Δέλτα του Έβρου
1995Χιονοθύελλα στο Δέλτα του Έβρου
Το αεροπορικό ταξίδι
Πέμπτη, 12.1.1995
Την επιθυμία να επισκεφθώ το Δέλτα του Έβρου, πριν καταστραφεί από την "πρόοδο" και την "ανάπτυξη" την είχα πολύ καιρό πριν πραγματοποιήσω το ταξίδι. Η ευκαιρία δόθηκε με μία εκδρομή για κυνήγι που ετοίμαζαν δύο φίλοι, ο Πλάτων και ο Μανώλης.
Πριν αναχωρήσουμε μελέτησα τις προβλέψεις της μετεωρολογικής υπηρεσίας, οι οποίες ήταν ιδιαίτερα δυσμενείς για το Σαββατοκύριακο που ερχόταν. Προσπάθησα, λοιπόν, να πείσω τον Πλάτωνα και τον Μανώλη ν' αναβάλουμε την εξόρμηση και να το πραγματοποιήσουμε υπό καλύτερες καιρικές συνθήκες. Δυστυχώς, όμως, δεν ήθελαν την αναβολή, μια που όλα είχαν προγραμματισθεί και ετοιμασθεί με αρκετό κόπο (εισιτήρια αεροπλάνου, καλύβα για κυνήγι, φυσίγγια, πεπειραμένος άνθρωπος για να μας οδηγήσει, δωμάτια ξενοδοχείου κ.λπ.).
Ξεκινήσαμε από το Σύνταγμα το απόγευμα, στις 15:45. Στο αεροδρόμιο δεν δέχθηκαν τις καραμπίνες μαζί με τις υπόλοιπες αποσκευές. Τις παραδώσαμε χωριστά σε έναν αστυνομικό και πληρώσαμε επιπλέον τέλος 910 δραχμών, για τη συνοδεία και τη μεταφορά τους. Στον έλεγχο των αποσκευών με ακτίνες Χ ανακάλυψαν τη φιάλη υγραερίου που μετέφερα για τη λάμπα υγραερίου και δεν μου επέτρεψαν να την πάρω μέσα στο αεροπλάνο, παρά με υποχρέωσαν να την παραδώσω στο γραφείο απολεσθέντων της Ολυμπιακής.
Το αεροπλάνο ήταν Airbus, γεμάτο κυρίως από νεαρούς στρατευμένους και φοιτητές. Πριν απογειωθούμε τηλεφώνησα από το κινητό τηλέφωνό μου στο σπίτι, για πρώτη φορά μέσα από αεροσκάφος. Ξεκινήσαμε περίπου στις 18:30 και η πτήση διήρκησε 50 λεπτά.
Στο αεροδρόμιο της Αλεξανδρούπολης παραλάβαμε όλα τα πράγματά μας, χωρίς το παραμικρό πρόβλημα. Εκεί μας περίμενε ένας φίλος, ο Αντώνης, με ένα διθέσιο τζιπ Nissan.
Βάλαμε στην καρότσα όλες τις αποσκευές και στριμωχτήκαμε, ο Πλάτων κι εγώ, μια που το αυτοκίνητο ήταν επαγγελματικό και δεν είχε πίσω θέσεις. Ο Αντώνης μάς πήγε στο ξενοδοχείο ΑΣΤΗΡ, το οποίο ήταν τότε μισοεγκαταλειμμένο, αλλά ευχάριστα ζεστό. Είχε, επίσης, αγοράσει για μας φυσίγγια, καθώς και δύο ειδικές, αδιάβροχες στολές από λάστιχο, δηλαδή μπότες ενωμένες με παντελόνι που έφθανε ψηλά μέχρι το στήθος. Οι στολές ήταν αρκετά φαρδιές, για να χωράει άνετα μέσα το κανονικό παντελόνι και τα υπόλοιπα ρούχα και στερεώνονταν με τιράντες, ώστε η μέση να μην είναι σφιγμένη για να αναπνέει το σώμα και να μην ιδρώνει, δεδομένου ότι ολόκληρη η στολή ήταν απολύτως αδιαπέραστη από το νερό και κατά συνέπεια και από τον ιδρώτα.
Το βράδυ φάγαμε μαζί με τον Αντώνη σε μια ψαροταβέρνα.
Με την "πλάβα" στην καλύβα
Παρασκευή, 13.1.1995
Το πρωινό ξύπνημα ορίστηκε για τις 4:00, μια αρκετά βάρβαρη ώρα. Φόρεσα τη στολή εκστρατείας κι έβαλα τα ρούχα και τα παπούτσια που φορούσα στην πόλη σε μία νάιλον σακούλα, την οποία άφησα στη reception του ξενοδοχείου, για να την πάρω όταν θα επιστρέφαμε τη Κυριακή το απόγευμα. Ακριβής στο ραντεβού του, στις 5:00 έφθασε ο Βασίλης, ο οδηγός μας, ο οποίος θα μας συνόδευε ολόκληρο το Παρασκευοσαββατοκύριακο. Είχε ένα μικρό, αλλά ευτυχώς καινούργιο αυτοκίνητο Renault Twingo. Το πρόβλημα ήταν πώς θα χωρούσαμε μέσα σ' αυτό το αυτοκινητάκι 4 άνθρωποι με τόσα πολλά εφόδια. Τελικά, με πολλή προσπάθεια και άψογη τακτοποίηση τα καταφέραμε!
Στην αρχή ο δρόμος ήταν στρωμένος με άσφαλτο, αλλά μετά ακολούθησε χωματόδρομος κακής ποιότητας. Το Twingo υπέφερε, καθώς ήταν χαμηλό και παραφορτωμένο. Αρκετά συχνά "εύρισκε" από κάτω, στις προεξοχές του δρόμου.
Στη διαδρομή περάσαμε από ένα φυλάκιο, όπου ο Βασίλης έδωσε κάποια μικροδώρα και τσιγάρα στον μισοκοιμισμένο σκοπό. Προχωρήσαμε, χωρίς καμιά διαδικασία ή έλεγχο. Η συνολική διαδρομή ήταν περίπου 45 χιλιόμετρα. Οι ντόπιοι χρησιμοποιούσαν για το Δέλτα του Έβρου την παλιά, τουρκική ονομασία Γκιαούρ - Αντά (= νησί των απίστων).
Φθάσαμε σ' ένα δασικό περίπτερο (που ήταν βέβαια κλειστό), όπου αφήσαμε το αυτοκίνητο. Έκανε έντονη ψύχρα. Εκεί είχε δέσει ο Βασίλης την «πλάβα» του, όπου μέσα στο σκοτάδι μεταφέραμε και φορτώσαμε λίγα-λίγα όλα τα εφόδια και τα όπλα. Μπήκαμε και καθίσαμε στις εγκάρσιες σανίδες, που χρησίμευαν ως πάγκοι. Ο Βασίλης έβαλε εμπρός την εξωλέμβια μηχανή και ξεκινήσαμε. Προχωρούσαμε μέσα από διάφορα κανάλια, άλλοτε φαρδιά κι άλλοτε στενά, ανάμεσα από νησάκια. Η πλοήγηση στα σκοτεινά ήταν αρκετά δύσκολη, αλλά ευτυχώς, ο Βασίλης ήταν πολύ πεπειραμένος και ήξερε τη διαδρομή μέχρι την τελευταία σπιθαμή. Πραγματικά απορούσα πώς έβλεπε που έπρεπε να στρίψει. Ήταν σαν η πείρα να τού είχε δώσει ικανότητες ραντάρ!
Πλάβα ονομάζεται η στενόμακρη βάρκα που είναι πλατιά από κάτω χωρίς καθόλου καρίνα, η οποία είναι κατάλληλη μόνο για λίμνες και ποτάμια.
Άρχισε να φυσάει κι ο άνεμος έκανε το κρύο πολύ πιο τσουχτερό. Σε περίπου 15 λεπτά φθάσαμε. Στην αποβάθρα υπήρχε μια πρόχειρη κατασκευή, ένα είδος καλύβας ανοιχτής από την πλευρά της θάλασσας και χωρίς πόρτα από την απέναντι μεριά, δηλαδή, για να το πούμε διαφορετικά, είχε παραβάν από… δυόμισι πλευρές και σκεπή. Ο Βασίλης έδεσε καλά την πλάβα και αφού βγάλαμε τους σάκους με τα πράγματά μας, προχωρήσαμε προς την καλύβα, που βρισκόταν σε απόσταση 20 μέτρων περίπου. Ήταν μια πολύ πρόχειρη, άκομψη κατασκευή από υλικά προερχόμενα από κατεδαφίσεις και αποξηλώσεις, με σκεπή από κυματοειδή λαμαρίνα. Δεν θύμιζε κυνηγετικό περίπτερο, αλλά τρώγλη φτωχογειτονιάς κάποιας τριτοκοσμικής χώρας. Ήταν, όμως, αρκετά καλά εξοπλισμένη εσωτερικά. Στην είσοδο υπήρχε ένα δωματιάκι, χωρίς πόρτα, το οποίο χρησίμευε ως αποθήκη και υπνοδωμάτιο του γάτου. Εκεί φύλαγε ο Βασίλης τα διάφορα ευπαθή τρόφιμα μέσα σ' ένα συρμάτινο κλουβί (φανάρι) κρεμασμένο από το ταβάνι, όπως γινόταν άλλωστε σ' όλα τα σπίτια τα παλιά χρόνια, πριν εφευρεθεί το ηλεκτρικό ψυγείο.
Περνώντας από μία πόρτα (που τη νύχτα ασφάλιζε τοποθετώντας πίσω της ένα μπιτόνι γεμάτο νερό, για να μην ανοίγει) έμπαινες στην κουζινίτσα. Δεξιά, δίχως να μεσολαβεί άλλη πόρτα, ήταν το κυρίως δωμάτιο (που χρησίμευε ως τραπεζαρία - καθιστικό - υπνοδωμάτιο). Εκεί υπήρχε μια θαυματουργή σόμπα, που λειτουργούσε με ξύλα. Το μπουρί της διάσχιζε και ζέσταινε ολόκληρο το δωμάτιο.
Η πρώτη δουλειά ήταν ν' ανάψουμε τις λάμπες πετρελαίου, για να βλέπουμε μέσα στο πυκνό σκοτάδι. Οι λάμπες αυτές είναι πολύ γραφικές και σε μεταφέρουν νοερά σε άλλες εποχές, μακριά από τον μοντέρνο, υλικό "πολιτισμό". Ανεβάσαμε το φυτίλι, για να δυναμώσουμε το φως. Η καλύβα είχε και γεννήτρια, την οποία όμως είχαν κλέψει κάποιοι άγνωστοι λίγες μέρες πριν, μαζί με τις γεννήτριες όλων των καλυβιών της περιοχής! Δύο μόνο γεννήτριες γλύτωσαν κι αυτό επειδή είχαν σταλεί για επισκευή στην Αλεξανδρούπολη. Ο Βασίλης διέθετε ακόμη και δύο φακούς με μικρές λάμπες φθορισμού, που τροφοδοτούνταν από επαναφορτιζόμενες μπαταρίες. Εμείς είχαμε φέρει μαζί μας και δύο λάμπες υγραερίου. Οι περισσότερες καλύβες, όπως μας είπε ο Βασίλης, θερμαίνονταν με σόμπες πετρελαίου, οι οποίες, όμως, παρουσίαζαν πολλά μειονεκτήματα: μικρή θερμαντική ικανότητα, δυσοσμία, πιθανότητα να βουλώσει η σόμπα και τέλος να παγώσει το πετρέλαιο όταν κάνει πολύ κρύο. Το μόνο πλεονέκτημά τους σε σχέση με τις ξυλόσομπες είναι η συνεχής τροφοδότηση και ότι δεν σβήνουν μόλις καούν τα ξύλα (υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι υπάρχει αρκετό πετρέλαιο).
