Μικρονησία, μέρος 1ο
1989Ένα τροπικό αρχιπέλαγος με υπέροχες κοραλλιογενείς ατόλες στον κεντρικό Ειρηνικό Ωκεανό.
Το ιστορικό της διήγησης αυτής
Ταξίδεψα στα νησιά της εξωτικής κι απόμακρης Μικρονησίας το Νοέμβριο του 1989. Στη διάρκεια του πολυήμερου ταξιδιού μου κρατούσα σημειώσεις. Κάθε βράδυ προσπαθούσα να κλέψω χρόνο, για να καταγράψω τις πιο ενδιαφέρουσες εμπειρίες της ημέρας. Τις σημειώσεις αυτές νόμιζα ότι τις είχα χάσει στη διάρκεια της μετακόμισης από το παλιό μου σπίτι στο καινούργιο, τον Αύγουστο του 1995. Ευτυχώς, όμως, τις ξαναβρήκα, τελείως τυχαία το 2002 και τις έδωσα για να καθαρογραφούν. Θα ήταν κρίμα, αν είχαν χαθεί οριστικά.
Η Μικρονησία είναι ένα σύμπλεγμα πολυάριθμων νησιών (Καρολίνες, Μαριάνες, Μάρσαλ), που βρίσκεται στη μέση του Ειρηνικού, κοντά στον Ισημερινό, μεταξύ Χαβάης, Ιαπωνίας, Νέας Γουϊνέας κ.λπ. Το όνομά της είναι, βέβαια, ελληνικό και με την ονομασία αυτή αναφέρεται και στις άλλες γλώσσες. Τα περισσότερα νησάκια είναι απλά κομματάκια ξηράς μέσα στη απεραντοσύνη του ωκεανού, μικρές κουκίδες επάνω στον χάρτη.
Τον πρόλογο που ακολουθεί, για το ταξίδι μου στη Μικρονησία, τον έγραψα ανήμερα την Πρωτοχρονιά του 2003!
Αγωνίες πριν - περιπέτειες μετά
Την προεργασία (μελέτη, συγκέντρωση πληροφοριών, διασταύρωση στοιχείων κ.λπ.) για την πραγματοποίηση του ταξιδιού την είχα αρχίσει χρόνια πριν, ενώ την τελική οργάνωση (πτήσεις, ξενοδοχεία, καταδυτικά κέντρα κ.λπ.) 6 ολόκληρους μήνες πριν από την αναχώρηση.
Θυμάμαι ότι όταν το καλοκαίρι του '89 επισκέφθηκα τα μεγαλύτερα γραφεία ταξιδίων στην Αθήνα για να μου εκδώσουν τα αεροπορικά εισιτήρια, οι υπάλληλοι με κοίταζαν με αμηχανία και έκπληξη. Μία κοπέλα με ρώτησε:
«Μα είσαστε βέβαιος ότι υπάρχουν αεροδρόμια σ' αυτά τα νησάκια που μας λέτε;»
Τα ονόματα Belau, Yap, Saipan, Tinian, Rota κ.λπ. ήταν παντελώς άγνωστα όχι μόνο στους γεωγραφικά και ιστορικά μορφωμένους συνέλληνες, αλλά και σε όλους τους εργαζόμενους στα γραφεία οργάνωσης μακρινών ταξιδιών. Καθώς οι χώρες αυτές βρίσκονται στην πίσω πλευρά του πλανήτη, συγκριτικά με την Ελλάδα, υπήρχε ακόμη ένα ερώτημα: ήταν άραγε προτιμότερο να πάω από την πλευρά της Ασίας ή της Αμερικής; Φυσικά, ήταν αδύνατο να υπολογίσουν το κόστος. Τελικά, μετά από λίγους μήνες, τα εισιτήριά μου έφθασαν στην Ελλάδα από τις ΗΠΑ μέσα σε πακέτο με ταχυμεταφορά (special courier).
Από όλες τις πτήσεις του ταξιδιού μου μια μονάχα παρέμενε σε λίστα αναμονής, αυτή από το Guam προς τη Manila. Σχεδόν ένα εξάμηνο πριν, όλες οι πτήσεις ήταν γεμάτες με Φιλιππινέζους εργαζόμενους στο εξωτερικό που επέστρεφαν στη χώρα τους για τις γιορτές των Χριστουγέννων! Περίμενα επί αρκετές εβδομάδες για να βρω θέση, αλλά στάθηκε αδύνατο. Τελικά, αποφάσισα να το ρισκάρω, δηλαδή να ξεκινήσω το ταξίδι χωρίς να έχω θέση. Αν μέχρι τέλους δεν βρισκόταν θέση για μένα, θα κατέφευγα στην εξής μέθοδο ως λύση ανάγκης: Θα πήγαινα στην ουρά κατά την αναχώρηση της πτήσης και θα κούναγα μερικά εκατονταδόλαρα φωνάζοντας:
«Όποιος μου παραχωρήσει τη θέση του θα τα πάρει».
Και θα ήταν ένα ποσό που θα ισοδυναμούσε με μεροκάματα εργασίας μηνών για τους Φιλιππινέζους. Τελικά, δε χρειάστηκε να χρησιμοποιήσω τέτοια μέσα. Μεσολάβησε ένα αιματηρό πραξικόπημα στις Φιλιππίνες από αμετανόητους οπαδούς του Ferdinand Marcos εναντίον της προέδρου Corazon Αquino, οπότε όλοι οι ξένοι ματαίωσαν τα ταξίδια τους προς τις Φιλιππίνες. Έτσι, έμειναν θέσεις κενές και για τον… «τρελό Έλληνα», δηλαδή την αφεντιά μου!
Οι τηλεπικοινωνίες εκείνη την εποχή ήταν σε πρωτόγονη κατάσταση, ιδίως δε σ' αυτά τα νησάκια που βρίσκονται στην άκρη του κόσμου. Internet, e-mail και κινητά τηλέφωνα δεν υπήρχαν ούτε καν στη σφαίρα της φαντασίας! Προσπαθούσα, λοιπόν, να επικοινωνήσω τηλεφωνικώς, γιατί τα μικρά ξενοδοχεία δεν διέθεταν telex ή telefax. Το μεγαλύτερο πρόβλημα το αντιμετώπισα για το νησί Yap, που τότε διέθετε ένα και μοναδικό ξενοδοχειάκι. Πώς να αποφασίσεις να πας εκεί, στη μέση του Ειρηνικού Ωκεανού, για να μείνεις αρκετές μέρες, χωρίς να έχεις προηγουμένως εξασφαλίσει ένα δωμάτιο; Και πώς να κάνεις καταδύσεις, αν δεν έχεις κοιμηθεί την προηγούμενη νύχτα;
Για αυτόματη τηλεφωνία, βέβαια, δεν γινόταν ούτε σκέψη εκείνα τα χρόνια... Προσπαθούσα, λοιπόν, να βρω γραμμή επικοινωνίας με τη βοήθεια των τηλεφωνητριών και των τηλεφωνητών του ΟΤΕ μέσω Χαβάης, μέσω Μαϊάμι ή μέσω Τέξας κ.λπ. Καθώς η προσπάθεια συνεχιζόταν επί πάρα πολλές ημέρες (ίσως επί δύο ή τρεις βδομάδες) γνωρίστηκα σιγά-σιγά μαζί τους, τηλεφωνικώς. Έμαθα τα ονόματά τους κι έπιασα φιλίες! Διαπίστωσα, μάλιστα, ότι με έναν από τους τηλεφωνητές είχαμε κάποιο κοινό hobby: τη συλλογή νομισμάτων από διάφορες χώρες. Μου ζήτησε να του φέρω κέρματα, αν ποτέ κατόρθωνα να πραγματοποιήσω αυτό το ταξίδι… Τελικά, μετά από τόσες επίμονες κι επίπονες προσπάθειες, κατάφερα να κλείσω το πολυπόθητο δωμάτιο!
Την ημέρα της αναχώρησης (16.11.1989), την ώρα που αποχαιρετούσα την οικογένειά μου, η κόρη μου Αναστασία, ηλικίας τότε μόλις πέντε ετών, με ρώτησε:
- «Με τι θα ταξιδέψεις μπαμπά;»
- «Με αεροπλάνο, Αναστασία μου», της απάντησα. Και τότε γύρισε το κεφαλάκι της προς τα πάνω, με κοίταξε καλά-καλά με τα έκπληκτα μαύρα μάτια της και μου είπε με ύφος σοβαρό, σκυθρωπό και τρομαγμένο:
- «Μα τα αεροπλάνα πέφτουνε μπα
Η καημένη είχε επηρεαστεί φοβερά από το αεροπορικό δυστύχημα της Σάμου, το οποίο είχε συμβεί λίγους μήνες πριν (Αύγουστος του 1989). Είχε δει στην τηλεόραση πολλές τραγικές σκηνές από τα συντρίμμια του αεροπλάνου με νεκρούς, διάφορα σπασμένα ή καμένα αντικείμενα, κούκλες παιδιών κ.λπ. Τα μάτια της με έσφαξαν σαν δύο πελώρια μαχαίρια! Ήταν μία από τις χειρότερες στιγμές της ζωής μου. Πιστέψτε με, αισθάνθηκα πολύ χειρότερα από ό,τι την πρώτη φορά που αντίκρισα καρχαρία σε κατάδυση δίπλα μου! Οποιοδήποτε άλλο ταξίδι θα το είχα ματαιώσει αμέσως, χωρίς συζήτηση. Αλλά αυτό το ταξίδι, που με είχε ταλαιπωρήσει πολλούς μήνες μέχρι να το οργανώσω, δεν μπορούσα να το εγκαταλείψω, έστω κι αν η ψυχολογική μου κατάσταση ήταν τόσο απαίσια. Ευτυχώς, ο γιος μου Θωμάς ήταν τότε μόλις τριών χρονών και δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει τους κινδύνους. Έπαιζε αμέριμνος με τα παιχνίδια του… Έσφιξα την καρδιά μου και αποχαιρέτησα την οικογένεια… Ήταν μια πολύ δύσκολη απόφαση! Διαβάζοντας τις γραμμές αυτές δεν μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει τη συναισθηματική φόρτιση εκείνων των στιγμών…
Στη Σιγκαπούρη
Παρασκευή, 17.11.1989, Singapore
Το τότε καινούργιο αεροδρόμιο Τσαν-γκί (Changi), ολοκληρώθηκε μέσα σε λίγα χρόνια, ενώ το παλιό χρησιμοποιείτο από την πολεμική αεροπορία.
Από την Αθήνα το αεροπλάνο ξεκίνησε με μισή ώρα καθυστέρηση, στις 1:30 τα ξημερώματα. Η πτήση non stop για το αεροδρόμιο της Σιγκαπούρης διήρκησε 10 ώρες και 30 λεπτά. Η διαφορά ώρας από την Αθήνα ήταν +6 ώρες.
Μετά από τις διάφορες διαδικασίες έφτασα στο ξενοδοχείο «Αmana», όπου έμεινα, γύρω στις 7:00 το βράδυ. Το ξενοδοχείο βρισκόταν κοντά στην China town. Ήταν καινούργιο και πολύ μοντέρνο. Η πόρτα του δωματίου άνοιγε με διάτρητη κάρτα και με την ίδια κάρτα άναβαν όλα τα φώτα κι ενεργοποιούνταν οι ηλεκτρικές συσκευές. Φεύγοντας, τα φώτα έσβηναν αυτομάτως λίγα δευτερόλεπτα μετά την αφαίρεση της κάρτας. Τα δωμάτια, εκτός από ψυγείο - mini bar, είχαν κι όλον τον απαραίτητο εξοπλισμό για την παρασκευή καφέ. Επίσης, είχαν ηλεκτρονικά ελεγχόμενο χρηματοκιβώτιο (με συνδυασμό που επέλεγε ο πελάτης) και στο λουτρό υπήρχε τηλέφωνο, στεγνωτήρας μαλλιών κ.ά.
Στη Σιγκαπούρη οι νόμοι ήταν πολύ αυστηροί. Όποιος πουλούσε πάνω από 15 gr ηρωίνη, τιμωρείτο με θάνατο, έστω και αν ήταν ξένος. Τις ημέρες εκείνες κρέμασαν κάποιον από το Hong Kong. Τα τελευταία χρόνια είχαν απαγχονίσει 25 άτομα!
Στη Σιγκαπούρη πολλά μαγαζιά έκλειναν αργά το βράδυ, στις 22:00, και άνοιγαν αργά το πρωί. Επειδή χρειαζόμουν να αγοράσω μερικά πράγματα για το ταξίδι και την επομένη έπρεπε να φύγω νωρίς για το αεροδρόμιο, αποφάσισα να πάω το ταχύτερο. Μου συνέστησαν να πάω στο εμπορικό κέντρο People's Park, που ήταν στην China town, όχι πολύ μακριά από το ξενοδοχείο μου. Άφησα τα περισσότερα χρήματα στο δωμάτιο και ξεκίνησα. Επειδή η ουρά για ταξί στην είσοδο του ξενοδοχείου ήταν μεγάλη, αποφάσισα να πάω με τα πόδια.
