοπίο, ανάμεσα στα έλατα και να γευτώ την εμπειρία της οδήγησης ενός οχήματος «All Terrain Vehicle»!
Πνευματικά δικαιώματα adventurouslife.gr