Η καλύβα είχε 4 κρεβάτια, τα δύο από αυτά βρίσκονται το ένα επάνω από το άλλο (όπως οι κουκέτες των πλοίων). Στο κάτω θα κοιμόταν ο Μανώλης και στο επάνω εγώ. Στα υπόλοιπα δύο ο Πλάτων κι ο Βασίλης. Στους τοίχους ήταν καρφωμένα πολλά καρφιά, που χρησίμευαν ως κρεμάστρες, αλλά δεν έφθαναν για όλα τα ρούχα μας, τους σκούφους κ.λπ., που ήταν πάμπολλα λόγω του κρύου.
Για να πάμε στην τουαλέτα έπρεπε να κάνουμε μία μικρή "εκδρομή" μέσα στο κρύο μέχρι την αποβάθρα, στην ακροποταμιά. Η λεκάνη είχε μια τρύπα που οδηγούσε κατευθείαν στο νερό του ποταμού… Για να φορτίσουμε το κινητό τηλέφωνο χρειαζόταν δύο μεγαλύτερες "εκδρομές", μέχρι τη μοναδική καλύβα που διέθετε γεννήτρια…
Ήπιαμε ένα καυτό τσάι, για να ζεσταθούμε και να τονωθούμε. Μετά δοκιμάσαμε τις καινούργιες αδιάβροχες στολές με τις λαστιχένιες μπότες, που έφθαναν μέχρι το στήθος. Οι μπότες μού ήταν κάπως μεγάλες, αλλά καλύτερα έτσι παρά να ήταν στενές. Είχα φέρει βέβαια μαζί μου (για καλό και για κακό) και τις παλιές, που έφθαναν μέχρι την αρχή του μηρού, όχι μέχρι το στήθος. Αυτές στερεώνονταν με ένα μικρό ιμάντα γύρω από τον μηρό αντί για τιράντες επάνω στους ώμους. Κατόπιν προσπαθήσαμε να βάλουμε κάποια τάξη στα πολλά εφόδια, τρόφιμα και στον εξοπλισμό μας, όσο βέβαια μας το επέτρεπε το στενάχωρο καλύβι.
Εκδρομές με την πλάβα στο ποτάμι
Ετοιμαστήκαμε και αναχωρήσαμε στις 8:00 το πρωί. Φορτώσαμε τον εξοπλισμό μας και μπήκαμε στην πλάβα. Ο Βασίλης έβαλε μπροστά την εξωλέμβια μηχανή και ξεκινήσαμε. Διασχίσαμε διάφορα κανάλια, άλλοτε στενά και άλλοτε πλατύτερα. Δεξιά και αριστερά υπήρχαν νησάκια και στενόμακρες λωρίδες γης ή μεγάλα κομμάτια ξηράς. Σε μερικές περιοχές τα νερά ήταν ήρεμα, αλλά συναντήσαμε και σημεία με πολύ ισχυρό ρεύμα. Νερά υπήρχαν σχεδόν παντού, ακόμη και στην ξηρά, υπό μορφή λιμνούλας ή έλους, λόγω των παρατεταμένων βροχών των προηγούμενων ημερών. Αλλά και η στάθμη των νερών του ποταμού ήταν αισθητά ανεβασμένη. Παρατήρησα τη βλάστηση, η οποία ήταν αρκετά ιδιόρρυθμη. Σχεδόν παντού υπήρχαν λεπτά καλάμια σαν βούρλα και σε μερικά σημεία δένδρα, συνήθως αρμυρήθρες, που στην περιοχή του Έβρου ονομάζονται «γερακίνια». Τα ξύλα από τον κορμό των γερακινιών χρησιμοποιούνταν στις καλύβες τον χειμώνα ως καυσόξυλα.
Λίγο αργότερα μπήκαμε σε ένα πλατύ κανάλι του ποταμού, στην περίφημη «Ευθυγράμμιση» του Έβρου, που είχε διανοιχθεί μερικά χρόνια πριν. Ήταν ένα μεγάλο τεχνικό έργο, το οποίο επηρέασε σημαντικά και μάλλον αρνητικά τον υδροβιότοπο και μάλιστα, νομίζω, χωρίς να επιτύχει τους επιδιωκόμενους σκοπούς, δηλαδή τη διευθέτηση της κοίτης κ.λπ.
Η βόλτα με την πλάβα διήρκησε πάνω από μιάμιση ώρα. Η διαδρομή ήταν ωραία, όχι όμως κάτι το συναρπαστικό. Πήρα μια καλή γεύση και μου λύθηκε η απορία που είχα από παλιά για το πώς είναι το Δέλτα του Έβρου. Πάπιες δεν συναντήσαμε καθόλου, παρά μόνο διάφορα είδη μικρών πουλιών, που πέταγαν τρομαγμένα από τον θόρυβο της μηχανής της πλάβας όσο πιο γρήγορα και πιο ψηλά μπορούσαν, για να σωθούν.
Επιστρέψαμε στην καλύβα, για να ζεσταθούμε λιγάκι, να ξεμουδιάσουμε, να ξεκουραστούμε και να τσιμπήσουμε κάτι. Ξεκινήσαμε πάλι με την πλάβα, στις 11:30, αλλά αυτή τη φορά ακολουθήσαμε άλλη διαδρομή. Πήγαμε προς το παλιό κυνηγετικό Περίπτερο, που χρησιμοποιείτο τόσο από τη δασική υπηρεσία όσο και από τους οικολόγους ως φυλάκιο για την παρατήρηση πουλιών, που συνήθως ήταν κλειστό. Κοντά στο Περίπτερο υπήρχε μία περιοχή του Δέλτα που έχει ορισθεί ως καταφύγιο θηραμάτων και εκεί δεν επιτρεπόταν το κυνήγι.
Σε ένα σημείο της διαδρομής πλησιάσαμε πολύ κοντά στα τουρκικά σύνορα. Διακρίναμε πεντακάθαρα τα σπίτια και τους μιναρέδες των τζαμιών του γειτονικού, τουρκικού χωριού Αίνος, όπως είναι γνωστό στην περιοχή του Έβρου το χωριό που οι Τούρκοι ονομάζουν Enez.
Και πάλι δεν συναντήσαμε καθόλου πάπιες κι έτσι γυρίσαμε στην καλύβα άπρακτοι.
Για μεσημβρινό φαγητό είχαμε καυτή κοτόσουπα, με μεγάλα κομμάτια κρέας από "αλανιάρα κότα" - μια πραγματική γευστική απόλαυση! Αφού δεν μπορέσαμε να χτυπήσουμε πάπιες, συμβιβαστήκαμε με κότα… Κατόπιν ξαπλώσαμε και πήραμε έναν τονωτικό, μεσημεριανό υπνάκο, που τον είχαμε απόλυτη ανάγκη, αφού είχαμε ξυπνήσει από τ' άγρια χαράματα.
Καρτέρι στην "Μάνα της Σκέπης"
Το απόγευμα ο άνεμος δυνάμωσε για τα καλά. Δεν ήταν φρόνιμο να χρησιμοποιήσουμε πια την πλάβα. Έτσι ξεκινήσαμε με τα πόδια, στις 16:00, για ένα καρτέρι που ονομαζόταν «Μάνα της Σκέπης». Μετά από ένα μικρό κομμάτι στεγνής ξηράς προχωρήσαμε στο υγρό τμήμα της. Στη διαδρομή ήμασταν συνέχεια μέσα στα νερά και εκεί φάνηκε πόσο απαραίτητη ήταν η καινούργια, τελείως αδιάβροχη στολή μας. Συνήθως τα νερά ξεπερνούσαν τον αστράγαλο.
Φθάσαμε σε μια στενή λωρίδα ξηράς και αμέσως μετά συναντήσαμε μια μεγάλη, σχεδόν κυκλική λίμνη, η διάμετρος της οποίας ήταν σχεδόν ένα χιλιόμετρο. Την κοιτάζαμε διστακτικά, αλλά ο Βασίλης μάς έκανε νόημα να συνεχίσουμε. Εκεί τα νερά ήταν πιο βαθιά και συχνά έφθαναν μέχρι το γόνατο κι ακόμη παραπάνω.
Το χειρότερο, όμως, ήταν ότι στον πάτο της λίμνης υπήρχε μαλακιά λάσπη, με αποτέλεσμα οι μπότες να βουλιάζουν και να γλιστράνε. Σε μερικά σημεία η λάσπη υποχωρούσε, οι μπότες χώνονταν πολύ βαθιά, κόλλαγαν στον βούρκο και χρειαζόταν φοβερή προσπάθεια για να τις ξεκολλήσουμε και να κάνουμε το επόμενο βήμα. [Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στα χιόνια, στις λάσπες πρέπει να αποφεύγεις να πατάς ακριβώς στα βήματα του προπορευόμενου].
Το κρύο ήταν τόσο φοβερό που η αναπνοή μας μονίμως θόλωνε τα γυαλιά μας, τα έκανε αδιαφανή και συνεπώς τελείως άχρηστα. Αναγκάστηκα να τα βγάλω και με αρκετή δυσκολία βρήκα κάτω από την αδιάβροχη στολή μια τσέπη για να τα βάλω μέσα. Φθάσαμε σε μια λωρίδα ξηράς, τη διασχίσαμε γρήγορα και ξαναμπήκαμε στα νερά. Προχωρούσαμε και πάλι πολύ δύσκολα. Στο μεταξύ άρχισε να ψιλοχιονίζει, αλλά εμείς συνεχίζαμε απτόητοι την πορεία μας. Λίγο αργότερα φθάσαμε, επιτέλους, στο καρτέρι Μάνα της Σκέπης. Η ονομασία «μάνα» συνηθίζεται σε πολλά τοπωνύμια στον Έβρο και υποδηλώνει συνήθως πηγή νερού (νερομάνα), είτε τωρινή είτε παλιά.
Ο Βασίλης μάς είπε ότι έπρεπε να ακολουθήσουμε διαφορετικούς δρόμους και να ακροβολιστούμε. Οδήγησε καθέναν από μας σε διαφορετικό σημείο. Μεταξύ τους τα σημεία απείχαν γύρω στα 70 με 100 μέτρα. Είχε ήδη σπάσει μερικά κλαδιά στους θάμνους για να δημιουργήσει ένα είδος καθίσματος, το οποίο ήταν σχετικά αναπαυτικό. Το σπουδαιότερο, όμως, ήταν ότι επέτρεπε να βγάλουμε τα πόδια μας από τα παγωμένα νερά, όση ώρα θα μέναμε ακίνητοι στο καρτέρι. Αυτό ήταν μεγάλη ανακούφιση, γιατί το κρύο ήταν φοβερό.
Πού και πού ακούγονταν πυροβολισμοί. Κάποια στιγμή ο Πλάτων κατάφερε να χτυπήσει μια πάπια και μέσα στο μισοσκόταδο άρχισε να την ψάχνει. Παιδεύτηκε αρκετά, γιατί η περιοχή ήταν γεμάτη πυκνούς θάμνους. Μετά από πολλές προσπάθειες κατόρθωσε να την εντοπίσει μέσα σε μια μεγάλη συστάδα θάμνων.
Καθώς έπεφτε το σκοτάδι άρχισα να φοβάμαι μήπως δυσκολευόμασταν να βρούμε το δρόμο της επιστροφής. Από το στέκι μου φώναξα όσο πιο δυνατά μπορούσα στον Βασίλη ότι έπρεπε να φύγουμε. Εκείνος με καθησύχασε ότι δεν υπήρχε φόβος. Στο μεταξύ χιόνιζε ασταμάτητα και μάλιστα με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση.