Πέρασα από τις φτωχογειτονιές της China town. Στο δρόμο έβρεχε. Είχα αδιάβροχο μαζί μου, αλλά ήταν τελείως άχρηστο. Η ζέστη συνδυαστικά με την υγρασία ήταν τόσο αποπνικτική που θα γινόμουν μούσκεμα στον ιδρώτα εάν το φορούσα. Περνώντας από μια πεζογέφυρα, έφθασα στο εμπορικό κέντρο. Μετά από σχετικό παζάρι αγόρασα ένα φακό 80 mm για την υποβρύχια φωτογραφική μηχανή Nikonos, επαναφορτιζόμενες μπαταρίες για τη βιντεοκάμερα κι ένα ρολόι καταδύσεων Citizen. Γύρισα πάλι με τα πόδια. Η βροχή, ευτυχώς, είχε πια σταματήσει.
[Μεταξύ των γνώσεων που απέκτησα κατά τη διάρκεια αναζήτησης πληροφοριών για την πόλη, προτού ξεκινήσω το ταξίδι μου, εντύπωση μου έκανε η ταχύτητα κατασκευής του μετρό στη Σιγκαπούρη, που ήταν εν μέρει υπόγειο και εν μέρει εναέριο. Έμαθα ότι ο θεμέλιος λίθος του τέθηκε τον Οκτώβριο του 1983. Έξι χρόνια μετά λειτουργούσαν 25 σταθμοί με μήκος γραμμής 38,3 km. Οι 5 πρώτοι λειτούργησαν την 1.11.87, πριν από τον προϋπολογιζόμενο χρόνο! Το μετρό θα τελείωνε το 1990 και θα είχε 42 σταθμούς και 67 km γραμμών. Οι υπόγειοι σταθμοί και όλα τα τρένα κλιματίζονταν. Το ολικό κόστος κατασκευής ανήλθε στα 2,5 δις US $ και η τιμή εισιτηρίου κυμαινόταν από 45 έως 120 δραχμές (0,13 έως 0,35 ευρώ)!]
Μία απίστευτη ιστορία
Το βράδυ διάβασα στην αγγλόφωνη εφημερίδα της Σιγκαπούρης «The Straits Times» μία εκπληκτική είδηση. Σε κάποιο ερημικό νησί του Ειρηνικού Ωκεανού είχε βρεθεί προσφάτως ένας ιάπωνας στρατιώτης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος είχε ζήσει κρυμμένος μέσα στη ζούγκλα περιμένοντας να έρθουν οι σύντροφοί του να τον σώσουν. Από το μυαλό του δεν μπορούσε καν να περάσει η ιδέα πως ο στρατός του αυτοκράτορα της Ιαπωνίας ήταν δυνατόν να ηττηθεί! Τρεφόταν με ό,τι εύρισκε μέσα στη ζούγκλα και επί 44 ολόκληρα χρόνια δεν είχε μιλήσει σε άνθρωπο! Νόμιζε ότι ο πόλεμος συνεχιζόταν. Φυσικά, είχε μεταβληθεί σε αγρίμι. Ήταν νέος και γέρασε περιμένοντας… Αυτή η συγκλονιστική ιστορία δεν είναι η μοναδική. Έχουν βρεθεί κι άλλοι Ιάπωνες στρατιώτες σε ημιάγρια κατάσταση, που περίμεναν υπομονετικά να έλθουν οι σύντροφοί τους για να τους ελευθερώσουν! Δεν πλησίαζαν καθόλου του ιθαγενείς κατοίκους των νησιών. Η πίστη τους για την τελική νίκη ήταν ακλόνητη. Αυτή η ιδιόρρυθμη συμπεριφορά δείχνει και την τελείως διαφορετική νοοτροπία των Ιαπώνων. Θα ήταν ποτέ δυνατόν Έλληνας, έστω κι ένας, να κάνει κάτι παρόμοιο; Ούτε μία περίπτωση στο δισεκατομμύριο!
Στις Φιλιππίνες
Σάββατο, 18.11.1989, Manila
Το αεροδρόμιο της Μανίλα μετονομάσθηκε σε «Ninoy Aquino International Airport», εις μνήμην του δολοφονηθέντος εκεί πολιτικού.
Φτάνοντας στο αεροδρόμιο της Μανίλα, διαπίστωσα ότι μεταξύ των πολλών γραφειοκρατικών διαδικασιών όσοι είχαν μαζί τους περισσότερα από 3.000 US$ έπρεπε να κάνουν γραπτή δήλωση. Η βίζα που είχα πάρει από την Ελλάδα μου χρειάστηκε, σε αντίθεση με το βιβλιάριο εμβολιασμών.
Για μια φορά ακόμη οι πολλές γλώσσες αποδείχθηκαν πολύ χρήσιμες. Έπιασα κουβέντα με μια Φιλιππινέζα που μιλούσε Γερμανικά, γιατί ήταν παντρεμένη με Γερμανό, η οποία με βοήθησε φυλάγοντας τις αποσκευές μου μέχρι να πάρω πληροφορίες για την πτήση μου προς το Guam, που την προγραμματισμένη για την επόμενη μέρα. Μόνο όποιος έχει ταξιδέψει μόνος με 60 kg αποσκευές σε πρωτόγονη χώρα, όπου (σχεδόν) τα πάντα υπολειτουργούν, μπορεί να εκτιμήσει τι σημαίνει η βοήθεια αυτή!
Τα ταξί από το αεροδρόμιο προς την πόλη λειτουργούσαν υπό μορφή εταιρείας. Ο ενδιαφερόμενος πλήρωνε στο ταμείο και έπαιρνε ένα κουπόνι για τη διαδρομή. Φθάνοντας στον προορισμό του, ο επιβάτης υπέγραφε στον οδηγό ένα χαρτί ότι παρέλαβε όλες τις αποσκευές που του είχε παραδώσει στο αεροδρόμιο… Φαίνεται ότι θα είχαν συμβεί πολλά παρατράγουδα, για να απαιτηθεί η λήψη αυτού του μέτρου! Γι' αυτό και δεν επέτρεπαν στα κοινά ταξί (που χρέωναν το 1/3 της τιμής μόνο) να παραλάβουν επιβάτες από το αεροδρόμιο.
Το ξενοδοχείο μου, ονόματι «Aloha», βρισκόταν επάνω στη γνωστή, ωραία, παραλιακή δεδροφυτεμένη με φοίνικες λεωφόρο Roxas Βoulevard (λεωφόρος Ρόχας προς τιμήν του παλιού προέδρου των Φιλιππίνων). Ήταν όμως πολύ φτωχικό ξενοδοχείο και όταν έφτασα με περίμενε μια σειρά απογοητεύσεων: Πρώτα-πρώτα μου ζήτησαν να προπληρώσω το δωμάτιό μου (αν και είχα 3 μεγάλες αποσκευές). Το κτίριο ήταν παλιό, το ασανσέρ δεν λειτουργούσε, οπότε αναγκαστήκαμε να ανέβουμε στον 4ο όροφο με τις σκάλες. Μπαίνοντας στο δωμάτιο, προσπάθησα ν' ανάψω τα φώτα. Δεν άναβαν, εκτός από ένα που ήταν αναμμένο και δεν μπορούσα να βρω από πού σβήνει! Δοκίμασα όλους τους διακόπτες, αλλά ματαίως. Σε λίγο μου χτύπησε την πόρτα ένας καμαριέρης. Μπήκε στο λουτρό, άνοιξε τη βρύση και μου είπε:
«Να γεμίσουμε την μπανιέρα με νερό, γιατί θα γίνει διακοπή σε λίγο».
«Ωραία», σκέφθηκα, αλλά μόνο για ποδόλουτρο.
Είχα να μπω σε μπανιέρα ξενοδοχείου από το 1971 όταν ήμουν στην Αφρική, όπου δεν υπήρχε ντους ούτε για δείγμα, λόγω της παλιάς, κακής αγγλικής επιρροής στις αποικίες.
Αργότερα διάβασα μια ανακοίνωση στη reception, η οποία τα εξηγούσε όλα. Λόγω έλλειψης ηλεκτρικού γίνονταν περιοδικές διακοπές ρεύματος σε διάφορες περιοχές. Επομένως, το φως που δεν έσβηνε με τίποτα ήταν… το φως του εφεδρικού φωτισμού! «Δεν πειράζει», σκέφθηκα. «Μια νύχτα είναι θα περάσει».
Παλιές αναμνήσεις
Για να περάσω ευχάριστα το απόγευμα σκέφθηκα ότι η καλύτερη επιλογή θα ήταν να πάω μια βόλτα στο πολυτελές ξενοδοχείο «Manila Hotel», από το οποίο διατηρούσα τις καλύτερες αναμνήσεις από το προηγούμενο ταξίδι μου εκεί, δέκα χρόνια πριν περίπου. Μοίρασα, λοιπόν, κι έκρυψα ξανά τα περισσότερα χρήματα στις διάφορες μυστικές τσέπες και κρύπτες, γιατί τα είχα βγάλει υποχρεωτικά στην επιφάνεια, για να κάνω τη δήλωση συναλλάγματος και ξεκίνησα. Πήρα την παραλιακή λεωφόρο Roxas. Το Manila Hotel απείχε περίπου 2-3 χιλιόμετρα.
Στη ράδα ήταν αραγμένα αρκετά εμπορικά πλοία, τα οποία βρίσκονταν σε αναμονή για να ξεφορτώσουν. Σίγουρα μερικά από αυτά θα ήταν ελληνικά. Στη διαδρομή υπήρχαν πολλοί ζητιάνοι. Γι' αυτό δεν είχα πάρει μαζί μου ούτε φωτογραφική μηχανή ούτε βιντεοκάμερα, ώστε να κινούμαι πιο άνετα και με ασφάλεια. Στα ταξί, μάλιστα, τα παράθυρα ήταν κλειστά και κατεβασμένη η ασφάλεια στις πόρτες, γιατί μερικές φορές, όταν σταματούσαν, οι ζητιάνοι έβαζαν τα χέρια τους μέσα στην καμπίνα, ζητώντας βοήθεια (και όχι μόνο…). Τα μωρά που ζητούσαν ελεημοσύνη και οι τυφλοί (που οδηγούνταν, ρακένδυτοι, από παιδάκια) που θερμοπαρακαλούσαν με απλωμένο το χέρι ήταν ένα θέαμα αξέχαστο… Μα πώς θα μπορούσαν να τραφούν όλοι οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί; Η Metro Manila (δηλαδή το ευρύτερο συγκρότημα των ενωμένων πόλεων Manila - Quezon City - Makati) είχε περίπου 20 εκατομμύρια κατοίκους!
Προχωρώντας, πέρασα έξω από την αμερικανική πρεσβεία. Διαπίστωσα ότι τα μέτρα ασφαλείας ήταν πολύ πιο αυστηρά από ό,τι παλαιότερα. Υπήρχε πια διπλό κιγκλίδωμα σε απόσταση αρκετών μέτρων το ένα από το άλλο.
Εκεί έμενε και είχε το στρατηγείο του ο στρατηγός Μακ Άρθουρ στο Β΄ Παγκόσμιο, μέχρις ότου κατέλαβαν τις Φιλιππίνες οι Ιάπωνες. Τότε είπε και την ιστορική φράση: «I shall return» και τήρησε αυτή την υπόσχεση.
Στο ξενοδοχείο Manila, που χτίστηκε το 1912 από αμερικανούς αρχιτέκτονες και ανακαινίσθηκε την εποχή του Marcos, θα έδινε το βράδυ ρεσιτάλ ο Νeil Sedaka για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Φτάνοντας, μου φάνηκε κάπως έρημο σε σχέση με την παλιά του αίγλη. Ζήτησα από έναν υπάλληλο να επισκεφθώ μια μεγάλη αίθουσα του ξενοδοχείου, που τη θυμόμουν από το προηγούμενο ταξίδι μου, γιατί ήταν υπέροχα διακοσμημένη με διαφόρων ειδών κοχύλια. Οι κουρτίνες στις εισόδους και τα διαχωριστικά παραβάν ήταν φτιαγμένα από σειρές οστράκων κρεμασμένων σε κατακόρυφες κλωστές. Οι απλίκες στους τοίχους και τα μεγάλα αμπαζούρ ήταν φτιαγμένα από πελώριες αχιβάδες. Ολόκληρη η διακόσμηση αποτελείτο από θαλασσινά (κελύφη από στρείδια, μύδια κ.λπ.). Ήταν ένα θέαμα ανεπανάληπτο! Ο υπάλληλος μου είπε ότι είχαν αλλάξει το διάκοσμο και ότι η αίθουσα ήταν κλειστή. Απογοητεύθηκα και στενοχωρήθηκα...
Τελικά, καθώς προχωρούσε η ώρα, το ξενοδοχείο άρχισε να ζωντανεύει. Ήρθε περισσότερος κόσμος. Μια μεγάλη ορχήστρα έπαιζε κλασική μουσική σ' ένα από τα ζαχαροπλαστεία του. Αργότερα άρχισαν να φθάνουν οι καλεσμένοι μιας γαμήλιας δεξίωσης. Είδα και το επίσημο ένδυμα των ανδρών που ήταν ένα μεταξωτό πουκάμισο με μακριά μανίκια και κεντήματα κατακόρυφα στο στήθος. Το φορούσαν έξω από τη ζώνη, ριχτό. Και φυσικά, λόγω ζέστης, δεν τίθετο θέμα γραβάτας.
