Τανζανία

2005
Kilimanjaro: περιπετειώδης ορειβασία στο ψηλότερο βουνό της Αφρικής, τη "στέγη" της μαύρης ηπείρου. Ζανζιβάρη: το θρυλικό νησί των Σουλτάνων και δουλεμπόρων. Μάφια: το άγνωστο σμαράγδι του Ινδικού ωκεανού. Ντουμπάι: μια πολύ διαφορετική όψη.

Μέρος Α΄


Συγκέντρωση πληροφοριών

Πριν αποφασίσω να οργανώσω ένα ταξίδι αρχίζω να συγκεντρώνω παντός είδους στοιχεία (βιβλία, άρθρα, διηγήσεις, περιοδικά, χάρτες κ.λπ.), σε διάφορες γλώσσες, από διαφορετικές χώρες, πολλά χρόνια προηγουμένως. Για την ανάβαση στο Κιλιμαντζάρο είχα, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα να έλθω σε επαφή με άτομα που το είχαν ήδη ανέβει (ακόμη και με ένα Νοτιοαφρικανό που το ανέβηκε το 1998). Αντιθέτως, για το ταξίδι καταδύσεων στην ατόλλη Bikini, αυτό στάθηκε αδύνατο, διότι δεν βρήκα κανέναν που να είχε πάει εκεί. Όταν, τελικά, έφθασα στο ερημικό νησί, διαπίστωσα ότι ήμουνα ο μοναδικός ξένος σε όλη τη διάρκεια της παραμονής μου. Από τις λίστες της βάσης των καταδύσεων είδα ότι κανένας άλλος Έλληνας δεν είχε πάει στο νησί μετά τις πυρηνικές εκρήξεις (αλλά ούτε και πριν, αφού η ατόλλη αυτή δεν είχε τότε ούτε λιμάνι ούτε αεροδρόμιο).

Ας επιστρέψουμε όμως στο Κιλιμαντζάρο, η ανάβαση στο οποίο είναι πολύ δύσκολη, ή μάλλον πολύ "βάρβαρη", όπως την περιγράφουν όσοι την επιχείρησαν. Προσπαθώντας να συγκεντρώσω όσο περισσότερες πληροφορίες γινόταν και κάνοντας συνεχώς ερωτήσεις, ανάγκασα δύο γνωστούς μου ορειβάτες να μου ομολογήσουν, τελικά, ότι δεν έφθασαν μέχρι την κορυφή, αλλά ότι στο τελευταίο τμήμα της ανόδου εγκατέλειψαν την προσπάθεια…

Η ορειβασία στο Κιλιμαντζάρο, ασφαλώς, δεν είναι τόσο δύσκολη όσο στα Ιμαλάια. Έχει, όμως, δύο πρόσθετες δυσκολίες:

Η πρώτη είναι η τεράστια διαφορά θερμοκρασίας μεταξύ ημέρας και νύχτας. Το απομεσήμερο κάνει θερμοκρασίες κατακαλόκαιρου, ενώ μετά τα μεσάνυχτα κάνει ψύχος βαρυχειμωνιάς (π.χ. από 30 ή 35 βαθμούς η θερμοκρασία πέφτει συχνά, στα μεγάλα υψόμετρα, στους 10 βαθμούς υπό το μηδέν ή και ακόμη χαμηλότερα!). Δηλαδή, η διακύμανση των θερμοκρασιών, που συνήθως σε άλλες χώρες ή περιοχές συμβαίνει μέσα σ' ένα χρόνο, εκεί προκύπτει μέσα σ' ένα 24ωρο! Αυτό συνεπάγεται μεγάλη καταπόνηση για τον ανθρώπινο οργανισμό και βέβαια χρειάζεται μεγάλη ποικιλία ρουχισμού και εξοπλισμού για να αντιμετωπισθεί…

Η δεύτερη σημαντική διαφορά αφορά στο χρόνο προσαρμογής στο μεγάλο υψόμετρο. Πρόκειται για τον περίφημο «εγκλιματισμό», που είναι απαραίτητος για να συνεχίσει να λειτουργεί κανονικά το ανθρώπινο σώμα στο ασυνήθιστο αυτό περιβάλλον. Το Κιλιμαντζάρο είναι το ψηλότερο αυτοτελές όρος της γης, δηλαδή που ξεκινάει από πεδιάδα ή υψίπεδο. Αντιθέτως, τα διάφορα βουνά που είναι ακόμη ψηλότερα (π.χ. Άνδεις, Ιμαλάϊα, Καρακορούμ κλπ.) ανήκουν, όλα, σε εκτεταμένες οροσειρές και δεν "ξεφυτρώνουν" ξαφνικά από επίπεδη γη. Το Κιλιμαντζάρο γεννήθηκε ως κώνος ενός παλιού ηφαιστείου κι έτσι εξηγείται αυτή η σημαντική διαφορά στη μορφολογία του εδάφους. Επειδή είναι πιο προσιτό και χωρίς πολλά χιόνια, ανεβαίνουν οι ορειβάτες σχετικά γρήγορα και το σώμα τους δεν προλαβαίνει να εξοικειωθεί με το μεγάλο υψόμετρο, με αποτέλεσμα να υποφέρουν από την «Οξεία Ασθένεια των Υψηλών Βουνών».

Ανάμεσα στις πολλές πληροφορίες που συγκέντρωσα, αξιοσημείωτη είναι μια συμβουλή που μου έδωσαν οι πιο έμπειροι: σε ολόκληρο το μεγάλο αεροπορικό ταξίδι, μέχρι να φθάσω στην περιοχή του βουνού, ήταν σκόπιμο να φοράω τις βαριές ορειβατικές μπότες μου. Κι αυτό γιατί, αν τυχόν χάνονταν οι αποσκευές με τον ορειβατικό εξοπλισμό, σχεδόν όλα τα υλικά θα μπορούσαν αντικατασταθούν, αγοράζοντάς τα ή νοικιάζοντάς τα, όλα εκτός από τις αρβύλες! Γιατί, ασφαλώς, θα μπορούσαν να βρεθούν μπότες στο σωστό μέγεθος (έστω και όχι απόλυτα στεγανές ή τόσο άνετες), αλλά δεν θα είχαν "δουλευτεί" και δεν θα είχαν πάρει τη φόρμα του ποδιού. Δεν θα είχαν δηλαδή "ρονταριστεί", ώστε να μη δημιουργήσουν κάλους και φουσκάλες. Με καινούργιες αρβύλες είναι σχεδόν αδύνατο να τα βγάλει κανείς πέρα στις τόσες πολύωρες κοπιαστικές πορείες. Βέβαια, με τις πολύ υψηλές θερμοκρασίες που επικρατούν στους ενδιάμεσους σταθμούς (Dubai, Dar es Salaam), με τα πολύωρα αεροπορικά ταξίδια και με τις ενδιάμεσες προσγειώσεις (Λάρνακα, Ναϊρόμπι), αυτό ήταν φοβερό μαρτύριο! Παρόλα αυτά αποφάσισα να υποστώ το "μαρτύριο της βαριάς ζεστής μπότας" στη διάρκεια του διήμερου ταξιδιού, ώστε να μη διακινδυνεύσω να πάει χαμένη ολόκληρη η οργανωτική προσπάθεια, η πολυήμερη δαπανηρή και η κοπιαστική εξόρμηση.


Η οξεία ασθένεια των μεγάλων υψομέτρων (AMS)

Είναι γνωστό ότι η περιεκτικότητα του ατμοσφαιρικού αέρα σε οξυγόνο μειώνεται συνεχώς όσο το υψόμετρο μεγαλώνει. Δηλαδή, ενώ η σύσταση του αέρα παραμένει αναλλοίωτη (τα ποσοστά αζώτου, οξυγόνου κ.λπ. μένουν αμετάβλητα), ο ίδιος όγκος αέρα περιέχει λιγότερο οξυγόνο. Στην ψηλότερη κορυφή των Άλπεων (Mont Blanc, 4.807 μέτρα) η ποσότητα οξυγόνου είναι περίπου το 70% της συνηθισμένης. Σε ύψος σχεδόν 5.400 μέτρων η ατμοσφαιρική πίεση πέφτει στο 50% και κατ' αναλογία η περιεκτικότητα σε οξυγόνο μειώνεται στο μισό. Στην κορυφή του όρους Έβερεστ (8.848 μ.) η ατμοσφαιρική πίεση και η ποσότητα οξυγόνου περιορίζονται γύρω στο 25%, σε σχέση με τις αντίστοιχες τιμές στην επιφάνεια της θάλασσας (και γι' αυτό οι ορειβάτες στα Ιμαλάια καταφεύγουν στη χρήση φιαλών οξυγόνου).

Η μειωμένη ποσότητα οξυγόνου έχει πολλές, δυσάρεστες συνέπειες στον ανθρώπινο οργανισμό. Όσο ταχύτερος είναι ο ρυθμός ανόδου και όσο μεγαλύτερο το υψόμετρο, τόσο εντονότερα και σοβαρότερα είναι τα προβλήματα. Μέχρι τα 2.500 μέτρα ελάχιστα άτομα αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Στα 3.500 μ. αρκετοί άνθρωποι αισθάνονται έντονα την επίδραση του υψομέτρου. Σε ύψη άνω των 4.500 μ. οι περισσότεροι ορειβάτες αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα. Για τον λόγο αυτό, οι ορειβατικές αποστολές, πριν επιχειρήσουν την κατάκτηση υψηλών κορυφών, παραμένουν επί ημέρες ή εβδομάδες σε καταυλισμούς βάσης, σε χαμηλότερα ύψη, για να μπορέσει ο οργανισμός των ορειβατών να προσαρμοσθεί (να εγκλιματισθεί).

Οι μεταβολές που γίνονται στον ανθρώπινο οργανισμό είναι πολλές: αύξηση του κυψελιδικού αερισμού των πνευμόνων, της αιμοσφαιρίνης, του αιματοκρίτη, των τριχοειδών αγγείων, των μιτοχονδρίων κ.λπ., αλλά γι' αυτές απαιτείται πολύς χρόνος (1 έως 3 μήνες). Σε μερικές μέρες, όμως, αρχίζει η προσαρμογή, με αποτέλεσμα η νόσος να εμφανίζεται σε ηπιότερη μορφή και μόνο σε μεγαλύτερα υψόμετρα. Σημειωτέον ότι αντίθετα προβλήματα αντιμετωπίζουν όσοι ζουν μονίμως σε μεγάλα υψόμετρα (π.χ. επάνω στις Άνδεις), οι οποίοι όταν κατέβουν πολύ γρήγορα στην επιφάνεια της θάλασσας, ο πυκνός αέρας τους "πνίγει".

Η ασθένεια, που οφείλεται στο υψόμετρο, ονομάζεται «Οξεία Ασθένεια των Βουνών (ή των Μεγάλων Υψομέτρων)». Τα συμπτώματά της είναι ταχυκαρδία, έντονος πονοκέφαλος, αϋπνία, ζαλάδα, εμετός, έλλειψη όρεξης, δύσπνοια, ασυνήθιστη / αδικαιολόγητη κόπωση, μείωση της ούρησης, τοπικά πρηξίματα (στο πρόσωπο, μάτια, χέρια, αστραγάλους κ.λπ.) Το αντίδοτο είναι η άμεση κάθοδος σε χαμηλότερο υψόμετρο, αλλιώς υπάρχει σοβαρός κίνδυνος επιδείνωσης της κατάστασης του ασθενούς. Οι ιθαγενείς που ζουν σε πολύ ψηλά βουνά χρησιμοποιούν διάφορα βότανα, τα οποία βοηθούν στην προσαρμογή στο μεγάλο υψόμετρο. Στις Άνδεις πίνουν «mate de coca», ένα αφέψημα από φύλλα δένδρου κόκας, από όπου βγαίνει και η κοκαΐνη! Στο Θιβέτ πίνουν «Gaoyuanan», από το φυτό Radix rhodiolae.

Οξεία Ασθένεια των Βουνών

Στα αγγλικά: «Acute Mountain Sickness» και για συντομία «AMS», στα γαλλικά «mal aigu des montagnes», στα ιταλικά «mal di montagna», στα γερμανικά «Hoehenkrankheit», στη γλώσσα quechua των Ίνκας «soroche».

Στις πιο βαριές μορφές της νόσου παρουσιάζεται πνευμονικό ή / και εγκεφαλικό οίδημα με πολλές συνέπειες (όπως π.χ. μειωμένη κρίση, αντίληψη και μνήμη) και μοιραία κατάληξη, αν τυχόν δεν υπάρξει ταχεία ιατρική / νοσοκομειακή περίθαλψη. Σε περίπτωση πολύ ελαφράς μορφής της νόσου συνιστάται η λήψη ασπιρίνης και πολλών υγρών (όχι όμως αλκοόλ). Για τη διευκόλυνση του εγκλιματισμού είναι χρήσιμα τα φάρμακα: ακεταζολαμίδη (Diamox) ή ντεσαμεταστόνη (Decadron), αλλά δυστυχώς και τα δύο έχουν πολύ δυσάρεστες παρενέργειες. Είναι μεγάλο λάθος, όμως, να θεωρήσει κανείς ότι τα φάρμακα αυτά θεραπεύουν την ασθένεια. Η αλήθεια είναι ότι βοηθούν μονάχα στην προσαρμογή.

Οι πολύ καλά οργανωμένες ορειβατικές αποστολές (συνήθως αμερικανικές) είναι εφοδιασμένες με φιάλες οξυγόνου και με ειδικούς στεγανούς «σάκους υπερπίεσης». Αυτοί είναι φορητοί υπερβαρικοί θάλαμοι (κάτι ανάλογο προς τους θαλάμους επανασυμπίεσης, που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της «νόσου των δυτών»). Ονομάζονται «Gamow bags» και ζυγίζουν περίπου 8 κιλά. Εκεί μέσα τοποθετείται ο ασθενής και αμέσως αυξάνεται η πίεση με τη βοήθεια χειροκίνητης αντλίας. Στη συνέχεια ο σάκος υπερπίεσης με το θύμα της νόσου μεταφέρεται στο πλησιέστερο νοσοκομείο.

Την παραμονή της πρώτης ημέρας της νέας χιλιετίας (του περίφημου Millenium) πολλοί ορειβάτες επιχείρησαν να ανεβούν στην κορυφή του Κιλιμαντζάρο. Από αυτούς 7 άτομα, που αψήφησαν τα προειδοποιητικά συμπτώματα της νόσου, έχασαν τη ζωή τους! Επιθυμούσαν, διακαώς, να αντικρίσουν τις πρώτες ακτίνες του ήλιου την πρώτη μέρα της νέας χιλιετίας από το ψηλότερο σημείο της Αφρικής. Η τραγική ειρωνεία είναι ότι δεν τις ξαναείδαν ποτέ πια…

Όμως, από τη νόσο μπορεί να απειληθούν και άτομα που βρίσκονται και σε χαμηλότερο υψόμετρο. Το καλοκαίρι του 2016, για παράδειγμα, τελείως τυχαία έμαθα ότι ένας φίλος μου, προ πολλών ετών, είχε πάθει AMS (ευτυχώς αρκετά ελαφράς μορφής), κάνοντας σκι σε υψηλές πίστες στην Courchevel της Γαλλίας, γεγονός πολύ σπάνιο σε τέτοια υψόμετρα!!!


Πολύμηνη προετοιμασία και μεθοδική οργάνωση

Η προετοιμασία είχε αρχίσει αρκετούς μήνες πριν το ταξίδι. Το πρώτο μέλημά μου ήταν η βελτίωση της σωματικής μου κατάστασης, παρότι ήταν ήδη καλή και διέθετα επίσης σημαντική πείρα, δεδομένου ότι ασχολούμαι με την ορειβασία από παιδί (όσο συχνά βέβαια μου το επιτρέπουν οι πολυάριθμες υποχρεώσεις μου και τα… πάμπολλα άλλα χόμπι μου). Αυτά, όμως, δεν ήταν αρκετά για τη δύσκολη ανάβαση. Άρχισα, λοιπόν, να προπονούμαι καθημερινώς με τροχάδην ή με πολύ γρήγορο ορειβατικό βάδισμα, διανύοντας 5.000 έως 12.000 μέτρα την ημέρα (κάποιες φορές και ακόμη παραπάνω…). Στο διάστημα της πολύμηνης προετοιμασίας μου διάνυσα συνολικά, με τα πόδια, μία απόσταση όση από την Αθήνα στη Θεσ/νίκη!

Και αν απορεί κανείς πώς μέτρησα την απόσταση, ιδού πώς (κατά προσέγγιση βεβαίως): με τη βοήθεια του κοντέρ του αυτοκινήτου μέτρησα την καθημερινή μου διαδρομή. Και επειδή την έκανα πάρα πολλές φορές συνέχεια, για να μην μπερδεύομαι και χάνω τον λογαριασμό, πήρα ένα λαστιχάκι από αυτά που χρησιμοποιούσε η κόρη μου για δένει τα μαλλιά της, το πέρασα γύρω από τον αντίχειρα και σε κάθε επόμενη βόλτα άλλαζα δάχτυλο. Και μετά άλλαζα χέρι... Επίσης, κατάργησα τελείως τη χρήση ασανσέρ και φρόντισα να χάσω περίπου 6 κιλά από το βάρος μου (πράγμα καθόλου εύκολο)! Η συνήθεια, μάλιστα, να ανεβοκατεβαίνω από τις σκάλες μού έμεινε για πάρα πολλά χρόνια μετά την ανάβαση στο Κιλιμαντζάρο.

Για τα οργανωτικά θέματα και τις δυσκολίες τους (επαφές με ορειβατικές ομάδες, βίζες, εμβόλια, κατάλληλος εξοπλισμός κλπ. κλπ.) δεν αναφέρω τίποτα. Σε σύγκριση με τα Ιμαλάια ή τις Άνδεις, στο Κιλιμαντζάρο αντιμετωπίζει κανείς επί πλέον και ένα σωρό ασθένειες των τροπικών, οι οποίες δεν υπάρχουν εκεί, όπως π.χ. του κίτρινου πυρετού, (που χρειάζεται εμβολιασμό), της μαλάριας (για την οποία πρέπει να παίρνει κανείς φάρμακα), της ασθένειας του ύπνου (η οποία μεταδίδεται από την μύγα «τσε-τσε») και πολλές άλλες.

Για τη διευκόλυνση της προσαρμογής στα μεγάλα υψόμετρα συνιστάται η λήψη του φαρμάκου Acetazolamide (Diamox), το οποίο, όπως προανέφερα, έχει πολύ δυσάρεστες παρενέργειες. Φρόντισα, λοιπόν, να πάρω περισσότερες πληροφορίες από το Κέντρο Δηλητηριάσεων και από το επιστημονικό βιβλίο της φαρμακοποιίας. Δύο μήνες πριν από την αναχώρησή μου προμηθεύτηκα το φάρμακο αυτό και άρχισα να το παίρνω, προκειμένου να δω τις αντιδράσεις που θα μου προξενούσε σε συνηθισμένο περιβάλλον και κοντά σε ιατρική βοήθεια. Τα συμπτώματα που αισθάνθηκα ήταν πολύ περίεργα: μούδιασαν χωρίς κανένα λόγο τα αυτιά μου! Στα χέρια μου αισθάνθηκα πολύ έντονα το αίμα να κυλάει μέσα στις φλέβες και η ροή του ήταν πολύ ανώμαλη με δονήσεις, σαν να περιείχε πάμπολλες μεγάλες φυσαλίδες αέρα! Έτσι ήμουνα γνώστης του τι με περίμενε, όταν θα χρειαζόταν να το πάρω. Σε άλλα άτομα οι παρενέργειες μπορεί να είναι ακόμη πιο δυσάρεστες: απώλεια γεύσης, πολυουρία και ενδεχομένως κατάθλιψη, παραισθήσεις κλπ.

Η αναφορά για μερικές από τις δυσκολίες την κάνω για ενημέρωση, αλλά και επειδή διάφοροι γνωστοί μού λένε χαζοχαρούμενες κουβέντες του τύπου: «Αν μου το έλεγες, θα ερχόμουν κι εγώ μαζί…» (λες και ήταν ένας περίπατος στο Ζάππειο !)

Οι προσπάθειές μου να συνταξιδέψω με δύο φίλους μου ορειβάτες δεν στέφθηκαν με επιτυχία, γιατί δεν συνέπιπταν οι ελεύθερες ημέρες μας. Αποφάσισα, λοιπόν, να ξεκινήσω μόνος, γιατί πλησίαζε να τελειώσει η κατάλληλη για ορειβασία στο Κιλιμαντζάρο εποχή του έτους. Έπρεπε, επομένως, να οργανώσω τα πάντα μόνος μου. Προσπάθησα να επιλέξω τουλάχιστον τις ημέρες ή μάλλον τις νύχτες με φεγγαράδα, κοντά στην πανσέληνο, αλλά ούτε κι αυτό κατέστη δυνατό. Γιατί, μία επίσκεψη ξένων συνεργατών στην Αθήνα και μία εξέτασή μου στην Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας (για να πάρω ένα πρόσθετο πτυχίο, απαραίτητο για το πιλοτάρισμα αεροπλάνων) λειτούργησαν ως "συμπληγάδες πέτρες" και μου καθόρισαν, χωρίς καμιά ευελιξία, το πότε θα ταξιδέψω…

Ένα από τα πολλά προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπίσω ήταν ότι το μεγάλο ορειβατικό σακίδιο είχε πολλούς ιμάντες, μία ζώνη γύρω από τη μέση, μία ζώνη στο στήθος κι ένα σωρό λουριά και λαστιχάκια για την πρόσδεση, εξωτερικώς, διαφόρων αντικειμένων (π.χ. υπνόσακου κ.λπ.). Όλα αυτά συνήθως καταλήγουν σε αγκράφες, κλιπς και διάφορα ταχύκλειστα συστήματα, τα οποία, καθώς προεξέχουν, είναι… ό,τι πρέπει για να μπλέξουν στις μεταφορικές ταινίες των διαφόρων αεροδρομίων κατά τις πολλές πτήσεις του ταξιδιού. Και είτε κάπου θα "φρακάρουν" και θα σφηνώσουν μόνιμα, είτε κάποια από τα εξαρτήματα θα σπάσουν, είτε κάποιοι ιμάντες θα κοπούν. Οι λύσεις που είχα ήταν δύο: ή να αγοράσω ένα χονδρό πλαστικό σάκο (τύπου μπάζων) και να βάλω μέσα ολόκληρο το σακίδιο ή να το τοποθετήσω μέσα σε μεγάλη βαλίτσα. Η πρώτη λύση είχε το μειονέκτημα ότι δεν άφηνε ελεύθερη καμιά λαβή για τη μεταφορά του, ενώ η δεύτερη το αυξημένο βάρος. Τελικά, προτίμησα τη δεύτερη λύση, γιατί κλείδωνε και γιατί μου έδινε τη δυνατότητα να ανοιγοκλείσω εύκολα την αποσκευή αν τυχόν θα χρειαζόμουνα να πάρω κάτι.

Για να μην μακρηγορώ για τις δυσκολίες της προετοιμασίας, αναφέρω μόνο ότι έκανα "συσκέψεις" με τον εαυτό μου, επί ώρες, πριν επιλέξω ποια είδη ένδυσης και εξοπλισμού θα έπαιρνα μαζί μου, ώστε να αντιμετωπίσω και το τροπικό και το αλπικό κλίμα με το μικρότερο δυνατό βάρος αποσκευών. Αναφέρω, επίσης, ότι αρχικά σχεδίαζα να πάω και στο νησί Ζανζιβάρη για καταδύσεις, γρήγορα όμως διαπίστωσα ότι θα ήταν αδύνατο να μεταφέρω έστω κι ένα μικρό μέρος του απαραίτητου καταδυτικού εξοπλισμού. Έτσι εγκατέλειψα άδοξα τα όνειρα για τον βυθό…


Ενδιαφέροντα ιστορικά στοιχεία

Η σημερινή Τανζανία κατοικείτο ήδη τον 10ο αιώνα από Άραβες, Ινδούς και μαύρους Bantu. Από τα τέλη του 15ου αιώνα κυριαρχούσαν, εναλλάξ, Πορτογάλοι και Άραβες από το Ομάν. Η ηπειρωτική Τανζανία (χωρίς τα νησιά της) πριν από τα τέλη του 19ου αιώνα μετατράπηκε, βαθμιαία, σε γερμανική αποικία, υπό την ονομασία «Γερμανική Ανατολική Αφρική». Έγινε βρετανική με το όνομα «Tanganyika» μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον οποίο η Γερμανία ηττήθηκε, με αποτέλεσμα να χάσει όλες τις κτήσεις της ανά την υφήλιο. Togo, Rwanda, Urundi, Νοτιοδυτική Αφρική, Γερμανική Νέα Γουϊνέα και Γερμανική Ανατολική Αφρική απέκτησαν "νέους κυρίους" (Άγγλους, Βέλγους κ.λπ.).

Tanganyika

Η Tanganyika έγινε ανεξάρτητο κράτος το 1962. Το έτος 1964 ενώθηκε με τη Ζανζιβάρη υπό το νέο όνομα Tanzania. Αυτό το νέο όνομα προέρχεται από τον συνδυασμό: TANganyika + ZΑnzibar + azaNIA (azania ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες τις ακτές της ανατολικής Αφρικής). Η ίδρυση περισσοτέρων κομμάτων επετράπη στην Τανζανία μόλις το 1992! Μέχρι τότε επικρατούσε μονοκομματικό αριστερό καθεστώς.

Η πρώτη αναφορά των νησιών του Ινδικού έγινε το 60 μ.Χ. στον οδηγό «Περίπλους της Ερυθράς Θαλάσσης», που έγραψε ένας Έλληνας θαλασσοπόρος.

Η Ζανζιβάρη ήταν άλλοτε Σουλτανάτο, που περιλάμβανε τα νησιά Pemba, Mafia κ.λπ., καθώς και τις ακτές της Τανζανίας, Κένυας και Σομαλίας. Το 1861 ανεξαρτητοποιήθηκε από το Ομάν. Το νησί της Ζανζιβάρης έγινε βρετανικό προτεκτοράτο από το 1890. Η Γερμανία όμως είχε βλέψεις στο νησί, επειδή κατείχε ολόκληρη την απέναντι ηπειρωτική ακτή. Τελικά, απέσυρε τις αντιρρήσεις της όταν έλαβε ως αντάλλαγμα το νησί «Helgoland», που βρίσκεται στη Βόρεια Θάλασσα, έξω από τις γερμανικές ακτές και ανήκε μέχρι τότε στους Βρετανούς! Πολύ περίεργη, μα την αλήθεια, αυτή η ανταλλαγή ενός νησιού του Ινδικού ωκεανού με ένα νησί της Βόρειας Θάλασσας!!! Το 1964 έγινε αιματηρή εξέγερση, εκδιώχθηκαν οι Σουλτάνοι και η Ζανζιβάρη ενώθηκε με την Ταγκανίκα. Η πόλη της Ζανζιβάρης ιδρύθηκε από τους Πέρσες. Το όνομά της προέρχεται από τις λέξεις «ζάγκι» και «μπα», που στη γλώσσα φαρσί σημαίνουν «ακτή των μαύρων».

Σήμερα η Τανζανία έχει 33 εκατομμύρια κατοίκους και είναι σε έκταση 7 φορές μεγαλύτερη από την Ελλάδα.


Η πτήση προς το Ντουμπάι

Παρασκευή, 11.2.2005

Αναχώρησα στις 15:30 με την εταιρεία «Emirates». Ο υπάλληλος στο check-in μου ανέφερε ότι ήταν φανατικός πελάτης της εταιρείας μας και μου είπε τα καλύτερα λόγια! Αυτό με ευχαρίστησε πολύ και το θεώρησα καλό οιωνό για το ταξίδι. Η αεροπορική εταιρεία των Εμιράτων είναι μία από τις καλύτερες της γης. Αναφέρω μόνο ότι εδώ και πολλά χρόνια όλα τα καθίσματα (ακόμη και στην οικονομική θέση) διαθέτουν χωριστό ατομικό μόνιτορ για κάθε επιβάτη. Έτσι, ο καθένας επιλέγει ποιο κανάλι video θα παρακολουθήσει, ή τι μουσική θα ακούσει, ή αν θα παίξει με κάποιο από τα πολυάριθμα ηλεκτρονικά παιχνίδια, ή αν θα πληροφορηθεί τις ειδήσεις, ή αν θα παρακολουθεί την πορεία του αεροπλάνου (υπάρχει και κάμερα που δείχνει το τοπίο κάτω από το αεροπλάνο και άλλη που δείχνει ακριβώς το οπτικό πεδίο των πιλότων μέσα από το cockpit). Τα πληρώματα είναι πάντοτε πολυεθνικά, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι επιβάτες να μπορούν να συνεννοηθούν στη δική τους γλώσσα (στη συγκεκριμένη πτήση, αλλά και στο παρελθόν, είχα συναντήσει Ελληνίδα ή Έλληνα αεροσυνοδό). Για περιποίηση και για ευγένεια καλύτερα να μη συζητάμε! Δεν είναι λοιπόν περίεργο που η εταιρεία αυτή πραγματοποίησε αστρονομικά κέρδη, όταν σχεδόν όλες οι άλλες παρουσίαζαν ζημίες ή ελάχιστα κέρδη.

Μελαγχολώ όταν θυμάμαι τι υπέροχη ήταν η Ολυμπιακή Αεροπορία επί Ωνάση, στη δεκαετία του '60 και μάλιστα σε μια εποχή που τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα δεν υπήρχαν ακόμα καν ως κράτος! Και μη σκεφθείτε ότι αυτό οφείλεται στο πετρέλαιο. Γιατί, απ' όλα τα Εμιράτα θεωρώ ως καλύτερο το Dubai, το οποίο ίσως είναι το μόνο που δεν έχει σχεδόν καθόλου πετρέλαιο (έχει όμως πολύ καλή διοίκηση). Αντιθέτως, υπάρχουν πολλές πετρελαιοπαραγωγές χώρες που έχουν φοβερά προβλήματα (π.χ. Νιγηρία, Ιράν, Βενεζουέλα, χώρες του Καυκάσου κ.λπ.). Το κερασάκι στην τούρτα της εξαιρετικής εξυπηρέτησης ήταν μία Φιλιππινέζα αεροσυνοδός εκπάγλου καλλονής! Ναι, υπάρχουν και τέτοιες Φιλιππινέζες… Μάλιστα, στην κονκάρδα της έγραφε το όνομα «Sophia» κι έτσι με αφορμή το ελληνικό της όνομα βρήκα ευκαιρία για να τη ρωτήσω από ποια χώρα κατάγεται.