Λίγο αργότερα, καθώς νύχτωνε και το κρύο γινόταν ανυπόφορο, συμφώνησαν πια όλοι να επιστρέψουμε. Ευτυχώς, ο Βασίλης είχε πείρα πάνω από 20 χρόνια και ήταν βαθύς γνώστης της περιοχής. Προχωρούσαμε αμίλητοι μέσα στα νερά. Εγώ έσπασα ένα γερό κλαδί από ένα θάμνο και το χρησιμοποίησα για μπαστούνι. Με βοήθησε αφάνταστα στη διαδρομή του γυρισμού, τόσο μέσα στα νερά και τις λάσπες όσο και στα στεγνά τμήματα της ξηράς, τα οποία είχαν καλυφθεί από χιόνια την ώρα που εμείς ήμασταν στο καρτέρι.
Ένα υπέροχο θέαμα μέσα στη νύχτα
Με τους φακούς μας φωτίζαμε ακριβώς μπροστά μας, δηλαδή εκεί που επρόκειτο να κάνουμε το επόμενο βήμα μας, γιατί το έδαφος έκρυβε πολλές παγίδες. Είχε νυχτώσει τελείως και βέβαια από τον ουρανό δεν έφεγγε ούτε φεγγάρι ούτε άστρα. Κι όμως, όταν σβήναμε τους φακούς μας υπήρχε ένα αμυδρό φως, το οποίο φώτιζε το χιόνι κατά τρόπο πολύ περίεργο και έντονα αισθητό. Το χιόνι "φωσφόριζε" σαν να αποτελείτο από χιλιάδες μικροσκοπικές πυγολαμπίδες!! Ή σαν να ήταν πίσω μας, πολύ μακριά όμως, οι προβολείς κάποιου αυτοκινήτου. Σταματήσαμε για να απολαύσουμε αυτό το εκπληκτικό θέαμα. Ήταν ένα φαινόμενο που δεν είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου. Πιθανολογώ ότι μέσα στο απόλυτο σκοτάδι το κατάλευκο χιόνι φωτιζόταν από την ανταύγεια του ουρανού, που ίσως αντικατόπτριζε κάποια μακρινά φώτα. Κάτι ανάλογο με τη «fata morgana» της ερήμου. Στη δημιουργία του φαινομένου θα πρέπει να παίζει ρόλο και το κατάλευκο χρώμα του χιονιού, που αντανακλά και την ελάχιστη ποσότητα φωτός μέσα στο πλήρες σκότος του περιβάλλοντος. Αλλά ο δυνατός άνεμος και το φοβερό κρύο δεν μας άφηναν περιθώρια χρόνου για περισσότερες ρομαντικές ή φυσιολατρικές απολαύσεις. Μας ξαναγύρισαν στην πεζή πραγματικότητα. Έπρεπε να γυρίσουμε το ταχύτερο στην καλύβα. Προχωρούσαμε όσο πιο γρήγορα μας επέτρεπαν οι δυνάμεις μας. Ευτυχώς, χάρη στον Βασίλη, δεν χάσαμε ούτε μια στιγμή το δρόμο μας ούτε κάναμε την παραμικρή παρέκκλιση ή λοξοδρόμηση.
Ο άνεμος ήταν πολύ δυνατός -ίσως 8 μποφόρ- και μας μαστίγωνε αλύπητα. Κάποια στιγμή εδέησε να φθάσουμε στην καλύβα.
Ανάψαμε αμέσως τη σόμπα κι βγάλαμε τα βαριά ρούχα μας. Απλώσαμε όλα τα βρεγμένα για να στεγνώσουν και καθίσαμε ν' απολαύσουμε τη ζεστή θαλπωρή της σόμπας. Έξω ο άνεμος έχει δυναμώσει ακόμη πιο πολύ. Κουνούσε ολόκληρη την καλύβα και έκανε ένα ανατριχιαστικό σφύριγμα όταν "έδερνε" με λύσσα τις λαμαρίνες της σκεπής.
Ο Βασίλης έψησε στη σόμπα σουτζουκάκια με ρύζι και σάλτσα ντομάτα. Ήταν μια ανέλπιστη λιχουδιά μέσα στην ερημιά και στη χιονοθύελλα… Στη διάρκεια του φαγητού μας είπε ότι είχε προτείνει την αναβολή του ταξιδιού μας λόγω καιρού, αλλά ο Αντώνης δεν το δέχθηκε, ίσως γιατί είχε ήδη αγοράσει τα φυσίγγια…
Φορτίσαμε το κινητό τηλέφωνο στην καλύβα με τη γεννήτρια. Προσπάθησα να τηλεφωνήσω μέσα από τη καλύβα μας, αλλά δεν είχε καθόλου σήμα. Βγήκα έξω στο χιονιά και, ώ του θαύματος, στην αποβάθρα είχε ιδιαίτερα δυνατό σήμα. Επικοινώνησα με το σπίτι μου και η φωνή ακουγόταν "καμπάνα". Για να κάνουμε οικονομία στη μπαταρία είπα στη σύζυγό μου ότι θα είχα το τηλέφωνο συνέχεια κλειστό και της ζήτησα να ειδοποιήσει και τις οικογένειες των άλλων, ότι ήμασταν όλοι καλά.
Κοίταξα το θερμόμετρο. Έδειχνε -6 βαθμούς. Ευτυχώς, η αποβάθρα και η τουαλέτα είχαν παραβάν, που μας προφύλαγε από τον φοβερό άνεμο. Τουαλέτα τελείως στο ύπαιθρο, χωρίς παραβάν, θα ήταν μια πραγματική Οδύσσεια. Εκεί καταλαβαίνει κανείς την πραγματική σημασία της γαλλικής λέξης που πάει να πει «προστασία από τον άνεμο». Ασυναίσθητα μου ήρθαν στο μυαλό και άλλες λέξεις της ίδιας οικογένειας που σημαίνουν προστασία: paravent, parapluie, parasoleil, paratonnerre, parachute, pare-brise, pare-feu κ.λπ. Για να μειώσω την ταλαιπωρία συνδύαζα κάθε φορά τα τηλεφωνήματα με μία… επίσκεψη στην τουαλέτα. Κάθε εξόρμηση προς τα εκεί ήταν μια… ηρωική πράξη.
Αργά το βράδυ διαπιστώσαμε ότι είχε μισολιώσει από τη ζέστη το πλαστικό χερούλι της λάμπας υγραερίου από το οποίο την είχαμε κρεμάσει στο ταβάνι της καλύβας. Στην επάνω κουκέτα, όπου κοιμόμουν εγώ, έκανε φοβερή ζέστη, γιατί ήταν ψηλά (όπου συσσωρεύεται ο θερμός αέρας) και γιατί περνούσαν κοντά τα μπουριά της σόμπας.
Εξοπλισμός για τη χιονοθύελλα
Σάββατο, 14.1.1995
Ο άνεμος λυσσομανούσε αδιάκοπα. Έξω έπεφτε ακατάπαυστα πολύ χιόνι. Τα πάντα ήταν κάτασπρα. Το πρωινό μας ήταν τσάι του βουνού, βούτυρο και χειροποίητες σπιτικές μαρμελάδες επάνω σε χωριάτικο ψωμί ψημένο στη σόμπα. Εγώ είχα πάρει μαζί μου και σοκολατούχο γάλα, που ήταν πάντα μια βολική λύση για το breakfast στις εκδρομές στην Ελλάδα. Λίγο αργότερα ήρθαν δύο κυνηγοί από κάποια γειτονική καλύβα και μάς έκαναν επίσκεψη.
Ετοιμαστήκαμε για να βγούμε έξω στη χιονοθύελλα. Το ντύσιμο για τέτοιες σκληρές καιρικές συνθήκες, με δυνατό άνεμο και θερμοκρασίες πολύ κάτω από το μηδέν, ήταν ολόκληρη ιεροτελεστία που διαρκούσε πολλή ώρα. Ήταν, όμως, απαραίτητη για να μην παγώσεις. Η ένδυσή μου αποτελείτο από:
Κάλτσες: Εσωτερικά μακριές μεταξωτές, μετά χακί ελβετικές και από πάνω χονδρές, πλεχτές, μάλλινες, μέχρι επάνω από το γόνατο.
Κάτω: Εσώρουχο fleece + πράσινο παντελόνι φόρμας fleece + παντελόνι χονδρό βαμβακερό κυνηγετικό χακί + εξωτερικά στολή λαστιχένια αδιάβροχη μέχρι το στήθος ενωμένη με τις μπότες.
Επάνω: Φανέλα fleece + πουκάμισο fleece + γιλέκο με φερμουάρ fleece + φόρμα πράσινη με φερμουάρ fleece + νιτσεράδα με εσωτερικό πάπλωμα.
Κεφάλι: Σκούφος fleece full-face (τύπος passa-montagna, όπως οι ληστές) + κάλυμμα σαγονιού από ελαστικό neoprene (εσωτερικά fleece) + κουκούλα νιτσεράδας με γείσο. Σε όλο αυτό τον φοβερό εξοπλισμό εκτός από ένα ζευγάρι κάλτσες τίποτε άλλο δεν ήταν μάλλινο. Το καινούργιο συνθετικό υλικό fleece έχει αντικαταστήσει το μαλλί, γιατί παρουσιάζει πολλά πλεονεκτήματα: Είναι ζεστό και συγχρόνως ελαφρύ, πιο πυκνό (επομένως λιγότερο διαπερατό από τον άνεμο) και στεγνώνει πολύ ευκολότερα και γρηγορότερα (από τον ιδρώτα ή τη βροχή).
Γυαλιά ήταν αδύνατο να φορέσει κανείς με τέτοιες φοβερές καιρικές συνθήκες. Ήταν τελείως άχρηστα, γιατί η αναπνοή πάγωνε επάνω τους και τα θόλωνε αμέσως. Τα μάτια δάκρυζαν από το κρύο και τα δάκρυα μόλις έσταζαν επάνω στα γυαλιά πάγωναν και δεν ξεκολλούσαν με κανένα τρόπο. Ακόμη και το γνωστό κόλπο να καθαρίσεις τα γυαλιά, σε περίπτωση ανάγκης, γλείφοντάς τα, που υπό άλλες συνθήκες είναι αποτελεσματικό, εκεί αποδείχθηκε άχρηστο. Το σάλιο πάγωνε αμέσως επάνω στα κρύσταλλα!! Έτσι τα γυαλιά γίνονταν αδιαφανή…
Λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιήσουμε τις πλάβες, οπότε ήμασταν υποχρεωμένοι να κινηθούμε με τα πόδια.
Οι γνωστές φράσεις «όταν φυσάει, δεν χιονίζει» ή «άμα πέσει ο άνεμος, τότε θα το στρώσει» ισχύουν στις πόλεις, όχι εκεί. Η χιονοθύελλα μαινόταν και το χιόνι έπεφτε πυκνό, με ορμή. Το μοναδικό σημείο του σώματός μας που έμενε ακάλυπτο ήταν το στενό άνοιγμα γύρω από τα μάτια. Το χιόνι, καθώς ερχόταν με δύναμη και ταχύτητα, μας έτσουζε και μας πονούσε, σαν να ήταν αμμοβολή. Το γείσο της κουκούλας δεν μπορούσε να μας προφυλάξει ούτε κατά διάνοια. Με το ένα χέρι προς την πλευρά του ανέμου καλύπταμε τα μάτια και βλέπαμε λοξά προς το πλάι με το ένα μάτι.