Έφαγα σε ένα από τα εστιατόρια και μετά έκανα μια βόλτα. Ανακάλυψα, τελικά, την αίθουσα με τα κογχύλια, η οποία εν τω μεταξύ είχε ανοίξει. Μόνο που δεν λειτουργούσε πια ως night club, αλλά ως εστιατόριο. Είχαν πράγματι καταργήσει τις κουρτίνες και τα διαχωριστικά που ήταν φτιαγμένα από όστρακα, ο υπόλοιπος, όμως, διάκοσμος στους τοίχους, στους πολυελαίους κ.λπ. είχε παραμείνει αμετάβλητος. Για άλλη μια φορά διαπίστωσα ότι δεν πρέπει να βασίζεσαι στις πληροφορίες…
Μετά βγήκα στον κήπο, όπου υπήρχε υπαίθρια πισίνα και ρεστοράν δίπλα στη θάλασσα. Ο κήπος ήταν φωτισμένος με δάδες και ένα τρίο έπαιζε μουσική, κυρίως από τη Λατινική Αμερική. Ξάπλωσα σε μία πολυθρόνα. Σε λίγο, όμως, θυμήθηκα ότι στο ξενοδοχείο μου ο υπάλληλος είχε αφήσει τα παράθυρα του δωματίου μου ανοικτά. Το καταραμένο φως είχε μείνει αναμμένο και στο μεταξύ είχε νυχτώσει, ένας συνδυασμός που για τροπική χώρα ήταν ένα κι ένα για να βρω το δωμάτιό μου γεμάτο με κουνούπια! Μ' αυτές τις σκέψεις η ξάπλα μου δεν μπορούσε να διαρκέσει πολύ. Γύρισα μ' ένα ταξί πίσω. Στο ξενοδοχείο έμαθα για τις συχνές διακοπές στην ηλεκτροδότηση, που εκεί τις έλεγαν brown-out. Το ρεύμα είχε επανέλθει, το μυστηριώδες φως είχε σβήσει, αλλά σε αντάλλαγμα ένα σωρό άλλα φώτα είχαν ανάψει, γιατί οι διακόπτες τους είχαν μείνει ανοιχτοί. Ευτυχώς κουνούπια δεν υπήρχαν, ούτε και διακοπή νερού. Ο Θεός με λυπήθηκε!
Από τη reception πήρα την πληροφορία ότι κάθε Κυριακή πρωί στο Boulevard Roxas οι ντόπιοι έκαναν jogging και γι' αυτό έκλεινε για τα αυτοκίνητα η μία κατεύθυνση του δρόμου. Συγκεκριμένα, έκλεινε η παραλιακή πλευρά, η οποία οδηγούσε στο αεροδρόμιο. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να ξεκινήσω πολύ πιο νωρίς την επόμενη μέρα.
Στους δρόμους κυκλοφορούσαν τα χαρακτηριστικά λεωφορειάκια της Μανίλα, τα περιβόητα jeepnies, χωρίς παράθυρα, με πάγκους αντί για θέσεις και με τις χιλιάδες διακοσμήσεις, ζωγραφιές, φαναράκια, καθρεφτάκια, κλάξον κι ένα σωρό αεροτενόρους στηριγμένους επάνω στο καπό.
Όταν έφτασα στο αεροδρόμιο την επόμενη μέρα, είδα ότι είχαν εγκαταστήσει στην είσοδο μια μεγάλη πλάστιγγα, για να ζυγίζουν όλες τις αποσκευές την ώρα που έμπαιναν στο αεροδρόμιο, επειδή είχαν χαλάσει από καιρό οι ζυγαριές στα check-in. Υπάλληλοι κολλούσαν ένα κομματάκι αυτοκόλλητη ταινία σε κάθε αποσκευή και επάνω εκεί έγραφαν το βάρος με ανεξίτηλο μαρκαδόρο. Οι δικές μου αποσκευές είχαν συνολικό βάρος 56 kg.
Επισκέφθηκα το tax free του αεροδρομίου, όπου υπήρχαν πολλά πολυτελή είδη, απρόσιτα βέβαια για τον μέσο Φιλιππινέζο. Ακραία αντίθεση, όπως διάβασα σε εφημερίδα της Σιγκαπούρης, αποτελούσαν οι 14.000 άνθρωποι (από τους οποίους τα περισσότερα παιδιά) που ζούσαν στη Μανίλα ψάχνοντας για χρησιμοποιήσιμα πράγματα μέσα στους σωρούς των σκουπιδιών…
Ταξιδεύοντας προς το Palau
Κυριακή, 19.11.1989, Guam και Palau
Το Guam ήταν το κεντρικό αεροδρόμιο (hub) για όλες σχεδόν τις πτήσεις προς και από τα διάφορα νησιά της Μικρονησίας. Η πτήση Manila - Guam διήρκησε 3 ½ ώρες. Στο αεροπλάνο ολόγυρά μου βρίσκονταν μόνο άτομα της κίτρινης και μαυροκίτρινης φυλής. Σηκώθηκα κι έκανα μια προσεκτική βόλτα στο διάδρομο από την αρχή ως το τέλος. Στα 180 περίπου άτομα βρήκα μονάχα 3 λευκούς!
Επειδή το Guam είναι αμερικανικό έδαφος, όσοι είχαν ως προορισμό άλλα νησιά παρέμειναν στη μεγάλη αίθουσα του transit. Έκανε τρομερή ζέστη και η ατμόσφαιρα ήταν φοβερά υγρή. Η αίθουσα ήταν κλειστή απ' όλες τις μεριές για να κλιματίζεται σωστά, αλλά ο κλιματισμός είχε χαλάσει! Η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική μέχρι λιποθυμίας, ανυπόφορη ακόμη και για τους συνηθισμένους σε τροπικά κλίματα. Για να περάσει λίγο η ώρα, έπιασα να γράψω. Στάθηκε τελείως αδύνατο, όχι μόνο γιατί το χέρι μου ήταν μούσκεμα αλλά και γιατί έπεφταν συνεχώς σταγόνες ιδρώτα από το μέτωπό μου επάνω στο χαρτί. Σε τέτοιες καταστάσεις συνειδητοποιείς για ποιο λόγο ο Θεός μάς έδωσε τα φρύδια: όχι για διακοσμητικούς λόγους (όπως φαντάζονται οι περισσότεροι), αλλά για να μην πηγαίνει ο ιδρώτας μέσα στα μάτια, προκαλώντας τσούξιμο.
Είχα, όμως, κι ένα άλλο πρόβλημα. Προσπάθησα να επιβεβαιώσω την πτήση του γυρισμού μου Guam - Manila, που επί μήνες ήμουν στη λίστα αναμονής, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Εξήγησα στην υπάλληλο ότι η μόνη πτήση που είχα θέση για την επιστροφή, δηλαδή από Μανίλα-Σιγκαπούρη-Αθήνα, ήταν για τις 10 Δεκεμβρίου. Από 'κει και μετά όλες οι πτήσεις μέχρι και τα Χριστούγεννα ήταν γεμάτες. Να πάω νωρίτερα στη Manila δεν γινόταν, γιατί δεν είχα βίζα και θα αναγκαζόμουν να κοιμηθώ στο αεροδρόμιο… Τότε διερωτήθηκα, αν υπήρχε κάποιος άλλος που να έχει χύσει τόσο ιδρώτα και να έχει περάσει τόσες αγωνίες στις διακοπές του όσες εγώ. Αμφιβάλω αν υπάρχει δεύτερος.
Πολύ κοντοί χιτώνες που φορούσαν οι αρχαίες Σπαρτιάτισσες.
Η πτήση Guam - Koror διήρκησε 2 ½ ώρες, αλλά υπήρχε και διαφορά ώρας (μία ώρα πίσω). Η αεροπορική εταιρεία Continental - Air Micronesia, που έκανε τις πτήσεις αυτές, είχε ως επί το πλείστον μιγάδες αεροσυνοδούς, οι οποίες είχαν χαρακτηριστικά προσώπου και σώματα πολύ ωραιότερα από ό,τι οι ιθαγενείς κοπέλες των νησιών. Στη μακριά φούστα των στολών τους είχαν στο πλάι μία σχισμή από κάτω μέχρι πάνω, ώστε να φαίνονται τα καλλίγραμμα πόδια τους… Οι "φαινομηρίδες " τους ήταν ιδιαιτέρως προκλητικές.
Το κράτος του Palau (ή Belau) ανήκει στις Δυτικές Καρολίνες νήσους κι έχει πρωτεύουσα το Koror. Από πολύ παλιά ήταν κτήση της Ισπανίας, η οποία πούλησε τα νησιά το 1899 στη Γερμανία. Το 1914 τα κατέλαβαν οι Ιάπωνες, στους οποίους, το 1919, ανατέθηκε από την «Κοινωνία των Εθνών» (πρόδρομο του ΟΗΕ) να τα διοικούν. Οι σύμμαχοι τα κατέλαβαν το 1944 μετά από σκληρές μάχες. Από το 1947 μέχρι το 1994 ήταν υπό την εποπτεία των ΗΠΑ. Ολόκληρο το κράτος του Palau έχει κάπου 17.000 κατοίκους μόνο.
Το ωραίο θέαμα μ' έκανε να ξεχάσω την αγωνία μου: αν, δηλαδή, θα μ' άφηναν να μπω χωρίς βίζα, όταν θα έφθανα στο αεροδρόμιο του Palau. Η Δημοκρατία του Palau και των γύρω νησιών του ανεξαρτητοποιήθηκε μόλις το 1994, κι ήταν αδύνατο να μάθω υπεύθυνα αν οι Έλληνες χρειαζόταν βίζα (ούτε βέβαια από πού θα την έπαιρναν). Σκεπτόμουν και προετοίμαζα τα επιχειρήματα που θα χρησιμοποιούσα για να μπορέσω να πάρω τη βίζα επί τόπου. Μέχρι τότε είχα καταφέρει να πάρω σε ελάχιστο χρόνο βίζες που κανονικά χρειάζονταν ολόκληρες εβδομάδες για να εκδοθούν, όπως: των ΗΠΑ από την Μαρτινίκα, του Ελ Σαλβαδόρ από την Κόστα-Ρίκα, της Νικαράγουας από το Ελ Σαλβαδόρ κ.λπ. Τα επιχειρήματά μου θα ήταν ότι το γεμάτο βίζες -από προηγούμενα ταξίδια σ' όλο τον κόσμο- διαβατήριό μου, η χρονικά απεριόριστης διάρκειας βίζα των ΗΠΑ, τα εισιτήρια του αεροπλάνου για πολλά νησιά και για επιστροφή στην Ελλάδα, τα πολλά χρήματα σε μετρητά, οι πιστωτικές κάρτες και τέλος ο μεγάλος καταδυτικός, φωτογραφικός και μαγνητοσκοπικός εξοπλισμός που κουβαλούσα μαζί μου. Ο οποίος εξοπλισμός ήταν ένα από τα τρία προβλήματα που αντιμετώπιζα μονίμως, διότι ήμουν υποχρεωμένος να τον κουβαλώ συνεχώς στα χέρια (μέσα στην πελώρια χειραποσκευή μου) επειδή ήταν εύθραυστος και ευπαθής (κάμερα, φωτογραφική, φλας, φορτιστές, προβολείς, φακοί, βαθύμετρο, μανόμετρο κ.λπ.). Το δεύτερο πρόβλημα ήταν το γεγονός ότι ταξίδευα τελείως μόνος, το οποίο συνεπάγεται πολλές δυσκολίες, η μικρότερη των οποίων ίσως είναι το ότι δεν έχεις πού να αφήσεις τις αποσκευές σου για να πας στη τουαλέτα ή για να ζητήσεις κάποια πληροφορία. Ήμουν υποχρεωμένος να κουβαλάω τα πάντα συνεχώς μαζί μου. Το τρίτο ήταν τα εμβόλια. Αν και είχα κάνει πολλά στην Αθήνα πριν ξεκινήσω γι' αυτό το ταξίδι, είχα πάντα την αγωνία μήπως μου χρειαζόταν και κάποιο άλλο που δεν είχα κάνει.