Προσγειωθήκαμε στη Λάρνακα, αλλά όλοι οι επιβάτες παραμείναμε υποχρεωτικά μέσα στο αεροπλάνο, χωρίς να μας επιτρέπουν να χρησιμοποιήσουμε τα κινητά μας, για λόγους ασφαλείας.

Το αεροδρόμιο του Dubai έχει επεκταθεί σημαντικά μέσα στα τελευταία χρόνια. Το μόνο κακό είναι ότι τώρα οι επιβάτες υποχρεώνονται να διανύουν μεγαλύτερες αποστάσεις (ευτυχώς είχα την πρόνοια να στείλω τις δύο μεγάλες αποσκευές μου κατ' ευθείαν στο Dar es Salaam).

Το βράδυ κοιμήθηκα στο ξενοδοχείο «Millenium», δίπλα στο αεροδρόμιο, ώστε να συνεχίσω το ταξίδι την επομένη.


Ταξιδεύοντας προς το Moshi

Σάββατο, 12.2.2005

Το πρωί ξύπνησα στις 5:30. Πήρα ένα shuttle bus, που πηγαινοερχόταν συνεχώς μεταξύ ξενοδοχείου και αεροδρομίου. Όταν έφθασα στο αεροδρόμιο με ενόχλησε ένα πράγμα: οι οθόνες που αναγράφουν τις πτήσεις έδειχναν τις πληροφορίες πρώτα στα αραβικά (λογικό), κατόπιν στα Αγγλικά (αναγκαίο) και μετά πολλές διαφημίσεις. Όταν βιάζεσαι να βρεις την πτήση σου, αυτό είναι ιδιαίτερα ενοχλητικό.

Η πτήση για Νairobi (ενδιάμεσος σταθμός) διαρκεί 5 ώρες. Στη διάρκεια της παραμονής εκεί, επί μία ώρα, δεν επιτρέπεται η αποβίβαση σε όσους συνεχίζουν το ταξίδι τους. Η πτήση προς Dar es Salaam διαρκεί ακόμη μία ώρα. Από το παράθυρο του αεροπλάνου διέκρινα, προς τα δεξιά, την επιβλητική διπλή κορυφή του Κιλιμαντζάρο, η οποία προεξείχε επάνω από τα σύννεφα…

Στο αεροδρόμιο του Dar es Salaam υπήρχε τριγύρω πρασινάδα, σε αντίθεση με την περιοχή της Ναϊρόμπι, όπου επικρατούσε ξεραΐλα. Η θερμοκρασία ήταν 35οC (φοβερή αντίθεση με την Αθήνα όπου ψιλοχιόνιζε!). Το κτίριο δεν είχε κλιματισμό, εγώ ήμουν ντυμένος πολύ ζεστά και στην ουρά για την απόκτηση της βίζας είχα γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα. Καθώς περίμενα ώρα μέχρι να έρθει η σειρά μου, ξαναθυμήθηκα ένα σπαρταριστό επεισόδιο που μου συνέβη στα σύνορα, στο πρώτο ταξίδι μου εκεί, πριν από 35 χρόνια. Πήγαινα από την Κένυα για σαφάρι στην Τανζανία μέσα σ' ένα λεωφορειάκι, μαζί με μερικούς συνταξιδιώτες από διάφορες εθνικότητες. Ανάμεσά τους ήταν κι ένας νεαρός Αργεντινός, ο οποίος δεν έκρυβε το θαυμασμό του για το κομμουνιστικό σύστημα διακυβέρνησης. Καθόταν δίπλα μου και σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού με είχε ζαλίσει, κυριολεκτικά, με τις πολιτικές θεωρίες του. Κάθε τρεις και λίγο μου έλεγε:

«Τώρα που θα πάμε στην Τανζανία, θα δεις τι σημαίνει σωστό κράτος και καλή Κυβέρνηση!».

Γιατί εκείνη την εποχή το καθεστώς της Τανζανίας ήταν απολύτως επηρεασμένο από τον Μάο Τσε Τουγκ. Ενδεικτικά αναφέρω ότι σε όλα, ανεξαιρέτως, τα δημόσια κτίρια της χώρας (και όχι μόνο) ήταν τότε αναρτημένες οι φωτογραφίες της τριανδρίας που κυβερνούσε τη χώρα, φορούσαν δε και οι τρεις τη στολή του Μάο (δηλαδή, φόρμα εργασίας με κλειστό γιακά, κουμπωμένο μέχρι το λαιμό, μόνο σε χρώμα γκρι ή χακί ή μπλε).

Όταν κάποτε φθάσαμε στα σύνορα, άρχισε ο έλεγχος των διαβατηρίων μας για την απόκτηση βίζας εισόδου. Ο αρμόδιος υπάλληλος, αφού έλεγξε 2 ή 3 συνταξιδιώτες, εξαφανίστηκε χωρίς να πει κουβέντα! Φυσικά, δεν μπορούσαμε να συνεχίσουμε το ταξίδι μας πριν ελεγχθούν και οι υπόλοιποι συνεπιβάτες. Καθώς έκανε φοβερή ζέστη και το πουλμανάκι δεν διέθετε κλιματισμό, βγήκαμε έξω, σε αναζήτηση κάποιας σκιάς. Η μεγάλη αναμονή ήταν ανυπόφορη κάτω από συνθήκες καύσωνα, γιατί βρισκόμαστε καταμεσήμερο, κατακαλόκαιρο, πλάι στον Ισημερινό και συνεπώς οι πύρινες ακτίνες του ήλιου ήταν τελείως κατακόρυφες. Κάποια στιγμή, ένας από την ομάδα μας πήγε, τυχαία, στο πίσω μέρος του φυλακίου. Εκεί, είδε κατάπληκτος τον υπάλληλο που έλεγχε τα διαβατήρια να έχει ξαπλώσει στη σκιά ενός δέντρου και να κοιμάται του καλού καιρού! Ούτε ψύλλος στον κόρφο του Αργεντινού, όταν διαπίστωσε το καψόνι που μας έκανε ο Τανζανός! Παρακαλούσε να ανοίξει η γη για να τον καταπιεί… Δεν είχαμε τη δυνατότητα ούτε καν να διαμαρτυρηθούμε, γιατί υπήρχε κίνδυνος να αγριέψει ο μαύρος, αν τον ξυπνούσαμε, και να μας τιμωρήσει με ακόμη μεγαλύτερη καθυστέρηση. Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να περιμένουμε…

Κάποια στιγμή εδέησε ο υπάλληλος να ξυπνήσει και ξανάρχισε τον έλεγχο. Και τότε διαπιστώσαμε ότι, περιέργως, η πληρωμή για τη βίζα ήταν διαφορετική για κάθε χώρα: εγώ πλήρωσα το μικρότερο ποσό, οι πολίτες από διάφορες χώρες ενδιάμεσα ποσά και τα περισσότερα υποχρεώθηκε να τα πληρώσει ο Αργεντινός! Αυτό ήταν και η χαριστική βολή που τον πέθανε! Υπέθεσα ότι αυτές οι διαφορετικές τιμές της βίζας θα οφείλονταν μάλλον σε θέματα αμοιβαιότητας, δηλαδή θα ήταν ανάλογες με τα ποσά που έπρεπε να πληρώσουν οι Τανζανοί, όταν ταξίδευαν στις αντίστοιχες χώρες.

Με τις αναμνήσεις αυτές ο χρόνος αναμονής πέρασε κάπως πιο ευχάριστα. Όταν πήρα, επί τέλους, την περίφημη βίζα (που μου στοίχισε 50$), στάθηκα στην ουρά ελέγχου των διαβατηρίων, η οποία προχωρούσε με ρυθμό… κουτσής χελώνας! Αφού περίμενα πάνω από μισή ώρα, με πλησίασε κάποιος από τους τρεις υπαλλήλους που με είχαν ελέγξει διαδοχικά για να μου δώσουν τη βίζα (ένας μόνο δεν έφθανε, ενδεχομένως γιατί έτσι δημιουργούνταν θέσεις εργασίας). Μου είπε ότι κακώς περίμενα στην ουρά. Αφού είχα πάρει βίζα, μπορούσα να περάσω κατ' ευθείαν, χωρίς έλεγχο διαβατηρίων!

Με μεγάλη ανακούφιση είδα τις αποσκευές μου να φθάνουν. Και οι δύο! Έπρεπε, όμως, να περιμένω επί 6 ώρες μέχρι να πετάξω προς το αεροδρόμιο του Κιλιμαντζάρο. Σημειωτέον ότι υπήρχε και άλλη πτήση νωρίτερα, αλλά με διαφορετική αεροπορική εταιρεία, την Passion Air, η οποία όμως δεν είναι μέλος της Ι.ΑΤ.Α. και γι' αυτό δεν ήταν δυνατό να μου εκδώσουν εισιτήριο ή έστω να μου κρατήσουν θέση από την Αθήνα. Ίσως για καλό, γιατί η ποιότητα των αεροπλάνων της, αλλά και η συντήρησή τους, είναι αμφίβολη.

Το κινητό μου τηλέφωνο είχε ευτυχώς σήμα, αλλά μόλις προσπαθούσα να τηλεφωνήσω στην Ελλάδα μού έβγαζε μονίμως το μήνυμα: «Λάθος αριθμός». Ρωτώντας έμαθα ότι έπρεπε πρώτα να επιλέξω 3 φορές το μηδέν για να πάρω γραμμή! Έτσι, κατόρθωσα τελικά να επικοινωνήσω.


Εμπειρίες από ένα πανδοχείο των τροπικών

Στο αεροδρόμιο του Κιλιμαντζάρο (που βρίσκεται ανάμεσα στις πόλεις Arusha και Moshi) προσγειώθηκα στις 9 το βράδυ. Είχα, ευτυχώς, κανονίσει να με περιμένει άνθρωπος του ξενοδοχείου «Mountain Inn», για να με μεταφέρει εκεί. Το ξενοδοχείο αυτό βρίσκεται μερικά χιλιόμετρα έξω από το Μοshi, κοντά στους πρόποδες του βουνού και αποτελεί βάση των ορειβατικών εξορμήσεων προς το Κιλιμαντζάρο. Αυτό το πανύψηλο βουνό το αποκαλούν για συντομία «Κίλι» κι αυτό το χαϊδευτικό όνομα χρησιμοποιούν όσοι έχουν στενές σχέσεις μαζί του… Οι Αγγλοσάξονες το επονομάζουν «Christmas pudding», γιατί τους θυμίζει τη χριστουγεννιάτικη τούρτα.

Το δωμάτιό μου ήταν πολύ μεγάλο, αλλά μάλλον πενιχρής πολυτέλειας. Δεν είχε ντουλάπα και η μοναδική πετσέτα του έμοιαζε πολύ με… γυαλόχαρτο. Είχε, όμως, δύο σημαντικούς εξοπλισμούς, που εγώ, λόγω πικρής πείρας, ήμουν σε θέση να εκτιμήσω ιδιαιτέρως:

α) Όλα τα παράθυρα έκλειναν τελείως με μόνιμη αντιεντομική σίτα, είχαν περιστρεφόμενες κρυστάλλινες περσίδες (που μπορούσες να κλείσεις, όταν φυσούσε) και το σπουδαιότερο διέθεταν χοντρές οριζόντιες μεταλλικές μπάρες, που σε εξασφάλιζαν από είσοδο διαρρηκτών (αυτό το εξαιρετικά δυσάρεστο μου είχε συμβεί στη φυτεία «Walindi» στην Παπούα - Νέα Γουϊνέα το 1995).

β) Επάνω από το κρεβάτι υπήρχε μία πελώρια κουνουπιέρα, που ξεκινούσε από το ταβάνι, έφθανε μέχρι το δάπεδο και περίσσευε. Έτσι, κάλυπτε τα πάντα χωρίς να ενοχλεί καθόλου στον ύπνο, ενώ προστάτευε πλήρως από τα έντομα. Για να μπει κάποιος μέσα είχε μία διπλή είσοδο - σχισμή, σαν κουρτίνα. [Πριν πολλά χρόνια είχα διανυκτερεύσει στη Μαλαισία σ' ένα χωριό ιθαγενών στη ζούγκλα του Βόρνεο, όπου κατάφερα να γλυτώσω από τα τσιμπήματα των πολυάριθμων εντόμων, γιατί ήμουνα καλά εξοπλισμένος. Πριν από εκείνο το ταξίδι είχα δώσει οδηγίες και μου είχαν κατασκευάσει στην Αθήνα έναν ειδικό υπνόσακο από λεπτό τούλι, με κορδόνια στο επάνω μέρος (για να μπορεί να κρεμαστεί από κάποιο ψηλό σημείο), ο οποίος έκλεινε τελείως και ασφαλώς με φερμουάρ. Σπάνια έχω δει ανθρώπους να με φθονούν τόσο πολύ όσο τη στιγμή που χώθηκα μέσα στον υπνόσακο - κουνουπιέρα για να κοιμηθώ…].

Οι πολυθρόνες του δωματίου ήταν κατασκευασμένες από δέρμα ζώων, το οποίο διατηρούσε το τρίχωμά του (δηλαδή σαν λεπτή γούνα). Το φωτιστικό (πορτατίφ) ήταν φτιαγμένο από πελώριο κέρατο μεγάλου ζώου.

Θέλησα να ξυριστώ, αλλά κανένα από τα πολλά αντάπτορ που διέθετα δεν ταίριαζε στην πρίζα, για να χρησιμοποιήσω την ηλεκτρική ξυριστική μου μηχανή. Από την αμηχανία με έβγαλε ένας υπάλληλος του ξενοδοχείου. Η μέθοδός του έμοιαζε με το αυγό του Κολόμβου: περιέργως, το κοινό φις με τα στρογγυλά βύσματα αν το πίεζες με δύναμη έμπαινε χωρίς αντάπτορ μέσα στις υποδοχές, παρόλο που αυτές ήταν σχήματος πλακέ, και δεν φαινόταν κανένα στρογγύλεμα στο πλαστικό της πρίζας!

Κάποια στιγμή, την ώρα που διάβαζα ξαπλωμένος στο κρεβάτι ένα βιβλίο για τους κινδύνους στην Αφρική, νόμισα ότι άκουσα ένα χτύπημα στην πόρτα. Τελικά διαπίστωσα ότι ήταν ένα περίεργο… τρίξιμο από το κρεβάτι μου! Πολύ αργά το βράδυ άκουσα, επίσης, έναν ύποπτο ήχο, σαν κάποιος να ανάσαινε βαριά έξω από την πόρτα του δωματίου μου. Κοίταξα έξω και από τα δύο παράθυρα, αλλά δεν είδα ψυχή. Μετά από πολλή σκέψη αποφάσισα να βγω έξω. Έψαξα, αλλά τελικά δεν υπήρχε άνθρωπος! Λίγο αργότερα ξανακούστηκε ο ίδιος ήχος. Αυτό δεν ήταν και πολύ ευχάριστο μέσα στη νύχτα. Εν τέλει, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι θα προερχόταν από κάποιο ζωντανό οργανισμό (τριζόνι, γρύλο ή κάτι άλλο άραγε;) από το πολύ κοντινό δάσος. Με ηρέμησε η θύμηση ότι κάποτε στο Madang της Νέας Γουϊνέας, στο ξενοδοχείο όπου έμενα, άκουγα έντονους θορύβους από κάρφωμα ξύλων με σφυριά. Όταν διαμαρτυρήθηκα στη διεύθυνση και ζήτησα να μη δουλεύουν ξυλουργοί νυχτιάτικα, έπαθα πλάκα: γιατί έμαθα ότι οι ήχοι αυτοί προέρχονταν από τους βατράχους της γειτονικής λίμνης!!! Η ανάμνηση από αυτό το αστείο περιστατικό με ηρέμησε κι έτσι κατάφερα να αποκοιμηθώ…

Τα οχήματα στην Τανζανία

Κυριακή, 13.2.2005

Την ημέρα εκείνη δεν προλάβαινα να οργανώσω ορειβασία και γι' αυτό σκέφθηκα να επισκεφθώ τις γειτονικές πόλεις Moshi και Arusha. Πήγα μέχρι το Moshi με ένα ταξί Land Rover Discovery. Εκεί κυκλοφορούσαν πολλά Land Rover, ιδίως σκληροτράχηλα Defender, γιατί η Τανζανία ήταν παλιά Βρετανική αποικία. Όμως, ο αριθμός τους συνεχώς μειωνόταν, γιατί υπερίσχυαν, σαφώς, τα Land Cruiser της Toyota. Πρόκειται για αυτοκίνητα με φοβερές δυνατότητες. Σ' αυτό συμφώνησε και ο Τανζανός οδηγός μου. Μπορεί οι Αμερικανοί να υποστηρίζουν, πολύ σωστά, πως το μόνο γνήσιο Jeep είναι το δικό τους (γιατί αυτοί το ονόμασαν έτσι). Μπορεί οι Εγγλέζοι να διαφημίζουν τα Land Rover με το ευρηματικό slogan: «the best 4X4 by far» (= το καλύτερο τετρακίνητο με απόσταση), που στα αγγλικά το «four by four by far» είναι και λογοπαίγνιο, η αλήθεια, όμως, είναι ότι οι Ιάπωνες τους έχουν ξεπεράσει όλους, ιδίως με το Land Cruiser της Toyota. Αυτό το έχω διαπιστώσει στις διάφορες περιπλανήσεις μου στα πέρατα της γης, από τη Σαχάρα μέχρι την έρημο Ατακάμα της Χιλής. Και για να μη τυχόν νομίσετε ότι είμαι προκατειλημμένος, αναφέρω ότι οδηγώ Land Rover Discovery.

Από το Μοshi πήρα το λεωφορείο για Arusha και βέβαια ήμουν ο μοναδικός λευκός επιβάτης… Στη διαδρομή είδα ξανά παλιές γνώριμες εικόνες: το κοκκινόχωμα, που είναι χαρακτηριστικό της περιοχής, τις γυναίκες με τα ζωηρά παρδαλά τους ρούχα, οι οποίες τοποθετούν όλα τα φορτία που μεταφέρουν επάνω στο κεφάλι τους και τα ισορροπούν τόσο καλά ώστε σπανίως χρειάζεται να τα κρατάνε με το χέρι! Αισθάνονται, μάλιστα, τόσο άνετα που σταματάνε για να κουβεντιάσουν και δεν κατεβάζουν το φορτίο από το κεφάλι τους!

Στη διαδρομή είδα αρκετούς μακρόστενους κυλινδρικούς σάκους με γεωργικά προϊόντα, αραδιασμένους στην άκρη του δρόμου, έτοιμους για φόρτωση, καθώς και αρκετές τερμιτοφωλιές. Πρόκειται για λοφάκια ύψους συνήθως 1 έως 1,5 μέτρου από πολύ λεπτό χώμα, που βγάζουν τα έντομα αυτά έξω καθώς σκάβουν τις στοές της υπόγειας φωλιάς τους.

Όλα τα λεωφορεία που κυκλοφορούσαν εκεί ήταν Toyota, εκτός από λίγα πολύ μικρά Nissan. Διέθεταν όλα εισπράκτορα και δούλευαν το καθένα για δικό του λογαριασμό. Επομένως έκαναν το παν για να αποκτήσουν πελατεία. Όταν έβλεπαν υποψήφιο πελάτη, οι μεν οδηγοί άρχιζαν να κορνάρουν δαιμονιωδώς για να προσελκύσουν την προσοχή του, οι δε εισπράκτορες φώναζαν και χειρονομούσαν για να τον πείσουν να τους προτιμήσει! Στην προσπάθειά τους αυτή έβγαιναν ολόκληροι έξω, από την πλαϊνή συρόμενη πόρτα, κρεμασμένοι στο κενό, ενώ το λεωφορείο εκινείτο! Επίσης, κρέμονταν προς τα έξω σαν τσαμπί, όχι μόνο ο εισπράκτορας αλλά και οι τελευταίοι επιβάτες, όταν το λεωφορείο ήταν υπερπλήρες και δεν χωράγανε μέσα… Το μόνο καλό ήταν ότι η πόρτα βρισκόταν από τη μεριά του πεζοδρομίου κι έτσι αυτό το ανθρώπινο σμάρι δεν κινδύνευε από τα άλλα αυτοκίνητα, αλλά μόνο από τα κλαδιά των δένδρων. Η κατάσταση όμως γινόταν πολύ πιο επικίνδυνη όταν το λεωφορείο έκανε επικίνδυνα προσπεράσματα… Έτυχε, επίσης, να δω αντιθέτως ερχόμενα λεωφορεία με ανθρώπους κρεμασμένους απ' έξω και από τα δύο, που όταν συναντήθηκαν φώναζαν και χειρωνομούσαν οι μεν προς τους δε! Δεν κατάλαβα τι έλεγαν, αλλά το θέαμα είχε πολλή πλάκα! Το μόνο πλεονέκτημα που είχαν οι "έξω" έναντι των "μέσα" ήταν ότι δροσίζονταν υπέροχα από το ρεύμα του αέρος, πράγμα πολύ ευχάριστο στη ζεστή Αφρικανική ήπειρο… Αυτά τα μίνι-λεωφορεία, που σταματούσαν σε οποιοδήποτε σημείο της διαδρομής, ονομάζονται «dalla - dalla». Πολύ συχνά στριμώχνονταν, μέσα κι έξω απ' αυτό, τριπλάσιοι επιβάτες απ' όσους χωράγανε κανονικά.

Στην Τανζανία σχεδόν όλα τα αυτοκίνητα εκτός δρόμου ήταν εφοδιασμένα με δύο εφεδρικές ρόδες, γιατί οι διαδρομές ήταν πολύ "άγριες". Ήταν, συνήθως, τοποθετημένες στο πίσω μέρος του οχήματος, επάνω σε ειδική σιδεροκατασκευή, γιατί καμιά πίσω πόρτα δεν θα μπορούσε να αντέξει για πολύ τόσο πρόσθετο βάρος και μάλιστα όταν το αυτοκίνητο "σκαμπανεβάζει" στα ανώμαλα εδάφη. Τα οχήματα εκτός δρόμου ήταν εξοπλισμένα με «high jack» και «snorkel». Αυτό γίνεται για να περιοριστεί ο κίνδυνος να μπουν στη μηχανή σκόνες ή νερά κατά τη διάσχιση ποταμών κ.λπ.


Στην πόλη Arusha

Κοντά στην Arusha βρίσκεται το όρος «Meru», ύψους 4.600 μέτρων, που δεσπόζει επιβλητικό επάνω από την πόλη, όταν δεν είναι τυλιγμένο από σύννεφα. Στην Arusha παρουσιάζει ενδιαφέρον το Μνημείο της Ανεξαρτησίας της χώρας, καθώς επίσης και τα μουσεία, που δημιουργήθηκαν στο παλιό μικρό φρούριο «Boma».

Boma

Η λέξη αυτή στη γλώσσα των ντόπιων σημαίνει έναν αγκαθωτό θάμνο. Την εποχή των καραβανιών συνήθιζαν να φτιάχνουν μερικούς προφυλαγμένους σταθμούς για τις διανυκτερεύσεις, τους οποίους έφραζαν τριγύρω με τέτοιους θάμνους. Από αυτούς ακριβώς πήραν και οι σταθμοί το όνομά τους.

Την εποχή της γερμανικής κατοχής, η τότε κυβέρνηση αποφάσισε να δημιουργήσει περίπου 30 μικρές οχυρωμένες στρατιωτικές βάσεις - φρούρια ανά τη χώρα, που και αυτές με τη σειρά τους πήραν το ίδιο όνομα, «Boma».

Το μικρό φρούριο στην Arusha χτίστηκε το 1899. Έναν αιώνα αργότερα ανακατασκευάστηκε με χρήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (επομένως και της Γερμανίας) και μετατράπηκε σε δύο Μουσεία.

Είδα πολλά ενδιαφέροντα, όχι μόνο από πολύ παλιές εποχές (π.χ. παλαιοντολογικά ευρήματα) αλλά και σύγχρονα θέματα. Έμαθα ότι η περίφημη μύγα τσε-τσε ζει μόνο ανάμεσα σε γεωγραφικά πλάτη 14ο Βόρειο έως 20ο Νότιο, σε σκιερά μέρη δασών ή σε πυκνόφυλλα δένδρα. Κάθεται με τα φτερά σταυρωμένα στην πλάτη, σαν ψαλίδι και αυτή η χαρακτηριστική στάση είναι ένας σίγουρος τρόπος για να την αναγνωρίσει κανείς. Γεννάει μικρά και όχι αυγά (viviparous όχι oviparous)! Ρουφάει αίμα ακόμη και από ρινόκερους (που είναι ιδιαιτέρως χοντρόπετσοι), αλλά και από πουλιά (που μπορούν να πετάξουν μακριά)!

Είδα, επίσης, φωτογραφίες από επιδρομή εκατομμυρίων ακρίδων. Ο ιθαγενής πληθυσμός επωφελείτο όταν ενέσκηπταν, τις έπιανε εύκολα, καθώς συγκεντρώνονταν κοντά στα φώτα φωτισμού των δρόμων, και… τις έτρωγε! Αλλά, ας σταματήσω τις δυσάρεστες διηγήσεις…

Τα αξιοσημείωτα στην πόλη ήταν πολλά:

  • Τα μεγάλα χαντάκια στις δύο πλευρές των δρόμων ήταν συνήθως ακάλυπτα και, για να μπορούν να τα περάσουν οι πεζοί, τα σκέπαζαν σε μερικά σημεία, με μεγάλες επίπεδες πλάκες, σαν γέφυρες!

  • Τους ανανάδες, που πουλάγανε στο δρόμο οι πλανόδιοι μικροπωλητές, τους έκοβαν σε μακρόστενες φέτες, όπως εμείς το πεπόνι, και όχι σε στρογγυλές ροδέλες όπως γίνεται παντού.

  • Στα πεζοδρόμια έβλεπες υπαίθρια "μαγαζιά", που πολύ σπάνια συναντούσες ακόμη και σε υπανάπτυκτες χώρες, όπως π.χ. βουλκανιζατέρ, όπου όλη η δουλειά γινόταν με τα χέρια, χωρίς κανένα μηχάνημα, ραφεία με ποδοκίνητες ραπτομηχανές στο πεζοδρόμιο κ.λπ.

  • Παντού υπήρχαν ξύλινα καρότσια, για τη μεταφορά φορτίων. Ήταν όλα ιδιοκατασκευές από καδρόνια και σανίδια. Άλλα είχαν μόνο μία ρόδα μπροστά (όπως τα χειράμαξα των κηπουρών, αλλά πολύ μεγαλύτερα), ενώ άλλα έναν άξονα με δύο ρόδες. Στα πιο μεγάλα χρησιμοποιούσαν παλιές ρόδες αυτοκινήτου, ενώ στα πιο ελαφρά ρόδες ποδηλάτου. Φυσικά, όλα προωθούνταν με τη δύναμη του αχθοφόρου…

  • Σε όλη τη διάρκεια της περιήγησής μου πολλοί προσφέρθηκαν, απρόσκλητοι βέβαια, να με "ξεναγήσουν", πράγμα πολύ ενοχλητικό. Ένας πιτσιρίκος έγινε σκιά μου, ακολουθώντας με συνεχώς, σε απόσταση μισού μέτρου μόνο, ζητώντας ελεημοσύνη. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι σημαίνει να σου κολλήσει κάποιος σαν τσιμπούρι! Η λύση να του δώσω κάτι για να τον ξεφορτωθώ δεν ήταν λύση, γιατί σε ελάχιστα δευτερόλεπτα θα ακολουθούσαν άλλοι και μάλιστα πολλοί! Για να απαλλαγώ άλλαζα συνεχώς πεζοδρόμιο, ώστε να βαρεθεί και να πάψει να με ακολουθεί.

  • Στο δρόμο είδα ένα τζιπ με τέντα, ψηλά, επάνω από την οροφή. Υπέθεσα ότι στη διάρκεια των σαφάρι θα ανέβαιναν εκεί πάνω οι φωτογράφοι για να φωτογραφίσουν τα θηρία, με το αυτοκίνητο σταματημένο και ότι η τέντα θα τους προστάτευε από τον ήλιο. Φαντάζεστε, όμως, την έκπληξή μου όταν είδα ένα άλλο όχημα να ταξιδεύει με μεγάλη ταχύτητα, έχοντας εκεί πάνω επιβάτες! Δεν πίστευα στα μάτια μου!


Ένα χαμόγελο σώζει μια ζωή

Από την Arusha διατηρώ μια συνταρακτική, και παρά λίγο τραγική, ανάμνηση. Τον Ιανουάριο του 1971 είχα επισκεφθεί την αγορά της πόλης, που είναι ιδιαίτερα γραφική. Καθώς κινηματογράφιζα (εκείνη την εποχή δεν είχαμε βιντεοκάμερες) διάφορες ζωντανές σκηνές, είδα, μέσα από το φακό, ένα νεαρό πωλητή να υψώνει απειλητικά ένα μεγάλο μαχαίρι, να με κοιτάζει αγριεμένος και να ετοιμάζεται να το εκτοξεύσει εναντίον μου! Κατέβασα αμέσως την κινηματογραφική μηχανή και με μεγάλη ψυχραιμία, αντί να κάνω μεταβολή και να φύγω τρέχοντας, άρχισα να τον πλησιάζω χαμογελώντας! Αυτό το χαμόγελο τον αφόπλισε! Χαλάρωσε το χέρι του, κατέβασε το μαχαίρι, αλλά συνέχισε να φωνάζει σε έξαλλη κατάσταση. Αν είχα προσπαθήσει να ξεφύγω θα είχε σίγουρα καρφώσει το μαχαίρι στην πλάτη μου. Αλλά, πώς να μαχαιρώσει κάποιον που του χαμογελούσε τόσο φιλικά; Ακόμη και σήμερα απορώ πώς βρήκα τότε την ψυχραιμία και το κουράγιο να αντιδράσω έτσι, τελείως αντίθετα με αυτό που μου υπαγόρευε το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, δηλαδή να το βάλω στα πόδια για να σωθώ! Τελικά, στην πράξη αποδείχθηκε ότι αυτή η ενέργειά μου ήταν σωτήρια.