Γλίστρημα στον βούρκο
Πάπιες δεν συναντήσαμε καθόλου, αλλά και αν ακόμη πετούσαν θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να τις σημαδέψουμε. Εξίσου δύσκολη υπόθεση ήταν και η φωτογράφιση. Προχωρούσαμε με αργά βήματα μέσα το χιόνι. Φθάσαμε σε μια περιοχή όπου κάτω από το χιόνι υπήρχε λάσπη. Το χιόνι βούλιαζε και η λάσπη γλιστρούσε φοβερά. Ήταν ένας εξαιρετικά δύσκολος και πρωτόγνωρος για μένα συνδυασμός. Το έδαφος έμοιαζε με διώροφη τούρτα: από κάτω είχε καφέ "σοκολάτα" κι από πάνω κάτασπρη "σαντιγί". Ήταν μια επικίνδυνη "τούρτα" που χρειαζόταν μεγάλη προσοχή.
Σε κάποια στιγμή ο Μανώλης γλίστρησε στον βούρκο κι έπεσε. Για να σηκωθεί τον βοήθησε ο Βασίλης, που ήταν δίπλα του. Οι συνθήκες ήταν τόσο δύσκολες που όποιος έπεφτε δεν θα μπορούσε να σηκωθεί μόνος του, χωρίς κάποιο στήριγμα. Εμένα, στην πορεία με βοηθούσε ο πληρέστερος εξοπλισμός μου. Είχα μαζί μου ένα πτυσσόμενο ορειβατικό μπαστούνι, που έκανε θαύματα. Το είχα πάρει μάλλον από συνήθεια, γιατί δεν φανταζόμουν ότι θα μου χρησίμευε.
Με το πέσιμο του Μανώλη βράχηκε η καραμπίνα του. Έτσι, ήταν υποχρεωμένος να γυρίσει στην καλύβα μαζί με τον Βασίλη, για να την καθαρίσει και να τη στεγνώσει καλά. Ο Πλάτων κι εγώ συνεχίσαμε και μετά από κάμποση ώρα αποφασίσαμε να γυρίσουμε κι εμείς πίσω. Αν και ήταν μέρα μεσημέρι, οι καιρικές συνθήκες ήταν τόσο άθλιες που στην επιστροφή ψιλοχαθήκαμε. Ευτυχώς, φθάσαμε στο ποτάμι, στρίψαμε δεξιά προς την πλευρά που υπολογίζαμε ότι βρισκόταν η καλύβα κι αρχίσαμε να προχωρούμε κατά μήκος της όχθης. Έτσι βρήκαμε την καλύβα χωρίς μεγάλη περιπλάνηση, γιατί είχαμε ως σταθερό άξονα αναφοράς και όριο το ποτάμι.
Παρά το φοβερό κρύο φθάσαμε στην καλύβα ιδρωμένοι. Δεν ξέρω αν ιδρώσαμε από τη σωματική προσπάθεια ή από την ψυχική αγωνία ή και από τα δύο μαζί… Ο Βασίλης πήρε και φόρτισε το φορητό τηλέφωνο στην καλύβα που είχε γεννήτρια. Επειδή η καλύβα μας είχε μεταλλική σκεπή και δεν πιάναμε καθόλου σήμα στο εσωτερικό της, πήγα στην αποβάθρα για να τηλεφωνήσω. Ακόμα καλύτερη λήψη είχε το τηλέφωνο μέσα στην πλάβα, αλλά εκεί δεν υπήρχε καθόλου απάγκιο από τον ισχυρό άνεμο.
Μετά το τηλεφώνημα σκέφθηκα ότι θα ήταν καλή ιδέα να επωφεληθώ να πάω στην τουαλέτα που ήταν στην αποβάθρα. Η καλύβα, όμως, όπως και η αποβάθρα, ήταν φτιαγμένες από παλιά δομικά υλικά και μόλις άνοιξα την πόρτα της με μεγάλη μου έκπληξη δέχθηκα ξαφνικά όλη τη μανία της χιονοθύελλας κι αισθάνθηκα τον δυνατό άνεμο να μου φέρνει το χιόνι με ορμή στο πρόσωπο. Τι είχε συμβεί; Απλούστατα, αντί να ανοίξω την πόρτα της τουαλέτας άνοιξα μια πόρτα που χρησίμευε μόνο σαν τοίχος-παραβάν της αποβάθρας και οδηγούσε κατευθείαν… στην ύπαιθρο!
Σύντομα εξαντλήσαμε ό,τι είχαμε πάρει μαζί μας για διάβασμα. Έτσι, το μόνο που μας απέμενε για να περάσουμε την ώρα μας ήταν να παίξουμε, μετά από πολλά-πολλά χρόνια, πρέφα. Στρωθήκαμε, λοιπόν, οι τρεις μας (ο Μανώλης, ο Πλάτων κι εγώ) στο παιχνίδι. Όπως λέει και η παροιμία: «ο Εβραίος όταν χάνει, τα παλιά τεφτέρια πιάνει».
Για μεσημεριανό φαγητό η καλύβα πρόσφερε λαχταριστό, καυτό αρνάκι γιουβέτσι, ψημένο στο φούρνο της σόμπας κι αρωματισμένο από τα καυσόξυλα. Πραγματικά λουκούλλεια απόλαυση!! Η χιονοθύελλα έξω συνέχιζε απτόητη. Παρά το φοβερό σφύριγμα του ανέμου που κουνούσε το καλύβι επικίνδυνα, εμείς καταφέρναμε να πάρουμε τον μεσημεριανό υπνάκο μας.
Επειδή το μικρό Twingo του Βασίλη ήταν αδύνατο να κινηθεί κάτω από αυτές τις φοβερές συνθήκες, έπρεπε να βρούμε κάποιο άλλο αυτοκίνητο με κίνηση στους 4 τροχούς, για να μπορέσουμε να φύγουμε. Τηλεφωνήσαμε στο σπίτι του Βασίλη, στον Αντώνη, καθώς και σε κάποια άλλη καλύβα που υπήρχε κινητό τηλέφωνο, προσπαθώντας να βρούμε κάποιο τζιπ. Δυστυχώς, όλες οι προσπάθειες παρέμειναν άκαρπες.
Σε κάποια στιγμή ο Βασίλης διαπίστωσε ότι έλειπαν αρκετά καυσόξυλα, πόσιμο νερό και τρόφιμα. Εξαγριωμένος άρχισε να βρίζει. Οι υποψίες του στράφηκαν προς τους πρωινούς επισκέπτες. Αυτή η απροσδόκητη επίσκεψη ήταν μάλλον ύποπτη. Φαίνεται ότι ξαναγύρισαν με την πλάβα τους μόλις εμείς αναχωρήσαμε για το κυνήγι κι έκλεψαν τα εφόδια. Η φοβερή κακοκαιρία δημιούργησε σε όλους πρόσθετες ανάγκες. Ο Βασίλης ήταν γνωστό σε όλους ότι είχε πάντα εφόδια για πολλές μέρες σαν μυρμήγκι, ενώ εκείνοι, αντίθετα, ήταν αλητόβια "τζιτζίκια".
Επικίνδυνη απώλεια προσανατολισμού μέσα στη χιονοθύελλα
Αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε για την απογευματινή μας εξόρμηση. Πηγαίνοντας να φορέσω την αδιάβροχη στολή μου, διαπίστωσα ότι είχαν φύγει από τη θέση τους οι μεταλλικοί γάντζοι όπου στερεώνονταν οι τιράντες! Χωρίς ειδικά εργαλεία ήταν αδύνατον να την επιδιορθώσουμε. Η μόνη πρόχειρη λύση ήταν να δέσω τη στολή με μία ζώνη. Ευτυχώς, είχα μαζί μου μια εφεδρική, πλεχτή ζώνη. Μια κοινή ζώνη με τρύπες θα ήταν άχρηστη, γιατί δεν θα είχε τόσες τρύπες ούτε τόσο μεγάλο μήκος για να μου χωρέσει, δεδομένου ότι με τα τόσα πολλά ρούχα που φορούσα η περιφέρεια της μέσης μου είχε αυξηθεί πάρα πολύ. Αντιθέτως, με την πλεχτή ζώνη δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Η αγκράφα έσφιγγε σε οποιαδήποτε σημείο της, από την αρχή μέχρι το τέλος.
Αφού ξεπεράσαμε αυτή την απρόοπτη δυσκολία, ήμασταν έτοιμοι για αναχώρηση. Η χιονοθύελλα συνεχιζόταν με αμείωτη ένταση, το στρώμα του χιονιού γινόταν ολοένα και παχύτερο, δυσκολεύοντας όλο και περισσότερο την ανίχνευση του είδους του εδάφους που βρισκόταν από κάτω. Προχωρώντας, φθάσαμε στο υγρό μέρος. Ο συνδυασμός χιονιού από πάνω και λάσπης από κάτω μας έκανε να βουλιάζουμε διπλά και να γλιστράμε διαβολεμένα…
Εξαιτίας της πυκνής χιονόπτωσης στη διάρκεια της πορείας, οι κάνες των όπλων έπρεπε απαραιτήτως να είναι στραμμένες προς τα κάτω. Γιατί αν τυχόν εισχωρούσε χιόνι μέσα στην κάνη υπήρχε σοβαρός κίνδυνος να εκραγεί τη στιγμή που πυροβολισμού. Καθώς το χιόνι μάς μαστίγωνε αλύπητα κι ολόγυρα μάς τύλιγε μια άσπρη θολούρα σαν σάβανο, νομίζαμε ότι βρισκόμασταν σε μια παγωμένη κόλαση. Αυτό δεν ήταν ούτε κυνήγι ούτε φυσιολατρία. Ήταν εφιάλτης! Ενώ σέρναμε τα βήματά μας αργά, η κατάσταση θύμιζε σκηνές από την εξερεύνηση του Ν. Πόλου από τον Amundsen και τον Scott. Μόνο ζώντας υπό τέτοιες συνθήκες μπορεί κανείς να καταλάβει γιατί ηττήθηκαν οι σιδηρόφρακτες στρατιές του Χίτλερ στο Στάλιγκραντ…
Φθάνοντας στο "μπογάζι", όπου τα νερά του ποταμού έτρεχαν ορμητικά, χωριστήκαμε για ν' αρχίσουμε το κυνήγι. Ο Μανώλης κι εγώ μείναμε στο σημείο εκείνο, ενώ ο Πλάτων με τον Βασίλη προχώρησαν πιο πέρα. Το νερό έφθανε σχεδόν στο γόνατο. Ευτυχώς, τα πολλά ζευγάρια κάλτσες έκαναν καλή δουλειά - δεν αισθανόμουν σχεδόν καθόλου κρύο στα πόδια. Βγάλαμε φωτογραφίες ανάμεσα στους χιονισμένους θάμνους. Ακούσαμε τουφεκιές από άλλους κυνηγούς. Μια πάπια έπεσε στο μπογάζι. Ο κυνηγός που τη χτύπησε μπήκε στο νερό για να την πιάσει, αλλά το ρεύμα ήταν τόσο ορμητικό που κόντεψε να τον παρασύρει και να πνιγεί.