Palau Pacific Resort
Κατεβαίνοντας από το αεροπλάνο μάς υποδέχθηκε, αν και ήταν νύχτα, μια υγρή ζέστη σαν να μπαίναμε σε χαμάμ. Ο έλεγχος των διαβατηρίων ήταν εξονυχιστικός και απελπιστικά βραδύς. Καθώς ήμουν σχεδόν τελευταίος στην ουρά, το μαρτύριο και η αγωνία μου κράτησαν πάνω από μισή ώρα. Όταν έφθασε η σειρά μου, ο υπάλληλος, που ίσως για πρώτη φορά έβλεπε τη λέξη Greece σε διαβατήριο, κάλεσε τους συναδέλφους του και στη συνέχεια τον προϊστάμενο για βοήθεια. Ακολούθησε σύσκεψη των "ειδικών", οι οποίοι μελετούσαν με εμβρίθεια το διαβατήριό μου. Τελικά, η αγωνία μου και το δίλημμα αν θα κοιμόμουν στο ξενοδοχείο ή στο αεροδρόμιο, έληξε υπέρ του ξενοδοχείου…
Αλλά τα προβλήματα δεν είχαν λήξει... Φθάνοντας στο ξενοδοχείο «Palau Pacific Resort», μου είπαν ότι με περίμεναν πριν από δύο μέρες κι ότι δεν υπήρχε δωμάτιο διαθέσιμο για όλες τις μέρες που ήθελα να μείνω εκεί. Βέβαια, όλα αυτά ήταν προφάσεις, γιατί εγώ είχα κλείσει τις σωστές ημερομηνίες με δύο τρόπους: Πρώτα-πρώτα πήρα τηλέφωνο. Για την ακρίβεια η υπηρεσία του ΟΤΕ, αφού τους εξήγησα πού πέφτει αυτό το νησί, χρειάσθηκε 3 μέρες για να με συνδέσει. Όταν επιτέλους κατάφερα να μιλήσω, η τηλεφωνήτρια του ξενοδοχείου μού είπε ότι δεν ήξερε αν υπήρχε δωμάτιο και ότι θα συνεννοούνταν με τις κρατήσεις. Έπρεπε να ξανατηλεφωνήσω. Σε δύο μέρες (πρόοδος βλέπετε!) κατάφερα να συνδεθώ και η απάντηση ήταν «Ο.Κ». Αλλά δεν αρκέστηκα σ' αυτό. Επικοινώνησα και με το γραφείο τους στην Καλιφόρνια, απ' όπου έκαναν Telex στο νησί και την επομένη είχα την απάντηση «Ο.Κ.» Αφού λοιπόν σιγουρεύτηκα, εξέδωσα οριστικά τα αεροπορικά εισιτήρια, ενώ προηγουμένως είχα κάνει κράτηση μόνο των θέσεων.
Αποφάσισα να μείνω προσωρινά στο ξενοδοχείο. Τι να έκανα άλλωστε; Για αργότερα είχε ο Θεός… Πάντως διαισθάνθηκα ότι όλη αυτή η ιστορία της έλλειψης δωματίου δημιουργήθηκε επειδή την προσεχή Πέμπτη ήταν η μεγάλη «Γιορτή των Ευχαριστιών» για τους Αμερικανούς. Πάρα πολλοί θα τη συνδύαζαν με το Σαββατοκύριακο που προηγείτο, όπως και με το επόμενο, και θα έπαιρναν λίγες μέρες άδεια για να πάνε διακοπές…
Το ξενοδοχείο Palau Pacific Resort ήταν καινούργιο, πολύ ωραίο και πολυτελές. Τα bungalows είχαν το παραδοσιακό στυλ αρχιτεκτονικής των σπιτιών του Palau. Στο δωμάτιο υπήρχε air-condition, αλλά κι ένας μεγάλος ανεμιστήρας στην οροφή. Αυτό, βέβαια, κάτι δήλωσε για τη ζέστη που επικρατούσε εκεί… Πάντως, αργότερα, ο συνδυασμός των δύο με βοήθησε πολύ, για να στεγνώνω γρήγορα τον εξοπλισμό μου μετά το πλύσιμο, ιδίως το στεγανό κέλυφος της κάμερας και τον προβολέα, ώστε να μπορώ να τ' ανοίξω σύντομα και να αρχίσω τη φόρτιση των μπαταριών τους κ.λπ. Το bungalow είχε λουτρό χωριστό από το WC, mini bar και ψυγείο, γραφείο κ.λπ. Η καμαριέρα άφηνε κάθε μέρα από ένα λουλούδι παντού: επάνω στο κρεβάτι, στο γραφείο, στο λουτρό και στο bar, εκτός από τη μικρή σοκολάτα επάνω στο μαξιλάρι…
Μόλις τακτοποιήθηκα στο δωμάτιο η πρώτη μου δουλειά ήταν να πάρω πληροφορίες για την κατάδυση της επόμενης μέρας. Αν και η ώρα ήταν προχωρημένη τα κατάφερα να οργανωθώ, ώστε να μη χάσω ούτε μία μέρα.
Το ξενοδοχείο είχε πλαζ, πισίνα, δύο μπαρ, δύο εστιατόρια, πολλά καταστήματα κι έναν υπέροχο τροπικό κήπο. Μέσα στις λιμνούλες υπήρχαν βατράχια, που, όσο κι αν φανεί περίεργο, τιτίβιζαν σαν πουλιά! Στην αρχή μπερδεύτηκα και διερωτόμουν τι είδους πουλιά να είναι αυτά που κελαηδούσαν μέσα στη νύχτα!
Το μεγάλο καλό των νησιών αυτών ήταν ότι υπήρχαν ελάχιστα έντομα, καθόλου κουνούπια και φυσικά δεν υπήρχε ελονοσία. Αυτό ήταν τελείως απίθανο για τροπική χώρα. Η υγρασία, όμως, ήταν φοβερή! Μούσκευες στον ιδρώτα, ο οποίος μετά δεν στέγνωνε. Η υπερβολική υγρασία δημιουργούσε τόσο πολλά σταγονίδια στα ποτήρια με το παγωμένο νερό ή ποτό που σιγά-σιγά κυλούσαν προς τα κάτω και έβρεχαν το τραπεζομάντηλο, δημιουργώντας έναν υγρό λεκέ διαμέτρου 20 εκατοστών περίπου γύρω από κάθε ποτήρι! Και κάτι ακόμη πιο περίεργο: το νερό ή η coca - cola κ.λπ. που είχε παγάκια, έβγαζαν αχνούς όπως τα καυτά ποτά! Επρόκειτο ή για εξάχνωση του πάγου ή για ψύξη του αέρα που ήταν μέσα στο ποτήρι από τα κρύα τοιχώματα, με αποτέλεσμα οι υδρατμοί που περιείχε να υγροποιούνται (όπως συμβαίνει στο φαινόμενο της πάχνης).
Οι πρώτες καταδύσεις στα μαγευτικά νησιά
Δευτέρα, 20.11.1989, Palau
Οι καταδύσεις στο νησί αυτό γίνονταν με μικρά ταχύπλοα σκάφη, τα οποία έπαιρναν συνήθως 2 έως 7 αυτοδύτες. Κάθε πρωί έρχονταν κι έδεναν στην αποβάθρα του ξενοδοχείου Palau Pacific Resort, παραλάμβαναν τους επιβάτες και κατόπιν διένυαν μια απόσταση 60-75΄ μέχρι τα σημεία των καταδύσεων. Μετά την πρωινή κατάδυση οι δύτες πήγαιναν σε κάποιο ερημικό νησάκι εκεί κοντά για πικ-νικ.
Κάθε σκάφος διέθετε ένα φορητό ψυγείο πάγου για τα ποτά (απαραίτητο εφόδιο λόγω της μεγάλης ζέστης) και πρόχειρο φαγητό (σάντουιτς κ.λπ.) για τους δύτες και το πλήρωμα. Μετά από διακοπή 2 - 3 ωρών περίπου γινόταν η απογευματινή κατάδυση, που συνήθως ήταν κι αυτή σε μεγάλο βάθος (καμιά φορά βαθύτερη από την πρωινή). Αυτή η τακτική, που ήταν αντίθετη προς αυτή άλλων καταδυτικών περιοχών, καθιστούσε αναγκαία τη μεγάλη μεσημβρινή ανάπαυλα, ώστε ο ανθρώπινος οργανισμός να είχε τον απαραίτητο χρόνο ν' αποβάλλει μεγάλο ποσοστό του αζώτου για να μειωθεί ο κίνδυνος της νόσου των δυτών.
Το νερό της θάλασσας στην περιοχή αυτή ήταν πολύ ζεστό: συνήθως 29οC, αλλά καμιά φορά έφθανε και τους 30οC. Παρά την υψηλή θερμοκρασία όμως, η στολή ήταν απαραίτητη (έστω και λεπτή από ελαστικές ίνες lycra), για να προστατεύει τον δύτη από τα κοφτερά κοράλλια κ.λπ.
Η πρώτη κατάδυση πραγματοποιήθηκε στο Blue Ηoles (= μπλε τρύπες) ένα από τα ωραιότερα σημεία που προσφέρει το Palau, το οποίο βρίσκεται πολύ κοντά στο Blue Corner. Πρόκειται για 3 κατακόρυφα τούνελ, που ξεκινούν από τα ρηχά και κατεβαίνουν κατακόρυφα προς τα κάτω (σαν πηγάδια) μέχρι τα 135 πόδια. Εκεί έχουν στόμια προς τα έξω, προς την ανοιχτή θάλασσα κι επικοινωνούν με τον κατακόρυφο κοραλλιογενή τοίχο. Μέσα στο πηγάδι είδαμε πάρα πολλά ψάρια, άλλα μεμονωμένα κι άλλα σε κοπάδια, και βγαίνοντας από το τούνελ στον ωκεανό συναντήσαμε ψάρια της ανοικτής θάλασσας. Στα βαθιά, διέκρινα τις σιλουέτες αρκετών καρχαριών, περίπου στα 100 μέτρα. Αν και η απόσταση ήταν πολύ μεγάλη για να μπορέσει να διακρίνει κανείς το είδος, νομίζω ότι ήταν καρχαρίες-λεοπαρδάλεις.
Η θάλασσα ήταν αρκετά κυματώδης, με αποτέλεσμα να ζαλιστούμε λίγο. Παράλληλα, αντιμετώπιζα άλλο ένα πρόβλημα. Είχε σπάσει το κολάρο που συγκρατούσε το επιστόμιο επάνω στον εύκαμπτο σωλήνα του BC (Buoyancy Compensator = ρυθμιστής πλευστότητας), με αποτέλεσμα να μπαίνει νερό. Έτσι το BC μου ήταν άχρηστο, οπότε, όταν τελείωσε η κατάδυση, συνεννοήθηκα με τον divemaster (= αρχηγό της κατάδυσης), τον Gush, να το πάρει μαζί του το απόγευμα, για να προσπαθήσει να το επισκευάσει.
Πικ-νικ σ' ένα τροπικό νησάκι
Για το μεσημεριανό φαγητό πήγαμε σ' ένα υπέροχο νησάκι με οργιαστική βλάστηση και μια αμμουδιά κάτασπρη, με φοβερά λεπτή άμμο σαν κορν φλάουερ (αλεύρι αραβοσίτου). Ακόμη και στη βρεγμένη άμμο το πόδι βούλιαζε περισσότερο από 5 εκατοστά! Τόσο λεπτή άμμο είχα ξαναδεί μόνο σε μερικές παραλίες της Κένυα, πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια.
Δίπλα σ' αυτό το νησί υπήρχε άλλο ένα νησάκι, στο οποίο μπορούσες να φθάσεις περπατώντας επάνω στη στενή λωρίδα άμμου που τα ένωνε! Το μέρος ήταν τόσο ειδυλλιακό με την υπέροχη θάλασσα, τη φοβερή πεντακάθαρη αμμουδιά και την πυκνή βλάστηση που θα άξιζε να μείνει κανείς μέρες για να το απολαύσει κι όχι να κάνει μια σύντομη ανάπαυλα όπως εμείς. Λυπήθηκα που δεν είχα τη φωτογραφική μαζί μου και η video-κάμερα είχε προσαρμοσμένο τον ειδικό ευρυγώνιο φακό για τον βυθό… Καθώς το κέλυφος ήταν βρεγμένο, δεν τολμούσα να το ανοίξω για να τον αφαιρέσω, επειδή υπήρχε κίνδυνος να εισχωρήσουν νερά.
Στο νησάκι υπήρχαν εξέδρες (αποβάθρες) για να δένουν τα σκάφη, όπως και ξύλινοι πάγκοι και τραπέζια για το πικ-νικ. Από την κούραση της κατάδυσης μου είχε ανοίξει η όρεξη… Άρπαξα το σάντουιτς και το αναψυκτικό, αλλά δεν πήγα προς τα τραπεζάκια. Προτίμησα να καθίσω σ' ένα ερημικό μέρος της παραλίας, για να το απολαύσω καλύτερα. Το καταβρόχθισα σε ελάχιστα λεπτά και μετά ξάπλωσα στη μαλακή άμμο, κάτω από την πυκνή σκιά που μου εξασφάλιζαν τα τροπικά δένδρα. Δίπλα μου, πάνω στην αμμουδιά, περπατούσαν διάφοροι ασπόνδυλοι οργανισμοί με εξωτερικό κέλυφος (κοχύλια). Χάζευα τη γραμμή που άφηναν πίσω τους, καθώς τα ζωάκια προχωρούσαν με το βαρύ φορτίο τους άφοβα και με την άνεσή τους μέρα μεσημέρι! Ήταν ένα θέαμα που γίνεται όλο και πιο σπάνιο…
Στο Μεγάλο Βάραθρο
Αλλά ήταν πια ώρα να ετοιμαστούμε για την απογευματινή κατάδυση στο Big Drop Off (= μεγάλο υποθαλάσσιο βάραθρο). Αποχαιρέτησα το μαγευτικό νησάκι και προχώρησα προς το σκάφος.
Ήταν προγραμματισμένο να κάνουμε drift dive. Θα αφηνόμασταν, δηλαδή, να μας παρασύρει το παλιρροϊκό ρεύμα κατά μήκος του τοίχου, ενώ το σκάφος από την επιφάνεια θα μας ακολουθούσε, παρακολουθώντας τις φυσαλίδες του αέρα που θα εκπνέαμε στο βυθό. Η παρακολούθηση αυτή είναι δύσκολη, ιδίως όταν η θάλασσα είναι ταραγμένη, γιατί ο καπετάνιος δεν μπορεί να διακρίνει τις φυσαλίδες… Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι πιθανό να βγούμε στην επιφάνεια και να μην υπάρχει σκάφος, οπότε τα πράγματα είναι αρκετά δύσκολα. Συνήθως, όμως, η απόσταση είναι τέτοια που τα σφυρίγματα από τις σφυρίχτρες μας γίνονται αντιληπτά από το πλήρωμα του σκάφους.