Όταν έφθασα πλάι του, εκείνος συνέχιζε να με βρίζει κι εγώ γεμάτος απορία και έκπληξη προσπάθησα να μάθω το γιατί. Με τα ελάχιστα αγγλικά που ήξερε, μου έδωσε να καταλάβω τι πίστευε: νόμιζε ότι οι ξένοι παίρνουν φωτογραφίες και ταινίες με ζώα και ανθρώπους, τις οποίες κατόπιν πουλάνε, πλουτίζοντας, έτσι, σε βάρος των Αφρικανών! [Υποθέτω ότι αυτή η ακραία αντιμετώπιση πρέπει να ήταν αποτέλεσμα πολιτικής καθοδήγησης τής τότε αντιδυτικής κινεζικής προπαγάνδας. Γιατί, στη συγκεκριμένη χώρα, εκείνη την εποχή, επικρατούσαν οι κοσμοθεωρίες των απίστευτα φανατικών μαοϊστών. Υπενθυμίζω ότι αναφέρομαι στην εποχή που στην κομμουνιστική Κίνα αλώνιζαν, κυριολεκτικά, οι «Ερυθροί Φρουροί» σε τέτοιο βαθμό που ούτε καν τα ανώτερα στελέχη του κομμουνιστικού κόμματος δεν αισθάνονταν ασφαλή από τη μανία των φανατισμένων νεαρών… Σήμερα, που η Κίνα άλλαξε τόσο ριζικά, είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς τη νοοτροπία και τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε]. Προσπάθησα να τον πείσω ότι την ταινία τη ήθελα για ενθύμιο, αλλά πολύ αμφιβάλλω αν τελικά με πίστεψε. Πάντως χωρίσαμε ειρηνικά και, το σπουδαιότερο, εγώ έφυγα σώος και αβλαβής.

Σήμερα, σχεδόν 35 χρόνια αργότερα, ξαναγύρισα στην αγορά της Arusha. Λένε, ότι «ο εγκληματίας επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος». Φαίνεται, όμως, ότι και το παρά λίγο θύμα κάνει ακριβώς το ίδιο!


Επιστροφή στο Moshi

Πηγαίνοντας με το λεωφορείο στην Arusha έδωσα στον εισπράκτορα 2.000 σελίνια Τανζανίας. Επάνω σε τυπωμένο μπλοκάκι έγραψε την τιμή 1.500 σελίνια, μου έδωσε το χειρόγραφο εισιτήριο, αλλά δεν μου έδωσε ρέστα! Περίμενε μέχρι να του τα ζητήσω, οπότε και αναγκάσθηκε να μου τα δώσει…

Στο γυρισμό πήρα πάλι το λεωφορείο και, ενώ γνώριζα πόσο κόστιζε το εισιτήριο, μου ζήτησαν 3.000 σελίνια! Όταν αρνήθηκα, ο εισπράκτορας συμφώνησε στα 1.500, αλλά κατόπιν μου ζήτησε και πάλι 3.000. Τότε κατέβηκα και άλλαξα λεωφορείο, γιατί ακόμα δεν είχαμε ξεκινήσει. [Κάθε λεωφορείο όταν ξεκινάει από το σταθμό καταγράφεται και μόνο τότε κατεβαίνει η αλυσίδα που φράζει την έξοδο!]

Και στην επιστροφή ήμουνα πάλι ο μόνος λευκός.

Το Moshi είναι μια πολύ μικρή πόλη. Τα λίγα αξιοθέατά του ήταν κυρίως οι ναοί: ο καθεδρικός, η λουθηρανική εκκλησία, το τζαμί και ο ινδουϊστικός ναός, τα οποία βρίσκονταν όλα σε μικρή απόσταση το ένα από το άλλο. Στη σκεπαστή βεράντα της λουθηρανικής εκκλησίας μία ομάδα πιστών είχε δημιουργήσει ένα κύκλο γύρω από τον ιεροκήρυκα και όλοι μαζί έψελναν, με κατάνυξη, θρησκευτικούς ύμνους και τροπάρια. Επισκέφθηκα, κατόπιν, τον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό και μ' ένα ταξί γύρισα στο ξενοδοχείο μου.

Ζεστό νερό για ντους δεν είχε. Αλλά μου έκανε εντύπωση ότι επάνω από το τρυπητό του ντους υπήρχε ένα μικρό κυλινδρικό εξάρτημα, στο οποίο κατέληγε ένα ηλεκτρικό καλώδιο. Υπέθεσα ότι θα ήταν μικρός ταχυθερμοσίφωνας διέλευσης. Έψαξα λοιπόν, βρήκα το διακόπτη μέσα στο κυρίως δωμάτιο και ξαφνικά απέκτησα και ζεστό νερό!

Επειδή η Arusha βρίσκεται σε υψόμετρο 1400 μέτρα και το Moshi στα 900, αποτελούν το πρώτο μικρό βήμα για την εξοικείωση με το μεγάλο ύψος του βουνού.


Σύντομο ιστορικό του Κιλιμαντζάρο
Το Κίλι βρίσκεται στο βόρειο μέρος της Τανζανίας, σε μικρή απόσταση από τα σύνορα της Κένυας, μόλις 3 μοίρες νοτίως του Ισημερινού. Η πρώτη αναφορά για το όρος αυτό έγινε από τον αστρονόμο Πτολεμαίο (100-160 μ.Χ.), ο οποίος έγραψε στη Γεωγραφία του για «κάποιο βουνό χιονισμένο» στο μακρινό νότο (που φαινόταν από απόσταση 40 χιλιομέτρων περίπου).

Κιλιμαντζάρο

Το Κιλιμαντζάρο έχει τρία ψηλά ηφαίστεια: α) το «Kibo» (κορυφή Uhuru) ύψους 5.895 μέτρων, β) το λίγο χαμηλότερο, αλλά πολύ πιο απόκρημνο «Mawenzi» (κορυφή Hans Meyer Peak) ύψους 5.149 μέτρων, και γ) ένα αισθητά χαμηλότερο, το «Shira» ύψους 3.962 μέτρων. Το Kibo είναι το ψηλότερο σημείο της Αφρικανικής ηπείρου και είναι ενεργό ηφαίστειο, ενώ το Mawenzi και το Shira είναι σβησμένα.

Η μεγάλη καλδέρα, που βρίσκεται στην περιοχή των παγετώνων, έχει καταρρεύσει. Στο εσωτερικό της έχει δημιουργηθεί ένας νέος κρατήρας ο «Ash Pit». Η καλδέρα έχει διάμετρο 3,5 χλμ. και κάνει την κορυφή του όρους πολύ πλατιά. Από το 1912 μέχρι το 2004 έχουν λιώσει πάνω από το 80% των μαζών χιονιού. Μέχρι το 2020 πιθανολογείται ότι θα εξαφανιστούν τελείως. (Πηγή : Βιβλίο "Die Erde" Gebirge-Vulkane-Fluesse έκδοση: Weltbild και D - K, σελ. 51).

Οι κορυφέ Kibo και Mawenzi πήραν το όνομά τους, σύμφωνα με τους λαϊκούς θρύλους, από δύο αδέλφια που μισούνταν θανάσιμα και μεταμορφώθηκαν, τελικά, από τους Θεούς σε δίδυμα βουνά, τα οποία δεν μπορούν να πλησιάσουν το ένα το άλλο!

Και οι δύο κορυφές είναι συνήθως τυλιγμένες από σύννεφα και δεν φαίνονται παρά ελάχιστες ώρες στη διάρκεια της ημέρας. Μόνο πολύ πρωί και αργά το απόγευμα διαλύονται τα σύννεφα και τότε οι κορυφές είναι πια ορατές και από μεγάλη απόσταση.

Χίλια χρόνια αργότερα κινέζοι χρονικογράφοι ανέφεραν την ύπαρξη μεγάλου βουνού κοντά στις ακτές της Αζανίας.

Το 1519 ο Ισπανός Fernandes de Encisco περιέγραψε τον «Όλυμπο της Αιθιοπίας», που είδε στα δυτικά της Mombasa.

Ο πρώτος Ευρωπαίος των νεότερων χρόνων που αντίκρισε το Κιλιμαντζάρο ήταν ο Ελβετός ιεραπόστολος Johann Rebmann, στις 11 Μαΐου 1848. Όταν αυτός ανέφερε ότι είδε ένα χιονισμένο βουνό κοντά στον Ισημερινό, στο κέντρο της Αφρικής, δεν τον πίστεψε κανείς! Στην Ευρώπη όλοι έλεγαν ότι είχε παραισθήσεις και φαντασιώσεις, μέχρι που το 1861 ο Karl Klaus von Decken επιχείρησε την πρώτη ανάβαση, φθάνοντας μέχρι υψόμετρο 3.000 μέτρων και επιβεβαίωσε τα λεγόμενά του.

Ο πρώτος που κατόρθωσε να ανεβεί στην κορυφή του Κιλιμαντζάρο ήταν ο Γερμανός εξερευνητής και γεωγράφος Hans Meyer, μαζί με τον Αυστριακό αλπινιστή L. Purtscheller, το 1889. Αυτός την ονόμασε «Κορυφή του Kaiser Wilhelm», προς τιμήν του τότε Γερμανού αυτοκράτορα. Περιέργως, η ονομασία αυτή παρέμεινε όλα τα χρόνια της βρετανικής κατοχής και μόλις το 1961 μετονομάσθηκε σε «Uhuru» (= ελευθερία, στη γλώσσα σουαχίλι).

Το 1927, ο D.V. Latham έκανε μία εντυπωσιακή ανακάλυψη: βρήκε στον παγετώνα, σε μικρή απόσταση από την κορυφή Uhuru, μία παγωμένη λεοπάρδαλη! Παρά τις πολυάριθμες επιστημονικές συζητήσεις που έγιναν, το ερώτημα «τι ζητούσε άραγε το ζώο αυτό σε τόσο μεγάλο υψόμετρο;» παραμένει αναπάντητο…

Λίγο αργότερα, ο Ernest Hemingway ανέφερε την παγωμένη λεοπάρδαλη στο διήγημά του «Τα χιόνια του Κιλιμαντζάρο» και με αυτό έκανε το βουνό πασίγνωστο σε ολόκληρη την υφήλιο. Το 1952 γυρίστηκε κινηματογραφικό φιλμ με το ίδιο όνομα (The snows of Kilimanjaro), στο οποίο πρωταγωνιστούσαν οι ηθοποιοί Gregory Peck και Ava Gardner.

Επίσης, το κλασσικό φιλμ «Hatari» (= κίνδυνος) με τον John Wayne εκτυλίσσεται στο Κίλι.


Ορειβατική προπόνηση στο τροπικό δάσος

Δευτέρα, 14.2.2005

Πριν ξεκινήσω για την ανάβαση στο Κιλιμαντζάρο είχα αποφασίσει να ανέβω σε κάποιο ψηλό, ελληνικό βουνό για προπόνηση. Δυστυχώς, όμως, για πολλούς λόγους (παρεμβολή σύντομου ταξιδιού μου στο εξωτερικό, κοινωνικές υποχρεώσεις, παρατεταμένη κακοκαιρία) δεν κατόρθωσα να την πραγματοποιήσω. Γι' αυτό αποφάσισα την πρώτη μέρα στους πρόποδες του Κιλιμαντζάρο να κάνω μια μικρή ορειβασία για προπόνηση. Θα ανέβαινα, λοιπόν, μέχρι το πρώτο καταφύγιο, που ονομάζεται «Mandara», και θα επέστρεφα αυθημερόν στο ξενοδοχείο μου. Επειδή θα έκανα ημερήσια πορεία (day trek) θα έπαιρνα μαζί μου πρόχειρο φαγητό σε πακέτο, για το μεσημέρι (lunch box).

Καμιά ανάβαση στο Κιλιμαντζάρο, όσο μικρή κι αν είναι, δεν επιτρέπεται να γίνει χωρίς γραπτή άδεια και χωρίς εντόπιο οδηγό. Ο οδηγός μου για εκείνη τη μέρα ήταν ο Robinson. Στις πολυήμερες αναβάσεις είναι επίσης απαραίτητη μια ομάδα υποστήριξης, με αχθοφόρους και μάγειρα. Για ασφάλεια παρέδωσα το διαβατήριό μου, τα εισιτήρια και τα χρήματα στον διευθυντή του ξενοδοχείου και ξεκινήσαμε. Κατά τον έλεγχο στην είσοδο του Εθνικού Δρυμού του Κιλιμαντζάρο θα χρησιμοποιούσα μια φωτοτυπία του διαβατηρίου μου.

Εθνικός Δρυμός

Ολόκληρη η περιοχή του μεγαλοπρεπούς όρους κηρύχθηκε Εθνικός Δρυμός το 1979 και δεν επιτρέπεται καμιά άλλη δραστηριότητα πλην της ορειβασίας, ούτε καν κάποιο άλλο άθλημα (π.χ. σκι, ποδήλατο βουνού, πτήσεις με αιωρόπτερα ή αλεξίπτωτα κλπ.) και αυτό αναγράφεται στην έγγραφη άδεια.

Δεν επιτρέπεται καμιά αλλαγή διαδρομής, ούτε παραβίαση του δηλωμένου χρόνου παραμονής.

Για την ετοιμασία των φαγητών πρέπει να μεταφέρει κανείς μαζί του καύσιμα (απαγορεύεται το κόψιμο ξύλων) και όλα τα σκουπίδια πρέπει να τα φέρνουν οι ορειβάτες πίσω κατά την έξοδο. Επιτρέπεται μόνο το στήσιμο σκηνής, για διανυκτέρευση.

Η περιοχή αναγνωρίστηκε ως κομμάτι της Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO.

Όσο πλησιάζαμε προς τους πρόποδες η βλάστηση πύκνωνε όλο και περισσότερο. Υπήρχαν δε αγροικίες, με πολλά οπωροφόρα (μπανανιές κ.λπ.). Περάσαμε πρώτα από το χωριό Marangu, που βρίσκεται σε υψόμετρο 1.450 μέτρων και μετά από 6 χιλιόμετρα φθάσαμε στην πύλη (υψόμετρο 1.970 μ.), όπου τα μικρά κτίρια των γραφείων, φυλακίων κ.λπ. είχαν όλα επικλινείς τριγωνικές σκεπές. Εκεί έγιναν όλες οι διατυπώσεις και από το σημείο αυτό άρχιζε η πορεία.

Ειδικές πινακίδες προειδοποιούσαν αυστηρά τους ορειβάτες να μην επιχειρήσουν την ανάβαση αν τυχόν ήταν συναχωμένοι, αν έβηχαν, ή είχαν πονόλαιμο. Άλλες πινακίδες ενημέρωναν τους ορειβάτες ότι στα μεγάλα υψόμετρα επικρατούν πολύ χαμηλές θερμοκρασίες και εφιστούσαν την προσοχή να μην ξεγελιούνται από τον καύσωνα των χαμηλών υψομέτρων.


Πορεία στο δάσος του Κιλιμαντζάρο

Προχωρήσαμε μέσα στο πυκνό τροπικό δάσος. Η βλάστηση, βεβαίως, ήταν πολύ διαφορετική. Ένα από τα αξιοπερίεργα δένδρα ήταν το δένδρο της καμφοράς. Ο Robinson μου είπε ότι από την ξυλεία του, που μάλιστα είναι πολύ ακριβή, κατασκευάζονται έπιπλα. Αρκετές φορές το μονοπάτι περνούσε, με γεφυράκια, πάνω από ένα μικρό ποτάμι. Καθώς η σκιά του δάσους ήταν εξαιρετικά πυκνή, δεν χρειαζόταν κανενός είδους προστασία από τον ήλιο (γυαλιά, καπέλο, κρέμες αντηλιακές). Η μόνη περίπτωση που χρειάζεται προστασία το κεφάλι, στα πυκνά δάση των τροπικών βροχών, είναι όταν υπάρχει κίνδυνος να πέσουν από τις φυλλωσιές διάφορα ανεπιθύμητα όντα (π.χ. βδέλλες). Ευτυχώς, εκεί δεν υπήρχε τέτοιο πρόβλημα.

Η βλάστηση

Ο κώνος του βουνού υποδιαιρείται σε πέντε ζώνες, που κάθε μια έχει πολύ διαφορετική βλάστηση:
1) rainforest - τροπικό δάσος των βροχών
2) heath [χηθ] - θαμνότοπος
3) moorland [μουρ] - έλος, βαλτότοπος (ή marsh)
4) alpine desert - Αλπική έρημος
5) glacier - παγετώνας

Σε διάφορα σημεία το μονοπάτι διασχίζονταν από μεγάλα οριζόντια κλαδιά ή γερμένους κορμούς δένδρων, που δημιουργούσαν φυσικές πράσινες γέφυρες. Πολύ ψηλότερα τα δέντρα συνέκλιναν και σχημάτιζαν αψίδες, οι οποίες δεν επέτρεπαν παρά μόνο σε ελάχιστο φως του ήλιου να περάσει προς τα κάτω. Μερικές φορές οι κορμοί των πανύψηλων δένδρων ακουμπούσαν μεταξύ τους. Όταν, λοιπόν, φυσούσε ισχυρός άνεμος, καθώς μετακινούνταν και τρίβονταν μεταξύ τους, δημιουργούσαν περίεργους θορύβους. Σε λίγα σημεία το μονοπάτι έφραζαν πεσμένοι κορμοί δέντρων. Άλλοτε περνούσαμε από το πλάι και άλλοτε κάτω από τον χονδρό κορμό (όταν υπήρχε διάκενο) ή σκαρφαλώναμε και περνούσαμε από πάνω, όταν δεν άφηνε κάποια διάβαση.

Το βασικό μονοπάτι, που ξεκινάει από την πύλη Marangu, είχε υποστεί μεγάλες φθορές από τα νερά των τροπικών βροχών. Το έχουν όμως τώρα πια επισκευάσει και υποστυλώσει σε διάφορα μέρη, όπου υπήρχαν νεροφαγώματα. Δημιούργησαν γεφυράκια και φρόντισαν να διευθετήσουν την απορροή των υδάτων μακριά από το μονοπάτι, ώστε αυτό να μην υφίσταται εύκολα φθορές. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει άλλωστε το γεγονός ότι το Kilimanjaro είναι η "χρυσοτόκος όρνιθα" της Τανζανίας… Για την άνοδο των αχθοφόρων και τη κάθοδο των φορείων (σε περίπτωση ατυχήματος) έχουν δημιουργήσει ένα συντομότερο και πλατύτερο μονοπάτι, αλλά λιγότερο γραφικό. Ξεκινάει από την πύλη Marangu, προχωρεί αρκετά χιλιόμετρα, δεν φθάνει όμως μέχρι το πρώτο καταφύγιο.

Στη διάρκεια της διαδρομής ακούγαμε πολλά πουλιά, που έβγαζαν τελείως περίεργες κραυγές (κάποιες έμοιαζαν περισσότερο με ήχους μεγάλων ζώων), αλλά δυστυχώς ήταν σχεδόν αδύνατο να τα διακρίνουμε μέσα στις πυκνές φυλλωσιές. Βλέπαμε, όμως, αρκετά συχνά πιθήκους ψηλά επάνω στα δένδρα να πηδούν με απίστευτη σβελτάδα και ευελιξία. Επρόκειτο για ένα πολύ περίεργο είδος πιθήκων, που ονομάζεται «black & white colobus monkey». Έχει παχιά, φουντωτή, λευκή ουρά, μαύρο σώμα και λευκές τρίχες στο πρόσωπο, οι οποίες δίνουν την εντύπωση άσπρης γενειάδας! Τους διακρίναμε αρκετά καθαρά, αλλά ήταν σε τόσο μεγάλη απόσταση που ήταν τελείως αδύνατο να τους απαθανατίσω με τη φωτογραφική μηχανή… Ένα άλλο είδος πιθήκων ήταν οι «blue monkeys», οι οποίοι είναι, βέβαια, σκούρου χρώματος, αλλά εμένα δεν μου φάνηκαν καθόλου μπλε, όπως υποδηλώνει το όνομά τους…

Μέσα στο δάσος υπήρχαν διαφόρων ειδών φτέρες. Μία από αυτές γίνεται πελώρια, ολόκληρο δένδρο με κορμό ύψους αρκετών μέτρων. Ένα άνθος που μου έκανε εντύπωση, ήταν κατακόκκινο, σε σχήμα σφαίρας και αποτελείτο από πάρα πολλές ακτίνες, οι οποίες ξεκινούσαν από την άκρη του μίσχου προς όλες τις κατευθύνσεις και κατέληγαν στη σφαιρική επιφάνεια. Σε δύο σημεία συναντήσαμε καταρράκτες. Ο ένας από αυτούς είχε πλάι του πυκνούς κατακόρυφους κλάδους αναρριχόμενων φυτών. Ήταν ένα θέαμα που μόνο σε τροπικά δάση μπορεί κανείς να δει.

Φθάσαμε σ' ένα ξύλινο γεφυράκι, το οποίο συνέδεε τα δύο μονοπάτια, δηλαδή το δικό μας με εκείνο των αχθοφόρων. Στο σημείο αυτό είχαν κατασκευαστεί ξύλινα τραπέζια και πάγκους, για να μπορούν οι επισκέπτες να κολατσίσουν και να ξαποστάσουν. Γιατί, η συνεχής ανάβαση ανοίγει την όρεξη…

Η διάσχιση του τροπικού δάσους ήταν μια συνταρακτική φυσιολατρική εμπειρία. Θα έλεγα ότι αξίζει να κάνει κάποιος ολόκληρο το ταξίδι μόνο και μόνο για να τη ζήσει. Πολλοί ταξιδιώτες, άλλωστε, δεν προχωρούν πιο πέρα απ' αυτήν.

Συνεχίσαμε την πορεία μας μέχρι που φθάσαμε στο πρώτο καταφύγιο, το οποίο ονομάζεται «Mandara». Οι μικρές ξύλινες καλύβες του είχαν δίρριχτες σκεπές τριγωνικές, πολύ απότομες, που σχημάτιζαν οξεία γωνία. Μια καλύβα χρησίμευε ως υποδοχή. Εκεί έγραφε κάθε επισκέπτης σε ένα βιβλίο, υποχρεωτικώς και λεπτομερώς, όλα τα στοιχεία του, τον αριθμό της άδειας ορειβασίας κλπ. και υπέγραφε. Μια άλλη καλύβα αποτελούσε την τραπεζαρία, ενώ οι υπόλοιπες ήταν κοιτώνες, τουαλέτες κ.λπ. Στην τραπεζαρία μάς περίμενε ζεστό τσάι και φρεσκοψημένο ποπ-κορν.

Αφού ξεκουραστήκαμε καμιά ωρίτσα, πήραμε το δρόμο της επιστροφής.


Ανεβαίνοντας στη Mandara - (1ο καταφύγιο στα 2.700 μέτρα)

Τρίτη, 15.2.2005

Ξύπνησα στις 3 τα ξημερώματα και δεν μπόρεσα να ξανακοιμηθώ. Τα προβλήματα που με απασχολούσαν ήταν: τι εξοπλισμό θα έπαιρνα μαζί μου, πώς θα τον χωρούσα μέσα στο μεγάλο σακίδιο (το οποίο θα μετέφερε ο αχθοφόρος) και πώς δεν θα ξεπερνούσα το ανώτατο όριο βάρους των 15 κιλών. Αφού δεν μπορούσα να κοιμηθώ, άρχισα να χωρίζω τα διάφορα πράγματα, τα οποία θα χρησιμοποιούσα στη μεγάλη ορειβατική εξόρμηση. Μετά από πολλές σκέψεις και αλλαγές γνώμης τελικά κατέληξα. Άρχισα να τα βάζω σε διαφανείς νάιλον σακούλες κατά ομάδες ειδών, με τη σκέψη να τα βρίσκω εύκολα, αλλά και για να τα προστάτευα από ενδεχόμενη βροχή. Γύρω στις 8:00 ήμουν έτοιμος για να πάω το μεγάλο σακίδιο για ζύγισμα. Δυστυχώς, ζύγιζε ήδη 15 κιλά και δεν είχε χωρέσει μέσα τα παπούτσια (που θα φορούσα όταν έβγαζα τις μπότες) και μερικά ακόμη πράγματα. Μέσα στην απόγνωσή μου σκέφθηκα μια λύση: θα νοίκιαζα ένα μεγάλο σάκο και θα έβαζα εκεί μέσα τα πράγματά μου. Ένας κοινός σάκος θα ήταν πολύ ελαφρότερος από το βαρύ σακίδιό μου, που είχε μεταλλικό σκελετό κι ένα σωρό τσέπες, φερμουάρ, ιμάντες, κλιπς κ.λπ. και, δυστυχώς, ζύγιζε άδειο 3 ολόκληρα, πολύτιμα κιλά!

Κανείς, ούτε οι οργανωτές αναβάσεων, ούτε όσοι έχουν ανέβει στο Κιλιμαντζάρο δεν μου είχε πει κάτι πολύ απλό, αλλά τόσο σημαντικό: ότι το βαρύ, ακριβό σακίδιο είναι τελείως άχρηστο, επειδή οι αχθοφόροι μεταφέρουν τον εξοπλισμό μέσα σε σάκους, τους οποίους τοποθετούν επάνω στο κεφάλι ή στον σβέρκο τους και όχι στην πλάτη τους. Και αυτό όχι μόνο επειδή έτσι έχουν συνηθίσει, αλλά και επειδή στην πλάτη φοράνε το δικό τους μικρό σακίδιο. Καθώς αυτοί δεν ανεβαίνουν ψηλά στην κορυφή, αλλά σταματούν χαμηλότερα, δεν χρειάζονται βαρύ ρουχισμό και εξοπλισμό. Αυτά όλα τα διαπίστωσα μόνος την προηγούμενη ημέρα. Έτσι, η προπόνηση μού χρησίμευσε διπλά: για προσαρμογή στο υψόμετρο, αλλά και για γενική ενημέρωση. Νοίκιασα λοιπόν ένα σάκο, σαν εκείνο που χρησιμοποιούν οι ναύτες, έβαλα τα πάντα μέσα (εκτός εκείνων που θα μετέφερα εγώ) και το συνολικό βάρος κατέβηκε στα 14,5 κιλά! Το πρόβλημα λύθηκε, λοιπόν, ως "δια μαγείας". Έτσι, το μεγάλο μου σακίδιο θα επέστρεφε αχρησιμοποίητο μετά από ένα… ταξιδάκι στην Αφρική!

Έπρεπε, όμως, να αντιμετωπίσω άλλο ένα: η Τανζανία ίσως είναι η μοναδική χώρα, όπου δεν γίνονται δεκτές, σχεδόν πουθενά, οι πιστωτικές κάρτες. Αυτό, όπως πληροφορήθηκα αργότερα, οφείλεται στα χρόνια του ημι-κομμουνιστικού καθεστώτος, γιατί τότε οι δικαιούχοι έπαιρναν τα χρήματά τους από τις κάρτες σε… "τρία τέρμινα"! Έτσι, δυσφημίστηκε το σύστημα των καρτών ανεπανόρθωτα. Γι' αυτό, ήμουν υποχρεωμένος να έχω μαζί μου αρκετά χρήματα σε μετρητά για κάθε ενδεχόμενο, καθώς μάλιστα ο κίνδυνος ορειβατικού ατυχήματος είναι πάντοτε υπαρκτός. Αναγκάστηκα, λοιπόν, να μοιράσω τα χρήματά μου σ' ένα σωρό μέρη, για ασφάλεια. Αυτό ήταν μεγάλος μπελάς και συνεχής έννοια, αλλά δεν γινόταν διαφορετικά. Χωρίς χρήματα κανείς δεν επρόκειτο να με θεραπεύσει σε περίπτωση ανάγκης.

Ο οδηγός μου για τη μεγάλη εξόρμηση ήταν ο Evans. Τον συνάντησα στην είσοδο Marangu του εθνικού δρυμού, γιατί έμενε σ' ένα κοντινό χωριό, σε υψόμετρο σχεδόν 2.000 μέτρων. Έτσι ο Evans, εκτός από την τεράστια ορειβατική πείρα του, είχε και το πρόσθετο πλεονέκτημα να ζει μονίμως σε υψόμετρο 2.000 μέτρων (δηλαδή, πολύ πιο κοντά στα μεγάλα ύψη από ό,τι εμείς που ζούμε κοντά στη θάλασσα).

Ξεκίνησα στις 9:15. Καθώς το αυτοκίνητο προχωρούσε, άρχισε να διακρίνεται στο βάθος η επιβλητική σιλουέτα του μεγάλου βουνού. Ήταν ασφαλώς εντυπωσιακή, αλλά δεν έδειχνε και για 6.000 μέτρα! Φαινόταν, μάλιστα, σαν να βρισκόταν κάπως πιο κοντά. Η αγωνία μου, βέβαια, αν θα τα κατάφερνα να αντέξω και να φτάσω μέχρι τέρμα στην κορυφή ήταν αυτονόητη. Την ώρα, λοιπόν, που προβληματιζόμουν αν θα επιτύχω τον σκοπό μου και καθώς το αυτοκίνητο προχωρούσε, είδα στο πεζοδρόμιο ένα νεαρό, περίπου καμιά εικοσαριά χρόνων, με σακατεμένα πόδια να προσπαθεί να προχωρήσει. Καθόταν κατάχαμα, στηριζόταν μια στο ένα χέρι και μια το άλλο γιατί δεν είχε πατερίτσες κι έσερνε το κορμί του επάνω στο έδαφος με πολύ κόπο. Εκείνη τη στιγμή συναισθάνθηκα ότι έκανα μεγάλη αμαρτία θέλοντας, σώνει και καλά, να πατήσω την κορυφή. Ακόμη κι αν δεν έρχονταν τα πράγματα όπως επιθυμούσα, θα έπρεπε να δοξάζω τον Θεό για την υγεία, τις εμπειρίες και τις επιτυχίες που μου είχε χαρίσει…

Στην είσοδο Maragu συνάντησα τον Evans, ο οποίος δυσκολευόταν να πει το όνομά μου. Έτσι του πρότεινα αντί Ευάγγελο να με λέει και μένα Έβανς. Εύκολη η λύση, αλλά ομολογώ ότι στην αρχή δεν άκουγα στο καινούργιο μου όνομα… Τρόμαξα να το συνηθίσω!