Ελάχιστες πάπιες περνούσαν κι αυτές πετούσαν πάρα πολύ μακριά. Ο Μανώλης δεν έριξε ούτε μια τουφεκιά. Καθώς έπεφτε η νύχτα, μου πρότεινε να επιστρέψουμε στην καλύβα, μα εγώ διαφώνησα, γιατί υπήρχε κίνδυνος να χαθούμε αλλά και να χάσουμε την επαφή με τον Πλάτωνα και τον Βασίλη, οι οποίοι θα μας αναζητούσαν και δεν θα ήξεραν που πήγαμε. Ο Μανώλης επέμενε πολύ και τελικά ξεκινήσαμε. Ακολουθούσαμε στην αρχή τα παλιά ίχνη από τα βήματά μας. Αργότερα, όμως, φθάσαμε σε μια περιοχή όπου το χιόνι είχε καλύψει τελείως τα πατήματά μας. Ολόγυρά μας υπήρχε παντού χιόνι, το έδαφος ήταν επίπεδο και υπήρχαν μόνο εγκατεσπαρμένοι ξεροί θάμνοι. Και οι 360 μοίρες γύρω μας είχαν την ίδια όψη και μορφή. Δεν υπήρχε κανένα ύψωμα, κανένα χαρακτηριστικό σημείο αναφοράς, ούτε ήλιος, ούτε σελήνη, ούτε κάποιο φως. Δεν είχαμε, δυστυχώς, ούτε πυξίδα (τη δική μου την είχα αφήσει, κακώς, στην καλύβα). Είπα στο Μανώλη ότι δεν υπήρχε τρόπος να κρατήσουμε σταθερή πορεία. Στον πρώτο θάμνο που θα έπρεπε να παρακάμψουμε θα χάναμε την κατεύθυνσή μας. Και το σκοτάδι πύκνωνε στο μεταξύ απειλητικά. Ακόμη και ο πεισματάρης ο Μανώλης συνειδητοποίησε τον κίνδυνο και αναγκάσθηκε να υποχωρήσει. Κάναμε μεταβολή. Με δυσκολία ξαναβρήκαμε τα ίχνη μας. Τελικά, καταφέραμε να επιστρέψουμε στο στέκι όπου μας είχαν αφήσει οι άλλοι.
Στη διάρκεια της απουσίας μας κάποιος άλλος κυνηγός είχε έρθει εκεί κοντά. Τον ρωτήσαμε μήπως είχε δει τον Βασίλη. Επειδή φοβόταν ότι θα του παίρναμε το κυνήγι, μας ζήτησε ν' απομακρυνθούμε. Περιμέναμε λίγη ώρα, αλλά ευτυχώς επέστρεψαν ο Πλάτων και ο Βασίλης, ο οποίος είχε κατορθώσει να χτυπήσει 4 πάπιες. Όλοι μαζί πήραμε το δρόμο προς την καλύβα. Ο Βασίλης συμφώνησε απόλυτα μαζί μου, ότι σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να φύγουμε από το σημείο που χωριστήκαμε.
Στην πορεία μας προς την καλύβα, έπεσε η νύχτα. Στο βάθος, μακριά, άρχιζε να φαίνεται η φωτεινή ανταύγεια του τούρκικου χωριού. Είχαμε πια ένα σταθερό σημείο αναφοράς. Μόνο πολύ πυκνή ομίχλη ή διακοπή ρεύματος στην Τουρκία θα μπορούσε να μας στερήσει αυτόν τον φάρο, αν και ο Βασίλης ήξερε την περιοχή σπιθαμή προς σπιθαμή και δεν χρειαζόταν τέτοιο βοήθημα. Λίγο αργότερα διακρίναμε και τα φωτάκια από τις καλύβες.
H νύχτα στην καλύβα
Ο Βασίλης, προτού βγάλει τα βαριά ρούχα που φορούσε, πήγε πρώτα να φορτίσει το κινητό τηλέφωνο. Επικοινώνησα με την γυναίκα μου στην Αθήνα και μετά αρχίσαμε τα τηλεφωνήματα στον Αντώνη, στη γυναίκα του Βασίλη στην Αλεξανδρούπολη και στην καλύβα που είχε επίσης κινητό τηλέφωνο, για να μάθουμε πληροφορίες για την κατάσταση του δρόμου. Μας απασχολούσε αν ο δρόμος ήταν ανοιχτός, ώστε να φεύγαμε την επομένη. Κατόπιν, οι τρεις μας το ρίξαμε στην πρέφα (τί άλλο;), ενώ ο Βασίλης ετοίμαζε το βραδινό φαγητό της ομάδας. Εγώ είχα πάρει μαζί μου, όπως πάντα, διάφορα είδη ξηρών καρπών, που αποτελούν τροφή ασφαλείας, πολύ πλούσια σε θρεπτικά συστατικά, εύκολα μεταφερόμενη, διατηρούμενη σε κάθε θερμοκρασία και ιδιαίτερα χρήσιμη, μάλλον ανεκτίμητη, σε περίπτωση ανάγκης. Τότε μας χρησίμευσαν για να συντροφέψουμε το ουίσκι, το τσίπουρο και το υπέροχο κονιάκ με βύσσινο που πρόσφερε η κάβα της καλύβας! Αυτό το κονιάκ με γεύση και άρωμα βύσσινου θα το θυμάμαι για πολλά χρόνια…
Όταν η σόμπα ήταν γεμάτη ξύλα και λειτουργούσε με πλήρη απόδοση, ζέσταινε τόσο πολύ την καλύβα που έπρεπε να ανοίξουμε το παράθυρο, για να μην ιδρώνουμε. Όμως, ο άνεμος σε ελάχιστα δευτερόλεπτα έφερνε το χιόνι μέσα. Γι' αυτό η μόνη λύση που βρήκαμε ήταν να ανοίξουμε το δεύτερο παράθυρο, το οποίο έβλεπε στο δωματιάκι της εισόδου. Αυτό ήταν στεγασμένο, αλλά χωρίς πόρτα και συνεπώς ήταν κρύο, αλλά χωρίς χιόνι και δυνατό άνεμο.
Ο Βασίλης αποδείχθηκε φοβερός μάγειρας. Ετοίμασε αρνάκι στο φούρνο με πατάτες και σαλάτα λάχανο. Δεν ξέρω αν ήταν η ποιότητα του αρνιού, το ψήσιμο στα ξύλα ή η φοβερή κούραση (ή όλα μαζί), πάντως το γεγονός είναι ότι γλείφαμε τα δάχτυλά μας! Μετά το φαγητό μας διηγήθηκε διάφορες ιστορίες με κυνηγούς που χάθηκαν σε διάφορες περιοχές του δαιδαλώδους Δέλτα. Ταλαιπωρήθηκαν φοβερά, περιπλανόμενοι επί πολλές ώρες και μερικές φορές κινδύνεψαν σοβαρά να πεθάνουν από το κρύο. Και το κρύο στη Θράκη δεν αστειεύεται.
Το να πας στην τουαλέτα μέσα στη χιονοθύελλα, που συνεχιζόταν αμείωτη, ήταν αρκετά δυσάρεστη υπόθεση. Έπρεπε να φορέσεις μπότες και πλήρη ένδυση, γιατί η διαφορά εξωτερικής και εσωτερικής θερμοκρασίας από τη σόμπα ήταν τρομερή, κάπου 40 βαθμοί. Κινδύνευες να πάθεις πνευμονία μέσα σε ελάχιστα λεπτά. Γι' αυτό καθυστερούσαμε, όσο ήταν δυνατόν, την τελευταία βραδινή επίσκεψη στην τουαλέτα, ώστε να γλυτώσουμε τη νυχτερινή… εξόρμηση. Με πολύ δέος αναλογιζόμουν τι θα υπέφερε όποιος θα είχε την κακή τύχη να πάθει διάρροια. Οι συχνές έξοδοι θα ήταν φρίκη!
Στο δωματιάκι της εισόδου έκανε τόσο φοβερό κρύο που ο φουκαράς ο γάτος είχε ξεπαγιάσει. Πολύ σωστά ο λαός το ονομάζει "ψωφόκρυο". Λυπηθήκαμε το καημένο το ζωάκι και το αφήσαμε να μπει μέσα στην καλύβα. Η χαρά του, όταν κάθισε δίπλα στη σόμπα, δεν περιγράφεται. Άρχισε να κυλιέται κάτω, να κάνει τούμπες και να τρίβεται στα πόδια μας…
Αποκοιμήθηκα ξεσκέπαστος, επειδή έκανε πολλή ζέστη. Τη νύχτα όμως, όταν έσβησε η σόμπα, ξύπνησα από το κρύο. Φόρεσα ένα πουλόβερ και σκεπάστηκα με σεντόνι και κουβέρτες. Όμως, το κρύο ήταν τσουχτερό και με διαπερνούσε μέχρι τα κόκαλα. Ξαναξύπνησα κατά τις 4:00 και κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία κατέβηκα από το διώροφο κρεβάτι μου, για να βάλω ξύλα στη σόμπα.
Στις 4:30, αφού έκανα συμβούλιο με τον εαυτό μου, πήρα τελικά την απόφαση να βγω έξω στη χιονοθύελλα, γιατί έπρεπε να πάω στην τουαλέτα. Μόλις βγήκα στον "προθάλαμο", όμως, παρά λίγο να πέσω φαρδύς-πλατύς κάτω, γιατί το νερό στο δάπεδο είχε παγώσει και γλιστρούσε φοβερά. Τη γλίτωσα ως εκ θαύματος! Κι αμέσως μετά αντιμετώπισα το χιόνι και τον παγωμένο άνεμο των 9 μπωφόρ… Επιστρέφοντας μέσα στην καλύβα, καθώς ήταν μισοσκότεινα, σκόνταψα επάνω στον γάτο, σχεδόν τον πάτησα, αλλά, ευτυχώς, την τελευταία στιγμή κρατήθηκα. Κόντεψα κυριολεκτικά να σκοτωθώ. Κι αν πάθαινα κανένα κάταγμα κάτω από αυτές τις συνθήκες, θα ακολουθούσε μια τραγική περιπέτεια. Μετά από όλα αυτά τα απρόοπτα ήταν φυσικό να μη μου κολλάει ύπνος. Άναψα, λοιπόν, ένα κλεφτοφάναρο και πήρα το σημειωματάριό μου, όπου συνήθως γράφω τις εντυπώσεις μου από τα ταξίδια και τις διάφορες εξορμήσεις. Το είχα αφήσει σ' ένα ραφάκι, που υπήρχε πλάι στην κουκέτα μου. Το σημειωματάριο είχε σκληρό εξώφυλλο, για να μπορώ να γράφω, χωρίς να ακουμπάω πουθενά, ακόμη και ξαπλωμένος. Καθώς το πήρα στα χέρια μου μια τεράστια αράχνη, που φαίνεται ότι αναπαυόταν στο σημειωματάριο, έπεσε πάνω στο στήθος μου! Τινάχτηκα αστραπιαία και την πέταξα μακριά… Οι άλλοι συνέχιζαν να κοιμούνται βαθιά, ροχάλιζαν όλοι δυνατά. Από αυτή τη συναυλία ξεχώριζε καθαρά το ιδιαίτερα θορυβώδες ροχαλητό του Βασίλη.
Προσπάθειες για επικοινωνία
Κυριακή, 15.1.1995
Ο καιρός εξακολουθούσε να είναι πολύ κακός. Δεν άξιζε ούτε καν να βγούμε για κυνήγι. Προσπαθούσαμε να μάθουμε νέα για την κατάσταση των δρόμων και για τις πτήσεις από το αεροδρόμιο της Αλεξανδρούπολης. Για καλή μας τύχη είχα μαζί μου το κινητό τηλέφωνο της Ελένης που αποδείχθηκε σωτήριο. Υπήρχε, επίσης, κι ένα ισχυρό ραδιοτηλέφωνο CB σε κάποια καλύβα, όχι πολύ μακριά από τη δική μας, που άνηκε σε κάποιον Πόντιο κυνηγό. Με αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα και από το CΒ μαθαίναμε ότι η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη, γιατί η θεομηνία είχε πλήξει ιδιαίτερα σκληρά ολόκληρο το νομό Έβρου.