Η κατάδυση έγινε σ' ένα κατακόρυφο κοραλλιογενές τοίχωμα. Ο γκρεμός προχωρούσε τόσο βαθιά που δεν φαινόταν το τέρμα του. Αργότερα πληροφορήθηκα ότι το βάθος του στην περιοχή εκείνη έφανε τα 350 μέτρα! Η ορατότητα ήταν μέτρια. Ο τοίχος ήταν φορτωμένος με κοράλλια, σφουγγάρια και γοργόνιες, σαν πλατιές βεντάλιες. Ψάρια-παπαγάλοι και ψάρια-πεταλούδες κυκλοφορούσαν παντού. Λίγο μετά εμφανίστηκε κι ένας καρχαρίας. Επιθεώρησε την περιοχή και απομακρύνθηκε το ίδιο ευγενικά όπως είχε έρθει!
Το θέαμα ήταν τόσο πλούσιο και ποικίλο σε χρώματα και σχήματα και η πληθώρα των θαλάσσιων οργανισμών τόσο μεγάλη, που δεν περιγράφεται με λόγια. Θ' αναφέρω μόνο ότι ο Cousteau θεωρούσε αυτά τα κατακόρυφα τοιχώματα ως τα ωραιότερα της υφηλίου!
Μετά την κατάδυση πήγαμε σε μια περιοχή όπου υπήρχαν γιγαντιαία όστρακα της οικογενείας tridacna, η διάμετρος των οποίων ξεπερνά σε ορισμένες περιπτώσεις το ενάμιση μέτρο. Φορέσαμε μόνο μάσκες και βατραχοπέδιλα και πέσαμε στο νερό. Τα ζωάκια που κατοικούσαν μέσα σ' αυτά είχαν ωραία, ζωηρά χρώματα, τα οποία οφείλονται σε μικροργανισμούς με τους οποίους συμβιώνουν. Για να τα απολαύσουμε, όμως, έπρεπε να πλησιάσουμε με πολύ αργές κινήσεις και όχι υπερβολικά κοντά. Γιατί σε κοντινή απόσταση τα όστρακα αντιλαμβάνονται τον δύτη και κλείνουν ερμητικά.
Ταξίδι στον υγρό παράδεισο
Η διαδρομή της επιστροφής με το ταχύπλοο σκάφος ανάμεσα στα χιλιάδες νησάκια ήταν μία πανδαισία. Πρώτα-πρώτα απολαμβάναμε τα πεντακάθαρα νερά της θάλασσας, που ανάλογα με το βάθος άλλαζαν χρώματα: από ζαφειρένιο και γαλάζιο στα βαθιά, γινόταν ανοιχτοπράσινο τουρκουάζ στα ρηχά, μέχρι σχεδόν άσπρο κοντά στην αμμουδιά.
Θαυμάζαμε τα χιλιάδες νησιά, νησάκια και βραχάκια που ήταν σκορπισμένα σ' ολόκληρη τη λιμνοθάλασσα του Palau, αλλά και αρκετές στενές λουρίδες υφάλου ή γλώσσες άμμου που τα ένωναν. Τα πάντα, ακόμα και η παραμικρή σπιθαμή γης και ο τελευταίος βράχος, ήταν σκεπασμένα με οργιαστική πυκνή τροπική βλάστηση, σωστή ζούγκλα. Και καθώς δεν ήταν επίπεδα αλλά υψώνονταν από το επίπεδο της θάλασσας, έμοιαζαν με σκουροπράσινα μανιτάρια διαφόρων μεγεθών και σχημάτων, που κάποια θεϊκή δύναμη τα έκανε να "φυτρώσουν" μέσα από το νερό… Ανάμεσά τους αναρίθμητοι κολπίσκοι, στενοί πορθμοί και φιόρδ και κλειστές λίμνες, που νόμιζες ότι ήταν ολόγυρα κλειστές, καθώς και ρηχές λιμνοθάλασσες με πεντακάθαρα νερά.
Το σκάφος προχωρούσε ταχύτατα κατευθείαν προς την ξηρά, δημιουργώντας μας την εντύπωση ότι σε ελάχιστα μέτρα θα προσέκρουε σ' αυτήν. Ξαφνικά, όμως, ως δια μαγείας, ανοιγόταν κάποια στενή διέξοδος ακριβώς την τελευταία στιγμή!! Προχωρούσαμε απτόητοι με φοβερή ταχύτητα μέσα στον λαβύρινθο των νησιών, μερικές φορές ξυστά στην παραλία. Η πείρα και η ικανότητα του καπετάνιου μας να βρίσκει το δρόμο του, να μη χάνει τον προσανατολισμό του και να μην χτυπάει πουθενά, μας είχαν αφήσει όλους κατάπληκτους!!
Παρότι στις σπηλαιολογικές εξερευνήσεις καταφέρνω να μην χάνομαι ανάμεσα σε χιλιάδες σταλακτίτες, μετά από εκατοντάδες στροφές και διακλαδώσεις και αναρίθμητα περάσματα, εκεί τα πράγματα μου φάνηκαν ακόμη πιο δύσκολα. Κάποια στιγμή είδα μπροστά μας μια λουρίδα ξηράς να φράζει τον δρόμο του σκάφους. Πλησιάζαμε επικίνδυνα και το μόνο που διέκρινα ήταν μια πολύ χαμηλή καμάρα επάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ούτε μπορούσα να διανοηθώ ότι κάτω από 'κει χωρούσε το σκάφος. Έριξα μια ματιά στον καπετάνιο γεμάτος απορία και 'κείνη τη στιγμή αντιλήφθηκα ότι αύξησε την ταχύτητα του σκάφους!! Τρομοκρατημένοι όλοι σκύψαμε αυθόρμητα το κεφάλι και χαμηλώσαμε όσο μπορούσαμε. Πριν καν να το συνειδητοποιήσουμε, είχαμε κιόλας περάσει από την άλλη μεριά! Η αψίδα του βράχου, κάτω από την οποία περάσαμε σκυφτοί, σχεδόν ακούμπησε τα κεφάλια μας - ή τουλάχιστον έτσι μας φάνηκε...
Συνεχίσαμε την πορεία μας κάνοντας slalom ανάμεσα σε βράχους και σε νησάκια. Το θέαμα συνεχιζόταν αδιάκοπα συναρπαστικό. Πουθενά δεν είδαμε άλλο πλεούμενο. Μόνο όταν πλησιάσαμε κοντά στο ξενοδοχείο, συναντήσαμε άλλο ένα σκάφος καταδύσεων. Η διαδρομή αυτή ήταν σίγουρα η πιο υπέροχη υγρή διαδρομή που έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου με πλοίο, γιοτ, ταχύπλοο, πιρόγα, μονόξυλο, βάρκα, σχεδία, κανό, windsurf κ.λπ. σε ωκεανό, θάλασσα, λίμνη, λιμνοθάλασσα ή ποταμό (συμπεριλαμβανομένων και του Αμαζόνιου και του Μεκόγκ)…
Στη διάρκεια της ξέφρενης πορείας του σκάφους, ο άνεμος μού πήρε το καπέλο που φορούσα για να προφυλαχθώ από τον ισχυρό ήλιο των τροπικών. Ευτυχώς, ήταν πλαστικό και επέπλεε. Έτσι προλάβαμε να γυρίσουμε πίσω και να το πιάσουμε. Αυτό μου έγινε μάθημα και από τότε χρησιμοποιώ μόνο καπέλα που δένονται κάτω από το σαγόνι.
Το βράδυ, επιχείρησα να επικοινωνήσω τηλεφωνικώς με την Αθήνα. Ίσως για πρώτη φορά η τηλεφωνήτρια να είχε τόσο δύσκολη δουλειά. Πάντως, μετά από αναμονή μερικών ωρών και από επανειλημμένες προσπάθειες, κατάφεραν να με συνδέσουν. Η γραμμή, όμως, είχε φοβερά έντονη ηχώ. Έπρεπε αναγκαστικά να "κομματιάζω" τις φράσεις, να περιμένω ν' ακουστεί η ηχώ και μετά να συνεχίζω τη φράση μου. Ήταν κάπως φυσικό, όμως, αφού μιλούσα από την άλλη άκρη της υδρογείου…
Μόνος στο βυθό
Τρίτη, 21.11.1989, Palau
Στις 9:00 π.μ. κατέβηκα στην αποβάθρα με τον βαρύ εξοπλισμό μου, όπως είχαμε συμφωνήσει από την προηγούμενη μέρα. Ένα-ένα έφθαναν τα μικρά καταδυτικά σκάφη, φόρτωναν τον εξοπλισμό, έπαιρναν τους αυτοδύτες κι έφευγαν. Η ώρα περνούσε, αλλά αυτό που θα ερχόταν να παραλάβει εμένα δεν φαινόταν πουθενά. Πήγε 9:30, πήγε 9:45… τίποτα. Άρχισα ν' ανησυχώ, αλλά δεν υπήρχε κανένας για να ρωτήσω. Η αποβάθρα ερήμωσε και δεν έβλεπα ούτε καν τους Αυστραλούς που είχαμε βουτήξει μαζί την προηγουμένη. Άρχισα να φοβάμαι ότι με ξέχασαν κι ότι κατά πάσα πιθανότητα η μέρα θα πήγαινε χαμένη, δηλαδή χωρίς κατάδυση. Αποφάσισα να περιμένω ακόμη μισή ώρα. Έτσι κι αλλιώς, εκτός από το να πάω μια βόλτα στο νησί, δεν είχα και πολλά πράγματα να κάνω. Μετά από κανένα τέταρτο (ώ του θαύματος!) ξεπρόβαλε πίσω από τον κάβο ένα σκάφος. Όταν πλησίασε, είδα ότι ήταν μέσα ο divemaster Gush μαζί με έναν Ιάπωνα. Εκείνη τη στιγμή έφθασε στην αποβάθρα και το ζεύγος των Αυστραλών. Όπως μου είπαν, περίμεναν μέχρι τότε ξαπλωμένοι σε κάτι πολυθρόνες στην παραλία, παρατηρώντας από μακριά την κίνηση στην αποβάθρα. Ο Gush μας ζήτησε συγγνώμη, γιατί ο καπετάνιος αρρώστησε ξαφνικά κι εκείνος υποχρεώθηκε να ψάχνει την τελευταία στιγμή για να βρει άλλον καπετάνιο κι άλλο σκάφος.
Μετά από 1 ώρα και 10 λεπτά φθάσαμε στο σημείο της κατάδυσης. Η θαλασσοταραχή, όμως, ήταν τόσο μεγάλη που υποχρεωθήκαμε να φύγουμε και να πάμε στο «Turtle Cove», όπου τα πράγματα ήταν κάπως καλύτερα. Αρχίσαμε την ετοιμασία για να βουτήξουμε. Εγώ είχα ένα πρόβλημα με τα βάρη της ζώνης, γιατί ήταν μεγάλα (τετράκιλα) και με "έκοβαν". Προσπάθησα, μετακινώντας τα, να μειώσω την ενόχληση στο ελάχιστο. Η συνεννόησή μας ήταν να μη μείνουμε καθόλου στην επιφάνεια, αλλά να καταδυθούμε αμέσως και να συναντηθούμε στο βυθό.
Πέσαμε σχεδόν ταυτοχρόνως, δύο δύτες από την μία πλευρά του σκάφους και τρεις από την άλλη. Σε λίγο έφθασα στον πάτο, που στο σημείο εκείνο είχε βάθος 39 μέτρα. Η ορατότητα ήταν περιορισμένη, λόγω του ισχυρού κυματισμού στην επιφάνεια. Έψαξα ολόγυρά μου, αλλά δεν έβλεπα κανέναν από τους άλλους. Κοίταξα επισταμένως μήπως διακρίνω κάποιο ίχνος και κυρίως τις φυσαλίδες του ανερχόμενου αέρα, οι οποίες από πολύ μακριά μοιάζουν σαν λευκή θολούρα. Τίποτε! Ο βυθός στο σημείο εκείνο ήταν πολύ επικλινής και κατέβαινε τόσο βαθιά που δεν έβλεπα το τέλος και σε ελάχιστα μέτρα οριζόντια απόσταση θα πρέπει να ξεπερνούσε τα 60 μέτρα. Σκέφθηκα ότι ακόμη κι αν οι άλλοι είχαν πάει προς τα εκεί δεν θα ήταν φρόνιμο να προχωρήσω. Έκανα μια στροφή 360ο με αργό ρυθμό, παρατηρώντας ολόγυρα προσεκτικά, όσο μου επέτρεπε η κακή ορατότητα. Τίποτε, παρά μόνο σκούρο μπλε νερό. Πουθενά αλλού η αίσθηση της μοναξιάς δεν είναι τόσο απόλυτη όσο εκεί κάτω στο βυθό. Δεν πανικοβλήθηκα χάρη στη μεγάλη πείρα μου. Αποφάσισα τελικά ότι η μόνη σωστή ενέργεια θα ήταν να ανέβω στην επιφάνεια. Φθάνοντας επάνω, τους βρήκα όλους εκεί. Κάποιος από την ομάδα είχε πρόβλημα και γι' αυτό δεν είχαν καταδυθεί ακόμη.