Ο οδηγός μου άρχισε να διεκπεραιώνει τις πολυάριθμες διαδικασίες (συμπλήρωση εγγράφων, πληρωμή εισιτηρίου εισόδου κ.λπ.). Κατόπιν, ζύγισε, μαζί με τους αρμόδιους, όλα τα φορτία που θα μετέφεραν οι αχθοφόροι. Είχε θεσπισθεί ως γενικό όριο βάρους τα 15 κιλά, όχι μόνο για λόγους ανθρωπιστικούς (γιατί θα μπορούσαν κάποιοι αχθοφόροι να δεχθούν να μεταφέρουν περισσότερο βάρος προκειμένου να κερδίσουν περισσότερα), αλλά και για να δημιουργηθούν περισσότερες θέσεις εργασίας.

Ο Evans κάλυψε το σάκο μου με μια μεγάλη πλαστική σακούλα, για καλύτερη προστασία, και τον έδωσε στους αχθοφόρους, οι οποίοι ήταν τρεις, γιατί μετέφεραν τρόφιμα για την ομάδα μας για μια εβδομάδα, ένα σωρό μαγειρικά σκεύη, την εστία (για την ετοιμασία των γευμάτων), καύσιμα, καθώς επίσης και πολλά άλλα μικροπράγματα. Εκεί χωριστήκαμε: ο Evans κι εγώ ακολουθήσαμε την μεγαλύτερη, αλλά γραφικότερη διαδρομή (την οποία γνώριζα ήδη από την προηγούμενη ημέρα), ενώ οι αχθοφόροι και ο μάγειρας της ομάδας πήραν το πιο σύντομο, αλλά άχαρο, πλατύ μονοπάτι.

Οι οδηγοί, οι αχθοφόροι και οι μάγειρες ανήκαν στη φυλή «Chagga», που ζει στην περιοχή γύρω από το βουνό. Οι Chagga είναι το αντίστοιχο με τους «Sherpa» στο Έβερεστ. Ένα από τα προβλήματα που αντιμετώπιζα ήταν ότι δυσκολευόμουν να αναγνωρίσω τον μάγειρά μου και τους αχθοφόρους, γιατί όλοι οι μαύροι μοιάζουν πολύ μεταξύ τους!

Στη διάρκεια της πορείας δύο μικρές φράσεις άκουγα κάθε τόσο: «jambo» (= γεια) και «pole-pole»(= σιγά-σιγά). Ήταν, δηλαδή, ο συνηθισμένος χαιρετισμός μεταξύ ορειβατών που συναντιόνταν και η πάγια συμβουλή προς όλους για αργή πορεία, ώστε να εξοικειώνονται ευκολότερα με το μεγάλο υψόμετρο, για να αποφύγουν τις δυσάρεστες συνέπειες.

Ο Έβανς μού διηγήθηκε -και προς στιγμή έπαθα σοκ- ότι 5 ορειβάτες είχαν χάσει τη ζωή τους λίγες μέρες πριν, αλλά αμέσως μετά πρόσθεσε ότι αυτό συνέβη μετά την κάθοδό τους, όταν ανετράπη το αυτοκίνητο που τους μετέφερε…

Προς το μεσημέρι, συνήθως ο ήλιος καλυπτόταν από σύννεφα κι έτσι η ζέστη μετριαζόταν. Εκείνη τη μέρα οι ορειβάτες που ανέβαιναν ήταν αισθητά λιγότεροι από την προηγουμένη. Έτσι, τα ζωντανά του δάσους ξεθάρρεψαν περισσότερο. Σε κάποιο σημείο του μονοπατιού περπατούσαν μπροστά μας 6 - 7 στρουμπουλές φραγκόκοτες. Βέβαια, μόλις μας είδαν έσπευσαν να κρυφτούν μέσα τις λόχμες. Πιο κάτω έκανε τη βόλτα του επάνω στο μονοπάτι ένας blue monkey. Έτρεξε αμέσως να σκαρφαλώσει σ' ένα δένδρο, αλλά δεν απομακρύνθηκε πολύ. Άρχισε να μασουλίζει φύλλα με την ησυχία του, σε απόσταση λίγων μέτρων κι έτσι μπόρεσα να τον φωτογραφίσω.

Πάρα πολύ χαριτωμένα ήταν τα μικρά πιθηκάκια που συναντήσαμε λίγο πιο πέρα. Μέσα στο δάσος ο επισκέπτης άκουγε διαφόρων ειδών περίεργους ήχους και ασυνήθιστες κραυγές από τα ζωύφια και τα πουλιά, αλλά ήταν τελείως αδύνατο να τα εντοπίσει. Ένας πολύ χαρακτηριστικός ήχος έμοιαζε με αδύναμο κουδούνισμα, που φαινόταν σαν να ερχόταν από πολύ μακριά! Κάποια άλλα ακούσματα θύμιζαν ήχους κινητού τηλεφώνου…

Μόλις πέρναγε κανείς το υψόμετρο των 2.500 μέτρων η βλάστηση άλλαζε εντυπωσιακά. Γινόταν λιγότερο πυκνή, ενώ τα φυτά και τα λουλούδια ήταν διαφορετικά.


Στη βάση Mandara

Σε λίγο φθάσαμε στο καταφύγιο, που αποτελείτο από πολλές μικρές καλύβες. Η δική μου ήταν τετράκλινη και ήμουν μόνος. Διάλεξα, λοιπόν, όποιο κρεβάτι μου άρεσε. Όμως, η χαρά που είχα όλη τη καλύβα δική μου δεν διήρκεσε για πολύ. Σε λίγο εμφανίστηκε ένας Νορβηγός κι ένας Γερμανός. Ευτυχώς, το τέταρτο κρεβάτι έμεινε ελεύθερο κι έτσι είχαμε χώρο για να ακουμπήσουμε τα σακίδια και να απλώσουμε τα πράγματά μας.

Οι καλύβες διέθεταν μικρά δωδεκάβολτα φωτιστικά σώματα, παρόμοια με αυτά που έχουν τα τροχόσπιτα. Τροφοδοτούνταν από μπαταρίες, οι οποίες φορτίζονταν από ηλιακούς συλλέκτες και γι' αυτό έπρεπε να τα ανάβουμε με πολύ φειδώ, μόνον όταν υπήρχε πραγματική ανάγκη.

Φεύγοντας από την καλύβα την κλειδώναμε, γιατί αφήναμε μέσα ένα σωρό εξοπλισμό.

Στην καλύβα-τραπεζαρία μάς πρόσφεραν τσάι, καφέ, φρεσκοφτιαγμένο ποπ-κόρν και μπισκότα.

Το απόγευμα έκανα μαζί με τον Έβανς μια μικρή εκδρομή για ξεμούδιασμα μέχρι το γειτονικό σβησμένο ηφαίστειο «Maunda», το οποίο βρίσκεται κάπου 100 μέτρα ψηλότερα. Η χοάνη του μικρού κρατήρα διακρινόταν καθαρά. Από το χείλος της καλδέρας η θέα κάτω προς την πεδιάδα ήταν ωραιότατη.

Δυστυχώς, το κινητό μου δεν είχε σήμα για να επικοινωνήσω με την Αθήνα…

Το βράδυ, επιστρέφοντας στην καλύβα μου για ύπνο, με περίμενε μια έκπληξη. Ακριβώς στη διπλανή καλύβα, που τη χώριζε μόνο μία μεσοτοιχία από σανίδες, έμενε ένα νεόνυμφο ζευγάρι, το οποίο θεώρησε καλό να κάνει… έρωτα. Βεβαίως θέαμα δεν έβλεπα, αλλά το ακρόαμα είχε …πλήρη ηχητική τελειότητα! Κι όμως η λαϊκή σοφία επιμένει ότι «η τρέλα δεν πάει στα βουνά!».


Ανεβαίνοντας στο Horombo - (2ο καταφύγιο στα 3.700 μέτρα)

Τετάρτη, 16.2.2005

Η ανατολή του ήλιου ήταν πολύ ιδιόρρυθμη. Κάτω, σε χαμηλότερο επίπεδο από το καταφύγιο, υπήρχε μια λευκή θάλασσα από σύννεφα, η οποία σκέπαζε τελείως την πεδιάδα. Λίγο πιο πάνω υπήρχε μία χρυσαφί λωρίδα, που φωτιζόταν από τις ακτίνες του ήλιου και ακόμη ψηλότερα πάλι σύννεφα. Το φαινόμενο, δηλαδή, της ανατολής περιοριζόταν μόνο σε αυτή τη στενή ζώνη και ήταν εξαίσιο!

Η πρώτη μου δουλειά ήταν να προσθέσω στην μπουκάλα του βρασμένου νερού μια παστίλια ανά λίτρο, για να το απολυμάνω και με χημικό τρόπο, ώστε να σιγουρευτώ ότι ήταν σίγουρα πόσιμο. Για να δράσει το χημικό συστατικό, που συχνά είναι χλώριο, πρέπει να περάσει τουλάχιστον μισή ώρα. Έχω πάντοτε μαζί μου τέτοιες παστίλιες στα δύσκολα ταξίδια. Κατασκευάζονται μάλιστα από διάφορα εργοστάσια: Katadyn, Certosil, Micropur, κ.λπ. Το μόνο κακό είναι ότι τα φάρμακα αυτά έχουν σύντομη ημερομηνία λήξης. Διέλυσα μέσα στο νερό κι ένα φακελάκι με διάφορα άλατα (ηλεκτρολύτες), για να αναπληρώσω εκείνα που χάνονται με τον άφθονο ιδρώτα.

[Και μια σημαντική λεπτομέρεια: στα μεγάλα υψόμετρα το νερό βράζει σε θερμοκρασία αισθητά χαμηλότερη από τους 100 βαθμούς Κελσίου. Κατά συνέπεια, για να εξασφαλισθεί η σωστή αποστείρωση, απαιτείται βρασμός επί μεγαλύτερο χρονικό διάστημα].

Μια συνήθεια, που τηρούσαν απαρεγκλίτως στο Kili, ήταν ότι οι αχθοφόροι έφερναν πάντοτε πριν από κάθε γεύμα στους πελάτες τους μια λεκάνη με ζεστό νερό και σαπούνι για πλύσιμο των χεριών (και όχι μόνο). Κι αυτό γιατί μετά από κάθε μακριά, πολύωρη πορεία δυστυχώς δεν υπήρχε δυνατότητα για ντους. Έτσι, το μόνο που απέμενε ήταν να πλυθεί κανείς τοπικά: στο πρόσωπο, στις μασχάλες κ.λπ. για να ανακουφισθεί λιγάκι. Όπως και να το δει κανείς το βουνό αυτό ήταν μία δύσκολη υπόθεση. Οι συνθήκες θύμιζαν ξενοδοχεία των περασμένων αιώνων, όπου δεν υπήρχε νερό τρεχούμενο, και οι ταξιδιώτες πλένονταν με «λαβαμπό»…

Καθώς κερδίζαμε υψόμετρο, η βλάστηση διαρκώς άλλαζε. Είχαμε αφήσει οριστικά πια πίσω μας το πυκνό τροπικό δάσος. Στο σημείο όπου βρισκόμασταν επικρατούσε ένα φυτό, που μοιάζει με τούφα βούρλων, τα φύλλα του όμως δεν είναι μυτερά, αλλά πλατιά. Υπήρχαν επίσης και ρείκια, καθώς και διάφορα αγριολούλουδα. Χρειαζόμασταν πλέον γυαλιά, καπέλο ηλίου και αντηλιακή κρέμα.

Πολύ συχνά κάναμε στάση για να πιούμε λίγο νερό (water stop). Σε όλες τις πορείες έχω πάντα ένα παγούρι του 1,5 λίτρου κρεμασμένο από το λαιμό μου, ώστε να είναι πρόχειρο. Μετά από τρεισήμισι ώρες πορείας φθάσαμε σ' ένα απότομο στήθωμα, που ανεβήκαμε με πολύ κόπο. Λίγο αργότερα βρεθήκαμε σε υψόμετρο 3.450 μέτρων. Εκεί είχαν δημιουργήσει κατάλληλο χώρο με τραπέζια και πάγκους για να μπορούν οι ορειβάτες να κολατσίσουν. Ο άνεμος, ενώ στα χαμηλά ήταν ευπρόσδεκτος γιατί δρόσιζε, εκεί επάνω κυριολεκτικά "ξύριζε". Αρχίσαμε πια να φοράμε πολύ πιο ζεστά ρούχα (το άνορακ ήταν απαραίτητο).

Στο υψόμετρο εκείνο ζουν δύο πολύ ασυνήθιστα φυτά: το «Senecio kilimanjari» και η «Lobelia». Καθώς κερδίζαμε υψόμετρο τα φυτά αυτά πλήθαιναν όλο και περισσότερο.

Senecio kilimanjari

Δένδρο που έχει ύψος μέχρι 5 μέτρα, δυσανάλογα χονδρό κορμό (που χρησιμεύει σαν αποθήκη νερού) στην κορυφή του οποίου υπάρχει μόνο μία δέσμη φύλλων σαν γιγαντιαία αγκινάρα. Από το κέντρο της δέσμης αυτής αναπτύσσεται προς τα επάνω ένα στέλεχος μήκους ενός μέτρου με κιτρινωπά άνθη.

Σε κάθε ανήφορο λαχάνιαζε κανείς πολύ εύκολα και έπρεπε να ανακόπτεται για λίγο η πορεία. Το κέρδος του ύψους γινόταν με πολύ ιδρώτα, όχι μόνο του προσώπου αλλά όλου του σώματος. Ένα πρόσθετο πρόβλημα ήταν ότι κατά τη διάρκεια της διαδρομής υπέφερα από διάρροια, η οποία με ταλαιπώρησε πολύ!


Η διαμονή στο Horombo

Μετά από 5,2 ώρες ανηφορικής πορείας φθάσαμε επί τέλους στο καταφύγιο «Horombo». Είχα καταναλώσει 1,5 λίτρο νερό (είχα μαζί μου για ασφάλεια 3). Ύστερα από τις απαραίτητες διατυπώσεις πήγα στην καλύβα μου, που την μοιραζόμουν με δύο Σουηδούς. Και στο Horombo όλες οι καλύβες είχαν πολύ επικλινείς τριγωνικές σκεπές.

Στην τραπεζαρία, που ήταν υπερπλήρης από ορειβάτες, μας πρόσφεραν ποπ-κορν, αράπικα φιστίκια, τσάι και κακάο, ως "πρώτες βοήθειες" για να ανακτήσουμε τις δυνάμεις μας. Τρώγοντας διαπίστωσα ότι το σουγιαδάκι, που έχω μονίμως κρεμασμένο στο λαιμό μου για να είναι πάντοτε πρόχειρο, είχε μείνει κατά λάθος με τη λάμα του ανοιχτή σε όλη τη διάρκεια της πορείας!

Στην καλύβα-τραπεζαρία (που είχε πολύ κόσμο και εφαρμοζόταν το «Σήκω εσύ για να φάω κι εγώ!») κυκλοφορούσαν αμέριμνα κάτι μικρά ποντικάκια! Δεν ενοχλούσαν, αλλά περίμεναν κι αυτά να φάνε κάτι που τυχόν θα περίσσευε. Κανείς δεν φαινόταν να ενοχλείται. Ίσως επειδή οι περισσότεροι δεν θα τα είχαν αντιληφθεί και όχι επειδή τα ανέχονταν και αδιαφορούσαν, όπως εγώ. Άλλωστε, εκτός από τους ορειβάτες υπήρχαν και πολλές ορειβάτισσες. Μου είναι δύσκολο να πιστέψω ότι καμιά από αυτές δεν θα έβγαζε ζωηρές κραυγές τρόμου και αηδίας, αν γνώριζε τι κυκλοφορεί πλάι και ανάμεσα στα πόδια της! Είχε, λοιπόν, δίκιο ο φίλος μου που με είχε συμβουλέψει να διαλέγω στους κοιτώνες πάντοτε κρεβάτι ψηλά, για να γλιτώνω από τα ποντίκια. Βέβαια, για αποφυγή των τρωκτικών οι καλύβες όπου κοιμόμασταν ήταν στερεωμένες επάνω σε ψηλούς κατακόρυφους στύλους. Ευτυχώς, στη δική μου δεν είδα τίποτε ύποπτο…

Στο καταφύγιο Horombo είδα και το πρώτο φορείο, με το οποίο κατέβαζαν όσους ορειβάτες είχαν ατυχήσει. Ήταν μια μεταλλική κατασκευή με ένα ξύλινο επίπεδο, στο οποίο ξαπλωνόταν ο ασθενής, και με δύο λαβές -εμπρός και πίσω- για να το κρατούν οι τραυματιοφορείς. Στο κάτω μέρος, ακριβώς στο κέντρο, υπήρχε μια και μοναδική μεγάλη ρόδα, για να κρατά το μεγάλο φορτίο. Περισσότεροι τροχοί δεν θα χωρούσαν να περάσουν από τα στενά μονοπάτια. Το φορείο, που διέθετε στρώμα και μαξιλάρι, κρατιόταν σε ισορροπία, περίπου σε οριζόντια θέση, από τους τραυματιοφορείς. Επειδή σε λίγα λεπτά επρόκειτο να το χρησιμοποιήσουν, είχαν τοποθετήσει ήδη και ένα χονδρό υπνόσακο, για να μπει μέσα ο ασθενής ορειβάτης, ώστε να μην κρυώνει. Και βεβαίως ο παθών δενόταν επάνω στο φορείο με ιμάντες, γιατί αλλιώς θα ξέφευγε από το στρώμα του φορείου. Λίγο πιο κάτω είδα αραγμένα, κάπως παράμερα, άλλα τρία φορεία. Φαίνεται ότι είχαν πολύ μεγάλη… ζήτηση!

Τα σύννεφα βρίσκονταν σε μικρότερο ύψος από το καταφύγιο και κινούνταν γρήγορα, παρασυρόμενα από τον άνεμο. Κατά το σούρουπο άρχιζε να ξαστεριάζει. Προς τα δεξιά απολαμβάναμε την υπέροχη δύση, ενώ προς τα αριστερά υπήρχε ένα μεγάλο λευκό σύννεφο. Τη νύχτα επικρατούσε τέλεια ξαστεριά κι έτσι διακρίνονταν πολύ καθαρά τα φώτα του Moshi, που λαμπύριζαν κάτω, χαμηλά στον κάμπο.

Προσπαθούσα επανειλημμένως να τηλεφωνήσω από το κινητό μου, αλλά ήταν αδύνατο. Αμέσως μετά το έκλεινα, για να μη μου τελειώσει η μπαταρία, η οποία έπρεπε να κρατήσει περισσότερο από μία ολόκληρη εβδομάδα (γιατί δεν υπήρχε δυνατότητα επαναφόρτισης). Τελικά, μόνο αργά το βράδυ κατάφερα να επικοινωνήσω! Δεν ξέρω αν αυτό οφειλόταν σε λιγότερο φόρτο ή μήπως σε καλύτερη μετάδοση του σήματος τις βραδινές ώρες.

Δεν είμαι γενικά καθόλου ευαίσθητος και μυγιάγγιχτος, αλλά όταν βρίσκομαι κάτω από δύσκολες συνθήκες και πολύ μακριά από οποιαδήποτε ιατρική και φαρμακευτική βοήθεια είναι λογικό να δίνω άλλη σημασία σε οποιοδήποτε ενόχλημα τυχόν αισθανθώ. Υπό κανονικές συνθήκες αδιαφορώ π.χ. για κάποιο μικρό πόνο. Εκεί, όμως, αυτό μπορεί να είναι η πρώτη αρχή ενός σημαντικού προβλήματος, το οποίο πρέπει να αντιμετωπισθεί εγκαίρως ή μπορεί να είναι κάτι πολύ μικρό μεν (όπως π.χ. μια φουσκάλα στο πόδι), αλλά με ιδιαιτέρως δυσάρεστες συνέπειες (όπως π.χ. ματαίωση της προγραμματισμένης δραστηριότητας).

Ενώ γενικά αποφεύγω τα φάρμακα όσο είναι δυνατόν, σ' αυτό το ταξίδι κόντευα να έχω πρόβλημα "πολυφαρμακείας". Πρώτα -πρώτα ήταν το φάρμακο προστασίας από την ελονοσία. Κατόπιν το φάρμακο για τη διάρροια. Ευτυχώς το υψόμετρο δεν μου έφερε πονοκέφαλο, όπως συμβαίνει συνήθως, κι έτσι δεν χρειάστηκα παυσίπονα. Επίσης, δεν αισθάνθηκα ναυτία και τάση προς εμετό και γι' αυτό δεν χρειάσθηκα να πάρω αντιεμετικά χάπια. Δεν είχα καμιά άλλη ενόχληση και γι' αυτό απέφυγα να πάρω το Diamox (που υποβοηθά την προσαρμογή στα μεγάλα υψόμετρα), αλλά συγχρόνως φέρνει και πολλές παρενέργειες. Και τις μεν παρενέργειες εύκολα μπορεί κανείς να τις πληροφορηθεί, αλλά τα τυχόν προβλήματα από την αλληλεπίδραση διαφορετικών φαρμάκων δεν είναι εύκολο να τα μάθει. Προληπτικά εκείνο που κάνω πάντα, όταν δεν μπορώ να έχω ειδική ιατρική συμβουλή, είναι τουλάχιστον να τα παίρνω με απόσταση αρκετών ωρών το ένα από το άλλο. Γνωρίζω βέβαια, ότι αυτό δεν εξουδετερώνει τελείως τα ενδεχόμενα προβλήματα.

Τη νύχτα αισθάνθηκα μια στομαχική διαταραχή. Δυστυχώς, η τουαλέτα όχι μόνο απείχε πολύ, αλλά δεν υπήρχε και κανονικό μονοπάτι. Η διαδρομή ήταν τελείως κακοτράχαλη και δεν είχε καμιά σχέση με την κατάσταση στο καταφύγιο της προηγούμενης μέρας. Έτσι, ταλαιπωρήθηκα αφάνταστα. Το καλό ήταν ότι είχα προνοήσει να πάρω μαζί μου ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια που κλείνουν ταχύτατα με φερμουάρ (είναι ακριβώς αυτά που αρχικά δεν χωρούσαν μέσα στο σακίδιο)! Οι άλλοι, σε αντίστοιχες καταστάσεις, παιδεύονται πολύ μέχρι να δέσουν μέσα στο μισοσκόταδο τα μακριά κορδόνια που έχουν οι αρβύλες τους…

Επιστρέφοντας στην καλύβα βρήκα την πόρτα κλειδωμένη. Τι είχε συμβεί; Ο ένας από τους Σουηδούς, ακούγοντας μέσα στον ύπνο του την πόρτα να κλείνει, νόμισε πως κάποιος επιχειρούσε να μπει στην καλύβα και σαν υπνοβάτης πήγε και την ασφάλισε! Μετά από αυτό το κωμικοτραγικό συμβάν, τόσο εγώ όσο και οι Σουηδοί κοιμηθήκαμε ελάχιστες ώρες. Ίσως, όμως, η αϋπνία μας να οφειλόταν και στο μεγάλο υψόμετρο. Άλλωστε, ποτέ άλλοτε δεν είχα κοιμηθεί σε τόσο μεγάλο ύψος (ακόμη και στη La Paz, πρωτεύουσα της Βολιβίας, βρισκόμουν λίγο χαμηλότερα). Στο Kili κατέρριπτα το ένα ρεκόρ μου μετά το άλλο!


Στο βράχο της Ζέμπρας αντίκρυ στη μεγάλη ανάβαση

Πέμπτη, 17.2.2005

Τη μέρα εκείνη εγώ και αρκετοί άλλοι ορειβάτες δεν συνεχίσαμε την ανάβαση προς το επόμενο καταφύγιο Κibo, αλλά κάναμε μία πορεία σε μεγαλύτερο υψόμετρο και κατόπιν επιστρέψαμε στη βάση μας. Οι ειδικοί συνιστούν την τακτική αυτή, δηλαδή να ανεβαίνουν οι ορειβάτες στη διάρκεια της ημέρας σε μεγαλύτερο υψόμετρο, αλλά κατόπιν να κατεβαίνουν χαμηλότερα για να διανυκτερεύσουν. Αυτό εκφράζεται επιγραμματικά με το ορειβατικό ρητό: «walk high, sleep low». Έχει παρατηρηθεί ότι τα περισσότερα προβλήματα (ιδίως αναπνευστικά) παρουσιάζονται στη διάρκεια του ύπνου. Αυτή τη συμβουλή την τήρησα, όσο ήταν δυνατόν.

Στη διαδρομή αρχικά αντιμετωπίσαμε έναν απότομο ανήφορο. Αυτό το στήθωμα μάς κούρασε και μας έκοψε την αναπνοή. Στη συνέχεια, προχωρήσαμε σε μια υγρή, σχεδόν ελώδη περιοχή. Όταν διάβαζα σε διάφορα βιβλία, σε ξένες γλώσσες, την ονομασία «moor-land» νόμιζα ότι έκανα λάθος στη μετάφραση! Δεν μπορούσα να φανταστώ έλη και τέλματα σε τόσο μεγάλο υψόμετρο, δηλαδή γύρω στα 4.000 μέτρα! Τελικά, ήταν αλήθεια. Υπήρχαν μεγάλες περιοχές, συνήθως χαράδρες ή βαθουλώματα, όπου το έδαφος ήταν πολύ υγρό κάτω από τη βλάστηση. Καλυπτόταν δε κυρίως από βούρλα και πρασινωπά βρύα και γι' αυτό έπρεπε να προσέχει κανείς που πατάει, γιατί η λάσπη που υπήρχε βούλιαζε φοβερά.

Ένα πολύ εντυπωσιακό τοπίο είχε δημιουργηθεί από τα πελώρια ευθυτενή δένδρα senecio σε πρώτο πλάνο, με την απόκρημνη κορυφή Mawenzi στο βάθος.

Λίγο αργότερα φθάσαμε σ' ένα σημείο όπου υπήρχε η επιγραφή: «Last water», δηλαδή «τελευταίο νερό». Από εκεί και πάνω δεν μπορούσε ο ορειβάτης να βρει νερό πουθενά και γι' αυτό προειδοποιείτο, ώστε να εφοδιαστεί με όσο νερό υπολόγιζε ότι θα του χρειαζόταν. Ήταν μία ολόκληρη χαράδρα καλυμμένη με βούρλα. Στην επιφάνεια του εδάφους, σε αρκετή έκταση, έτρεχε λιγοστό νερό. Και η περιοχή αυτή ήταν ένα πολύ ρηχό έλος.

Μετά από πορεία 1 ώρας και 10 λεπτών φθάσαμε σε υψόμετρο 4.000 μέτρων, στο «Zebra Rock» ή «Zebra Point» (βράχος ή σημείο της Ζέβρας). Ήταν ένας μεγάλος, κατακόρυφος βράχος, με όρθιες, μαύρες κι άσπρες ραβδώσεις και θύμιζε το γνωστό ζώο της Αφρικής. Στα 4.150 μέτρα υψόμετρο φθάσαμε σ' ένα κλειστό οροπέδιο, που κατά πάσα πιθανότητα θα μεταβάλλεται σε μικρή λίμνη όταν βρέχει. Μεταξύ των διαφόρων φυτών, διέκρινα πολλά ρείκια, παρόμοια με τα δικά μας, και κάτι περίεργα γαϊδουράγκαθα, που το άνθος τους δεν ήταν ενιαίο, αλλά αποτελείτο από καμιά δεκαριά μικρότερα, μωβ χρώματος, τα οποία σχημάτιζαν ένα στρογγυλό, σφιχτό μπουκέτο.

Σε υψόμετρο 4.260 μέτρων (μετά από πορεία δυόμισι ωρών) φθάσαμε στη διακλάδωση του μονοπατιού, η οποία οδηγούσε προς την κορυφή Mawenzi.

Σε υψόμετρο 4.300 μέτρων βρίσκεται το «Saddle point» (= σημείο της σέλας). Ήταν ένα διάσελο ανάμεσα στις δύο κορυφές Kibo και Mawenzi. Στο σημείο αυτό οι ορειβάτες έχουν κατασκευάσει περίπου 200 κούκους, ίσως και περισσότερους, για σήμανση. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα ξαναδεί μαζεμένους πάνω από δέκα! Υπήρχε ακόμη και μια αναμνηστική πλάκα, εντοιχισμένη σε πέτρινο τοιχάκι. Καθώς βρισκόμασταν ανάμεσα στα δύο βουνά, είχαμε πλήρη εποπτεία του τοπίου. Απέναντί μας, σε μεγάλη απόσταση, βλέπαμε το καταφύγιο «Kibo Hut», από όπου άρχιζε η ανάβαση προς την κορυφή. Ακριβώς από πάνω δέσποζε η πανύψηλη κορυφή του βουνού Kibo. Η θέα ήταν φοβερή, αλλά συγχρόνως συνειδητοποιήσαμε τι μας περίμενε, καθώς διακρίναμε το πολύ απότομο μονοπάτι που οδηγούσε στην κορυφή.

Κούκους

Κούκους ονομάζουμε στην ορειβατική γλώσσα σωρούς από πλάκες ή πέτρες, που τοποθετούνται η μια επάνω στην άλλη, για να αποτελούν σημάδι από πού περνάει το μονοπάτι, ώστε να το βρίσκουν οι ορειβάτες από μακριά κάτω από δύσκολες συνθήκες (ομίχλη, χιόνι, σκοτάδι κλπ.).