Ευτυχώς, είχα μαζί μου ένα μικρό ραδιόφωνο μπαταρίας με ακουστικά (που αποτελεί μόνιμο και απαραίτητο στοιχείο του εξοπλισμού ασφαλείας μου) ειδικά για να ακούω τις προβλέψεις της μετεωρολογικής υπηρεσίας. Οι ειδήσεις ανέφεραν ότι στην Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια θα επικρατούσε παντού κακοκαιρία. Το μετεωρολογικό δελτίο προέβλεπε στο Βόρειο Αιγαίο μέχρι τη θάλασσα του Μαρμαρά 9 Beaufort και τοπικά 10, μέχρι και την επόμενη μέρα το μεσημέρι. Ανέφερε, όμως, ότι την ημέρα εκείνη στον Εύξεινο Πόντο οι άνεμοι ήταν μόνο 5 Β και ότι η κατεύθυνση των ανέμων παντού ήταν ΒΑ. Από πείρα συμπέρανα ότι, αντίθετα με την πρόβλεψη της μετεωρολογικής, η ένταση του ανέμου εκεί έπρεπε λογικά να πέσει. Το είπα στους άλλους και προσπάθησα να τους πείσω ν' αναβάλουμε την αναχώρηση.
Προσπαθούσαμε τηλεφωνικώς να βρούμε κάποιο τζιπ να έλθει να μας παραλάβει, αν καταφέρναμε τελικά να περάσουμε με τις πλάβες μέχρι την ξηρά. Όλοι οι οδηγοί, όμως, που διέθεταν τζιπ φοβούνταν να έρθουν, λόγω χιονιού και πάγου. Ο φίλος μας ο Αντώνης, που μας έκλεισε το ξενοδοχείο και μας γνώρισε το Βασίλη, αρνούνταν κατηγορηματικά να έρθει να μας πάρει μέσα στη χιονοθύελλα, αν και είχε τζιπ και ήταν σκληραγωγημένος κυνηγός (ειδικεύεται στο κυνήγι αγριογούρουνων). Οι πληροφορίες έλεγαν ότι ο βασικός δρόμος (ασφάλτινος) ήταν κλειστός, όπως επίσης και το αεροδρόμιο της Αλεξανδρούπολης. Η αστυνομία υποχρέωνε ακόμη και τα τζιπ να φέρουν αλυσίδες.
Οι δυσκολίες για να περάσουμε με τη βάρκα θα ήταν πολλαπλές:
1) Το κύμα στο φαρδύ μέρος του ποταμού θα ήταν πελώριο για τις πλάβες, που είναι καρυδότσουφλα χωρίς καρίνα, και υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να τουμπάρουν.
2) Λόγω του ισχυρού ανέμου τα νερά είχαν τραβηχτεί προς τη θάλασσα, η στάθμη των νερών είχε κατέβει αισθητά και σε μερικά σημεία η βάρκα θα έβρισκε στον πυθμένα και θα προσάραζε στη λάσπη.
Ο κίνδυνος να παγώσει το ποτάμι και να μη μπορούν να κινηθούν οι βάρκες δεν ήταν, τουλάχιστον εκείνη την ώρα, ορατός.
Η ώρα των δύσκολων αποφάσεων
Μελετήσαμε την κατάσταση και ανταλλάξαμε γνώμες κι επιχειρήματα. Προσπαθούσαμε να προβλέψουμε. Ένας γείτονας, ο Μπάμπης, ο επονομαζόμενος «Πόντιος» ήταν υπέρ της αναχώρησης. Ο Βασίλης ήταν αντίθετος, το ίδιο κι εγώ, γιατί το θεωρούσαμε μεγάλο ρίσκο. Ο Πλάτων και ο Μανώλης ήθελαν πάση θυσία να φύγουν, γιατί σκέφτονταν πρώτα από όλα τη δουλειά στην Αθήνα και τα ραντεβού τους.
Παίξαμε λίγη πρέφα. Σταματήσαμε για να μαζέψουμε τα πράγματα, ώστε να ήμασταν έτοιμοι μόλις παρουσιαζόταν η δυνατότητα αναχώρησης. Περάσαμε νάιλον σακούλες σκουπιδιών ή διαφανείς σάκους επάνω από τις αποσκευές και τα σακίδια για προστασία από το χιόνι και τα νερά του ποταμού και μετά τα δέσαμε σφιχτά με σπάγκο. Λίγο αργότερα, γύρω στις 14:00, ήρθε ο Βασίλης στην καλύβα και μας είπε ότι από τις 14:00 μέχρι τις 15:00 ήταν η πλημμυρίδα και η στάθμη των νερών ανέβαινε στο μέγιστο ύψος. Μας πληροφόρησε, επίσης, ότι βρέθηκε και δεύτερη πλάβα για να κάνει τη διαδρομή, οπότε θα έπρεπε να ξεκινήσουμε μαζί για ασφάλεια, ώστε η μία πλάβα να αποτελεί σωσίβια λέμβο για την άλλη.
Ντυθήκαμε καλά: νιτσεράδες, σκούφοι που κάλυπταν ολόκληρο το πρόσωπο, γάντια γούνινα, αδιάβροχα και στα πόδια οι λαστιχένιες μπότες-στολές που έφθαναν μέχρι το στήθος. Έβαλα 4 ζεύγη κάλτσες, όχι μόνο για να με κρατήσουν ζεστό αλλά και για να μην πλέουν τα πόδια μου μέσα στις μπότες Νο 43, αν τυχόν χρειαζόταν να κάνουμε πορεία στο χιόνι, σε περίπτωση που δεν κατάφερναν να περάσουν τα τζιπ. Φυσικά, εξακολουθούσε να είναι αδύνατη η χρήση γυαλιών, επειδή πάγωναν αμέσως.
Καθαρίσαμε πρώτα τη βάρκα (πλάβα) από τον κύριο όγκο του χιονιού, που είχε φοβερό βάρος και θα μπορούσε να τη βουλιάξει. Μεταφέραμε κατόπιν όλα τα εφόδια και τις αποσκευές, περπατώντας μέσα στο χιόνι μέχρι την πλάβα. Προσπαθήσαμε να τα σκεπάσουμε κατά το δυνατόν με νιτσεράδες. Καθίσαμε δύο πίσω και ένας (ο Μανώλης) εμπρός. Σωσίβια, βέβαια, δεν υπήρχαν. Πήραμε λοιπόν στο χέρι από ένα κλειστό, άδειο, καλά σφραγισμένο 20λιτρο πλαστικό μπιτόνι για… σωσίβιο. Βάζοντας όλη μας τη δύναμη, ξεκολλήσαμε την πλάβα από τη λάσπη της ακτής. Στρίψαμε την πλάτη προς τον άνεμο, κάναμε το σταυρό μας και ξεκινήσαμε.
Η άλλη βάρκα είχε ήδη προηγηθεί και χαθεί στον ορίζοντα. Επομένως, το μέτρο ασφάλειας να μας βοηθήσει αν τυχόν βουλιάξουμε ή χαλάσει η μηχανή πήγε… περίπατο. Το κρύο ήταν φοβερό. Ο άνεμος μαστίγωνε το ελάχιστο μέρος του προσώπου που έμενε ακάλυπτο. Βάζαμε το χέρι με το γούνινο γάντι μπροστά στα μάτια σαν σκέπαστρο, προς την πλευρά του ανέμου, για να μη μπαίνει χιόνι και μας τυφλώνει. Η ορατότητα ήταν πολύ περιορισμένη, ελάχιστα μέτρα μόνο, στην καλύτερη περίπτωση. Δεξιά και αριστερά παντού χιόνια και πάγοι.
Ηρωική έξοδος - Φοβερά επικίνδυνη διαδρομή
Μόλις στρίψαμε και βγήκαμε από το στενό κανάλι στο κυρίως ποτάμι, τα κύματα έγιναν πολύ μεγαλύτερα και άκρως επικίνδυνα για μια βάρκα χωρίς καρίνα. Πριν στρίψουμε, όμως, καθίσαμε κατάχαμα, στον πάτο της βάρκας, παρ' όλα τα νερά που ήταν μέσα, για να χαμηλώσουμε το κέντρο βάρους, ώστε να μειώσουμε τον κίνδυνο ανατροπής. Προχωρούσαμε κατά μήκος της ακτής. Λογάριαζα τις πιθανότητες επιβίωσής μας, αν τυχόν σταματούσε η μικρή εξωλέμβια μηχανή ή αν αναποδογύριζε η πλάβα. Με τα πάμπολλα βαριά ρούχα, αδιάβροχα, μπότες κ.λπ. δεν μπορούσαμε να περπατήσουμε καλά-καλά στην ξηρά, πόσω μάλλον να κολυμπήσουμε. Αν γέμιζε το λαστιχένιο παντελόνι με τις μπότες με νερό μέχρι το στήθος, δεν θα μας σήκωνε ούτε βίτζι από το υπερβολικό βάρος! Σύμφωνα με τους πίνακες επιβίωσης σε θερμοκρασία νερού 2 βαθμών Κελσίου ένας πλήρως ντυμένος άνθρωπος χάνει τις αισθήσεις του σε 10 λεπτά και πεθαίνει σε 15…
Ο Πόντιος που ήταν στο τιμόνι υπέφερε τα πάνδεινα, γιατί ήταν υποχρεωμένος να κοιτάζει συνέχεια μπροστά και να δέχεται κατάμουτρα όλο το χιόνι και το κύμα. Κινδύνευε να πάθει κρυοπαγήματα στο πρόσωπο. Προχωρούσαμε κόντρα στο ρεύμα και κόντρα στον άνεμο. Κάποια στιγμή άρχισε να στρίβει το τιμόνι, για να διασχίσουμε λοξά το ποτάμι. Όσο περισσότερο προχωρούσαμε προς το κέντρο τόσο η ορμή του ρεύματος και τα κύματα γίνονταν μεγαλύτερα. Νόμιζα ότι έφθασε το τέλος μας. Προσευχήθηκα και σφίχτηκα. Φοβήθηκα ότι τα πτώματά μας ίσως να τα έβρισκαν κάπου στις ακτές της Λιβύης... Ευτυχώς, κάποτε εδέησε να φθάσουμε κοντά στην απέναντι όχθη. Εκεί ήταν κάπως καλύτερα τα πράγματα, γιατί τα κύματα ήταν μικρότερα. Καθώς προχωρούσαμε διερωτόμουν πόσο μακριά θα πηγαίναμε ακόμα.
Λίγο πιο πέρα συναντήσαμε την πρώτη βάρκα, που είχε ξεκινήσει πριν από μας, να επιστρέφει. Μέσα στην αντάρα, καθώς μας προσπερνούσαν ταχύτατα γυρίζοντας πίσω, μας φώναξαν δυνατά, για να μην παρασύρει τη φωνή τους ο άνεμος, ότι δεν κατάφεραν να περάσουν, γιατί τα νερά ήταν φοβερά ρηχά. Ο ασυνήθιστα δυνατός άνεμος είχε σπρώξει τα πολλά νερά προς τη θάλασσα και η στάθμη του Έβρου είχε κατέβει εντυπωσιακά. Έπρεπε να κάνουμε μεταβολή, αλλά προς τα πού και πώς; Ο κίνδυνος ανατροπής ήταν πολύ μεγάλος!