Λίγο μετά κατεβήκαμε όλοι μαζί. Ο βυθός είχε τη μορφή απότομου τοίχου, με υπέροχο διάκοσμο. Άρχισα να βιντεοσκοπώ τα ωραιότατα μαλακά κοράλλια, τις γοργόνιες και τα χιλιάδες πολύχρωμα ψάρια. Αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο ήταν τα κατάλευκα μαλακά κοράλλια, που για πρώτη φορά συνάντησα στην καταδυτική μου ζωή.
Κοντά μου ήταν ο Gush και ο Ιάπωνας. Τους δύο Αυστραλούς δεν τους έβλεπα πουθενά. Συνεχίσαμε την κατάδυση κατά μήκος του τοίχου σε σταθερό βάθος γύρω στα 30 μέτρα, ενώ το πλεούμενο μάς παρακολουθούσε από την επιφάνεια. Είναι πραγματικά πολύ ξεκούραστο για τους δύτες όταν το σκάφος ακολουθεί την πορεία τους και δεν χρειάζεται, αφού αναδυθούν, να κολυμπήσουν προς τα πίσω, για να επιστρέψουν στη βάρκα. Με μια προϋπόθεση όμως: ότι δεν θα πάθει βλάβη η μηχανή, γιατί τότε τα πράγματα γίνονται πολύ δύσκολα. Βγαίνουν στην επιφάνεια κουρασμένοι και δεν βρίσκουν το σκάφος! Η εμπειρία είναι τραγική, κι εγώ έχω μερικές τέτοιες… Γι' αυτό είναι ιδιαίτερα παρήγορο όταν ακούς, από τα βάθη όπου βρίσκεσαι, τον βόμβο της μηχανής. Τον θεωρείς σαν «μελωδία της παρηγοριάς».
Κάποια στιγμή που σταμάτησα τη λήψη του video διαπίστωσα ότι πάλι είχα μείνει μόνος. Αποφάσισα να προχωρήσω για λίγο. Σε λίγα λεπτά ο Gush ξαναφάνηκε κοντά μου, το ίδιο ξαφνικά όπως είχε εξαφανισθεί, αλλά χωρίς κανέναν άλλον μαζί του. Προχωρήσαμε και μπήκαμε σε μια μικρή σπηλιά, που ήταν γεμάτη ψάρια. Πιο κάτω συναντήσαμε κι ένα τεράστιο κοπάδι από χιλιάδες μικροσκοπικά χρωματιστά ψαράκια.
Όταν ο αέρας μας κόντευε να τελειώσει, αρχίσαμε την άνοδο προς το σκάφος. Εκεί εξηγήθηκαν όλες οι διαδοχικές εξαφανίσεις: Αρχικά, η Αυστραλέζα δεν αισθανόταν καλά, γιατί ήταν αδιάθετη και την είχε πειράξει η θαλασσοταραχή, οπότε άργησε να καταδυθεί όλη η ομάδα. Λίγο αργότερα αναγκάστηκε να επιστρέψει, μαζί με τον σύντροφό της, στο σκάφος. Έτσι μείναμε μόνο τρεις. Κατόπιν τελείωσε ο αέρας του Ιάπωνα και ο Gush τον συνόδευσε μέχρι το σκάφος, χωρίς όμως να με ειδοποιήσει (κακώς). Έτσι έμεινα και πάλι τελείως μόνος. Λίγο αργότερα επέστρεψε στο βυθό και συνεχίσαμε οι δυο μας την κατάδυση μέχρι τέλους…
Ανάπαυση στο νησάκι
Για μεσημβρινό φαγητό πήγαμε σ' ένα ωραιότατο κοντινό νησάκι, που άνηκε στο καταδυτικό κέντρο Neco, όπως και το σκάφος μας και ο divemaster. Το νησάκι ήταν κατάφυτο από τροπική βλάστηση: πανύψηλα φοινικόδενδρα, μπανανιές, καθώς και πολλά άλλα, άγνωστα στις εύκρατες ζώνες, δένδρα. Τα κλαδιά των δένδρων προεξείχαν πολλά μέτρα πέρα από την ξηρά, επάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ήταν ένα θέαμα ασυνήθιστο και πανέμορφο, ιδιαίτερα όταν τα κλαδιά σκίαζαν τις μικρές αμμουδιές. Οι καρύδες που έπεφταν από τους φοίνικες κατά εκατοντάδες έβγαζαν φύτρο και ρίζες και γίνονταν μικρά φοινικάκια, γιατί κανείς δεν τις μάζευε για να τις φάει, αφού το νησί ήταν ακατοίκητο. Η φύση λειτουργούσε εκεί τελείως ανεμπόδιστη και ανεπηρέαστη από τον άνθρωπο…
Από την Ιταλική λέξη "amaca" και την Ισπανική λέξη "hamaca", που σημαίνει αιώρα ή κούνια.
Σε μια ωραία τοποθεσία το καταδυτικό κέντρο έχει φτιάξει ξύλινους πάγκους από κορμούς δένδρων κι ένα τραπέζι, για να μπορούν οι δύτες να τρώνε το μεσημεριανό φαγητό τους με περισσότερη άνεση. Είχαν εγκαταστήσει ακόμη και πλεχτές "αμάκες" για ξάπλα. Όλες αυτές οι εγκαταστάσεις ήταν σκεπασμένες με ψάθινες σκεπές για προφύλαξη όχι από τον ήλιο (διότι αυτό θα ήταν περιττό αφού υπήρχαν πανύψηλα δένδρα και πυκνή βλάστηση) αλλά από τις συχνές τροπικές μπόρες.
Στο νησάκι δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου έντομα, πράγμα τελείως ασυνήθιστο για τους τροπικούς, οπότε απολαύσαμε ανενόχλητοι το πρόχειρο φαγητό και το παγωμένο αναψυκτικό σ' αυτόν τον μικρό, επίγειο παράδεισο. Μετά έκανα ένα μοναχικό περίπατο στο νησί, δηλαδή όπου μου επέτρεπε η πυκνή βλάστηση να περάσω, και αυτό ήταν δυνατό κυρίως κοντά στην παραλία. Αλλά η ώρα περνούσε γρήγορα, ακριβώς επειδή βρισκόμουν σε τόσο υπέροχο μέρος. Αφού σκούπισα προσεκτικά την κάμερα από τα νερά και άλλαξα μπαταρία, ξεκινήσαμε.
Διείσδυση στο εσωτερικό του ναυαγίου
Η απογευματινή κατάδυση έγινε στο ιαπωνικό τάνκερ «Οhio», που βυθίστηκε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μόλις πέσαμε στο νερό και κατά τη διάρκεια των απαραίτητων ελέγχων, αντιλήφθηκα ότι ο ιμάντας από τον οποίο συγκρατείτο η κάμερα γύρω από το λαιμό μου είχε λυθεί. Ευτυχώς που το κατάλαβα εγκαίρως, γιατί, καθώς η κάμερα μέσα στο νερό δεν έχει σχεδόν καθόλου βάρος (ουδέτερη πλευστότητα), υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να μου φύγει και να μην το αντιληφθώ αμέσως. Και μετά θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να τη βρω, δεδομένου ότι η ορατότητα ήταν κακή (γιατί το ναυάγιο βρισκόταν μέσα στη λιμνοθάλασσα όπου τα νερά ήταν θολά) και ότι στην περιοχή αιωρείτο πολύ πλαγκτόν. Αυτή η περιορισμένη ορατότητα δημιουργούσε ένα πρόσθετο πρόβλημα. Την ώρα που ήμουν απασχολημένος με τη βιντεοκάμερα, υπήρχε κίνδυνος να απομακρυνθούν οι άλλοι δύτες και να τους χάσω, επειδή δεν θα είχα οπτική επαφή. Αν βρίσκονταν έστω και λίγα μέτρα μακρύτερα, δεν θα μπορούσα να τους διακρίνω μέσα στη θολούρα.
Η σιλουέτα του πελώριου πλοίου, η οποία διαγραφόταν αχνά μέσα στη γκριζομπλέ απεραντοσύνη, έφερνε ανατριχίλα… Σκεπτόμουν τις τραγικές στιγμές της βύθισης, η οποία ενδεχομένως να έγινε κατά τη διάρκεια της νύχτας. Αναλογιζόμουν τις αγωνιώδεις προσπάθειες που έκανε το πλήρωμά του, για να σωθεί. Διερωτόμουν πόσα θύματα άραγε να είχε παρασύρει μαζί στον υγρό τάφο του…
Καθώς πλησιάζαμε, το ναυάγιο άρχισε να φαίνεται καλύτερα. Το πλοίο έχει καθίσει με την καρίνα, σχεδόν όρθιο, με μια ελαφριά μόνο κλίση. Το πρώτο πράγμα που συναντήσαμε κατεβαίνοντας ήταν οι καπνοδόχοι ή μάλλον αυτά που από τη θέση και το σχήμα τους έπρεπε λογικά να ήταν οι καπνοδόχοι. Γιατί αυτό που βλέπαμε ήταν μόνο ένα μακρόστενο κυλινδρικό σχήμα καλυμμένο ολοκληρωτικά από σφουγγάρια, κοράλλια και κυρίως όστρακα. Χιλιάδες μισοανοιχτά όστρακα μικρά και μεγάλα, που έκλειναν όλα μαζί και κινούνταν με απόλυτο συγχρονισμό μόλις τα πλησίαζα με το χέρι μου. Σαν να ήταν ζωντανή η καπνοδόχος! Η θαλάσσια ζωή κάλυπτε απολύτως τα πάντα και δεν άφηνε ούτε τετραγωνικό εκατοστό μετάλλου ελεύθερο, έστω για δείγμα. Η φύση είχε μετατρέψει το θλιβερό, άψυχο κουφάρι σε υπέροχο, πολύχρωμο, ζωντανό υπερθέαμα!
Προχωρήσαμε προς το εσωτερικό του σκάφους. Από τα φινιστρίνια έμπαινε αμυδρά το φως του ήλιου κι έδινε μια απόκοσμη όψη. Ανάψαμε όλοι τους υποβρύχιους φακούς μας. Προχώρησα μέσα στα τεράστια και θεοσκότεινα αμπάρια. Παρά τη μεγάλη εμπειρία μου σε ναυαγιοκαταδύσεις κάθε φορά που διεισδύω σε κουφάρι βυθισμένου πλοίου αισθάνομαι φοβερό δέος κι ένα σφίξιμο στην καρδιά. Ευτυχώς, εκεί, μέσα στο απέραντο μαύρο χάος, ο ισχυρός προβολέας της βιντεοκάμεράς μου έκανε χρυσή δουλειά, γιατί οι συνηθισμένοι υποβρύχιοι φακοί ήταν πολύ ασθενικοί για να φωτίσουν τους αχανείς χώρους. Η στενή δέσμη τους έφθανε, στην καλύτερη περίπτωση, μέχρι το απέναντι τοίχωμα ή διαχωριστικό του σκάφους. Το θέαμα ήταν συναρπαστικό και η εμπειρία ανεπανάληπτη…
Ο Ιάπωνας αναγκάστηκε να επιστρέψει στο σκάφος, γιατί του τελείωσε ο αέρας της μπουκάλας του (προφανώς από το μεγάλο άγχος). Οι υπόλοιποι συνεχίσαμε μέχρι την πρύμνη του πλοίου. Ήτανε πολύ μεγάλο καράβι και χρειάστηκε να κολυμπήσουμε αρκετά. Στη διαδρομή συναντήσαμε πολλών ειδών ψάρια με διάφορα χρώματα και σχήματα και υπέροχα κοράλλια. Από την πολλή χρήση στο εσωτερικό του ναυαγίου μού άδειασε η μπαταρία του ισχυρού προβολέα κι έμειναν μόνον οι μικροί, βοηθητικοί, υποβρύχιοι φακοί. Ήταν πλέον καιρός να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής.
Κάναμε τη στάση αποσυμπίεσης στην κορυφή της μεγάλης καπνοδόχου του πλοίου, που βρισκόταν σε βάθος 10 μέτρων, χαζεύοντας τα χιλιάδες ψαράκια που στριφογύριζαν παντού, τα όστρακα, τα φανταστικά κοράλλια και όλη τη θαλάσσια ζωή γύρω μας. Ενώ είναι συνήθως μια άχαρη και βαρετή διαδικασία, στην περίπτωση εκείνη, λόγω του υπέροχου θεάματος τριγύρω, παρακαλούσαμε να μην τελειώσει ποτέ!
Λίγο πιο κάτω ήταν και το king post (ψηλό κατάρτι) του πλοίου. Κολυμπήσαμε μέχρι εκεί και μετά επιστρέψαμε, κρατώντας περίπου σταθερό το βάθος μας. Η καρίνα του πλοίου πρέπει να βρισκόταν σε βάθος 55 έως 60 μέτρων. Όμως, δεν επιτρεπόταν να κατέβουμε τόσο βαθιά, επειδή ήταν η δεύτερη κατάδυσή μας την ίδια μέρα.