Στη συνέχεια επιστρέψαμε στο καταφύγιό μας Horombo. Αυτή η άνοδος στα 4.300 μέτρα (που διάρκεσε 4 ώρες αλλέ - ρετούρ) ήταν καλή προπόνηση…

Γύρω από το καταφύγιο κυκλοφορούσαν πολλά μεγάλα πουλιά, με πολύ ισχυρό παχύ ράμφος. Ήταν κατάμαυρα, εκτός από μία λευκή λουρίδα που είχαν στο σβέρκο τους. Ονομάζονται «white necked raven» (= κοράκια με άσπρο λαιμό). Ο θόρυβος που δημιουργούσαν οι πτέρυγές τους καθώς πετούσαν ήταν εντυπωσιακός!

Πολλοί ορειβάτες κοιμούνταν στον καταυλισμό Horombo, όχι όμως στις ξύλινες καλύβες αλλά μέσα σε σκηνές. Το κρύο τη νύχτα ήταν πολύ διαπεραστικό, ακόμα και μέσα σε καλό υπνόσακο. Έπραξα πολύ σοφά που διάλεξα και έκλεισα θέση για να διανυκτερεύω σε καλύβα… Ο υπνόσακός μου ήταν καλής ποιότητας, φτιαγμένος από μικρά πούπουλα, ώστε να έχει εξαιρετικές μονωτικές ιδιότητες. Ήταν δε τύπου «μούμιας». Παρ' όλα αυτά αισθανόμουν κι εγώ το κρύο, τη νύχτα.

Υπνόσακος «μούμια»
Έτσι ονομάζουν οι ορειβάτες και γενικώς όσοι διανυκτερεύουν κάτω από δύσκολες συνθήκες το σχήμα, που είναι στενό στα πόδια και πλατύ στους ώμους κι έχει ένα μοναδικό άνοιγμα στη θέση του κεφαλιού, έτσι ώστε να μη μπαίνει το κρύο από τα πλάγια (π.χ. από το φερμουάρ που έχουν οι κοινοί υπνόσακοι).

Σιγά-σιγά κατέφθαναν στο καταφύγιο, από το μεσημέρι και μετά, είτε σε μικρές ομάδες είτε μεμονωμένοι ορειβάτες, οι οποίοι είχαν επιχειρήσει την προηγούμενη το βράδυ να κατακτήσουν την κορυφή. Όλοι ήταν φανερά κουρασμένοι και ταλαιπωρημένοι. Μερικοί μάλιστα βρίσκονταν στο έσχατο όριο της εξάντλησης και εξουθένωσης. Κάποιοι δεν μπορούσαν καλά-καλά να σταθούν στα πόδια τους και τρίκλιζαν σαν μεθυσμένοι, ενώ έναν τον μετέφεραν δύο φίλοι του, βάζοντας τους ώμους τους κάτω από τις μασχάλες του, ο ένας από δεξιά κι ο άλλος από αριστερά. Μα την αλήθεια δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντικό αυτό το θέαμα!

Τα μπατζάκια του παντελονιού μου ήταν αποχωριζόμενα (με τη βοήθεια δύο φερμουάρ), ώστε να μεταβάλλεται, κατά βούληση, από μακρύ σε κοντό, όταν έκανε ζέστη, πράγμα πολύ εξυπηρετικό. Επειδή τα μπατζάκια αυτά είχαν λερωθεί, τα έβγαλα από το παντελόνι και τα ξέπλυνα.

Το βράδυ εκείνο το συγκρότημα του καταφυγίου ήταν εξαιρετικά γεμάτο. Πάρα πολλοί ορειβάτες διανυκτέρευσαν σε σκηνές.


Μεταφορά ασθενούς από μεγάλο υψόμετρο

Παρασκευή, 18. 2.2005

Η καλύβα όπου έμενα μαζί με τους δύο Σουηδούς βρισκόταν στην άκρη του καταυλισμού και η πόρτα της έβλεπε προς μία ωραιότατη χαράδρα, μέσα στην οποία κυλούσε ένα ποταμάκι. Στις πλαγιές της είχαν φυτρώσει μεγάλα senecios με πανύψηλους κορμούς, καθώς και πολλά κίτρινα λουλούδια. Μέσα στην ησυχία ακουγόταν μέρα-νύχτα το νερό του ρυακιού, που κελάρυζε καθώς κυλούσε και συμπλήρωνε το ειδυλλιακό τοπίο. Πετάγανε επίσης μέσα στο φαράγγι, αλλά και σε ολόκληρο τον καταυλισμό, πολλά από τα μαύρα πουλιά, που δεν φοβόνταν καθόλου και πλησίαζαν κοντά στους ορειβάτες.

Οι δύο Σουηδοί αναχώρησαν νωρίτερα από μένα, κατά μία ώρα. Εγώ τράβηξα φωτογραφίες το ξύλινο σπιτάκι, όπου διανυκτέρευσα. Άφησα επάνω στο λουκέτο της πόρτας το κλειδί, για να φανεί ως ενθύμιο ο αριθμός της καλύβας μου, ο οποίος ήταν γραμμένος επάνω με μεγάλα γράμματα: H-6 (δηλαδή, Ηut Νο 6) και μετά πήγα για να πάρω το πρωινό μου. Επειδή μου έχει γίνει συνήθεια να ψάχνομαι, αντιλήφθηκα σε λιγάκι ότι δεν έχω μαζί μου το κλειδί. Αμέσως, γύρισα τρέχοντας πίσω στην καλύβα μου. Το κλειδί ήταν ακόμη στη θέση όπου το είχα αφήσει, αλλά εκεί κοντά περιφερόταν, περιέργως, κι ένας μαύρος. Δεν μπορούσα να πάρω όρκο ότι θα έμπαινε στην καλύβα για να κλέψει, αλλά και πάλι πώς μπορούσα να είμαι βέβαιος ότι δεν είχε πονηρές προθέσεις; Πάντως, ο Έβανς με είχε συμβουλεύσει πολλές φορές να κλειδώνω την πόρτα κάθε φορά που απομακρύνομαι από την καλύβα μου (και ασφαλώς αυτός κάτι θα ήξερε…).

Όταν έφθασα στην τραπεζαρία είδα, ακριβώς απ' έξω, ότι ετοίμαζαν τη μεταφορά ενός ασθενούς που είχε παρουσιάσει Acute Mountain Sickness (AMS). Τον είχαν τοποθετήσει ήδη επάνω στο φορείο, μέσα σ' έναν υπνόσακο. Εκείνη την ώρα τον έδεναν με σκοινιά, για να μη μετακινείται. Πρόσθεσαν, κατόπιν, και μερικές μπουκάλες με πόσιμο νερό για τη διαδρομή και λίγο αργότερα ξεκίνησαν. Δύο άνδρες έσερναν το φορείο από εμπρός και αρκετοί το έσπρωχναν. Προχωρούσαν με φοβερή ταχύτητα και το φορείο αναπηδούσε απότομα σε κάθε πέτρα ή γούβα του μονοπατιού, παρά τα αμορτισέρ και τα ελατήρια που διέθετε ο τροχός του. Ο ασθενής ταρακουνιόταν ασταμάτητα από αυτό το γρήγορο τρεχαλητό. Πολύ φοβόμουν ότι θα την γλίτωνε μεν από το AMS, αλλά ίσως να μην επιβίωνε από τους φοβερούς κραδασμούς, επί τόσες ώρες, μέχρι να φθάσει σε νοσοκομείο… Συχνά θύματα του ΑΜS πέφτουν νεαροί, δυνατοί άνδρες, που δεν θέλουν να παραδεχθούν ότι κάποιοι άλλοι (ιδίως γυναίκες) τα κατάφεραν καλύτερα από αυτούς! Παρά τα προειδοποιητικά συμπτώματα που έχουν, δεν υποχωρούν, επιμένουν να συνεχίσουν την άνοδο και τελικά την παθαίνουν…

Ρωτώντας τον Έβανς έμαθα ότι στην Τανζανία δεν υπάρχουν ελικόπτερα διάσωσης. Ελάχιστες φορές είχε έρθει ελικόπτερο από την Κένυα για να μεταφέρει ασθενή ορειβάτη, αλλά αυτό στοίχιζε μια περιουσία…

Η αναχώρηση του φορείου για το νοσοκομείο έφερε μια παγωμάρα σε όλους τους ορειβάτες. Για να ξεφύγουμε όμως από το βαρύ κλίμα, θα αναφέρω και κάτι που μου άρεσε πολύ: τα μέλη μιας Σκανδιναβικής ομάδας φορούσαν ένα υπέροχο κόκκινο σουέτερ, που είχε ζωγραφισμένο πάνω του τον χάρτη του Kili, όλα τα καταφύγια και τα αντίστοιχα υψόμετρα. Ομολογώ ότι πολύ το ζήλεψα…

Το πρωί ο ορειβατικός καταυλισμός έσφυζε από ζωή, καθώς οι πολυάριθμοι ορειβάτες ετοιμάζονταν για τη εξόρμηση της ημέρας. Όσοι είχαν διανυχτερεύσει σε σκηνές άρχισαν σιγά-σιγά να τις μαζεύουν. Με τη λαμπερή, πρωινή λιακάδα όλα τα χρώματα φωτίζονταν ωραιότατα και φαίνονταν ακόμη πιο ζωηρά. Από τα διάφορα σημεία του στρατοπέδου φαινόταν η κορυφή Kibo του Κιλιμαντζάρο, στεφανωμένη με το λευκό "σκούφο" του παγετώνα. Έμοιαζε σαν να βρισκόταν λίγο ψηλότερα και μάλιστα αρκετά κοντά. Δεν μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι ήταν τόσο απόμακρη και δυσπρόσιτη. Είναι απίστευτο το πόσο ξεγελιέται το ανθρώπινο μάτι…

Καθώς η κορυφή φαινόταν σε δεύτερο πλάνο, επάνω από τον καταυλισμό, αποτελούσε το κατάλληλο "φόντο" για τις διάφορες δραστηριότητες που εκτυλίσσονταν μέσα σ' αυτόν.


Άνοδος μέχρι τα 4.700 μέτρα για προπόνηση

Λίγο αργότερα ξεκινήσαμε. Εγώ είχα προγραμματίσει άνοδο προς το καταφύγιο Kibo για προπόνηση και επιστροφή στο Horombo. Στην αρχή το μονοπάτι ήταν πάρα πολύ ανηφορικό. Τα πτυσσόμενα ορειβατικά μπατόν ήταν πολλαπλώς χρήσιμα, γιατί 1) βελτίωναν την ισορροπία κι έτσι μείωναν την πιθανότητα πτώσης, 2) βοηθούσαν και τα χέρια στην προσπάθεια της ανάβασης, και 3) καθώς τα χέρια συμμετείχαν στην προσπάθεια, δεν πάγωναν από την ακινησία στις χαμηλές θερμοκρασίες των μεγάλων υψομέτρων.

Για οικονομία δυνάμεων είχα αναπτύξει την εξής τακτική κατά την άνοδο: έκανα πάρα πολύ αργά, αλλά αρκετά μεγάλα βήματα, γιατί είχα διαπιστώσει ότι δύο μικρά βήματα προξενούσαν μεγαλύτερη κόπωση, σε σύγκριση με ένα μεγάλο, ακριβώς του ίδιου συνολικού μήκους. Η ταχύτητα, όμως, έπρεπε να είναι εξαιρετικά αργή (ώστε να τα βγάζουν πέρα οι πνεύμονες και καρδιά), αλλά σταθερή. Ήταν λάθος να προχωρεί κανείς γρήγορα και μετά να κάνει μεγάλες στάσεις, γιατί έτσι ίδρωνε πολύ, οπότε έχανε πολύτιμο νερό και συγχρόνως διάφορα άλατα. Κατά συνέπεια, έπρεπε να κουβαλάει μαζί του μεγαλύτερη ποσότητα νερού, που δυστυχώς είναι πολύ βαρύ… Αν μάλιστα η ενδιάμεση στάση ήταν μεγάλη, τότε πάγωναν οι μυς και ο ορειβάτης δυσκολευόταν πολύ να συνεχίσει. Αυτό που χρειάζεται στα μεγάλα υψόμετρα είναι μόλις ο ορειβάτης λαχανιάσει να σταματάει για ελάχιστα δευτερόλεπτα μόνο, μέχρι να ξαναβρεί τον ρυθμό της αναπνοής του. Συγχρόνως, καλό είναι να επωφελείται για να κάνει και κάτι άλλο χρήσιμο: π.χ. να πιει μια γουλιά νερό, να τραβήξει μία φωτογραφία, να σημειώσει κάτι κ.λπ. Σε κάποια στιγμή θέλησα να απαθανατίσω έναν αχθοφόρο, ο οποίος μετέφερε ένα μεγάλο ογκώδη σάκο επάνω στο κεφάλι του, χωρίς να τον κρατάει με το χέρι, με φοβερή ικανότητα ισορροπιστή. Εκείνος, μόλις το αντελήφθη, έπιασε το φορτίο του και με τα δυο του χέρια, ίσως για να βγει καλύτερος στη φωτογραφία… Και βέβαια μου τη χάλασε…

Μια αλλαγή που παρατήρησα στον εαυτό μου ήταν ότι δάκρυζαν τα μάτια μου πολύ και χωρίς λόγο. Ίσως να ήταν και αυτό σύμπτωμα του μεγάλου υψομέτρου.

Επειδή στο Kili δεν υπάρχουν ραδιόφωνα και τηλεοράσεις, η αποστασιοποίηση από την καθημερινή ρουτίνα ήταν πλήρης. Όμως, αυτή την πολύτιμη απομόνωση και αποτοξίνωση μου τη χάλασε ο Έβανς, όταν πληροφορήθηκε (από το τρανζιστοράκι του) και αμέσως μου είπε ότι είχε δολοφονηθεί ο πρώην πρωθυπουργός του Λιβάνου Rafiq Al Hariri…

Περάσαμε από την περιοχή των ελών και κατόπιν, σε υψόμετρο 4.100 μ., από την επιγραφή «Last water point», γιατί και σ' αυτό το μονοπάτι επισημαίνεται το τελευταίο σημείο από το οποίο οι ορειβάτες μπορούν να προμηθευθούν νερό. Από εκεί πηγάζει το μικρό ποτάμι «Maua».

Προχωρώντας, φθάσαμε στη θέση «Saddle» (=σέλα). Πρόκειται για έναν αυχένα ανάμεσα στα δυο βουνά, που βρίσκεται σε υψόμετρο 4.350 μέτρων. Εκεί έχουν διαμορφώσει χώρο για ορειβατικό πικ-νικ και ο Έβανς μου πρότεινε να φάμε το μεσημεριανό μας φαγητό που είχαμε μέσα στα σακίδιά μας. Εγώ, όμως, προτίμησα να συνεχίσουμε την ανάβαση. Συχνά-πυκνά ο Έβανς με ρωτούσε πώς αισθανόμουν. Του απαντούσα ότι όλα πήγαιναν καλά και προχωράγαμε. Σε διάφορα σημεία συναντούσαμε γνωστούς μας, οι οποίοι είχαν ξεκινήσει νωρίτερα και τους προσπερνάγαμε. Προλάβαμε και τους δύο Σουηδούς συγκάτοικούς μου και τους περάσαμε. «Ακόμα κρατάνε τα κότσια μου», σκέφθηκα.

Αντιθέτως έρχονταν όσοι είχαν ήδη επιχειρήσει να ανέβουν στην κορυφή και τώρα κατηφόριζαν. Ένας Γερμανός, τον οποίο είχα γνωρίσει στο καταφύγιο, είχε τόσο ασταθές βάδισμα, που σχεδόν παρέπαιε και νόμιζα ότι θα έπεφτε. Ευτυχώς τον συγκράτησαν, τελικά, οι σύντροφοί του. Ο Έβανς μου είπε ότι το ίδιο είχε συμβεί και σε ορειβάτες που είχε συνοδεύσει πριν από λίγες εβδομάδες. Η μεγάλη κόπωση και το μεγάλο υψόμετρο είναι πολύ κακός συνδυασμός …

Ανηφορίζοντας, φθάσαμε στο «Millenium Point», σε υψόμετρο 4.550 μέτρων. Ο Έβανς με ρώτησε αν ήθελα να κάνουμε μεταβολή, αλλά εγώ προτίμησα να συνεχίσουμε. Λίγο αργότερα προλάβαμε και δύο Γαλλίδες ορειβάτισσες, οι οποίες είχαν προηγηθεί. Πιάσαμε την κουβέντα, η ώρα περνούσε πιο ευχάριστα και το ανηφορικό μονοπάτι δεν μας φάνηκε τόσο κουραστικό, γιατί είχαμε τον νου μας στη συζήτηση. Αλλά, καθώς μιλούσα συνεχώς στον ανήφορο, πιάστηκε μερικές φορές η αναπνοή μου. Φοβήθηκα μήπως έκανα καμιά βλακεία, μιλώντας πολύ και μην αναπνέοντας με κανονικό ρυθμό σ' αυτό το μεγάλο υψόμετρο. Ευτυχώς, σε λίγο φθάσαμε στο καταφύγιο Kibo μετά από πορεία τεσσερισήμισι ωρών. Οι άλλοι ορειβάτες θα έμεναν εκεί και θα επιχειρούσαν τη νύχτα την ανάβαση στην κορυφή. Ήπιαμε ένα τσάι μόνο, γιατί ο Έβανς μου είπε ότι δεν ήταν φρόνιμο να φάμε σε τέτοιο υψόμετρο και μάλιστα κατάκοποι από την πορεία. Φυσικά τον υπάκουσα.


Η επάνοδος στο καταφύγιο Horombo

Αποχαιρετήσαμε την παρέα μας και πήραμε τον κατήφορο. Περάσαμε το Millenium Point και φθάσαμε στο Saddle. Εκεί σταματήσαμε για κολατσιό. Προσέφερα, μάλιστα, ένα γλυκό σε κάποιο ντόπιο που είχε σταματήσει κι εκείνος, αλλά δεν είχε φαγητό μαζί του όπως εμείς.

Οι ακτίνες του ήλιου στα μεγάλα υψόμετρα είναι ιδιαιτέρως ισχυρές, επειδή παρεμβάλλεται μόνο ένα λεπτότερο στρώμα ατμοσφαιρικού αέρος και γι' αυτό η απορρόφησή τους (φιλτράρισμα) είναι σαφώς μικρότερη. Χρειάζεται αντηλιακή κρέμα ακόμη και στην έξω πλευρά της παλάμης! Εκείνο όμως που δε θα έχετε δει ποτέ και που θα δυσκολευτείτε να το πιστέψετε είναι ότι εκεί βάζουν κρέμα για τον ήλιο και οι μαύροι! Όχι βέβαια για να μαυρίσουν, αλλά για να μην πάθει βλάβη το δέρμα τους!

Όταν είδα πόσο εύκολα έφθασα στο Kibo, δηλαδή στα 4.700 μέτρα, αναπτερώθηκε το ηθικό μου κι άρχισα να ελπίζω ότι θα τα καταφέρω. Στη διάρκεια της ανάβασης είχα χάσει κάπου τη ροζέτα από το ένα μπαστούνι μου. Ήταν απίστευτο που ο ΄Εβανς την βρήκε στην επιστροφή! Πρόκειται για ένα πραγματάκι διαμέτρου 3 εκατοστών, που εντοπίσθηκε σε ένα δρόμο μήκους σχεδόν 10 χιλιομέτρων! Αυτή την μεγάλη τύχη τη θεώρησα ευνοϊκό οιωνό για την εξόρμηση της επόμενης ημέρας προς την κορυφή. Για την άνοδο χρειασθήκαμε τεσσερισήμισι ώρες και για την κάθοδο άλλες τρεις. Ο Έβανς συνέχισε να με ρωτάει κάθε τόσο αν αισθανόμουν καλά.

Με το ζεστό νερό που μου έφερε ο μάγειρας πριν από το φαγητό για να πλυθώ, εκτός από τα χέρια, έπλενα και τα πόδια ή τις μασχάλες, αφού βέβαια δεν υπήρχε δυνατότητα για ντους. Παρατήρησα ότι τα μάτια μου συνέχιζαν να δακρύζουν πολύ. Κάποιος ορειβάτης με συμβούλεψε να μην αναπαύομαι στον ήλιο, γιατί ήταν ιδιαιτέρως ισχυρός.

Ένα χαρακτηριστικό των μεγάλων υψομέτρων είναι, επίσης, η ταχύτατη αλλαγή της θερμοκρασία. Για παράδειγμα, αμέσως μετά τη δύση του ήλιου η θερμοκρασία πέφτει κατακόρυφα μέσα σε λίγα λεπτά. Θυμάμαι κάποτε σ' ένα ορειβατικό καταφύγιο στον Όλυμπο άρχισα ξαφνικά να τρέμω τόσο που νόμιζα ότι ήμουν άρρωστος. Μόλις όμως ντύθηκα καλύτερα η τρεμούλα εξαφανίσθηκε! Απλώς, η θερμοκρασία είχε πέσει απότομα κι εγώ δεν το είχα αντιληφθεί.

Το βράδυ ο κόσμος στο καταφύγιο ήταν λίγος κι αυτό ήταν ευχάριστο. Στην καλύβα ήμουν μόνος και είχα όλο τον χώρο στη διάθεσή μου! Έτσι, τακτοποίησα ωραιότατα όλα μου τα πράγματα για την εξόρμηση της επόμενης μέρας.

Τη νύχτα ξύπνησα από το κρύο. Η θερμοκρασία μέσα στην καλύβα ήταν μόλις 3 βαθμοί! Δυστυχώς, η καλύβα είχε μεγάλες περσίδες εξαερισμού, που ήταν μονίμως ανοιχτές. Καθώς έφυγαν οι δύο μεγαλόσωμοι Σουηδοί έμεινα μόνος για να ζεστάνω ολόκληρη την καλύβα με τη θερμότητα του σώματός μου. Έσφιξα καλά το σκοινάκι που κλείνει το στόμιο του υπνόσακου και φόρεσα στο κεφάλι μου ένα σκούφο. Μετά, είδα έναν εφιάλτη και ξύπνησα και πάλι. Αργότερα, αισθάνθηκα δύσπνοια ενώ κοιμόμουνα μπρούμυτα. Οι αϋπνίες και η δύσπνοια την ώρα του ύπνου οφείλονταν, μάλλον, στο μεγάλο υψόμετρο.

Παρά τις εξαντλητικές πορείες, κάθε βράδυ κοιμόμουν με διαλείμματα και λίγες ώρες... Άλλη μια αιτία ήταν τα πολλά υγρά, τα οποία πίναμε, για να αποφύγουμε την αφυδάτωση και ιδίως τα πολλά τσάγια, τα οποία συνεπάγονταν…. συχνουρία κι επομένως αρκετά ξυπνήματα. Το ίδιο βέβαια ίσχυε για όλους τους ορειβάτες.

Αφυδάτωση

Για ταχύτερο εγκλιματισμό πρέπει κάθε ορειβάτης να πίνει τουλάχιστον 5 λίτρα υγρών ανά 24ωρο.


Ανάβαση στο Kibo (τελευταίο καταφύγιο στα 4.700 μ.)

Σάββατο, 19.2.2005

Το Σάββατο εγκατέλειψα την καλύβα μου μετά από τρεις βραδιές. Είχα ένα σημαντικό λόγο για να τη θυμάμαι. Η ανηφορική πρόσβαση μέσα στον καταυλισμό που οδηγούσε σ' αυτήν είχε, δυστυχώς, ένα σημείο-παγίδα, όπου σχεδόν όποιος περνούσε χτύπαγε το κεφάλι του στην κόγχη της σκεπής μιας γειτονικής καλύβας, γιατί δεν είχε ορατότητα! Εγώ το χτύπησα τρεις φορές…

Η διαδρομή Horombo - Kibo έχει μήκος 9.300 μέτρα και είναι, βέβαια, ανηφορική. Στο δρόμο συναντήσαμε διάφορους ορειβάτες, που επιχείρησαν την ανάβαση προς την κορυφή τη προηγούμενη νύχτα και τους ζητήσαμε πληροφορίες: πόσο δύσκολη ήτανε, μέχρι ποιο σημείο έφθασαν κ.λπ.

Μια Φινλανδή μας είπε ότι εγκατέλειψε την προσπάθεια, λόγω του κρύου. Οι δύο Σουηδοί δεν έφθασαν στην κορυφή, ο ένας μάλιστα επέστρεψε πολύ νωρίς.

Στο «Mawenzi Ridge», που βρίσκεται σε υψόμετρο 4.200 μέτρων, αρχίζει η «αλπική έρημος». Η βλάστηση είναι πια ελάχιστη. Σε όλη την έκταση αυτή υπήρχε χώμα (όχι άμμος), πέτρες μικρές και μεγάλες, βράχοι και λίγοι ογκόλιθοι εγκατεσπαρμένοι που και που. Περιέργως, έμοιαζε πολύ με τις ερήμους τύπου «Hamada» που έχω δει στη Σαχάρα! Μετά από 3 ώρες πορείας φθάσαμε στο σημείο Saddle Point (υψόμετρο 4.300 μ.). Καθίσαμε επάνω σε κάτι βράχια, σ' ένα απάγκιο σημείο, για να κολατσίσουμε. Εκείνη την ώρα πέρασε από το μονοπάτι ένας Ολλανδός ορειβάτης, που είχα γνωρίσει στο καταφύγιο. Ήταν κατενθουσιασμένος, που κατάφερε να φθάσει μέχρι την κορυφή. Μου είπε: «το κρύο ήταν τόσο φοβερό, που αν είχα προφυλακτικό ακόμη κι αυτό θα το φόραγα για να ζεσταθώ!».

Το σημείο Millenium (ή Jiwe La Ukoyo στη γλώσσα Swahili) απέχει 1,5 χιλιόμετρο από το Kibo και 7,8 χιλιόμετρα από το Horombo. Αυτό σήμαινε ότι πλησιάζαμε. Ο δρόμος μού φάνηκε εκείνη τη μέρα ατελείωτος, ίσως επειδή δεν είχα παρέα, ίσως επειδή τον έκανα για δεύτερη φορά. Αισθάνθηκα περισσότερη κούραση απ' ό,τι την προηγουμένη. Την ώρα που έφθανα στο καταφύγιο, ένα σύννεφο τύλιξε ολόκληρη την περιοχή με πυκνή ομίχλη κι άρχισε να πέφτει λεπτό χαλάζι, με μικροσκοπικούς κόκκους. Όλα αυτά με έκαναν να ανησυχήσω πολύ για τη βραδινή εξόρμηση προς την κορυφή. Παρηγορήθηκα λιγάκι όταν θυμήθηκα, από τις γνώσεις της μετεωρολογίας, ότι στα μεγάλα υψόμετρα πολύ συχνά, σχεδόν πάντοτε δηλαδή, τα σύννεφα δεν φέρνουν βροχή, αλλά χιόνι ή χαλάζι ή κρυστάλλους πάγου, λόγω των πολύ χαμηλών θερμοκρασιών που επικρατούν εκεί πάνω.

Στις τουαλέτες των καταφυγίων (που συνήθως βρίσκονταν σε μια άκρη του καταυλισμού) η κατάσταση ήταν τελείως πρωτόγονη. Ήταν πολύ χειρότερες κι από τους απόπατους των ελληνικών στρατοπέδων νεοσυλλέκτων πριν από σαράντα χρόνια (γιατί σήμερα έχουν βελτιωθεί). Όταν υπέφερα από διάρροια ήμουν αναγκασμένος, δυστυχώς, να τις επισκέπτομαι συχνά-πυκνά. Η κατάσταση αυτή είχε αρχίσει να με κουράζει πολύ. Από τα "ηχητικά εφέ", που άκουγα άθελά μου στις κοινόχρηστες ημιυπαίθριες τουαλέτες, συμπέρανα ότι και πολλοί άλλοι ορειβάτες υπέφεραν, όπως εγώ… Επειδή η κρίση διάρροιας ήταν έντονη, αποφάσισα να αλλάξω φάρμακο, ελπίζοντας ότι το καινούργιο θα ήταν πιο αποτελεσματικό (είχα μαζί μου 5 διαφορετικά αντιδιαρροϊκά, από διάφορες χώρες κατασκευής!). Και όποιος ήθελε να έχει την "πολυτέλεια" του χαρτιού τουαλέτας ήταν υποχρεωμένος να το κουβαλάει μέσα στο σακίδιό του. Καλύτερα να μη συνεχίσω όμως με περισσότερες ρεαλιστικές λεπτομέρειες…

Αφού φτάσαμε ξανάζησα το γνωστό σκηνικό: ζεστό νερό για πλύσιμο των χεριών, τσάι, ποπ-κορν και αράπικα φυστίκια. Στο Kili είχα φάει πολύ περισσότερο ποπ-κορν από ό,τι σε ολόκληρη τη ζωή μου μέχρι τότε! Μετά το πρόχειρο γεύμα πήγα στο θάλαμο για να ξαπλώσω. Νύσταζα, αλλά δυστυχώς μια παρέα από καμιά δεκαριά Αυστριακούς, που θορυβούσε και χασκογελούσε συνεχώς μέσα στον κοιτώνα, δεν με άφησε να κοιμηθώ ούτε λεπτό…

Το βραδινό φαγητό ήταν στις 6:00. Μετά ακολούθησε ανάπαυση μέχρι την αναχώρηση για την κορυφή. Δυστυχώς, κανείς μας δεν μπορούσε να κοιμηθεί, επειδή ήταν πολύ νωρίς κι επειδή όλοι μας αγωνιούσαμε, καθώς δεν γνωρίζαμε ποιες δυσκολίες μάς περίμεναν. Σκεπτόμουν τον ρουχισμό που έπρεπε να φορέσω, προβληματιζόμουν για τα υλικά που έπρεπε να πάρω μαζί μου. Η πείρα έχει δείξει ότι στις δύσκολες εκστρατείες και στα ακραία αθλήματα συνήθως ισχύει, δυστυχώς, ο νόμος του Sod: «Ό,τι δεν πάρεις μαζί σου θα σου χρειαστεί!». Ανησυχούσα μήπως λησμονούσα κάτι σημαντικό (π.χ. εφεδρικές μπαταρίες για τους φακούς κ.λπ.) και δεν μου "κολλούσε" ύπνος.