Σε κάποια στιγμιαία ανάπαυλα του ανέμου ο Πόντιος άρχισε να στρίβει σιγά-σιγά. Καθώς έσκαγαν τα κύματα στο πλαϊνό της πλάβας κι άρχιζαν να καβαλάνε την κουπαστή, εμείς, με συγκρατημένες κινήσεις του σώματός μας και με την ψυχή στα δόντια, προσπαθούσαμε να κοντράρουμε τις μετατοπίσεις που προκαλούσε το κύμα με την ορμή του. Αλλά όχι με πάρα πολλή δύναμη, γιατί αμέσως μετά έπρεπε να μετακινηθούμε αντίθετα, για να μην τουμπάρουμε από την άλλη μεριά μόλις υποχωρούσε το κύμα. Προσπαθούσαμε να ισορροπήσουμε, όπως οι σχοινοβάτες επάνω στο τεντωμένο σκοινί. Κάποτε έδωσε ο Θεός και στρίψαμε. Όμως, δεν ήμασταν πια στραμμένοι με την πλάτη προς τον άνεμο, ώστε να τρώει η νιτσεράδα όλο τον άνεμο, το χιόνι και τα νερά. Μας έρχονταν όλα κατευθείαν στο πρόσωπο, αλλά κανείς δεν είχε όρεξη να τολμήσει να κάνει στροφή. Κάθε μετακίνηση μπορεί να σήμαινε ανατροπή της βάρκας. Λουφάξαμε ακούνητοι στον πάτο της πλάβας και κάναμε υπομονή. Ο μεγάλος κίνδυνος είχε πια περάσει.
Σε καμιά δεκαριά λεπτά φθάσαμε στην αποβάθρα της καλύβας. Δέσαμε και στερεώσαμε καλά την πλάβα, ενώ ο άνεμος συνέχιζε να φυσάει με λύσσα, κι αρχίσαμε να ξεφορτώνουμε τους σάκους. Τα χέρια μας ήταν τόσο παγωμένα που δεν τα αισθανόμασταν πια. Με πολύ κόπο μεταφέραμε όλα τα πράγματα πίσω στην καλύβα.
Και πάλι στην καλύβα μας!
Ο Βασίλης έλειπε, η σόμπα είχε σβήσει κι εμείς ήμασταν ξεπαγιασμένοι και μουσκεμένοι. Βγάλαμε όλα τα βρεγμένα ρούχα από πάνω μας με απερίγραπτη ανακούφιση. Ευτυχώς, η καλύβα διατηρείτο ακόμα κάπως ζεστή. Σε λίγο γύρισε κι ο Βασίλης. Μόλις είδε τα χάλια μας, μάς έφτιαξε ένα καυτό αφέψημα από τσάι του βουνού, φασκόμηλο και χαμομήλι μαζί. Ήταν υπέροχα αρωματικό, πραγματικό βάλσαμο. Βάλαμε όλα τα βρεγμένα κοντά στη σόμπα για να στεγνώσουν. Το σακίδιό μου, που δεν το είχα σκεπάσει με νάιλον, είχε βραχεί, αλλά ευτυχώς πριν ξεκινήσουμε από την Αθήνα το είχα εμποτίσει με σπρέι σιλικόνης και έτσι δεν πέρασε πολύ νερό μέσα. Ακόμα απορώ πώς πήραμε την απόφαση να φύγουμε με τέτοιες συνθήκες. Ευτυχώς που ο καλός Θεός μάς λυπήθηκε…
Τσιμπήσαμε κάτι για να πάρουμε δυνάμεις. Ο Πλάτων κι ο Μανώλης τα είχαν βάψει μαύρα. Πρώτον γιατί είχαν βγει από το πρόγραμμά τους και δεύτερον γιατί φοβούνταν ότι θα αποκλειόμασταν εκεί για πολλές μέρες. Στριφογύριζαν μέσα στη μικρή καλύβα σαν τα λιοντάρια στο κλουβί τους. Δεν τους χωρούσε ο τόπος. Η μόνη λύση ήταν η πρέφα. Είχα να παίξω πρέφα κάπου 30 ή 35 χρόνια και στο Γκιαούρ Αντά του Έβρου έπαιξα σχεδόν τόσο όσο σε όλη την προηγούμενη ζωή μου!
Ο άνεμος συνέχιζε ασταμάτητα, αλλά τουλάχιστον δεν χιόνιζε πια. Μετά την μεσημβρινή ανάπαυση, κατά τις 16:00, ο Βασίλης κι ο Πόντιος βγήκαν για κυνήγι και λίγο αργότερα και ο Πλάτων, μόνος του. Δεν κατάφεραν τίποτε και λόγω του κρύου γύρισαν σύντομα. Φαίνεται ότι οι πάπιες είχαν εξαφανιστεί. Ο Βασίλης έλεγε ότι λόγω των πολλών βροχών τα νερά του Έβρου είχαν πλημμυρίσει τα γειτονικά χωράφια κι έτσι τα πουλιά έβρισκαν επιπλέουσα τροφή σε μεγάλη έκταση τριγύρω.
Ο Πλάτων, όπως μου ομολόγησε αργότερα, κινδύνεψε να χαθεί, αν και δεν είχε απομακρυνθεί παρά ελάχιστα από την καλύβα μας. Οι μετεωρολογικές συνθήκες (άνεμος, χιόνι, κρύο, ορατότητα), ήταν τόσο δυσμενείς που το πιο εύκολο πράγμα ήταν να χάσει τον προσανατολισμό του. Ο Βασίλης έμαθε, από κάποια γειτονική καλύβα, ότι μία πλάβα που επιχείρησε να περάσει κόλλησε στα ρηχά. Κατέβηκε, τότε, ένας επιβάτης για να την ξεκολλήσει, αλλά βούλιαξε βαθιά μέσα στη λάσπη μέχρι το στήθος. Με τιτάνιες προσπάθειες οι σύντροφοί του κατάφεραν, αφού παιδεύτηκαν πολλή ώρα, να τον ξεκολλήσουν. Κατά την προσπάθειά τους βούλιαξε η βάρκα και τους πήρε το κύμα και ο άνεμος. Τελικά, στάθηκαν πολύ τυχεροί που δεν παρασύρθηκαν μακριά, στην ανοιχτή θάλασσα, οπότε θα ήταν καταδικασμένοι. Κατάφεραν να βγουν σε κάποιο άλλο νησάκι του Δέλτα και σύρθηκαν μισοπεθαμένοι και παγωμένοι μέχρι κάποια καλύβα, που, για καλή τους τύχη, υπήρχε εκεί κοντά. Ευτυχώς, η καλύβα ήταν κατοικημένη και ζεστή. Οι ένοικοι τους έντυσαν με στεγνά ρούχα, τους έδωσαν να πιουν κάτι ζεστό και να φάνε. Θα έπρεπε να ήταν ευτυχείς αν τη γλύτωσαν μόνο με κάποια πνευμονία…
Το βράδυ φάγαμε χωριάτικα λουκάνικα και μπιφτέκια ψημένα στη σόμπα κι αρωματισμένα από καυσόξυλα. Από φαγητό τουλάχιστον πηγαίναμε πολύ καλά. Ο Βασίλης μάς καθησύχαζε ότι είχε τόνους καυσόξυλα αποθηκευμένα μέσα σε μια παλιά, ακατοίκητη καλύβα και αρκετά τρόφιμα και πόσιμο νερό, ακόμη και για πολυήμερο αποκλεισμό. Ο Πλάτων κι ο Μανώλης τα άκουγαν αυτά και τους άναβαν τα λαμπάκια…
Τη νύχτα ο Βασίλης αισθάνθηκε σοβαρή αδιαθεσία, είχε δύσπνοια και πόνο στο στήθος. Ίσως να κρύωσε, γιατί πεταγόταν συχνά έξω από την καλύβα, χωρίς να ντυθεί καλά, λέγοντας ότι ήταν συνηθισμένος στο κρύο. Το μεγάλο ελάττωμα της σόμπας με τα ξύλα, ενώ βγάζει φοβερή ζέστη, είναι ότι όταν καούν όλα τα ξύλα που έχει μέσα σβήνει. Η θερμοκρασία σιγά-σιγά κατεβαίνει και όταν το κρύο γίνει πολύ διαπεραστικό ξυπνάς αναγκαστικά και πρέπει να ξαναβάλεις ξύλα και να παιδευτείς να την ξανανάψεις. Μετά από όλη αυτή τη διαδικασία είναι πολύ δύσκολο να ξανακοιμηθείς, γιατί βέβαια έχεις ξαγρυπνήσει. Όταν κάνει φοβερό κρύο, όπως τότε, που η θερμοκρασία έξω ήταν -16 βαθμοί, το… σενάριο αυτό επαναλαμβάνεται κάμποσες φορές κάθε νύχτα.
Η προετοιμασία της νέας εξόδου
Δευτέρα, 16.1.1995
Ήπιαμε ένα καυτό τσάι και φάγαμε φρυγανιές από ψωμί ψημένο επάνω στη σόμπα (αν δεν το γυρίσεις τακτικά καίγεται μέσα σε λίγα λεπτά, γιατί η σόμπα δεν αστειεύεται). Οι σπιτικές μαρμελάδες του Βασίλη (κυδώνι και μείγμα διαφόρων φρούτων) φτιαγμένες στη Σαμοθράκη ήταν νοστιμότατες. Είχαμε επίσης και μπισκότα που είχε φέρει ο Μανώλης και βουτήματα με σουσάμι που είχα φέρει εγώ.
Το μεγάλο μας πρόβλημα ήταν πότε θα φεύγαμε. Ο Πλάτων κι ο Μανώλης ανησυχούσαν ότι τα νερά θα πάγωναν αν έκανε ξαστεριά τη νύχτα και ότι θα μέναμε καμιά δεκαριά μέρες αποκλεισμένοι, γιατί ούτε η πλάβα μπορεί να κάνει το παγοθραυστικό, ούτε εμείς να διανύσουμε τη διαδρομή με τα πόδια. Η απόσταση ήταν μεγάλη και το πιο σημαντικό ο πάγος ήταν εύθραυστος και γλιστρούσε.
Ευτυχώς, όπως είχα προβλέψει και αντίθετα με το μετεωρολογικό δελτίο, ο άνεμος από τη νύχτα άρχισε να πέφτει. Σαν μετρητή της ταχύτητας του ανέμου χρησιμοποιούσαμε το σφύριγμα που έκανε καθώς περνούσε από τις λαμαρίνες της καλύβας, αλλά και τις δονήσεις στα τοιχώματά της. Όλες αυτές τις μέρες φοβόμασταν και προσευχόμαστε να μην ξεκολλήσει κανένα κομμάτι από τη σκεπή ή ακόμη χειρότερα μην αναποδογυρίσει ολόκληρη την καλύβα. Καθώς συζητούσαμε για τον καιρό, ο Βασίλης, που από παιδάκι ζούσε στην περιοχή και κυνηγούσε κάπου 30 χρόνια κι είχε καλύβα δική του από 22 ετών μας είπε ότι τέτοια σφοδρή χιονοθύελλα συνέβαινε πολύ σπάνια, μια φορά κάθε 15 χρόνια. Ευτυχώς, όμως, ο καιρός έδειχνε να βελτιώνεται και έβγαινε δειλά-δειλά ο ήλιος. Κατέβηκα μέχρι την ακροποταμιά (που ήταν σε μικρή απόσταση από την καλύβα) και είδα ότι το ποτάμι παρέσυρε μεγάλα κομμάτια πάγου. Κοντά στις ακτές το νερό είχε παγώσει. Είχε σχηματιστεί πάγος που έφθανε μέχρι τις πλάβες και γύριζε ολόγυρά τους. Πήρα τη φωτογραφική μηχανή και τράβηξα αρκετές φωτογραφίες. Πολύ ωραίο θέαμα ήταν τα κομμάτια του διαφανούς πάγου, που είχαν σχηματιστεί στις καλαμιές, όχι μόνο στις ρίζες τους αλλά και επάνω στα στελέχη. Πολλά κομμάτια κρυστάλλου κρέμονταν από ψηλά και λαμπύριζαν καθώς τα κινούσε ο άνεμος και τα φώτιζαν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου, που είχε ανατείλει λίγο πριν.