Στη διαδρομή με το σκάφος συναντήσαμε κι ένα μεγαλύτερο πλοίο καταδύσεων (ιστιοπλοϊκό), στο οποίο μένουν οι δύτες μέσα, δηλαδή καταδύονται, τρώνε και κοιμούνται στο πλοίο και σπανίως πλησιάζουν σε λιμάνι. Γι' αυτό το λόγο μας παρακάλεσαν να πάρουμε μερικά γράμματα που είχαν γράψει, για να τα ταχυδρομήσουμε. Τα πήραμε ευχαρίστως, όπως άλλωστε επιβάλλουν οι κανόνες αλληλοβοήθειας μεταξύ των ναυτικών, ιδίως σε τέτοια ερημικά μέρη όπου σπανίως συναντάς άλλο σκάφος. Στον γυρισμό, όμως, ο δυνατός άνεμος παρέσυρε ένα από τα γράμματα, αν και βρίσκονταν όλα πίσω από το παρμπρίζ του σκάφους, και το έριξε στη θάλασσα! Με αστραπιαία ταχύτητα κάναμε μεταβολή και καταφέραμε, με πολλή αγωνία, να το ψαρέψουμε πριν βουλιάξει και προλάβει το νερό να το μουλιάσει τελείως.
Το βράδυ απολαύσαμε στο ξενοδοχείο φαγητά από την τοπική κουζίνα του νησιού. Μεταξύ των πολλών τοπικών σπεσιαλιτέ αξιομνημόνευτα είναι το taro (από την ρίζα τροπικού φυτού) σε χρώμα γκρι-μώβ το οποίο έχει γεύση που μοιάζει με πατάτα, την tapioca (επίσης ρίζα φυτού) σε χρώμα κιτρινόασπρο και γεύση κάτι μεταξύ πατάτας και μπανάνας, καθώς κι ένα είδος σουβλακιού με διάφορα θαλασσινά (γαρίδες κ.λπ.) και κομμάτια μπανάνας. Εκτός από τα γνωστά τροπικά φρούτα υπήρχαν και πολλά άγνωστα σ' εμάς, όπως π.χ. το sower sap, το μέγεθος του οποίου δεν ξεπερνούσε ένα μικρό πεπόνι, ενώ η γεύση του θύμιζε πεπόνι και αγγούρι. Ένα από τα γλυκά ήταν tapioca με καραμελωμένη σος.
Κατάδυση στο Blue Corner
Τετάρτη, 22.11.1989, Palau
Η μέρα ξεκίνησε με την ευχάριστη είδηση ότι δεν θα χρειαζόταν ν' αλλάξω ξενοδοχείο, αφού θα μου έδιναν τελικά το δωμάτιο για όλες τις μέρες.
Με την ευχάριστη αυτή ψυχολογία συνάντησα την καταδυτική ομάδα με την οποία θα έκανα την πρώτη μου κατάδυση στο νησί. Ένας από τους δύτες φορούσε ένα μπλουζάκι με τη μακάβρια επιγραφή: Divers: Some come up barely alive (=Δύτες: μερικοί αναδύονται μόλις και μετά βίας ζωντανοί). Πολύ ενθαρρυντικό, μα την αλήθεια!
Το Blue Corner βρίσκεται στο εξωτερικό μέρος του κοραλλιογενούς υφάλου, έξω από το lagoon, σε απόσταση 22 μιλίων από το Koror. Η λέξη «Blue» προέρχεται από το μπλε χρώμα του νερού, γιατί δεν επηρεάζεται από τη λιμνοθάλασσα και τα νερά της βροχής, που περιέχουν χώματα κ.λπ. καθώς βρίσκεται στην ανοιχτή θάλασσα. Το Corner προέρχεται από την ιδιόρρυθμη κατακόρυφη διαδρομή του υφάλου. Αρχικά, κατεβαίνει μέχρι τα 50 πόδια έχοντας ομαλή κλίση. Μετά προχωρεί κατακόρυφα προς τα κάτω σαν τοίχος μέχρι τα 90 μέτρα. Εκεί αρχίζει να στρέφει προς τα μέσα παίρνοντας αρνητική κλίση. Αυτή η εσοχή είναι αποτέλεσμα της πολύχρονης διαβρωτικής δράσης των θαλάσσιων ρευμάτων. Εκτός όμως από την κατακόρυφη εγκοπή προς τα μέσα, έκανε και γωνία στο οριζόντιο επίπεδο.
Η κατάδυση πραγματοποιήθηκε στο Blue Corner , που θεωρείται ως η ωραιότερη κατάδυση στο Palau. Νομίζοντας, όμως, ότι θα πηγαίναμε στο Jellyfish Lake, δεν είχα προετοιμάσει την κάμερα και ήταν δύσκολο να τη φτιάξω επάνω στο σκάφος, λόγω της μεγάλης θαλασσοταραχής. Επρόκειτο για μια δύσκολη κατάδυση μόνο για πεπειραμένους αυτοδύτες, γιατί εκτός από τον κυματισμό είχε και ισχυρό παλιρροϊκό ρεύμα. Οι δύτες έπρεπε να πέσουν σχεδόν συγχρόνως από το σκάφος, για να μην χαθούν και διαλυθεί η ομάδα.
Πέφτοντας στο νερό κατέβηκα στα 25 μ. περίπου, όπου το ρεύμα ήταν πιο ήσυχο κι άρχισα να ψάχνω γύρω μου για τους άλλους. Δεν έβλεπα κανέναν. Άρχισα να αισθάνομαι τυχερός που δεν είχα μαζί την κάμερα και τον ισχυρό προβολέα της, γιατί χωρίς τον βαρύ αυτόν εξοπλισμό θα μπορούσα να κολυμπήσω πιο άνετα. Ψάχνοντας μέσα στο μπλε χάος, διέκρινα, αρκετά ψηλότερα και πιο κοντά στο τοίχωμα του reef, τις φυσαλίδες των άλλων. Κολύμπησα γρήγορα και τους έφθασα.
Αφήσαμε όλοι μαζί το ρεύμα να μας παρασέρνει κατά μήκος του τοίχου, που παρουσίαζε μια μεγάλη ποικιλία από σκληρά κοράλλια, σφουγγάρια και κοράλλια τύπου βεντάλιας που ξεπερνούσαν το 1,5 μέτρο και που είχαν απίστευτη ποικιλία χρωμάτων: κίτρινο, πορτοκαλί, ροζ, κόκκινο, βυσσινί... Συχνά ήταν δίχρωμα: τα λεπτά μέρη και τα ακραία κλαδάκια ανοιχτόχρωμα, ενώ ο κορμός και τα χοντρά κλαδιά σκουρότερα. Μέσα στις σχισμές και εγκοπές του τοίχου φώλιαζαν μυριάδες θαλάσσια ζωντανά. Όλα τα βλέπαμε με κινηματογραφική ταχύτητα. Αυτή ακριβώς η μεγάλη ποικιλία ήταν που έκανε το Blue Corner συναρπαστικό. Είδα ένα τεράστιο ψάρι Napoleon να περιφέρεται, κοπάδια από μεγάλους τόνους και πιο βαθιά, περίπου 80 μέτρα πιο κάτω, καρχαρίες: γκρίζους του reef, πολλούς με λευκό ακροπτερύγιο και λιγότερους με μαύρο, οι οποίοι δεν έδειχναν να ενδιαφέρονται για τους δύτες και παρέμειναν μακριά.
Στην περιοχή υπήρχαν ακόμη αρκετά σελάχια, μεγάλα manta ray και πιτσιλωτά eagle ray, καθώς και λίγες θαλάσσιες χελώνες. Είδα ακόμη πολλά χρωματιστά ψαράκια κι ένα κοπάδι από barracuda. Καθώς χάζευα το κοπάδι, που προχωρούσε με ακρίβεια σχηματισμού σε στρατιωτική παρέλαση, το είδα ν' αλλάζει εντελώς κατεύθυνση λες και κάποιος αόρατος μαγνήτης τράβηξε ξαφνικά τα barracuda από το ρύγχος. Μικρά ψάρια περιφέρονταν κοντά στο coral reef, αναζητώντας καταφύγιο μέσα στις μικρές κοιλότητες για να προστατευτούν από τους πανίσχυρους εχθρούς τους.
Η κατάδυση αυτή δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί το απόγευμα, γιατί ο άνεμος που σηκωνόταν στη διάρκεια της ημέρας ενίσχυε τη θαλασσοταραχή. Εμείς, με ήρεμες σχετικά συνθήκες, αισθανόμασταν το κύμα να μας παρασέρνει ακόμη και σε βάθος 20 μέτρων! Οι δύτες από κάποιο άλλο σκάφος, τους οποίους συναντήσαμε στο βυθό, είχαν επινοήσει ένα έξυπνο (αλλά όχι και τόσο αθλητικό) κόλπο, για να αντιμετωπίσουν τα ισχυρά ρεύματα: Χρησιμοποιούσαν ένα γάντζο προσαρμοσμένο στην άκρη ενός κονταριού ως άγκυρα , για να πιάνονται από τις προεξοχές του βυθού! Αυτός ο γάντζος ονομάζεται reef hook και είναι πολύ χρήσιμος, γιατί η κολύμβηση κόντρα στο ρεύμα είναι αδιανόητη, ενώ συγκράτηση από τα κοράλλια είναι πολύ δυσάρεστη εμπειρία (εκτός αν φοράς ειδικά γάντια).
Το σκάφος μάς περίμενε μετά το ακρωτήριο. Ανεβαίνοντας ήμουν ενθουσιασμένος, γιατί είχα απαλλαγεί από μια άλλη αγωνία: την προηγουμένη το βράδυ στη διάρκεια του φαγητού μού είχε φύγει το σφράγισμα ενός δοντιού και φοβόμουν μήπως η μεγάλη πίεση στο βυθό μου έφερνε πόνο. Ευτυχώς, δεν συνέβη τίποτα.
Επειδή ένα σκάφος με δύτες που ήταν κοντά μας έπαθε βλάβη, ο καπετάνιος μάς αποβίβασε εκεί κοντά για μεσημβρινό φαγητό, που είχαμε πάντα μαζί, ώστε να μπορέσει να ρυμουλκήσει το άλλο σκάφος. Βγήκαμε σε μια μικρή αμμουδιά, που είχε τριγύρω κοφτερούς βράχους. Ακούμπησα λίγο το γόνατό μου σ' έναν από αυτούς και μου έκανε τρεις χαρακιές, σαν να ήταν ξυράφι. Πολύ κοντά στην παραλία άρχιζε η πυκνή βλάστηση.
Κατάδυση στο Νέο Βάραθρο - Τετ-α-τετ με τον καρχαρία
Η απογευματινή κατάδυση ήταν στο «New Drop-off» (Νέο Βάραθρο). Κι εκεί κάναμε drift dive. Ο βυθός ήταν τόσο ωραίος που σύντομα εξαντλήθηκε η μπαταρία της βιντεοκάμεράς μου. Λίγο μετά, σε απόσταση μικρότερη από 15 μέτρα και ακριβώς στο ίδιο βάθος με μένα είδα ένα καρχαρία, ο οποίος στεκόταν τελείως ακίνητος. Τον κοίταζα, με κοίταζε κι έμεινε στη θέση του, σαν να περίμενε να τον βιντεοσκοπήσω. Άρχισα να βρίζω την εταιρεία Sony που είχε τόσο μικρές μπαταρίες. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να βάλω το κήτος στο στόχαστρο της κάμερας. Τo χωρούσε ίσα-ίσα. Δηλαδή θα κάλυπτε ολόκληρη την οθόνη. Τέτοια ευκαιρία δεν μου έχει παρουσιασθεί ποτέ άλλοτε στη πολύχρονη καταδυτική καριέρα μου (από το 1974) σε καμιά θάλασσα ή ωκεανό του κόσμου. Συνήθως οι καρχαρίες κολυμπούν μακριά και βαθιά. Με την κακή ορατότητα και τη μεγάλη απόσταση φαίνονται σαν συνηθισμένα ψάρια μέσα σε μια σκούρα γκριζομπλέ θολούρα… Γι' αυτό και οι φωτογραφίες τους προκαλούν συνήθως τόση απογοήτευση. Παρά την κοντινή απόσταση δεν φοβήθηκα. Στους πεπειραμένους δύτες η συνάντηση με καρχαρίες δεν προξενεί τρόμο, είναι απλώς το... αλατοπίπερο της κατάδυσης. Προχώρησα συλλογιζόμενος τη χαμένη ευκαιρία.
Ένας άλλος κίνδυνος που "παραμόνευε" στο Νέο Βάραθρο ήταν η καθαρότητα των νερών. Ήταν τόσο απόλυτη που ο δύτης μπορούσε να κάνει εύκολα λάθος εκτίμηση του βάθους που έχει φθάσει. Γι' αυτό έπρεπε να παρακολουθεί συχνά την ένδειξη του βαθύμετρου.