Στις 10:30 μ.μ. ήρθε ο Έβανς για να με ξυπνήσει, αλλά φυσικά δεν είχα κοιμηθεί καθόλου. Το ίδιο, βέβαια, συνέβη σε όλους σχεδόν τους ορειβάτες. Ξεκινήσαμε για μια δύσκολη και επικίνδυνη εξόρμηση για την κατάκτηση της κορυφής, όντας άυπνοι και μετά από την πολύωρη πρωινή πορεία της ανάβασης μέχρι το καταφύγιο Kibo. Αυτό νομίζω, ότι ήταν σοβαρό λάθος.


Το πρώτο μέρος της πορείας προς την κορυφή

Κυριακή, 20.2.2005

Είχε φτάσει η μεγάλη μέρα ή μάλλον η… Μεγάλη Νύχτα. Η ανάβαση στην κορυφή του Κιλιμαντζάρο διοργανώνεται πάντοτε νύχτα για τους εξής 5 λόγους:

α) για να μπορέσουν να απολαύσουν οι ορειβάτες την ανατολή του ήλιου από την κορυφή,

β) γιατί την ημέρα κάνει φοβερή ζέστη,

γ) γιατί με τη λιγοστή, έστω, υγρασία της νύχτας το χώμα της ανηφορικής σάρας γίνεται κάπως συμπαγέστερο και υποχωρεί λιγότερο κάτω από τις βαριές μπότες,

Σάρα

Το κομμάτι μιας πλαγιάς που σχηματίζεται από κινητά συντρίμμια της ορθοπλαγιάς.

δ) γιατί με την έλλειψη ορατότητας μέσα στο σκοτάδι οι ορειβάτες δεν αισθάνονται δέος και ίλιγγο από το φοβερά μεγάλο ύψος της απόκρημνης διαδρομής (πράγμα που θα συνέβαινε με το φως της ημέρας),

ε) γιατί συνήθως μόνο την αυγή και το σούρουπο το Kili δεν καλύπτεται από νέφη κι υπάρχει έτσι ορατότητα.

Στις 23:00 ήπιαμε το τσάι μας, φάγαμε μερικά γλυκά, για να πάρουμε θερμίδες και λίγο πριν από τα μεσάνυχτα ξεκινήσαμε. Είχαμε μαζί μας καυτό τσάι μέσα σε θερμός, πόσιμο νερό, καθώς επίσης και σοκολάτες, μπισκότα, ξηρούς καρπούς και παστέλι, δηλαδή "ανθρώπινα καύσιμα" για τη μεγάλη νύχτα. Για το ντύσιμο δεν αναφέρω λεπτομέρειες, ούτε για τα είδη ούτε για τα υλικά, αλλά μόνο αριθμούς: φορούσα 3 ζεύγη κάλτσες, 6 ενδύματα στο επάνω μέρος και 5 στο κάτω μέρος του σώματος, 3 ζευγάρια γάντια, 3 καλύμματα κεφαλής και μάσκα «μπαλακλάβα» (που καλύπτει ολόκληρο το πρόσωπο, εκτός ματιών και στόματος, παρόμοια με αυτές που φοράνε οι κακοποιοί). Αρκετά από αυτά τα υλικά βρίσκονταν μέσα στο σακίδιο, ενώ τα υπόλοιπα τα φοράγαμε. Τον βαρύτερο εξοπλισμό θα τον χρειαζόμασταν κατά τα ξημερώματα, στα μεγαλύτερα υψόμετρα, ιδίως όταν θα σταματούσαμε την ανάβαση. Επειδή, όμως, ζεσταινόμασταν από τη πολύ ανηφορική πορεία, ανοίγαμε τελείως το άνορακ και το αντιανεμικό και το τζάκετ από fleece μπροστά στο στήθος, για να δροσιστούμε. Είχαμε, επίσης, μαζί μας φωτογραφικό εξοπλισμό και όλα τα… αντηλιακά για μετά την ανατολή!

Το μονοπάτι ήταν εξαιρετικά ανηφορικό και δύσκολο, γιατί ουσιαστικά πρόκειται για μια απότομη σάρα, από χώμα, χαλίκια, πέτρες και βράχους. Πολλές φορές το έδαφος υποχωρούσε στο σημείο όπου πατούσε κανείς και μετεκινείτο προς τα κάτω. Η πορεία ήταν απίστευτα αργή, σχεδόν με βήμα σημειωτόν, κάτι που δεν συναντά κανείς πουθενά αλλού. Αυτό οφείλεται στη φοβερή κλίση της διαδρομής, στην αστάθεια της επιφάνειας του εδάφους και στην αραιότητα του αέρα. Το πόσο ανηφορική ήταν η πλαγιά περιγράφεται μόνο αν πω ότι ήταν σαν να ανεβαίναμε την εξαιρετικά απότομη πίστα των γιγαντιαίων αλμάτων του σκι (που ίσως θα έχετε δει στην τηλεόραση). Παρά τον απίστευτα αργό ρυθμό, λαχανιάζαμε αφάνταστα. Ανεβαίναμε συνεχώς με πολύ μικρά βήματα. Κάθε βήμα είχε μήκος μονάχα όσο μία αρβύλα (δηλαδή το τακούνι της μπότας περίπου ακουμποόυσε στη μύτη της άλλης μπότας). Απίστευτο κι όμως αληθινό! Ο χρόνος περνούσε αργά. Καθώς βρισκόμασταν πια σημαντικά ψηλότερα, κοιτάζοντας προς τα πίσω, βλέπαμε κι άλλα αχνά φωτάκια να προχωρούν ξοπίσω μας. Όλοι χρησιμοποιούσαμε φακούς κεφαλής, στερεωμένους στο μέτωπό μας με ιμάντα γύρω από το κεφάλι, όπως οι σπηλαιολόγοι. Η πορεία ήταν όχι μόνο επίπονη, αλλά και πολύ βαρετή, καθώς το μόνο που βλέπαμε ήταν το σημείο που πατάγαμε.

Επειδή το έδαφος συχνά υποχωρούσε, τα δύο ορειβατικά ραβδιά ήταν κάτι παραπάνω από χρήσιμα. Μπροστά προχωρούσε ο Έβανς και ακριβώς πίσω στα βήματά του ακολουθούσα εγώ. Είχαμε γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα από την υπερπροσπάθεια, παρόλο που έκανε φοβερή ψύχρα. Ευτυχώς, ψηλά στον ουρανό η μισή σελήνη έδειχνε ένα αχνό φως σε όλο το τοπίο και μετρίαζε κάπως το σκοτάδι. Η ώρα κυλούσε πολύ αργά. Από το ρολόι και το υψόμετρό μου παρακολουθούσα το χρόνο και το ύψος όπου είχαμε φθάσει, καθώς τίποτε άλλο χαρακτηριστικό από το τοπίο δεν διακρίνονταν τριγύρω.


Στομαχικές διαταραχές

Σε κάποια στιγμή το κόψιμο, που κατά διαστήματα αισθανόμουν, έφθανε στο απροχώρητο και ήμουν υποχρεωμένος να διακόπτω την πορεία για μερικά λεπτά, από τους ισχυρούς πόνους. Αυτή είναι η πιο συχνή ασθένεια των ταξιδιωτών, ιδίως στις μη ανεπτυγμένες χώρες, ακόμη και όταν κανείς τρώει σε υπερπολυτελή ξενοδοχεία π.χ. στο Κάιρο ή στο Μέξικο Σίτυ, όπου υπάρχουν όλες οι ανέσεις. Δυστυχώς, το μαγείρεμα του φαγητού στο Kili γινόταν με πρωτόγονα μέσα (χρόνια είχα να δω γκαζιέρα σε λειτουργία!), συνήθως στο ύπαιθρο και το πλύσιμο των σκευών και των τροφίμων ήταν πενιχρό έως ανύπαρκτο (ιδίως στα μεγάλα υψόμετρα, όπου το νερό μεταφέρεται στην πλάτη…).

Είναι λοιπόν φυσικό να προκαλούνται στομαχικές διαταραχές σε πάρα πολλούς ορειβάτες. Μερικές φορές είναι τόσο σοβαρές, που ούτε τα πολλά ειδικά φάρμακα δεν μπορούν να τις αντιμετωπίσουν επιτυχώς.

Μετά από αρκετά λεπτά επέστρεφα στην πορεία, αλλά κυριολεκτικά με κομμένα γόνατα… Καθώς ο οδηγός μου είχε σβήσει το φακό του για οικονομία, δυσκολευόμουν πολύ μέχρι να τον βρω μέσα στο σκοτάδι!


Το θρίλερ της εκστρατείας για την κατάκτηση της κορυφής

Συνεχίσαμε την ανάβαση του μαρτυρικού Γολγοθά μας. Σε κάτι τέτοιες στιγμές δικαιώνω τους φίλους μου, που με αποκαλούν «τρελό για δέσιμο»… Ανεβαίναμε με ρυθμό χελώνας. Φθάσαμε σε μία πινακίδα, που έδειχνε υψόμετρο 5.000 μέτρα. Ενθαρρυντικό, βέβαια, το ότι είχαμε ήδη κερδίσει τριακόσια μέτρα υψομετρική διαφορά. Ήταν, όμως, μόνο ένα μικρό μέρος της συνολικής ανόδου… Άρχισαν να με "ζώνουν τα φίδια". Σταματάγαμε για μερικά δευτερόλεπτα, μόνο όσο χρειαζόταν για να πιούμε λίγες γουλιές νερό κι αμέσως μετά συνεχίζαμε. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν πολυβόλο. Είχε ξεπεράσει κατά πολύ τον ανώτατο αριθμό σφυγμών, που φθάνουν τα τεστ κοπώσεως! Μεγάλη κούραση ακόμη δεν ένοιωθα, αλλά βρισκόμασταν σχεδόν στην αρχή. Το χώμα και τα χαλίκια κάθε τόσο υποχωρούσαν κάτω από τις μπότες μας και μόνο χάριν των μπατόν διατηρούσαμε την ισορροπία μας και δεν πέφταμε. Ακριβώς λόγω αυτής της φύσης του εδάφους για πρώτη φορά εκείνη τη μέρα φορέσαμε, επάνω από τις μπότες, και γκέτες μέχρι ψηλά στο γόνατο, δεμένες σφιχτά, για να εμποδίζουν την είσοδο χαλικιών και χωμάτων μέσα στις μπότες. Γιατί, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα ήταν σκέτο μαρτύριο!

Καθώς προχωρούμε, συναντήσαμε και μερικούς ορειβάτες που κινούνταν προς τα κάτω. Αυτοί είχαν ήδη εγκαταλείψει την προσπάθεια και επέστρεφαν. Συνεχίσαμε την κοπιώδη άνοδο. Ανασαίναμε γρήγορα, αλλά ο αέρας είναι τόσο αραιός, που αδυνατούσε καλύψει τις τεράστιες ανάγκες μας σε οξυγόνο. Ενεργοποιήθηκε ακόμα και η τελευταία κυψελίδα των πνευμόνων μας. Είμαι ευτυχής, που δεν υπήρξα ποτέ καπνιστής! Αυτός ο υπεραερισμός φέρνει ζαλάδα ακόμη και στα συνήθη χαμηλά υψόμετρα (είναι εύκολο να το δοκιμάσετε και να το διαπιστώσετε). Σε λίγο φθάσαμε στην σπηλιά «Hans Mayer Cave» σε υψόμετρο 5.150, δηλαδή 450 μέτρα ψηλότερα από το καταφύγιο Kibo. Τώρα καταλαβαίνω γιατί οι ορειβάτες έχουν δώσει στη σπηλιά αυτή το παρατσούκλι «Σπηλιά του Άσθματος»! Όλοι εκεί κοντοανασαίνουν, σαν να πάσχουν από άσθμα βαρύτατης μορφής. Στο σημείο αυτό είχα πια συνειδητοποιήσει πλήρως τι σημαίνει «μεγάλο υψόμετρο». Μέχρι τότε είχα διαβάσει και ακούσει φοβερές διηγήσεις για τις δυσκολίες των μεγάλων υψομέτρων. Είχε έρθει η στιγμή να τις ζήσω ο ίδιος…

Ήπιαμε λίγο νερό και φάγαμε λίγη σοκολάτα, για να ανακτήσουμε τις δυνάμεις μας. Το νερό μέσα στο μπουκάλι θα είχε ήδη παγώσει από ώρα, αν δεν προστατευόταν από τη θερμομονωτική θήκη! Εκεί πάνω τα θερμός χρειάζονται όχι βέβαια για να διατηρείται το νερό κρύο, αλλά για να μη μεταβάλλεται σε πάγο και δεν πίνεται!

Πριν ξεκινήσουμε είχαμε διαλύσει στο πόσιμο νερό λίγη ζάχαρη. Οι λόγοι ήταν δύο: γιατί κατεβάζει το σημείο πήξης του νερού και γιατί προσφέρει γρήγορα θερμίδες στον καταπονημένο οργανισμό την ώρα της υπερπροσπάθειας. Κίνδυνο παγώματος έχουν και τα τυχόν μεταφερόμενα υγρά φάρμακα, οπότε αχρηστεύονταν… Πρέπει τότε να βρει κανείς τρόπο να τα.… λιώσει!

Ο άνεμος είχε δυναμώσει και το κρύο ήταν φοβερό. Από το σημείο εκείνο και πάνω υπήρχε σαφής κίνδυνος να πάθει κανείς κρυοπαγήματα, αν κάποια μέλη του σώματός του έμεναν ακάλυπτα κι αν έπαυε να κινείται. Μέχρι εκείνη τη στιγμή η επίπονη άνοδος είχε διαρκέσει 3 ώρες και δεν είχαμε καλύψει ούτε τη μισή διαδρομή. Είπα στον Έβανς τους φόβους μου, αλλά εκείνος με ενθάρρυνε και συνεχίσαμε. Η κλίση ήταν τραγικά απότομη και το χώμα υποχωρούσε όλο και περισσότερο. Η πρόοδος ήταν τώρα ακόμα πιο αργή. Κυριολεκτικά πόντο-πόντο. Για να δώσω κουράγιο στον εαυτό μου σκεπτόμουν ότι κάθε βήμα μου ήταν ένα βήμα πλησιέστερα προς την κορυφή! Αλλά, ήταν τόσο πολλά τα άθλια ακόμα… Κάθε γραμμάριο βάρους που μετέφερα στο σακίδιό μου μού φαινόταν ότι ζύγιζε έναν ολόκληρο τόνο!

Σταματήσαμε για λίγο να ξανασάνουμε και να μελετήσουμε την κατάσταση. Είχαμε φθάσει στα 5.300 μέτρα ύψος, αλλά απέμενε ακόμα πολύς δρόμος. Η αδιαθεσία και η αϋπνία είχαν περιορίσει πολύ τις δυνάμεις μου. Η διάρροια με έχει κυριολεκτικά "θερίσει". Το γεγονός ότι ακόμη και ο Έβανς αισθανόταν κάποιες ενοχλήσεις με παρηγορούσε, αλλά δεν μου έλυνε το πρόβλημα. Η δύσπνοια από το μεγάλο υψόμετρο και η μεγάλη κούραση από τη συνεχή ανάβαση αποτελούσαν από μόνες τους σημαντικό πρόβλημα. Εκείνο όμως, που με είχε κυριολεκτικά εξουθενώσει, ήταν η οξεία γαστροεντερίτιδα. Η ακατάσχετη διάρροια είχε εξαντλήσει όλες τις δυνάμεις μου και επί πλέον κινδύνευα από αφυδάτωση. Η συνεχής ευκοιλιότητα μου είχε ήδη απομυζήσει όλη την ενέργεια και μου είχε ρουφήξει και την τελευταία ικμάδα δύναμης. Όλοι έχουμε αρρωστήσει κάποτε και αισθανθεί τόσο αδύναμοι ώστε να μη βλέπουμε την ώρα να ξαπλώσουμε στο κρεβάτι... Άρχισα να δυσκολεύομαι ακόμη και να κρατηθώ όρθιος. Θα ήθελα να δώσω το σακίδιό μου στον Έβανς, αλλά ο εγωισμός μου δεν μου το επέτρεπε... Συνειδητοποίησα ότι εδώ επάνω στην απόκρημνη πλαγιά ούτε καν φορείο θα μπορούσε να φθάσει, αν τυχόν χρειαζόταν…

Αυτή η σκέψη μού έφερνε ανατριχίλα… και με κάνει να παραλύω. Είχα και την επιμονή και την υπομονή να συνεχίσω, αλλά η λογική μού έλεγε ότι έπρεπε να σταματήσω. Σκεφτόμουν πως έχω γυναίκα και δύο παιδιά. Είπα λοιπόν στον Έβανς ότι δεν ήθελα να συνεχίσω άλλο. Εκείνος μου έδωσε πάλι θάρρος για να μην εγκαταλείψω τόσο άδοξα αυτή την πολύ μεγάλη προσπάθεια. Προχωρήσαμε λίγο ακόμη, μέχρι τα 5.450 μέτρα (υπενθυμίζω ότι η κορυφή του Ολύμπου έχει ύψος 2.917 μέτρα, μόνο....).

Σιγά-σιγά, όμως, άρχισα να συμβιβάζομαι με τη σκληρή πραγματικότητα: το όνειρό μου να δω την ανατολή του ήλιου από την κορυφή του Κιλιμαντζάρο, δυστυχώς, φαινόταν ότι δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί… Άλλωστε έπρεπε να τηρήσω κι εγώ αυτό που συμβουλεύω πάντα τους άλλους: «Δεν πρέπει κανείς ποτέ να υπερβαίνει τις δυνατότητές του». Με παρηγορούσε λιγάκι το γεγονός ότι πριν από χρόνια είχα δει την ανατολή από την κορυφή του Όρους Σινά και μάλιστα κάτω από ιδανικές συνθήκες, μαζί με μια ομάδα νεαρών Αμερικανών που έψελναν με κατάνυξη θρησκευτικούς ύμνους.

Πρότεινα, λοιπόν, στον Έβανς να σταματήσουμε κάπου, έστω χαμηλότερα από την κορυφή, ώστε να δούμε από εκεί την ανατολή, αλλά αυτός το απέκλεισε με το επιχείρημα ότι αν τυχόν σταματούσαμε να κινούμαστε θα παγώναμε πολύ σύντομα.

Η κατάκτηση της κορυφής απαιτεί μία διήμερη, συνεχή, επίπονη προσπάθεια: πρώτα ανάβαση στο Kibo, κατόπιν ολονύκτια ανάβαση στο Uhuru και αμέσως μετά κατάβαση στο Horombo. Η υψομετρική διαφορά μεταξύ Ηorombo και Uhuru ξεπερνάει τα 2.000 μέτρα κι εμείς επιχειρήσαμε να την καλύψουμε μέσα σε λιγότερο από 24 ώρες, όταν ο συνιστώμενος ρυθμός ανόδου για σωστό εγκλιματισμό είναι μόλις 400 μέτρα ανά 24ωρο!!!


Η σκληρή απόφαση

Δυστυχώς, είχε φθάσει η κρίσιμη στιγμή που έπρεπε να πω το μεγάλο ΟΧΙ: Δεν θα προχωρούσαμε με άλλο. Στα αυτιά μου ηχούσαν τα λόγια του Reinhold Messner, που θεωρείται ο μεγαλύτερος ορειβάτης όλων των εποχών (έχει ανέβει και στις 14 ψηλότερες κορυφές της γης, μόνος και χωρίς φιάλες οξυγόνου):

«Η ζωή είναι το κλειδί. Δεν είναι σημαντικό το πόσο μακριά ή το πόσο ψηλά θα φθάσουμε, αλλά το πώς θα επιστρέψουμε ΑΣΦΑΛΕΙΣ…»

Με βαριά καρδιά αρχίσαμε την κάθοδο. Αλλά, ούτε και αυτή ήταν εύκολη υπόθεση.

Χρειάζεται πολλή δύναμη για να φρενάρει κανείς συνεχώς και αυτό ήταν σχεδόν εξίσου κουραστικό με την άνοδο. Το χειρότερο βέβαια ήταν ότι το χώμα και οι πέτρες υποχωρούσαν μόλις πατάγαμε επάνω τους κι άρχιζαν να κατρακυλούν με πάταγο. Χωρίς τα ορειβατικά μπατόν υπολογίζω ότι θα είχα πέσει κάμποσες φορές…

Κάποτε η περιπέτεια τελείωσε. Στις 4:30 πριν από τα ξημερώματα φθάσαμε στο καταφύγιο. Μέσα στον κοιτώνα, που είχε μία ντουζίνα κρεβάτια, δύο Αυστριακοί ορειβάτες είχαν ήδη επιστρέψει και μισοκοιμούνταν. Επειδή δεν ήθελα να τους ενοχλήσω, ψάχνοντας να βρω τον υπνόσακό μου και διάφορα ελαφρότερα ρούχα, αλλά κι επειδή ήμουν πολύ κουρασμένος, έβγαλα μόνο τις μπότες μου και έπεσα για ύπνο, όπως ακριβώς ήμουν, δηλαδή με όλα τα ρούχα που φορούσα. Σε λίγο αισθάνθηκα να κρυώνω πολύ. Κουλουριάστηκα, έκλεισα τελείως όλα τα φερμουάρ του ρουχισμού μου και φόρεσα δεύτερο ζεύγος γάντια. Έτσι, κατάφερα να κοιμηθώ κάπου δυο ώρες, παρόλο που λένε πως ο ύπνος σε τόσο μεγάλο υψόμετρο είναι επικίνδυνος. Είναι απίστευτο ότι κρύωσα τόσο πολύ στην Αφρική! Εκείνη η νύχτα ήταν μία από τις πιο παγωμένες της αρκετά πολυτάραχης ζωής μου!

Όταν ξύπνησαν, οι δύο Αυστριακοί μου είπαν ότι είχαν κι αυτοί ξεπαγιάσει, ακόμη και μέσα στους υπνόσακους! Αργότερα, άρχισαν να επιστρέφουν όσοι είχαν κατορθώσει να ανέβουν ψηλότερα. Ένας από αυτούς, που έφθασε μέχρι την ψηλότερη κορυφή Uhuru, μου είπε ότι ήταν δρομέας υπερμαραθώνιου (δηλαδή των 100 χιλιομέτρων) και ότι για να συντομεύσει την κάθοδο, κατέβαινε την απότομη σάρα καθιστός κάνοντας τσουλήθρα! Βέβαια, αυτό έγινε με το φως της ημέρας, αλλά και με κίνδυνο να χτυπήσει πολύ άσχημα…

Όταν ο ήλιος ανέβηκε ψηλότερα, η θερμοκρασία άλλαξε τελείως. Αυτό είναι το εκπληκτικό χαρακτηριστικό των μεγάλων υψομέτρων, που είχα ξαναζήσει και στις Άνδεις, στη Χιλή. Μέσα σε λίγες ώρες μεταξύ νύχτας (ιδίως με ξαστεριά λίγο πριν ξημερώσει) και μεσημεριού (στον ήλιο, όχι στη σκιά) η διαφορά θερμοκρασίας μπορεί να ξεπεράσει τους 40 ή τους 50 βαθμούς! Αυτές τις φοβερές αλλαγές όχι μόνο οι άνθρωποι, αλλά ακόμη και οι βράχοι δυσκολεύονται να τις αντέξουν…

Κατεβαίνοντας προς το Horombo συναντήσαμε αχθοφόρους, που ανέβαζαν προς το Kibo 3 άδεια φορεία, προφανώς για να είναι έτοιμα να παραλάβουν τους επόμενους ατυχήσαντες ορειβάτες. Ο οδηγός μου μάλιστα μου διηγήθηκε κάτι απίστευτο: λίγες μέρες πριν είχε χρειαστεί να κατεβάσουν με φορεία και δύο επαγγελματίες αχθοφόρους! Υποθέτω ότι αυτό θα συνέβη όχι επειδή υπέφεραν από το υψόμετρο, αλλά μάλλον για κάποιους άλλους λόγους υγείας…

Σε ένα σημείο της διαδρομής, σε υψόμετρο γύρω στα 4.000 μέτρα τα κινητά είχαν σήμα κι έτσι επωφελήθηκα για να μιλήσω με το σπίτι, στην Αθήνα.

Το βράδυ κοιμήθηκα στην καλύβα Η-5 μαζί με δύο Αυστραλούς και μια Αυστραλέζα. Στα καταφύγια δεν γίνεται διάκριση φύλων, άνδρες και γυναίκες κοιμούνται μαζί. Καθώς οι τρεις Αυστραλοί θα ανέβαιναν μετά από εμένα στο Κιλιμαντζάρο με βομβάρδιζαν, γεμάτοι ενδιαφέρον, με ερωτήσεις, προσπαθώντας να ενημερωθούν από τις εμπειρίες μου. Κυριολεκτικά κρέμονταν από τα χείλια μου…

Για μένα πάντως το ρητό, το οποίο συνέθεσα και αποτελεί απόσταγμα της εμπειρίας μου από την σκληρή ανάβαση στο Κιλιμαντζάρο, τη στέγη της Αφρικής, είναι το εξής:

«Καμιά εμπειρία, οσοδήποτε συγκλονιστική και αν είναι, δεν είναι πιο σημαντική από την ανθρώπινη ζωή!»


Η επιστροφή

Δευτέρα, 21.2.2005

Το πρωί, κατά την αναχώρηση, ο Έβανς καθυστέρησε στο ραντεβού μας. Όπως μου εξήγησε, υπήρξε μία διαφωνία με τη διεύθυνση του καταφυγίου σχετικά με το βάρος των επιστρεφόμενων σκουπιδιών (τα οποία ζυγίζονται για να γίνεται έλεγχος). Για να αποφευχθεί το πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί στο Έβερεστ, όπου ολόκληρες οι ορειβατικές διαδρομές μετατράπηκαν, δυστυχώς, σε σκουπιδότοπους (από τα απορριπτόμενα άχρηστα εφόδια των διαφόρων αποστολών), εκεί είχαν θεσπίσει αυστηρά μέτρα και όλοι οι ορειβάτες υποχρεώνονταν να παίρνουν μαζί τους τα σκουπίδια τους.

Η διαδρομή από Horombo προς Mandara βρίσκεται, σχεδόν στο σύνολό της, σε υψόμετρα ψηλότερα από την κορυφή του Ολύμπου! Το αναφέρω απλώς, για να είναι εφικτή η κατανόηση των καταστάσεων, έστω κι αν αυτά τα ύψη εκεί θεωρούνται μικρά…

Γενικώς, οι συνηθισμένες ημερήσιες αναβάσεις στο Kili διαρκούν, κατά μέσον όρο, 6 έως 7 ώρες. Η υψομετρική διαφορά που καλύπτεται μέσα σε μια μέρα ανέρχεται συνήθως σε 1.000 μέτρα. Αυτό ισοδυναμεί κατ' αρχήν περίπου με 6.000 σκαλοπάτια (!) πέρα από οποιαδήποτε άλλη δυσκολία (π.χ. πρόσθετα ανεβοκατεβάσματα στη διάρκεια της διαδρομής κ.λπ.).

Μετά από μια σύντομη στάση στο καταφύγιο Mandara για κολατσιό (το οποίο μεταφέραμε μέσα στο σακίδιο) συνεχίσαμε την κάθοδο.

Λίγο αργότερα μπήκαμε μέσα στο πυκνό, τροπικό δάσος. Αρκετά συχνά ακούγαμε τα νερά από διάφορα ρυάκια να κελαρύζουν, αλλά σπανίως τα βλέπαμε. Ήταν αόρατα, κρυμμένα μέσα στην οργιαστική βλάστηση. Αυτό το δάσος, όπως και εκείνα που έχω διασχίσει στη βόρεια τροπική Αυστραλία, ήταν πυκνό ανήλιαγο ομβρόφιλο δάσος, αλλά εν τούτοις σου ενέπνεε συναίσθημα ασφαλείας και όχι κρυφών κινδύνων. Έτσι, η αισθητική απόλαυση γινόταν ακόμη μεγαλύτερη, καθώς δεν υπήρχε κανενός είδους αγωνία (τουλάχιστον στο κεντρικό μονοπάτι). Η μόνη παραφωνία ήταν η εξής: Κάποιοι πανύψηλοι κορμοί δένδρων, καθώς μετακινούνταν από το φύσημα του ανέμου, τρίβονταν μεταξύ τους και δημιουργούσαν έναν υπόκωφο ανατριχιαστικό θόρυβο, σαν τρίξιμο από μεγάλη ξύλινη πύλη στοιχειωμένου Μεσαιωνικού πύργου!

Απολάμβανα την υπέροχη διαδρομή, αλλά συγχρόνως είχα και άφθονο χρόνο για να σκέπτομαι και καμιά φορά να φιλοσοφώ. Μήπως η ευτυχία δεν βρίσκεται στην κορυφή, αλλά στην ανάβαση; Ίσως η περιπέτεια του ταξιδιού της Οδύσσειας να είναι πιο συναρπαστική από το τόσο πολύ επιθυμητό προορισμό… Ίσως αυτό να μην ισχύει μόνο για την Ιθάκη, αλλά και για το Κίλι…

Κοντά στην έξοδο υπάρχει ένας καταρράκτης, αλλά για να τον επισκεφθώ χρειάστηκε πρόσθετη πορεία μισής ώρας (αλλέ - ρετούρ). Δεν είχε πάρα πολλά νερά εκείνη την εποχή, αλλά το τοπίο τριγύρω, με την καταπράσινη πυκνή βλάστηση, ήταν υπέροχο.