Αρχίσαμε τις έντονες επαφές με το ασύρματο τηλέφωνό μου και με το ισχυρό CΒ του Πόντιου. Συγκεντρώσαμε πληροφορίες, όπως ότι τα εκχιονιστικά μηχανήματα της Νομαρχίας είχαν ανοίξει τον κεντρικό δρόμο προς Αλεξανδρούπολη που είχε κλείσει από το πολύ χιόνι. Ο Μανώλης με το κινητό τηλέφωνό του μίλησε στον αδελφό του στην Αθήνα που γνώριζε τον νομάρχη. Αλλά ο νομάρχης απουσίαζε… εκτός νομού, όπως απάντησαν από το γραφείο του, παρότι ο νομός επρόκειτο να κηρυχθεί σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, λόγω της πρωτοφανούς σφοδρής κακοκαιρίας… Μετά από πολλές προσπάθειες ο Πόντιος έπεισε το γαμπρό του, που έχει τζιπ Feroza, να πάει μαζί με τον αδελφό του στον Άη-Γιώργη να πάρουν το φορτηγάκι του και να έρθουν και οι δύο μαζί στο Περίπτερο, το οποίο βρισκόταν πιο κοντά σε μας. Έτσι αυξανόταν αρκετά μεν η διαδρομή με το αυτοκίνητο, αλλά μειωνόταν κατά πολύ η διαδρομή με την πλάβα.
Ως ώρα αναχώρησης ορίστηκε η 11 το πρωί, οπότε υπολογίζαμε ότι τα νερά θα ήταν κάπως ανεβασμένα. Ετοιμάσαμε και πάλι τα πράγματά μας και καλύψαμε τους σάκους και το σακίδιο με νάιλον σακούλες απορριμμάτων. Η αναβολή αυτή της αναχώρησης είχε και ένα μικρό καλό: την πρώτη φορά είχα ξεχάσει να πάρω μαζί μου το δεύτερο ζευγάρι λαστιχένιες μπότες που ήταν συνδυασμένες με αδιάβροχο μπατζάκι πανταλονιού και κάλυπταν ολόκληρο το πόδι, από κάτω μέχρι επάνω -φορούσα τις καλύτερες μπότες με την αδιάβροχη στολή που φθάνει μέχρι το στήθος.
Η πρώτη μας δουλειά ήταν να βγάλουμε το χιόνι μέσα από την πλάβα (που είχε σχεδόν γεμίσει), να σπάσουμε τον πάγο γύρω από αυτήν, ο οποίος την είχε ακινητοποιήσει, και τέλος να την ξεκολλήσουμε από την παγωμένη λάσπη, όπου ήταν προσαραγμένη επίτηδες, μην τυχόν την παρέσερνε ο δυνατός άνεμος. Χρειάσθηκε να βάλουμε όλες μας τις δυνάμεις για να τα καταφέρουμε. Μεταφέραμε τα εφόδια, τα στοιβάξαμε κοντά στην πλώρη και τα σκεπάσαμε με μια μεγάλη νιτσεράδα. Αποχαιρετίσαμε τον Βασίλη, κάναμε το σταυρό μας και, όταν βεβαιωθήκαμε ότι η παγωμένη μηχανή της πλάβας πήρε μπρος, δώσαμε την τελευταία σπρωξιά για να ξεκολλήσουμε. Δουλέψαμε για λίγα λεπτά την εξωλέμβια σε χαμηλές στροφές, για να ζεσταθεί ώστε να μην κινδυνεύει να σβήσει στη διαδρομή και μείνει το "καρυδότσουφλό" μας ακυβέρνητο, έρμαιο των στοιχείων της φύσης. Ξεκινήσαμε, ελπίζοντας ότι αυτή τη φορά θα τα καταφέρναμε.
Η διαδρομή στο ποτάμι
Ο άνεμος ήταν κάπως πεσμένος και αυτό αναπτέρωσε τις ελπίδες μας. Το κύμα ήταν σαφώς μικρότερο και ανάλογα μειωμένος ήταν και ο φόβος ανατροπής της πλάβας. Όταν φθάσαμε στο κρίσιμο σημείο, όπου τα νερά ήταν πολύ ρηχά, μετακινηθήκαμε και οι 3 κοντά στην πλώρη, για να ελαφρώσει το πίσω μέρος και να μην "βρίσκει" η προπέλα στη λάσπη. Κολλήσαμε ελαφρά, αλλά ευτυχώς η πλάβα κατάφερε σιγά-σιγά να προχωρήσει με τη δύναμη της μηχανής, χωρίς να χρειαστεί να βουτήξει κανείς στο νερό, με όλους τους κινδύνους που συνεπαγόταν κάτι τέτοιο.
Σε λίγα λεπτά, που μας φάνηκαν αιώνες, φθάσαμε επιτέλους στην ακτή κοντά στο Περίπτερο. Εκεί ήταν πολλά αυτοκίνητα παρκαρισμένα και αρκετοί κυνηγοί, που είχαν αποκλειστεί, όπως κι εμείς. Άλλοι φόρτωναν εφόδια στα αμάξια (τα περισσότερα είχαν κίνηση στους 4 τροχούς), άλλοι αγωνίζονταν να βάλουν μπροστά τη μηχανή που είχε παγώσει. Κάποιες μπαταρίες είχαν αδειάσει και με καλώδια προσπαθούσαν να τους ξαναδώσουν ζωή από τις μπαταρίες άλλων αυτοκινήτων. Δυστυχώς το Περίπτερο, που άλλοτε σερβίριζε ποτά, τσάι, καφέ και ελαφρύ φαγητό, έχει κλείσει από καιρό και φαινόταν εγκαταλειμμένο.
Τα αμάξια που θα μας έπαιρναν δεν ήταν εκεί, αλλά μετά από αρκετή ώρα αναμονής έφθασαν. Καθυστέρησαν, γιατί είχαν να κάνουν μεγάλη διαδρομή σε δύσκολο δρόμο. Φορτώσαμε τα εφόδια στην καρότσα του φορτηγού, στο οποίο μπήκε ο Πόντιος (Μπάμπης) με τον αδελφό του, ενώ οι υπόλοιποι μπήκαμε στο 4κίνητο Feroza. Ο δρόμος ήταν βέβαια χωματόδρομος, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής βρισκόταν επάνω σε αναχώματα, δηλαδή ήταν πολύ ψηλότερα από τα γειτονικά χωράφια ή παραποτάμους και επομένως δεν συγκρατούσε πολύ χιόνι, ιδίως όταν φυσούσε δυνατά. Έτσι, στο πρώτο μέρος της διαδρομής δεν συναντήσαμε κανένα πρόβλημα. Αργότερα, όμως, ο δρόμος έγινε πολύ ανηφορικός και παγωμένος (κοντά το χωριό Μοναστηράκι). Συναντήσαμε πολλά αυτοκίνητα να γυρίζουν πίσω, γιατί γλιστρούσαν στον ανήφορο και δεν επιχειρήσαμε καν να περάσουμε από εκεί. Ακολουθήσαμε μία παρακαμπτήρια οδό, που είχε μεγαλύτερο μήκος αλλά καθόλου ανήφορο κι έτσι φθάσαμε μέχρι την άσφαλτο. Τα εκχιονιστικά μηχανήματα είχαν ανοίξει τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Σε μερικά σημεία είδαμε ότι ο άνεμος είχε συσσωρεύσει τοπικά τεράστιους όγκους από χιόνι. Συναντήσαμε δε αρκετά αυτοκίνητα που είχαν βγει από τον δρόμο κι ένα μεγάλο, καινούργιο πούλμαν αναποδογυρισμένο μέσα σε μία χαράδρα.
Το ταξίδι προς Αθήνα
Σε λίγο φθάσαμε στο αεροδρόμιο, που βρισκόταν ακριβώς επάνω στο δρόμο προς την Αλεξανδρούπολη. Σταματήσαμε για να μάθουμε νέα για την πτήση, αλλά ήταν κλειστό. Κατευθυνθήκαμε στη συνέχεια στα γραφεία της Ολυμπιακής στην πόλη. Εκεί μας είπαν ότι δεν ήταν βέβαιο αν θα πραγματοποιείτο η πτήση, αλλά μας έδωσαν ελπίδες ότι είχαν κρατήσει θέσεις (πράγμα αρκετά περίεργο) για τους επιβάτες που είχαν θέσεις στις ματαιωθείσες πτήσεις των περασμένων ημερών. Η εναλλακτική λύση, δηλαδή το τρένο, θα σήμαινε κάπου 15 ώρες ταλαιπωρία!
Πήγαμε στο ξενοδοχείο ΑΣΤΗΡ, όπου ήδη μας περίμενε ο Πόντιος με το φορτηγάκι και τα πράγματά μας. Τον πληρώσαμε 25.000 δραχμές για τη μεταφορά. Όπως καταλάβαμε τα κράτησε όλα αυτός και δεν έδωσε τίποτε στο γαμπρό του, που ήταν πολύ ευκατάστατος γεωργός. Όπως μας είχε πει ο γαμπρός του μέσα στο τζιπ, αποφάσισε να έρθει μόνο για μας που ήμασταν ξένοι και αποκλεισμένοι και όχι για τον πεθερό του, με τον οποίο δεν είχε πολύ καλές σχέσεις… Χάρη σ' ένα φίλο του Μανώλη, τον οποίο παρακάλεσε τηλεφωνικώς, καταφέραμε να σιγουρέψουμε τις θέσεις μας στο αεροπλάνο. Ο Πλάτων πήγε με τα εισιτήρια στα γραφεία της Ολυμπιακής, για να του κολλήσουν τα sticker της αλλαγής πτήσης. Μετά το φαγητό έκανα μια βόλτα με τα πόδια στην πόλη μέχρι το φάρο που βρίσκεται στην προκυμαία. Στο αεροδρόμιο πήγαμε πολύ νωρίς, για ευνόητους λόγους. Υπήρχε ελάχιστος κόσμος κι αυτό μας ανησύχησε, αλλά σιγά-σιγά έφθαναν κι άλλοι υποψήφιοι επιβάτες. Οι φήμες οργίαζαν, επειδή ο διάδρομος δεν έχει εκχιονιστεί σ' όλο του το μήκος.
Στο αεροδρόμιο της Αλεξανδρούπολης συνάντησα έναν παλιό φίλο μου από την Σπηλαιολογική Εταιρεία, τον Αντώνη Μπ., ο οποίος με πληροφόρησε ότι συνάντησε λύκους στον εθνικό δρόμο, ερχόμενος από την Κομοτηνή στην Αλεξανδρούπολη!
Αργότερα, προς μεγάλη μας αγαλλίαση, άρχισε το check-in. Τα δικά μας πράγματα τα πήραν και μας έδωσαν κάρτες επιβίβασης, ενώ αντίθετα άλλους υποψήφιους επιβάτες από τις προηγούμενες μέρες τους άφησαν απ' έξω! Η ώρα περνούσε και το αεροπλάνο όχι μόνο δεν φαινόταν αλλά ούτε καν είχε ξεκινήσει από την Αθήνα. Οι φήμες έλεγαν ότι οι επιβάτες στην Αθήνα είχαν ήδη μπει στο αεροπλάνο μιάμιση ώρα πριν, αλλά το αεροπλάνο δεν ξεκινούσε γιατί ο πιλότος αρνείτο ν' αναλάβει την ευθύνη να το προσγειώσει σε τόσο μικρό διάδρομο… Σε όλη τη διάρκεια της καθυστέρησης και της αναμονής οι φήμες διαδέχονταν η μία την άλλη. Τελικά, η πτήση πραγματοποιήθηκε με σχεδόν δύο ώρες καθυστέρηση, αλλά χωρίς κανένα άλλο πρόβλημα.
Είχαμε ειδοποιήσει να μας περιμένουν στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Έτσι τελείωσε ομαλά αυτή η επικίνδυνη ταλαιπωρία μας…
Πνευματικά δικαιώματα adventurouslife.gr