Λίγο πιο κάτω με περίμενε άλλη μια εμπειρία. Σε κάποιο σημείο το reef ανέβαινε προς τα πάνω, δημιουργώντας ένα είδος μεγάλης ξέρας. Το αποτέλεσμα αυτής της ιδιομορφίας του βυθού ήταν ότι το ρεύμα, που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν ήπιο καθώς έβρισκε μπροστά του αυτόν τον τεράστιο όγκο ως εμπόδιο, αποκτούσε ξαφνικά τεράστια ταχύτητα. Γαντζώθηκα με το ένα χέρι στα κοράλλια (με το άλλο κρατούσα την κάμερα) και μόλις που μπόρεσα να συγκρατηθώ για να μη με συμπαρασύρει η ορμή του ρεύματος. Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι με τα δυο τους χέρια. Αλλά, επειδή εγώ κρατιόμουνα μονόπαντα, το ρεύμα με γύρισε στο πλάι. Στη θέση αυτή ο ρυθμιστής μου παρουσίαζε μεγάλη αντίσταση και παραλίγο το ρεύμα να τον βγάλει από το στόμα μου. Έσφιξα γερά τα δόντια και τον συγκράτησα. Αφήνοντας το ένα κοράλλι και πιάνοντας κάποιο επόμενο προχώρησα, επιβραδύνοντας την ταχύτητα με την οποία με παράσερνε το ρεύμα. Περίπου 30 μέτρα πιο κάτω ο ύφαλος άρχισε να χαμηλώνει και η ταχύτητα του ρεύματος μειώθηκε το ίδιο γρήγορα κι εντυπωσιακά όπως είχε δυναμώσει πριν λίγο. Ήταν το πιο δυνατό ρεύμα που είχα συναντήσει.
Το δίδαγμα από το περιστατικό αυτό είναι ότι τα γάντια είναι απαραίτητα σε κάθε κατάδυση σε τροπική θάλασσα. Πώς να πιάσεις άλλωστε με γυμνό χέρι κοράλλια που τσιμπούν, ερεθίζουν, αγκυλώνουν και τρυπάνε; Όπως έμαθα όταν ήμουν αρχάριος αποκτώντας πικρή πείρα, οι πληγές από τα κοράλλια κάνουν πολλές εβδομάδες μερικές φορές και μήνες για να γιατρευτούν, γιατί τα περισσότερα είδη εκρέουν ένα ερεθιστικό δηλητήριο.
Στο τέλος της κατάδυσης κάναμε στάση αποσυμπίεσης για αρκετά λεπτά, επειδή ήταν η δεύτερη βαθιά κατάδυση της ημέρας.
Η μοναδική λίμνη με τις μέδουσες
Μισή ώρα αργότερα το σκάφος μάς μετέφερε στην περίφημη «Λίμνη των Μεδουσών» (Jellyfish Lake), που βρίσκεται στο νησάκι Eil Malk. Αποτελεί ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον φυσικό φαινόμενο, μοναδικό στον κόσμο. Πρόκειται κυριολεκτικά για βιολογικό θαύμα, που χρειάζεται ειδική ανάλυση. Είμαι δε υπερήφανος που το αντίκρισα και το έζησα πριν το ανακαλύψουν και το δημοσιεύσουν τα μεγάλα διεθνή καταδυτικά ή ταξιδιωτικά περιοδικά (Τauchen, Plongeurs, National Geographic κ.λπ.)
Μέσα στη λίμνη αυτή υπάρχουν πολλές χιλιάδες μέδουσες του γένους Mastigias (είδος: Aurelia), οι οποίες δεν τσιμπάνε και δεν ερεθίζουν καθόλου το ανθρώπινο δέρμα. Η εξήγηση αυτής της περίεργης ιδιορρυθμίας είναι η εξής: Η λίμνη ήταν κάποτε ενωμένη με τον ωκεανό. Σε κάποια πολύ μακρινή εποχή διαχωρίστηκε, λόγω γεωλογικών φαινομένων στην περιοχή, και μεταβλήθηκε σε λίμνη. Οι μέδουσες εγκλωβίστηκαν μέσα σ' αυτήν και απομονώθηκαν τελείως. Καθώς δεν είχαν πια καθόλου εχθρούς μέσα στο κλειστό περιβάλλον της λίμνης, προσαρμόσθηκαν σταδιακά στη νέα κατάσταση. Έτσι, έχασαν σιγά-σιγά την ικανότητά τους να παράγουν αυτή την ερεθιστική κι ενοχλητική ουσία που έδιωχνε μακριά τους φυσικούς εχθρούς τους, αφού ήταν πια τελείως άχρηστη. Αυτός είναι ο λόγος που σήμερα οι μέδουσες της συγκεκριμένης λίμνης δεν τσιμπάνε. Είναι οι πιο άκακες μέδουσες της Γης!
Όπως οι μέδουσες της Jellyfish Lake, στα νησιά Palau υπάρχουν κι άλλες λίμνες και λιμνοθάλασσες με κλειστά, τελείως απομονωμένα οικοσυστήματα. Εκεί υπάρχουν ζώα και φυτά που έχουν απόλυτα προσαρμοστεί και έχουν γίνει μοναδικά στο είδος τους!
Το σκάφος πλησίασε σ' ένα μικρό κολπίσκο, που τον σκίαζαν πυκνά δένδρα. Τα κλαδιά τους εξείχαν πολύ πάνω από τη θάλασσα. Πηδήξαμε επάνω στον βράχο, παίρνοντας μαζί μας μόνο μάσκες, αναπνευστήρες, βατραχοπέδιλα, φωτογραφικό εξοπλισμό και γερές μπότες για βάδισμα. Δεν πήραμε εξοπλισμό καταδύσεων για δύο λόγους: πρώτον, επειδή η διαδρομή που επρόκειτο να ακολουθήσουμε ήταν δύσκολη και εξαιρετικά κουραστική, κυρίως λόγω της μεγάλης ζέστης. Η μεταφορά του βαρέος εξοπλισμού των καταδύσεων μέσα στη ζούγκλα θα ήταν φοβερά εξαντλητική και θα υπήρχε κίνδυνος ατυχήματος. Δεύτερον, στη λίμνη αυτή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο να καταδυθεί κανείς βαθιά, επειδή στα κατώτερα στρώματα περιέχεται υδρόθειο, το οποίο προξενεί βλάβες (επειδή απορροφάται από το δέρμα), καταστρέφει τις μάσκες και ξεβάφει όλο τον εξοπλισμό. Λόγω των κινδύνων αυτών έχουν απαγορευθεί οι καταδύσεις στη λίμνη με αυτόνομες συσκευές.
Ακολουθήσαμε ένα στενό, απότομο, οφιοειδές μονοπάτι μέσα στη ζούγκλα, κάτω από τη σκιά πυκνών και πανύψηλων δένδρων. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι, παρότι που ήμασταν στη σκιά. Το μονοπάτι ήταν γεμάτο κοφτερές πέτρες, ολισθηρά πεσμένα φύλλα, αναρριχόμενα φυτά, πεσμένους κορμούς και ρίζες, οι οποίες προεξείχαν και συχνά παγίδευαν τα πόδια μας. Στη διαδρομή συναντήσαμε καβούρια και πάρα πολλά πουλιά, αλλά τα περισσότερα απ' αυτά τ' ακούγαμε χωρίς να τα βλέπουμε. Ανεβήκαμε μέχρι την κορυφή του λόφου. Από 'κει και μετά το μονοπάτι γινόταν απότομα κατηφορικό, οπότε έπρεπε να καταβάλουμε προσπάθεια, για να μη γλιστρήσουμε. Όλη αυτή η διαδικασία μου θύμισε σπηλαιολογική εξερεύνηση: μεταφορά του εξοπλισμού με μικρή βάρκα-καρυδότσουφλο, από τη βάρκα άλμα στα βράχια, μεταφορά υλικών, σκαρφάλωμα στο ξηρό τμήμα, μετά ξανά λίμνη, κατόπιν κατάδυση κ.ο.κ. Μου ξαναθύμισε τις παλιές έρευνες στα σπήλαια του Δυρού.
Μέσα από τα πυκνά φυλλώματα διακρίναμε λίγο αργότερα τη λίμνη. Στις όχθες είχαν φυτρώσει πυκνά δένδρα mangrove, που ζουν κυριολεκτικά μέσα στο νερό. Η λίμνη είχε σκούρο, αποκρουστικό χρώμα. Ετοιμαστήκαμε και πέσαμε στο νερό, παίρνοντας μαζί μας και τις υποβρύχιες φωτογραφικές μηχανές. Το νερό ήταν υφάλμυρο, γιατί η λίμνη φαίνεται πως επικοινωνεί με τη θάλασσα μέσω πόρων ή ρωγμών. Στην αρχή κολυμπήσαμε σ' ένα στενό και ρηχό κανάλι, που οδηγούσε στην κυρίως λίμνη. Η ζούγκλα και τα βουναλάκια που περιέβαλαν ολόγυρα τη λίμνη την προστάτευαν αποτελεσματικά από τους ανέμους, τα ρεύματα και τα κύματα. Έτσι, η λίμνη είχε μια νεκρική ηρεμία. Οι ήχοι ακούγονται πολύ καθαρά, σαν να ενισχύονταν με κάποιο ανεξήγητο τρόπο.
Η λίμνη είχε μήκος 200 μέτρα περίπου. Κολυμπήσαμε σχεδόν το 1/3 της διαδρομής μέχρι να συναντήσουμε την πρώτη μέδουσα. Αυτό συνέβη γιατί το πρωί οι μέδουσες μετακινούνται όλες μαζί από τη δυτική λεκάνη προς την ανατολική και μετά επιστρέφουν. Αυτές οι μαζικές μετακινήσεις υπαγορεύονται από τις ανάγκες της διατροφής τους. Την ημέρα συγκεντρώνονται στις περιοχές όπου υπάρχει ηλιοφάνεια, δηλαδή μακριά από τη σκιά των δένδρων, γιατί το φως βοηθάει τη διαδικασία του μεταβολισμού και τη νύχτα κατεβαίνουν σε μεγάλα βάθη, γιατί εκεί κάτω βρίσκουν θρεπτικές ουσίες οι οποίες περιέχονται στα νερά που αναβλύζουν από τα έγκατα της γης.
Λίγο παρακάτω συναντήσαμε κι άλλη μέδουσα και μετά κι άλλη. Σε λιγάκι ήταν εκατοντάδες, μετά χιλιάδες. Κι όλη η λίμνη μέχρι όσο έβλεπε το μάτι μας σε μήκος και σε βάθος ήταν γεμάτη από μέδουσες. Βεβαίως ήταν αδύνατον να μετρηθούν. Από υπολογισμούς, που έγιναν κατά προσέγγιση, με βάση το εμβαδόν της λίμνης, το βάθος και τη συχνότητα συνάντησης, το πλήθος των μεδουσών εκτιμήθηκε γύρω στο 1 εκατομμύριο και πλέον! Η πυκνότητά τους ήταν τόσο μεγάλη που μέσα στο νερό δεν έβλεπες ούτε σε μισό μέτρο απόσταση! Τα μεγέθη τους ήταν ποικίλα, κυμαίνονταν από καρύδι μέχρι μικρό, στρογγυλό πεπόνι. Και ήταν δύο ειδών: άλλες είχαν σχήμα καμπάνας με χρώμα κίτρινο-πορτοκαλί κι άλλες είχαν σχήμα δίσκου ή πιάτου, σχεδόν λευκές. "Μπερδεύονταν" μεταξύ τους, χωρίς να δημιουργείται κανένα πρόβλημα. Κολυμπούσαμε ανάμεσά τους, τις αγγίζαμε χωρίς να αισθανόμαστε καμία ενόχληση ή τσίμπημα. Μόνο η γλοιώδης επιφάνειά τους ήταν λίγο αποκρουστική (και για μερικούς ανατριχιαστική). Έπιασα μερικές στη χούφτα μου και μετά άρχισα να βγάζω φωτογραφίες. Το κολύμπι ανάμεσα σε δεκάδες χιλιάδες μέδουσες ήταν μια πρωτόγνωρη κι ανεπανάληπτη εμπειρία! Το θέαμα ξεπερνούσε κάθε όριο φαντασίας. Σε κανένα μέρος του κόσμου δεν έχει ανακαλυφθεί κάτι παρόμοιο.
Κάποια στιγμή, καθώς κολυμπούσα απορροφημένος, αισθάνθηκα ότι μου έλειπε η υποβρύχια φωτογραφική μηχανή. Σε κλάσμα του δευτερολέπτου σκέφθηκα ότι μέσα στη σαστιμάρα μου θα ξέφυγε το λουράκι της από το λαιμό μου και θα πήγε στον βυθό, οπότε θα ήταν αδύνατο να την ξαναβρώ. Και σε ποιο σημείο να μου έπεσε άραγε; Η αγωνία κράτησε μόνο λίγα δευτερόλεπτα. Η μηχανή ήταν ακόμα κρεμασμένη στο λαιμό μου! Απλά συνηθισμένος από τον τεράστιο όγκο και το βάρος της βιντεοκάμερας και του μεγάλου προβολέα νόμισα ότι ξεκρεμάστηκε και χάθηκε στην "άβυσσο"…
Στην επιστροφή κολυμπήσαμε μέχρι την απέναντι όχθη. Ανεβοκατεβήκαμε το μονοπάτι και επιβιβαστήκαμε πάλι στο ταχύπλοο. Όπως τα περισσότερα από τα καταδυτικά σκάφη στο Palau, έτσι και αυτό δεν είχε σκάλα. Βγαίνοντας από το νερό πατούσαμε επάνω στο πόδι της εξωλέμβιας μηχανής και μετά ανεβαίναμε επάνω, χωρίς… περιττές ανέσεις και πολυτέλειες.
Πνευματικά δικαιώματα adventurouslife.gr