Βγαίνοντας από το δάσος διερωτήθηκα πότε άλλοτε και πού αλλού άραγε θα έχω ξανά την τύχη να διασχίσω πάλι τροπικό δάσος…

Στο σημείο αυτό σημειώνω ότι όσοι πηγαίνουν για πρώτη φορά σε σαφάρι, για να συναντήσουν άγρια ζώα μέσα στη ζούγκλα, βλέπουν μεν πολλά θηρία (λιοντάρια, λεοπαρδάλεις, ελέφαντες, ιπποπόταμους, κλπ.) αλλά ούτε ίχνος ζούγκλας! Τα διάφορα ζώα βρίσκονται, συνήθως, στην αφρικανική σαβάνα, όπου η βλάστηση είναι πενιχρή και δεν έχει καμιά σχέση με το πυκνό, τροπικό δάσος, όπως το φαντάζονται οι περισσότεροι άνθρωποι, επηρεασμένοι ίσως και από διάφορες κινηματογραφικές ταινίες (τύπου Ταρζάν κ.λπ.).

Στην έξοδο του Εθνικού Δρυμού του Κιλιμαντζάρο προμηθεύτηκα ένα αναμνηστικό καπέλο ηλίου κι ένα μπλουζάκι. Στην επιβλητική σκεπαστή πύλη έβγαλα μια αποχαιρετιστήρια φωτογραφία για ενθύμιο. Κατά την επιστροφή στο Moshi με το αυτοκίνητο σταμάτησα σ' ένα σημείο όπου υπάρχει ένα ειδικό έδαφος, από το οποίο κόβουν κομμάτια και τα χρησιμοποιούν σαν πλίθρες στο χτίσιμο.

Φθάνοντας στο ξενοδοχείο το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν, βέβαια, ένα ωραίο ζεστό ντους. Μεγάλη απόλαυση μετά από μία ολόκληρη εβδομάδα! Αμέσως μετά ξέπλυνα και τακτοποίησα το ρουχισμό και τον εξοπλισμό της ορειβασίας.


Ορειβατικός απολογισμός

Το γενικό συμπέρασμα είναι ότι το πρόβλημα της ασθένειας των μεγάλων υψομέτρων το αντιμετώπισα απολύτως με τη σχεδίαση που έκανα. Όχι μόνο δεν αισθάνθηκα την οξεία μορφή του (πνευματικό / εγκεφαλικό οίδημα), αλλά ούτε καν την ήπια (πονοκέφαλοι, εμετοί κ.λπ.). Για ακόμα πληρέστερο εγκλιματισμό είχα μάλιστα ζητήσει από την Αθήνα να κοιμηθώ και μία βραδιά επί πλέον στο καταφύγιο των 4.700 μέτρων, ώστε να επιχειρήσω την τελική ανάβαση την επόμενη μέρα (όχι μετά από λίγες ώρες). Δυστυχώς, όμως, οι αρμόδιοι δεν το δέχθηκαν, γιατί λένε ότι ο ύπνος στα 4.700 μέτρα μπορεί να είναι επικίνδυνος. Εγώ πιστεύω ότι δεν το επιτρέπουν επειδή το καταφύγιο είναι μικρό. Αν δέχονταν όλους για μία επί πλέον νύχτα θα μειωνόταν ο αριθμός των ορειβατών (= πελατών) στο μισό…

Το πρόβλημα των στομαχικών διαταραχών, αν το γνώριζα σε όλη του την ένταση, θα το είχα αντιμετωπίσει πολύ πιο καλά. Θα καταργούσα τα μαγειρευτά φαγητά -ιδίως τις σαλάτες- και θα είχα εφοδιαστεί με βρασμένα αυγά, τυρί σε κομμάτια τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο, παξιμάδια, προπλυμένες ντομάτες, αγγούρια, μέλι σε μερίδες, μπανάνες και πορτοκάλια (που ξεφλουδίζονται εύκολα) και κονσέρβες μαγειρεμένου φαγητού. Πιάτο, ποτήρι και μαχαιροπίρουνο θα είχα δικά μου και θα τα σκούπιζα με χαρτοπετσέτες και υγρά απολυμαντικά χαρτομάντιλα.

Όσο για τη δυσκολία της τελικής ανάβασης θα την είχα αντιμετωπίσει ξεκινώντας κατά μία ώρα νωρίτερα. Έτσι θα είχα το χρόνο για περισσότερες μικρές στάσεις του ενός λεπτού (περίπου 60!) και συνεπώς μικρότερη δυσκολία στην αναπνοή και λιγότερο αριθμό σφυγμών.

Χάρη στην καλή προετοιμασία μου αισθάνθηκα μόνο κούραση, αλλά όχι φοβερή εξάντληση, ώστε π.χ. να τρικλίζω. Σε καμιά περίπτωση δεν αισθάνθηκα πόνους στους μυς από τις πολύωρες αναβάσεις. Και βέβαια δεν χρειάστηκα ούτε φορείο αλλά ούτε και την παραμικρή βοήθεια. Και γι' αυτό αισθάνομαι υπερήφανος. Απλώς, δεν θέλησα να διακινδυνεύσω περισσότερο.…

Κάποιοι σκληραγωγημένοι και τολμηροί ορειβάτες διανυκτερεύουν σε σκηνές. Εξαιτίας όμως των πολύ χαμηλών θερμοκρασιών, μεταξύ των διαφόρων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν είναι και το εξής: τα ιδρωμένα ρούχα, που κρεμάνε μέσα, αντί να στεγνώσουν, παγώνουν και γίνονται θεόσκληρα!!

Υ.Γ. Ζητώ συγγνώμη από τους γιατρούς και τους φαρμακοποιούς, που μπήκα λίγο στο χώρο της επιστήμης τους! Αν τυχόν κάποια διατύπωσή μου είναι ανακριβής ή ασαφής, τους παρακαλώ να με ενημερώσουν, για να τη διορθώσω.


Μέρος Β΄


Αλλαγή σχεδίων

Τρίτη, 22.2.2005

Τη ημέρα την είχα αφήσει σκοπίμως ελεύθερη, ως εφεδρική, για την περίπτωση που θα την χρειαζόμουνα στην ορειβασία. Ως εναλλακτική λύση επιχείρησα να οργανώσω ένα σαφάρι με αερόστατο. Ξέρω ότι αυτό είναι πολύ θεαματικό και συναρπαστικό, γιατί έχω σχετική εμπειρία από την Κένυα, πριν από 13 χρόνια.

Δυστυχώς, όμως, ο διαθέσιμος χρόνος μου δεν επαρκούσε. Αποφάσισα, λοιπόν, να αλλάξω τα σχέδιά μου. Θα έφευγα, στις 22/2 αντί για 23/2, και θα πήγαινα στα νησιά της Τανζανίας: Ζανζιβάρη και Μafia.

Για να πάω στο Moshi να αλλάξω το αεροπορικό μου εισιτήριο, πήρα ένα «dalla-dalla» (συλλογικό μίνι - λεωφορείο, που κάνει κάποια συγκεκριμένη διαδρομή, αλλά σταματάει οπουδήποτε θελήσουν οι επιβάτες).

Μέσα στο λεωφορειάκι οι συνθήκες μόνο ιδανικές δεν ήταν: φοβερή ζέστη και μεγάλο στριμωξίδι. Ήμουν και πάλι ο μοναδικός λευκός επιβάτης! Σε κάποια στάση, για άγνωστους σε μένα λόγους, δημιουργήθηκε ένας έντονος διαπληκτισμός, που παρά λίγο να καταλήξει σε συμπλοκή ανάμεσα σε επιβαίνοντες του dalla-dalla και σε αναμένοντες στη στάση. Άκουγα φωνές, κραυγές, δυνατά χτυπήματα με γροθιές από τους απ' έξω στις λαμαρίνες του λεωφορείου κι άρχισα να προετοιμάζομαι για τα χειρότερα. Ευτυχώς, ο οδηγός ανέπτυξε γρήγορα ταχύτητα και γλυτώσαμε… Ούτε ρώτησα, τι ακριβώς συνέβη…

Φθάνοντας στο Moshi βρήκα ένα υπέροχο καφέ-ζαχαροπλαστείο, με τραπεζάκια στη δροσερή σκιά πυκνόφυλλων μεγάλων δένδρων. Μια πινακίδα έγραφε ότι πρόσφερε φρεσκοστυμμένο χυμό από «passion fruit» (=φρούτο του πάθους) κι έσπευσα να επωφεληθώ. Τον εύγευστο, ανοιχτοκίτρινο χυμό αυτού του εξωτικού φρούτου τον είχα δοκιμάσει για πρώτη φορά πριν από πολλά χρόνια, στο νησί Κελέβη (Sulawesi) της Ινδονησίας. Το τοπικό όνομα του φρούτου εκεί είναι «maracuja». Καθώς διψούσα φοβερά πολύ, ήπια τρεις χυμούς, τον ένα μετά τον άλλον! Έτσι, από την καυτή επικίνδυνη κόλαση του dalla-dalla βρέθηκα, μέσα σε λίγα λεπτά, σ' ένα μικρό επίγειο παράδεισο, με αναπαυτικές πολυθρόνες, δροσερή σκιά και παγωμένα, απολαυστικά ποτά…

Ταχυδρόμησα μερικές κάρτες στο Ταχυδρομείο της πόλης και κατόπιν πήγα στο πρακτορείο Shah, μέσω του οποίου είχα οργανώσει την ορειβατική μου εξόρμηση, για την αλλαγή του εισιτηρίου μου. Μπαίνοντας σ' αυτό το φτωχικό γραφειάκι έπαθα σοκ! Εκτός από ένα τηλέφωνο κι ένα κομπιούτερ, για το e-mail, δεν διέθετε τον παραμικρό εξοπλισμό. Ούτε καν ένα μικρό φωτοαντιγραφικό μηχάνημα για να φωτοτυπήσω κάποιο άρθρο για το acute mountain sickness που με ενδιέφερε! Αν το γνώριζα αυτό εκ των προτέρων, δεν θα τους εμπιστευόμουνα. Αργότερα όμως, κάνοντας μία βόλτα στην πόλη, είδα ότι και τα άλλα πρακτορεία είχαν τα ίδια, αν όχι χειρότερα, χάλια… Και βέβαια στο Moshi τυχερός ήταν όποιος δεν χρειαστεί να επισκεφθεί την τουαλέτα…


Ταξιδεύοντας προς το Dar es Salaam

Με ένα ταξί επέστρεψα στο Mountain Inn, πήρα τις αποσκευές μου και ξεκίνησα για το αεροδρόμιο. Στη διαδρομή φαινόταν υπέροχα ολόκληρο το Κιλιμαντζάρο, για πρώτη φορά χωρίς να καλύπτεται καθόλου από σύννεφα το μεσημέρι. Ήταν η αποχαιρετιστήρια εικόνα του επιβλητικού βουνού, που στεφανώνεται από τον λευκό παγετώνα του. Τράβηξα και μερικές φωτογραφίες με τον απίστευτο και αντιφατικό συνδυασμό: σε πρώτο πλάνο δένδρα των τροπικών (μπανανιές, φοινικιές, φλαμπουαγιάν κ.λπ.) και στο βάθος τα χιόνια της κορυφής!

Το Κιλιμαντζάρο δεσπόζει μεν σε ολόκληρη την περιοχή, αλλά, λόγω της μεγάλης απόστασης, κανείς δεν συνειδητοποιεί το τεράστιο ύψος του. Σε αρκετά σημεία στο ύπαιθρο είδα από μακριά κάτι μικρές, κόκκινες περιοχές και νόμισα ότι ήταν αγροτικές φωτιές. Αλλά πάλι μου φάνηκε απίθανο, γιατί ο κάμπος ήταν γυμνός, χωρίς σχεδόν καθόλου βλάστηση. Πλησιάζοντας, όμως, διαπίστωσα ότι τελικά ήταν μικροί ανεμοστρόβιλοι, που ανέβαζαν ψηλά προς τον ουρανό το κοκκινόχωμα της περιοχής. Το φαινόμενο ήταν εντυπωσιακό αλλά και πολύ παράξενο, δεδομένου ότι δεν φυσούσε δυνατός άνεμος! Η εξήγηση που έδωσα ήταν ότι, κατά τα φαινόμενα, η λεπτεπίλεπτη σκόνη από κοκκινόχωμα ήταν τόσο ανάλαφρη ώστε μπορούσε να τη σηκώσει ψηλά ακόμη κι ένας πολύ ασθενικός άνεμος!

Το αεροδρόμιο Κ.Ι.Α. (=Kilimanjaro International Airport) ήταν μικρό, αλλά ωραιότατο και πάρα πολύ καθαρό, με κήπους και άνετους χώρους στάθμευσης αυτοκινήτων κοντά στην είσοδό του. Εκεί προσγειώνονταν ακόμη και διεθνείς πτήσεις. Η ολλανδική KLM έχει κατ' ευθείαν πτήση από την Ευρώπη, ίσως επειδή η Ολλανδία δεν έχει καθόλου βουνά και γι' αυτό οι κάτοικοί της προσελκύονται από το πανύψηλο Κίλι περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο λαό…

Για λόγους ασφαλείας, κάθε επιβάτης, πριν επιβιβασθεί στο μεγάλο τζετ της Air Tanzania, έπρεπε να κάνει αναγνώριση των αποσκευών του. Μόνο μετά από τη διαδικασία αυτή φορτώνονταν οι αποσκευές. Οι θέσεις δεν ήταν καθορισμένες και ο καθένας καθόταν σε όποια ελεύθερη θέση προτιμούσε (free sitting). Εγώ, κάθισα κοντά στην έξοδο κινδύνου. Μία αεροσυνοδός ήρθε τότε κοντά μου, για να με ενημερώσει πώς πρέπει να δράσω σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, πώς θα άνοιγα τη θύρα εξόδου ή πώς δεν θα την άνοιγα αν τυχόν το αεροπλάνο έγερνε προς την αντίθετη πλευρά, οπότε θα έπρεπε να κατευθύνω όλους τους επιβάτες προς την άλλη έξοδο κινδύνου. Επίσης, μου επισήμανε σε ποια σημεία θα επιτρεπόταν να πατήσουμε επάνω στο φτερό μόλις θα βγαίναμε έξω από την άτρακτο, πώς θα προχωρούσαμε ακολουθώντας τα μικρά βέλη, πώς θα πηδούσαμε στο έδαφος κ.ο.κ. Τέλος, μόλις θα αποβιβαζόμασταν θα έπρεπε να απομακρυνθούμε αμέσως από το αεροσκάφος, γιατί θα υπήρχε κίνδυνος έκρηξης… Και όλα αυτά λίγο πριν από την απογείωση! Νομίζω ότι οποιοσδήποτε άλλος στη θέση μου θα είχε ελαφρώς τρομοκρατηθεί…

Στα διπλανά καθίσματα καθόταν ένα νεαρό ζευγάρι ορειβατών από την Αυστρία. Φυσικά, η συζήτησή μας περιστράφηκε γύρω από το Κιλιμαντζάρο. Η κοπέλα μού είπε ότι έπαθε διάρροια την πρώτη μέρα της ορειβασίας. Αργότερα, όμως, έγινε καλά και τελικά κατόρθωσε να φθάσει μέχρι την κορυφή. Ο σύντροφός της, αντιθέτως, αδιαθέτησε σε μεγάλο υψόμετρο και γι' αυτό δεν μπόρεσε να κατακτήσει την κορυφή, γεγονός που μας καθιστούσε, δηλαδή, ομοιοπαθείς…


Η γλώσσα Swahili

Από τα μεγάφωνα του αεροπλάνου έκαναν διάφορες ανακοινώσεις, βεβαίως πρώτα στην τοπική γλώσσα «Swahili». Το αυτί μου έπιασε μόνο τη λέξη «safari», που βέβαια σημαίνει «ταξίδι». Από τη γλώσσα αυτή το πήραν όλες οι άλλες.

Tα Swahili αποτελούν την επίσημη γλώσσα της Τανζανίας, αλλά μιλιούνται και σε πολλές άλλες χώρες ή περιοχές χωρών, όπως Κένυα, Ουγκάντα, Μπουρούντι, Μαλάουι, Μοζαμβίκη, Κομόρες, Ρουάντα, Ανατολικό Κογκό. Συνολικά, περισσότερα από εκατό εκατομμύρια άνθρωποι μιλούν σήμερα αυτή τη γλώσσα, που δημιουργήθηκε αρχικά ως γλώσσα συνεννόησης των εμπόρων στις ακτές του Ινδικού Ωκεανού και στη γειτονική ενδοχώρα. Αποτέλεσε ουσιαστικά την «lingua franca» της Ανατολικής Αφρικής, δηλαδή το μέσον επικοινωνίας μεταξύ πολλών λαών, που ομιλούν διαφορετικές γλώσσες, όπως ακριβώς η αρχαία Ελληνική επικράτησε στο χώρο της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου μετά την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και μέχρι την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οπότε αντικαταστάθηκε από τη Λατινική.

Η γλώσσα Σουαχίλι είναι ένα κράμα, που δημιουργήθηκε από τα Αραβικά, Περσικά, Urdu (Ινδικά) και Bantu (αφρικανική διάλεκτος, που αποτελεί τη βάση της γραμματικής και του συντακτικού της). Αρκετές λέξεις προέρχονται από την Αγγλική, μερικές από την Πορτογαλική (π.χ. pessa = χρήμα, από τη λέξη peso) και ελάχιστες από τη Γερμανική (shule = σχολείο, από τη λέξη schule). Κάποιες λέξεις, ίσως παραλλαγμένες ελαφρά, τις χρησιμοποιούμε κι εμείς, όπως το ασκέρι ή το χαμπάρι ( = νέα). Ήρθαν στη γλώσσα μας μέσω της αραβικής και της τουρκικής. Μερικές άλλες λέξεις ηχούν κάπως περίεργες ή αστείες π.χ. baridi = κρύο, karibu = κοντά, taka taka = σκουπίδια, meli = πλοίο, daktari = γιατρός, piki piki = μοτοσυκλέτα, risiti = απόδειξη, sawa sawa = σωστό.


Οι δυσκολίες του ταξιδιού στα νησιά

Φθάνοντας στο Dar es Salaam προτίμησα να μείνω στο ξενοδοχείο «Peacock Hotel», επειδή η θέση του ήταν κεντρική κι έτσι μπορούσα να πάω σχεδόν οπουδήποτε με τα πόδια.

Dar es Salaam

H πόλη του Dar es Salaam ιδρύθηκε το 1850 από τον Σουλτάνο Majid της Ζανζιβάρης, στην απέναντι ακτή, σ' ένα σημείο με φυσικό λιμάνι. Ο σκοπός του Σουλτάνου ήταν να δημιουργήσει ένα ασφαλές καταφύγιο για τον ίδιο και το χαρέμι του, ώστε να διασωθεί εκεί σε περίπτωση, που τυχόν ξέσπαγαν ταραχές στο νησί του. Γι' αυτό ονόμασε την καινούργια πόλη Dar es Salaam (= λιμάνι της Σωτηρίας).

Μετά τον θάνατο του Σουλτάνου η πόλη άρχισε να φθίνει. Αργότερα όμως (στα τέλη του 19ου αιώνα) οι Γερμανοί άποικοι την μετέτρεψαν σε μητρόπολη της Γερμανικής Ανατολικής Αφρικής.

Σήμερα, το Dar es Salaam είναι η μεγαλύτερη πόλη της Τανζανίας. Από το έτος 1973 έπαψε να είναι η πρωτεύουσα της χώρας, όταν ο τότε πρόεδρος Νυερέρε υιοθέτησε τα παλιά σχέδια των Γερμανών αποικιοκρατών για μεταφορά της πρωτεύουσας στην πόλη «Dodoma». Η αντικαταστάτρια του Dar es Salaam βρίσκεται στο εσωτερικό της χώρας, μακριά από τη θάλασσα, σε υψόμετρο 1.130 μέτρων και ποτέ δεν κατόρθωσε να επικρατήσει. Το Dar, όπως αποκαλείται για χάρη συντομίας το Dar es Salaam, εξακολουθεί να παραμένει πάντα η ουσιαστική πρωτεύουσα. Εκεί βρίσκονται όλες οι πρεσβείες και τα 3/4 της διοίκησης. Στη διάρκεια των τελευταίων 35 ετών ο πληθυσμός της πόλης έχει σχεδόν δεκαπλασιασθεί: από 400.000 σε 4 εκατομμύρια περίπου, με αντίστοιχη φοβερή αύξηση της ανεργίας (και της εγκληματικότητας, δυστυχώς).

Η πρώτη μου δουλειά ήταν να ζητήσω πληροφορίες για το ταξίδι μου στα γειτονικά νησιά. Μου είπαν ότι έπρεπε να πάω στο λιμάνι. Εκεί έμαθα ότι τακτική σύνδεση με πλοία υπάρχει μόνο με τη Ζανζιβάρη. Για το νησί Mafia, που έχει ακριβώς το όνομα της διαβόητης ιταλικής συμμορίας, η συγκοινωνία γινόταν με μικρά αεροπλανάκια. Το κακό ήταν ότι υπήρχε μόνο μία πτήση την ημέρα. Εγώ, όμως, δεν διέθετα τόσο χρόνο κι έπρεπε να επιστρέψω αυθημερόν. Άρχισα, λοιπόν, να ψάχνω και να ρωτάω. Συνάντησα μάλιστα και δύο μαύρους, που είχαν δουλέψει σε ελληνικά καράβια. Επηρεασμένος από τις αραβικές χώρες, όπου η λέξη «Έλληνας» συνήθως "ανοίγει τις πόρτες" και γίνεσαι δεκτός με χαμόγελα (κατ' αντίθεση προς τους Αμερικανούς, Άγγλους, Γάλλους κ.λπ. που έχουν κακή φήμη) δήλωσα κι εκεί την εθνικότητά μου. Αυτό αποδείχθηκε λάθος, γιατί τα κατώτερα πληρώματα των φορτηγών πλοίων μας συχνά διατηρούν κακές αναμνήσεις από αυτά και το μόνο που έχουν μάθει είναι … ελληνικές βρισιές!

Τελικά, ψάχνοντας βρήκα μία λύση. Ένα πρωτόγονο γραφείο ταξιδίων σε κάποιο υπόγειο μού πρότεινε να με στείλει το πρωί με ένα μικρό αεροπλάνο charter και να επιστρέψω το απόγευμα με την τακτική πτήση. Έτσι, το πρόβλημα της μετάβασης λύθηκε μεν αλλά αντικαταστάθηκε από το δίλημμα «να εμπιστευθώ ή να μην εμπιστευθώ;» Το γεγονός ότι ο πράκτορας είχε κολλημένη στον τοίχο κάποια έγγραφη άδεια εξάσκησης επαγγέλματος δεν αποτελούσε κανενός είδους εγγύηση, γιατί άνετα θα μπορούσε να είναι πλαστή.

Έβαλα όλους τους παράγοντες κάτω κι άρχισα να τους αξιολογώ:

α) το ποσό που θα διακινδύνευα ήταν 160 δολάρια.

β) άλλη εναλλακτική λύση, για να πάω σ' αυτό το άγνωστο νησί, δεν υπήρχε

γ) ο πράκτορας ήταν ένας ηλικιωμένος, που έδειχνε μάλλον σοβαρός και καλοκάγαθος

δ) μια κοπέλα Ολλανδέζα είχε μόλις επιστρέψει στο γραφείο αυτό, για να βγάλει εισιτήρια, αφού προηγουμένως, όπως μου είπε, είχε κάνει έρευνα και σύγκριση τιμών σε άλλα πρακτορεία.

Τελικά, υπακούοντας στη διαίσθησή μου, αποφάσισα να εμπιστευτώ. Πλήρωσα όλο το ποσό, πήρα απόδειξη και μία κάρτα του πρακτορείου. Δεν μου έδωσαν, όμως, εισιτήριο, για καμιά από τις δύο πτήσεις! Μου υποσχέθηκαν ότι θα ερχόταν η υπάλληλος του πρακτορείου στο ξενοδοχείο μου την επομένη το πρωί στις 9:00, για να με μεταφέρει στο αεροδρόμιο. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να περιμένω και να ελπίζω, εφαρμόζοντας το λατινικό ρητό «Dum spiro spero» (όσο αναπνέω ελπίζω)…


Περιπέτειες πριν από την απογείωση

Τετάρτη, 23.2.2005

Για να διασκεδάσω τις ανησυχίες μου και να λησμονήσω τις αγωνίες μου, ασχολήθηκα με το λουκούλλειο πρωινό, που σέρβιρε το ξενοδοχείο σε έναν ανθοστόλιστο μπουφέ. Από τα διάφορα φρούτα, τα μάνγκο και οι παπάγιες ήταν νοστιμότατα και γεμάτα χυμό, ενώ, αντιθέτως, τα καρπούζια (όπως σχεδόν σε όλες τις τροπικές χώρες) άνοστα και άγευστα. Κάτι άλλο περίεργο που είχα διαπιστώσει στο Μόσι και στο Κίλι, το συνάντησα κι εκεί: οι κρόκοι των αυγών δεν ήταν κίτρινοι, όπως συνήθως, αλλά λευκοί! Δεν ξέρω αν αυτό οφειλόταν στη ράτσα των πουλερικών ή στη διατροφή τους.

Στην έξοδο του εστιατορίου, όπου πήρα το πρωινό μου, ήταν μία νεαρή κοπέλα που άνοιγε την πόρτα και κρατούσε ένα καλαθάκι. Υπέθεσα ότι θα ήταν για να ρίχνει κανείς μέσα το φιλοδώρημά του, για το προσωπικό του εστιατορίου. Έπαθα πλάκα όταν είδα ότι προσέφερε καραμέλες στους πελάτες για όλη την ημέρα!

Στις 9:00 ακριβώς λυτρώθηκα από την αγωνία μου! Η υπάλληλος του ταξιδιωτικού γραφείου μαζί με έναν οδηγό ήρθαν να με παραλάβουν από το ξενοδοχείο. Η κίνηση των τροχοφόρων στη διαδρομή προς το αεροδρόμιο ήταν φοβερή, καθώς είχαν αποκλείσει πολλούς δρόμους, επειδή επρόκειτο να ταξιδέψει κάποιο "υψηλό πρόσωπο". Αυτό κάτι μου θύμιζε… Ο οδηγός, λοιπόν, αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει διάφορα στενά δρομάκια, για να αποφύγουμε την κίνηση. Περάσαμε από μία περιοχή όπου πουλιούνταν μεταχειρισμένα οικοδομικά υλικά. Είδα εκεί να προσφέρονται προς πώληση υπέροχα κιγκλιδώματα και περίτεχνα κουφώματα από σφυρήλατο σίδερο, αποξηλωμένα από κατεδαφίσεις παλαιών κτιρίων. Σε κάποια άλλη χώρα αυτά θα κόστιζαν μια μικρή περιουσία…

Στο αεροδρόμιο η κοπέλα-συνοδός μου με σύστησε σε κάποιον αρμόδιο, ο οποίος μου είπε να περιμένω. Ευτυχώς, πριν αυτός απομακρυνθεί είχα την πρόνοια να τον ρωτήσω το όνομά του. Λεγόταν Isha. Εισιτήριο δεν είχα, το όνομα της αεροπορικής εταιρείας δεν το γνώριζα, το μόνο που ήξερα ήταν το όνομά του και κρατούσα μία απόδειξη πληρωμής, αμφιβόλου όμως αντικρίσματος…

Όλα αυτά αποτελούσαν μια καινούργια, πρωτόγνωρη εμπειρία. Η ώρα περνούσε, ο Isha ήταν τελείως άφαντος κι εγώ άρχισα να ρωτάω γι' αυτόν διάφορους εργαζόμενους στο αεροδρόμιο. Καθώς περίμενα, σκεφτόμουνα ότι μπορώ να διεκδικήσω τον τίτλο του «Κυνηγού της Περιπέτειας»… Μετά από αρκετή ώρα αναμονής εμφανίστηκε επιτέλους ο Isha. Μου εξήγησε ότι θα καθυστερούσαμε, επειδή δεν είχαν φθάσει ακόμη τα "πράγματα", τα οποία θα μετέφερε το αεροπλάνο. Περιμένοντας, έπιασα κουβέντα με έναν ντόπιο πιλότο μικρών αεροπλάνων. Αυτός μου είπε ότι το ποσό που πλήρωσα γι' αυτή την "ιδιωτική" πτήση ήταν πολύ λογικό.

Μετά από δύο ώρες ανιαρής αναμονής έφθασε τελικά η ώρα της αναχώρησης. Το αεροπλανάκι ήταν ένα «CESSNA 162», παρόμοιο με εκείνα που πιλοτάρω στην Ελλάδα. Κάθισα πλάι στον πιλότο, στο δεξιό κάθισμα. Στις πίσω θέσεις, όπως και στο χώρο των αποσκευών, ήταν φορτωμένα ένα σωρό φρούτα και ζαρζαβατικά! Η πτήση αυτή γινόταν μόνο για τη μεταφορά τους. Εγώ ήμουνα ευκαιριακός επιβάτης (της προσκολλήσεως ή "τσόντα", όπως λένε στη μοντέρνα ελληνική γλώσσα). Ποτέ άλλοτε, βέβαια, δεν είχα ξαναπετάξει παρέα με κολοκύθια και μελιτζάνες!

Κάποιος άλλος επιβάτης θα αισθανόταν δέος να πετάξει με ένα τόσο μικρό μονοκινητήριο αεροπλανάκι. Εγώ βεβαίως δεν αισθάνομαι το παραμικρό μετά από τόσες εκατοντάδες ώρες πτήσεως με υπερελαφρά αεροσκάφη…

Ο πιλότος, για να μου δώσει θάρρος, μου είπε αστειευόμενος:

«Μην ανησυχείς, έχουμε μαζί μας φαγητά για πολλές μέρες».
Κι εγώ του απάντησα: «Καλά φαΐ έχουμε, αλλά σωσίβια έχουμε;»

Με διαβεβαίωσε ότι το αεροπλάνο διέθετε και σωσίβια. Εγώ, όμως, έβλεπα ότι το καπάκι του μικρού ντουλαπιού στη θέση του συγκυβερνήτη δεν έκλεινε με τίποτα και ότι το φωτιστικό σώμα (σποτ) του εσωτερικού χώρου κρεμόταν από τα καλώδιά του, σαν εκκρεμές! Ήθελα να ελπίζω ότι θα είχαν φροντίσει περισσότερο τη συντήρηση του κινητήρα και των άλλων βασικών εξαρτημάτων…

Καθώς ο πιλότος "μαρσάριζε" τον κινητήρα στο φουλ για την απογείωση, ακούστηκε ένα πολύ δυνατό τρίξιμο μετάλλων, που χτυπούσαν μεταξύ τους. Ήταν αποτέλεσμα συντονισμού συχνότητας, το οποίο ευτυχώς σταμάτησε πολύ γρήγορα. Μου έχει συμβεί κάτι ανάλογο και σε δική μου απογείωση, αλλά ο θόρυβος ήταν τότε ασυγκρίτως χαμηλότερος. Ο αναγνώστης, που διαβάζει γι' αυτούς τους κινδύνους και τις περιπέτειες, δεν αισθάνεται κανενός είδους αγωνία, γιατί γνωρίζει εκ των προτέρων το ευτυχές αποτέλεσμα -όπως ακριβώς και ο τηλεθεατής, που βλέπει αγώνα ποδοσφαίρου μαγνητοσκοπημένο, γνωρίζοντας το τελικό σκορ! Δεν αγωνιά αν θα μπει γκολ… Όταν, όμως, ζεις πραγματικά την περιπέτεια, προχωρείς προς το άγνωστο, όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά και τα πάντα "παίζονται", ακόμη και η ζωή σου…


Η πτήση με το μονοκινητήριο αεροπλάνο

Η θέα από ψηλά ήταν υπέροχη και με αποζημίωσε για όλους τους φόβους και τις αγωνίες, που είχα περάσει. Το ωραιότερο θέαμα ήταν οι εκβολές ενός γειτονικού ποταμού, ο οποίος πριν καταλήξει στη θάλασσα, στριφογυρίζει απίστευτα πολλές φορές, λες και προσπαθεί να αποφύγει το αναπόφευκτο τέλος του… Οι καμπύλες και οι πολύπλοκοι μαίανδροι δημιουργούν ένα σωρό μικρά και μεγαλύτερα νησιά. Τα νερά του ποταμού έχουν, βέβαια, χρώμα έντονο καφετί, γιατί συμπαρασύρουν ένα σωρό χώματα, ιδιαίτερα μετά από κάποια δυνατή τροπική μπόρα. Στις περιοχές όπου ενώνονται με τα μπλε νερά της θάλασσας, περιέργως, δεν αναμειγνύονται, ώστε να δημιουργηθούν ενδιάμεσες αποχρώσεις. Η αλλαγή χρώματος είναι πολύ απότομη και οι διαχωριστικές γραμμές είναι ευθείες, σαν να έχουν χαραχθεί με υποδεκάμετρο! Υπέθεσα ότι αυτό το περίεργο φαινόμενο οφείλεται στα πολύ ισχυρά ρεύματα, ίσως σε συνδυασμό με τις διαφορές θερμοκρασίας των νερών.

Η μία από τις δύο φωτογραφικές μηχανές μου δεν λειτουργούσε, δηλαδή ενώ πίεζα το μπουτόν αρνιόταν να πάρει φωτογραφία! Στην αρχή νόμισα ότι χάλασε και βέβαια αυτό με στενοχώρησε πολύ. Σε λίγο, όμως, αντιλήφθηκα την αιτία της ανωμαλίας. Οφειλόταν στο αυτόματο σύστημα μέτρησης της απόστασης, που διαθέτει η μηχανή για τη σωστή εστίαση. Καθώς ο φακός της βρισκόταν πάρα πολύ κοντά στο κρύσταλλο του παραθύρου, ο αυτοματισμός της θεωρούσε ότι το κρύσταλλο ήταν το προς φωτογράφηση αντικείμενο κι επειδή αυτή η απόσταση ήταν μικρότερη από την ελάχιστη επιτρεπόμενη, έδινε εντολή μη λειτουργίας!

Σε κάποια στιγμή θέλησα να πάρω μία φωτογραφία προς τα αριστερά, δηλαδή προς την άλλη πλευρά. Επειδή, βέβαια, βρισκόμουνα μακριά από το παράθυρο και παρεμβαλλόταν το σώμα του πιλότου, σηκώθηκα όρθιος, για να έχω ελεύθερο οπτικό πεδίο. Καθώς, όμως, τα αεροπλάνα έχουν διπλά χειριστήρια και ποδωστήρια, εγώ, που καθόμουνα στη θέση του συγκυβερνήτη, πάτησα κατά λάθος επάνω στο αριστερό ποδωστήριό μου και το αεροπλάνο έστριψε πάρα πολύ απότομα το ρύγχος του προς τα αριστερά! Συνειδητοποίησα, όμως, αμέσως το τι συνέβη και χωρίς να τρομάξω καθόλου ξανακάθισα στη θέση μου, ζητώντας συγγνώμη για την ανωμαλία που προκάλεσα!

Σε λίγα λεπτά φθάσαμε κοντά στον προορισμό μας. Το κυρίως νησί περιβάλλεται τριγύρω από άλλα μικρότερα νησάκια. Καθώς πετούσαμε πολύ χαμηλά και με μικρή ταχύτητα, φαίνονταν τα πάντα από κάτω ωραιότατα. Πολύ εντυπωσιακά ήταν τα δάση από κοκκοφοίνικες και οι μικροσκοπικές αμμουδιές από λευκή κοραλλιογενή άμμο. Κάναμε και μια μεγάλη βόλτα επάνω από τα νησιά, ειδικά για να απολαύσω καλύτερα το θέαμα.

Καθώς πλησιάζαμε για την προσγείωση η πτήση ήταν τόσο χαμηλή, που νόμιζα ότι οι κορυφές των ψηλών, ολόισιων φοινικόδενδρων θα γραντζούνιζαν την κοιλιά του αεροπλάνου! Φυσικά δεν πρέπει να μιλάμε για αεροδρόμιο. Επρόκειτο απλώς για μια εκχερσωμένη στενόμακρη λουρίδα γης, όπου είχαν κόψει τα δένδρα και τους θάμνους, για να δημιουργήσουν έναν υποτυπώδη διάδρομο προσγείωσης (landing strip). Προσγειωθήκαμε πολύ ομαλά. Κατά τον αποχαιρετισμό ο πιλότος δεν άντεξε και με ρώτησε πώς μπόρεσα να είμαι τόσο ψύχραιμος και άνετος στη διάρκεια ολόκληρης της πτήσης. Και τότε του ομολόγησα το μυστικό, ότι πιλοτάρω εδώ και 35 χρόνια…


Στο άγνωστο τροπικό νησί

Το νησί ονομάζεται Μάφια (και όχι Μαφία). Ακριβώς έτσι ονομάζεται και το μυστικό συνδικάτο του εγκλήματος στη Σικελία. Εμείς στην Ελλάδα, κακώς τονίζουμε τη λέξη στο γιώτα. Ανάμεσα στη Μάφια της Τανζανίας και στη συνονόματή της τής Ιταλίας δεν υπάρχει καμιά σχέση. Πρόκειται για απλή συνωνυμία… Το όνομα του νησιού προέρχεται από μία μεγάλη οικογένεια της Υεμένης, που ήρθε και εγκαταστάθηκε εδώ προ αμνημονεύτων χρόνων. Παρά το όνομά του, το μέρος αυτό είναι ιδιαιτέρως ασφαλές.

Η πρώτη μου δουλειά φθάνοντας στο νησάκι ήταν να βρω κάποιο αυτοκίνητο, για να μετακινούμαι. Καθώς σε ολόκληρο το νησί δεν υπάρχει ίχνος ασφαλτοστρωμένου δρόμου και οι χωματόδρομοι έχουν πολλές και πελώριες λακκούβες, τα μόνα οχήματα που κυκλοφορούσαν εκεί ήταν τα παλιά σκληροτράχηλα Defender της Land Rover. Αυτοκίνητο μεν βρήκα, αλλά ο οδηγός του δεν μιλούσε καμιά ξένη γλώσσα ούτε κι εγώ βέβαια Σουαχίλι. Το πρόβλημα της συνεννόησης ανέλαβε τελικά να λύσει ο ιδιοκτήτης του αμαξιού, που ονομαζόταν Κάρλος και μιλούσε πολύ καλά αγγλικά. Επικοινωνήσαμε τηλεφωνικώς και δέχθηκε να έρθει κι εκείνος μαζί, για να με ξεναγήσει.

Περάσαμε πρώτα από ένα χωριουδάκι ιθαγενών, τελείως πρωτόγονο, για να πάρουμε πετρέλαιο. Όλα τα σπίτια εκεί ήταν χτισμένα με πλίθρες. Σταματήσαμε έξω από ένα μαγαζί, που πουλούσε λίγα απ' όλα. Ο οδηγός κατέβηκε, ανασήκωσε το κάθισμά του και από κάτω φάνηκε η τάπα του ρεζερβουάρ. Από το κατάστημα πήρε πετρέλαιο μέσα σε μεγάλες κανάτες και με τη βοήθεια ενός χωνιού άρχισε να γεμίζει το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου! Στο νησί δεν υπήρχαν βυτιοφόρα, αντλίες, μετρητές καυσίμων και άλλες παρόμοιες πολυτέλειες… Η μεταφορά γινόταν με μεταλλικά κυλινδρικά βαρέλια. Ήταν ακριβώς αυτά που δεν τα βλέπουμε ποτέ, αλλά τα ακούμε τόσο συχνά στις ειδήσεις. Γιατί η τιμή του "μαύρου χρυσού" δίνεται πάντα σε δολάρια ανά βαρέλι (όπως τον παλιό καλό καιρό…).

Μετά τον ανεφοδιασμό σε καύσιμα κατευθυνθήκαμε προς ένα πολύ απλό τουριστικό συγκρότημα, που κατασκεύαζε ο Κάρλος σε μια ακτή του νησιού. Προηγουμένως, όμως, περάσαμε μέσα από τον περίβολο του μικρού νοσοκομείου του νησιού, γιατί δεν υπήρχε άλλος δρόμος!

Όταν φθάσαμε, ο Κάρλος ήταν έτοιμος για το γεύμα του και με προσκάλεσε να φάμε παρέα. Το ψάρι ήταν πολύ καλό, αλλά εκείνο που με δυσκόλεψε, γιατί το βρήκα τελείως ανούσιο και άνοστο, ήταν ένα παχύρρευστο λευκό ζυμάρι από μανιόκα (η οποία αποτελεί βασική, φθηνή τροφή στις τροπικές χώρες), που ονομάζεται «ugali». Έβαλα επάνω αρκετή πικάντικη σάλτσα, για να νοστιμέψει κάπως.

Στη διάρκεια του γεύματος έμαθα ότι η καταγωγή της οικογένειας του Κάρλος ήταν από τη Μοζαμβίκη, που ήταν πορτογαλική αποικία (έτσι εξηγείται και το όνομά του). Όταν άρχισε εκεί ο αγώνας για την ανεξαρτησία από τους Πορτογάλους, ο πατέρας του, για να γλιτώσει από την αιματοχυσία, μετανάστευσε στη γειτονική Τανζανία.

Μετά το φαγητό πήγαμε σ' ένα ύψωμα, πολύ κοντά στην παραλία, με ωραία θέα προς τη θάλασσα, δηλαδή προς τον Ινδικό ωκεανό. Είδαμε από ψηλά να διασχίζουν τα νερά τα παραδοσιακά ξύλινα σκαριά, τα «Ντάου», που μετακινούνται ακόμη με τη δύναμη του ανέμου. Στη σκιά των δένδρων έχουν τοποθετήσει έπιπλα φτιαγμένα από καλάμια μπαμπού και πλεχτό «σιζάλ». Πρόκειται για φυσικές ίνες από «agave», ένα είδος κάκτου, που χρησιμοποιείτο άλλοτε ευρύτατα (πριν εφευρεθούν οι συνθετικές ίνες) για την κατασκευή σπάγκων και σκοινιών. Αρκετές ελληνικές οικογένειες είχαν, τα παλιά χρόνια, φυτείες στην Τανζανία για παραγωγή σιζάλ (το οποίο πήρε το όνομά του από μια πόλη του Μεξικού). Τα διάφορα έπιπλα, καρέκλες, τραπέζια, πολυθρόνες, κρεβάτια, ξαπλώστρες κ.λπ. προστατεύονταν από τη βροχή, αλλά και από τον ήλιο, με στέγες φτιαγμένες με ξύλινο σκελετό κι επικάλυψη πυκνής ψάθας.

Αναπαυτήκαμε για λίγο ξαπλωμένοι στις πολυθρόνες, απολαμβάνοντας τη θέα και τη δροσιά της αύρας που ερχόταν από το ανοιχτό πέλαγος, πριν ξεκινήσουμε για την περιήγηση στο νησί.

Οι δρόμοι όλοι ήταν σε απίστευτα κακή κατάσταση, τόσο κακοτράχαλοι, που ακόμη και το εξαιρετικά γεροφτιαγμένο Land Rover Defender υπέφερε. Η βλάστηση ήταν πολύ πυκνή και καταπράσινη, χάριν στις συχνές, δυνατές τροπικές μπόρες. Διέκρινα ένα σωρό δέντρα όπως π.χ. μάνγκο, παπάγιες, μπανανιές και φοινικιές, αλλά πουθενά λαχανόκηπους με ζαρζαβατικά. Αυτό εξηγούσε, γιατί το αεροπλανάκι που με μετέφερε ήταν φορτωμένο όλο με κηπευτικά…


Μια ευχάριστη έκπληξη

Απίστευτο και όμως αληθινό: αυτοί οι άθλιοι, τριτοκοσμικοί λασπόδρομοι οδηγούσαν σε τρία άψογα υπερπολυτελή θέρετρα, τα οποία επισκέφθηκα διαδοχικά: το «Pole-pole resort», το «Kinasi lodge» και το «Mafia Island lodge».

Η αντίθεση που αντίκριζε κανείς μόλις διάβαινε την πύλη εισόδου ήταν εντυπωσιακή. Το σκηνικό μεταμορφωνόταν, σαν να είχε κάνει το θαύμα του κάποιος μάγος. Τα τρία συγκροτήματα ήταν κατασκευασμένα για επισκέπτες μεγάλων απαιτήσεων. Άνηκαν σε (ή διευθύνονταν από) Ευρωπαίους και Αυστραλούς. Συνδύαζαν την παραδοσιακή αρχιτεκτονική με τις ανέσεις του σύγχρονου πολιτισμού με απόλυτη επιτυχία. Για την κατασκευή τους είχαν χρησιμοποιηθεί φυσικά δομικά υλικά του τόπου, όπως τροπική ξυλεία, καλάμια μπαμπού, ψάθες, σιζάλ κ.λπ. με μεράκι, ευαισθησία και γνώση, ώστε να προκύψει ένα ωραιότατο σύνολο. Η σχεδίαση ήταν αριστοτεχνικά μελετημένη, προκειμένου να μην ενοχλεί τίποτε με τον όγκο του, και όλα τα κτίσματα να εντάσσονται άψογα μέσα στο πυκνό δάσος.

Τα σπιτάκια τύπου μπάγκαλοου ήταν άνετα, με αρκετή αλλά όχι προκλητική πολυτέλεια. Τα συγκροτήματα, εκτός από την παραλία με την ωραία αμμουδιά, διέθεταν και πισίνα, που ήταν κυριολεκτικά πνιγμένη στη βλάστηση. Τα μπαρ ήταν καλοβαλμένα και καλαίσθητα. Η μουσική στην τραπεζαρία, την πισίνα και τα μπαρ ήταν πολύ διακριτική. Θα έλεγα λοιπόν, ότι επρόκειτο για μικρούς, ήσυχους επίγειους παράδεισους, ιδανικούς για να περάσει ένα ζευγάρι τον μήνα του μέλιτος…

Η εξυπηρέτηση από το προσωπικό ήταν άψογη (επίπεδο δυσεύρετο στη χώρα μας). Τελείως συμπτωματικά, είδα την ιδιοκτήτρια του ενός ξενοδοχειακού συγκροτήματος να έχει συγκεντρώσει το προσωπικό μέσα σε ένα μικρό αμφιθέατρο (όπου τα βράδια διασκέδαζαν οι ένοικοι με θεάματα) για να δώσει οδηγίες και να κάνει υποδείξεις…

Βαδίζοντας κατά μήκος της αμμουδιάς, επί μερικά χιλιόμετρα, συνέλεξα και κάποιες καινούργιες εμπειρίες, είδα πράγματα και σκηνές που δεν είχα ξαναδεί ποτέ άλλοτε. Σ' ένα σημείο της παραλίας, προφυλαγμένο από τα κύματα από ένα μακρόστενο νησάκι που βρίσκεται σε μικρή απόσταση από την ακτή, είχαν αγκυροβολήσει μερικά φορτηγά ιστιοφόρα ντάου, για να φορτώσουν προϊόντα του νησιού. Η φόρτωση γινόταν κατά τον προαιώνιο τρόπο, δηλαδή οι αχθοφόροι μετέφεραν τα φορτία στη ράχη τους… Στην αμμουδιά ήταν τραβηγμένα αρκετά «outrigger canoes» (= μονόξυλα με ξύλινο πλωτήρα σε αρκετή απόσταση από το σκάφος, ως αντίβαρο για σταθεροποίηση). Μερικά άλλα έπλεαν με φουσκωμένα τα πανιά τους στο στενό που δημιουργείται ανάμεσα στην ακτή και στο νησάκι.

Κοντά στο συγκρότημα Pole-pole υπήρχε στην παραλία ένα δάσος από μαγκρόβια (mangroves). Πρόκειται για υδροχαρή και υδρόβια δέντρα, που συναντάει κανείς σε αρκετά μέρη των τροπικών χωρών. Αυτό που είδα εκεί για πρώτη φορά ήταν τα πάρα πολύ μικρά φυτά, δηλαδή καινούργια μαγκρόβια, να ξεμυτίζουν μόλις από την επιφάνεια του νερού!

Επιστρέφοντας με το Land Rover στο αεροδρόμιο, σταμάτησα για να φωτογραφίσω ένα σπιτάκι κατασκευασμένο με τη συνηθισμένη τεχνική του νησιού. Αρχικά, κατασκεύαζαν ένα ξύλινο σκελετό με χοντρά καδρόνια. Αυτά τα συνέδεαν μεταξύ τους με λεπτότερα κλαδιά σαν "ξυλοδεσιά" και τέλος γέμιζαν όλα τα ενδιάμεσα κενά με στρώση παχύρρευστου πηλού. Τα καδρόνια της στέγης τα κάλυπταν με παχύ στρώμα πυκνής ψάθας. Αυτό, σε συνδυασμό με τη μεγάλη κλίση της στέγης, εξασφάλιζε απόλυτη στεγανότητα για πολλά χρόνια.

Λίγο πιο πέρα συνάντησα ένα τζιπ με πολύ πρωτότυπη διασκευή. Ήταν ανοιχτό (χωρίς σκεπή) με τρεις σειρές καθισμάτων. Η μεγάλη πρωτοτυπία του ήταν ότι απ' έξω, στα πλάγια, είχε στερεωμένες επάνω στη λαμαρίνα, δύο μόνιμες κατακόρυφες μεταλλικές "ανεμόσκαλες", αποτελούμενες από στενά μεταλλικά σκαλοπάτια, έτσι ώστε οι επιβάτες των δύο πίσω σειρών καθισμάτων να μπορούν να ανεβοκατεβαίνουν στο ή από το όχημα, χωρίς να ενοχλούν τους υπόλοιπους επιβάτες.

Περνώντας έξω από μία απομονωμένη αγροικία είδα μερικά παιδάκια που έπαιζαν. Μόλις τα μαυράκια είδαν το αυτοκίνητο να περνάει άρχισαν να χοροπηδάνε, να τσιρίζουν και να πανηγυρίζουν, που είδαν αμάξι! Αυτό να μη σας ξενίζει καθόλου. Το ίδιο συνέβαινε στην Αγία Παρασκευή Αττικής στη δεκαετία του 1940!!!

Ένα άλλο αξιοπερίεργο ήταν τα αρκετά φοινικόδενδρα που είχαν επάνω στον κορμό τους μία σειρά από βαθιές εγκοπές, σε απόσταση σχεδόν μισού μέτρου η μία από την άλλη. Αυτές ήταν σφηνοειδείς στο σχήμα, όπως οι εγκοπές που χάραζαν τα παλιά χρόνια οι ρητινοσυλλέκτες επάνω στους κορμούς των πεύκων, για να μαζέψουν το ρετσίνι. Εκεί, η χρησιμότητα των εγκοπών ήταν για να δημιουργούν ένα είδος σκάλας, ώστε να σκαρφαλώνει κανείς εύκολα επάνω στη φοινικιά, για να μαζέψει τις ινδικές καρύδες.


Η πτήση προς το Dar es Salaam

Φθάνοντας στο αεροδρόμιο, η πρώτη δουλειά μου ήταν να συναντήσω κάποιον ονόματι George, όπως μου είχαν πει, γιατί αυτός θα φρόντιζε να με βάλει μέσα στο αεροπλάνο! Καθώς δεν είχα εισιτήριο ήταν φυσικό ν' αγωνιώ, μέχρι που τελικά βρήκα τον περίφημο George και αυτός με διαβεβαίωσε ότι υπάρχει θέση και για μένα! Τότε μόνο ηρέμησα…

Το "κτίριο" του αεροδρομίου ήταν ένα παράπηγμα με δύο μικρά δωματιάκια: το ένα για το προσωπικό και το άλλο για τους επιβάτες. Για δροσιά υπήρχαν κάτι μεγάλοι ανεμιστήρες δαπέδου, με ψηλούς ορθοστάτες. Τα παράθυρα είχαν μόνιμες σήτες για τα έντομα και περσιδωτά περιστροφικά τζάμια. Ο τοίχος στην "αίθουσα αναμονής" είχε, πολύ χαμηλά, μια τρύπα για να φεύγουν τα νερά όταν έπλεναν το δάπεδο… Έλεγχος ασφαλείας, φυσικά, δεν υπήρχε, αλλά πριν φωτογραφίσω, για καλό και για κακό, ρώτησα τον φρουρό και πήρα την άδειά του. Η τακτική απογευματινή πτήση γινόταν από την αεροπορική εταιρεία «Coastal», με αεροπλάνα κάπως μεγαλύτερα, βέβαια, από αυτό στο οποίο επέβαινα το πρωί. Την ημέρα εκείνη ταξίδεψα για πρώτη φορά με κανονική πτήση, χωρίς εισιτήριο, ούτε καν ηλεκτρονικό!

Το αεροπλάνο ήταν δικινητήριο και χωρούσε 12 επιβάτες. Ο πιλότος μάς καλωσόρισε με δυο λόγια. Δεν υπήρχε αεροσυνοδός, ούτε οδηγίες προς τους επιβάτες, ούτε βέβαια ενδιαφερόταν κανείς αν οι ζώνες ασφαλείας ήταν δεμένες… Δεν υπήρχε ούτε συγκυβερνήτης και πλάι στον πιλότο κάθισε ένας επιβάτης!

Ο διάδρομος απογείωσης ήταν χωμάτινος κι είχε φυτρώσει επάνω του πυκνό χορτάρι. Καθώς το "αεροδρόμιο" δεν ήταν περιφραγμένο, περνούσαν από μέσα ένα σωρό πεζοί και ποδηλάτες! Τώρα εξηγείται, βέβαια, γιατί δεν ελέγχουν τους επιβάτες για μεταλλικά αντικείμενα… Την ώρα που το αεροπλάνο τροχοδρομούσε και άρχιζε να επιταχύνει για την απογείωση, οι άνθρωποι και τα ποδήλατα που διέσχιζαν το διάδρομο απογείωσης είχαν, ευτυχώς, την καλοσύνη να σταματήσουν στο πλάι για να δώσουν … προτεραιότητα στο αεροπλάνο! Και μόλις περάσαμε από μπροστά τους, συνέχισαν ανενόχλητοι πλέον το δρόμο τους…

Η πτήση ήταν ήρεμη και σύντομη.

Στις επικίνδυνες χώρες έχω την πάγια τακτική, για λόγους ασφαλείας, να αποφεύγω να κυκλοφορώ στους δρόμους μετά τη δύση του ήλιου. Έτσι, λοιπόν, δείπνησα στο εστιατόριο του ξενοδοχείου, που πρόσφερε μπουφέ με πολλά τοπικά εδέσματα και συγχρόνως θέαμα με χορούς ιθαγενών. Ήμουν πολλαπλά τυχερός, γιατί, διαφορετικά, δεν θα ήξερα τι φαγητά να διαλέξω, όσα από αυτά δεν θα μου άρεσαν θα πήγαιναν χαμένα και τέλος θα ήταν αδύνατο να παραγγείλω τόσο μεγάλη ποικιλία διαφορετικών σπεσιαλιτέ της χώρας.

Στην είσοδο μού προσέφεραν μια μεγάλη ινδική καρύδα, στην οποία είχαν κάνει μια τρυπούλα, όπως συνηθίζουν στους τροπικούς, ίσια-ίσα για να χωράει ένα λεπτό καλαμάκι. Έτσι ρουφάει κανείς άνετα όλο το χυμό, που περιέχει ο καρπός του κοκκοφοίνικα. Δοκίμασα όλα τα εδέσματα που περιείχε ο μπουφές, αλλά βέβαια σε μικρές ποσότητες για να κάνω οικονομία… χώρου, να μπορέσουν δηλαδή να χωρέσουν μέσα στο στομάχι μου! Πολλά από αυτά ήταν εξαιρετικά νόστιμα.

Στην πίστα παρέλασαν αρκετά συγκροτήματα χορευτών, με πολλές και ποικίλες αμφιέσεις. Εκείνο που με εντυπωσίασε περισσότερο ήταν μία χορευτικο-ακροβατική επίδειξη, κατά την οποία ο χορευτής συγκρατούσε ανάμεσα στα δόντια του, οριζόντιο, ένα μεγάλο μαχαίρι μήκους τουλάχιστον ενός μέτρου. Το είχε δαγκώσει σφιχτά από τη λαβή, ώστε να προεξέχει μπροστά του ολόκληρο. Επάνω στην όρθια κόψη του ισορρόπησε μία μπάλα του τένις, ενώ συνέχιζε να… χορεύει. Κατόπιν κατάφερε, με φοβερή μαεστρία, να ισορροπήσει επάνω στο μπαλάκι ένα όρθιο μπουκάλι από κόκα-κόλα (με το στόμιό του να ακουμπάει επάνω στη σφαιρική επιφάνεια). Το αποκορύφωμα όμως ήταν όταν κατόρθωσε να στήσει ένα δεύτερο μπουκάλι όρθιο σε προέκταση του πρώτου! Όλοι οι θαμώνες, εντυπωσιασμένοι από τις εκπληκτικές ικανότητες αυτού του ζογκλέρ, ξεσπάσαμε σε θερμότατα χειροκροτήματα!


Η πόλη του Dar es Salaam

Πέμπτη, 24.2.2005

Αποφάσισα να τριγυρίσω όλη την ημέρα στο Dar es Salaam, προσπαθώντας να ξαναζωντανέψω τις παλιές, ξεθωριασμένες αναμνήσεις μου από την πόλη, αλλά και για να γνωρίσω καινούργια μέρη και περιοχές της.

Ξεκίνησα από την αγορά. Το πρώτο που μου έκανε εντύπωση ήταν ένα ασυνήθιστο θέαμα: οι πωλητές μετέφεραν τα φρούτα και τα λαχανικά που πουλούσαν μέσα σε πελώρια ζεμπίλια ή σακιά, τα οποία κρεμούσαν στα ποδήλατά τους δεξιά και αριστερά. Καθώς ήταν τόσο υπερβολικά παραφορτωμένα αυτά τα ποδήλατα είμαι βέβαιος ότι θα πάθαιναν πολύ συχνά βλάβες.

Αυτή η "ανθρωποκίνητη" μεταφορά φορτίων κάνει μεγάλη εντύπωση σε όσους προέρχονται από χώρες που επί χρόνια έχουν περάσει τελείως στην "εποχή του αυτοκινήτου". Όμως, καθώς τα συλλογίζομαι αυτά, φέρνω στη μνήμη μου μισοξεχασμένες εικόνες από την παλαιότερη Αθήνα. Θυμάμαι ότι πριν από 50 ή 55 χρόνια οι αγρότες των χωριών των Μεσογείων φόρτωναν σε μουλάρια ή γαϊδούρια τα προϊόντα τους μέσα σε κοφίνια και τα έφερναν στα προάστια και στις συνοικίες της πρωτεύουσας, για να τα πουλήσουν…

Ήταν πολύ φυσικό που προσέλκυαν περισσότερο την προσοχή μου τα προϊόντα των τροπικών όπως: μάνγκο, παπάγιες, ανανάδες, cassawa (μακριές ρίζες σαν χοντρά καρότα, αλλά χρώματος καφετί, όπως οι πατάτες, που τρώγονται μαγειρεμένες) και πολλά άλλα.

Κοντά στο ξενοδοχείο μου ήταν εγκατεστημένα πρόχειρα μαγαζάκια σε στυλ λαϊκής αγοράς, που πουλούσαν ρύζι, όσπρια, δημητριακά κ.λπ. Τα διάφορα προϊόντα τα έβαζαν μέσα σε μεγάλα πανέρια, κοφίνια και καλάθια. Όλα αυτά τα δοχεία ήταν χειροποίητα, σφιχτοπλεγμένα με εξαιρετική τέχνη και πολύ κόπο, από διάφορα φυτικά υλικά (ψάθα, καλάμι, λουρίδες από φύλλα, ίνες σιζάλ κ.λπ.). Είναι τόσο κουραστική και δύσκολη η κατασκευή τους, που σκεφτόμουν ότι σύντομα θα εκτοπίζονταν από τα πλαστικά και τα συνθετικά… Αυτή είναι, δυστυχώς, η αναπόφευκτη συνέπεια της οικονομικής προόδου…

Πολλές γυναίκες στην αγορά ασχολούνταν όλη την ημέρα με το να καθαρίζουν το ρύζι, τα φασόλια και τα άλλα προϊόντα από διάφορες προσμείξεις, όπως πετραδάκια κ.λπ. Άπλωναν τα προϊόντα σε μεγάλα, ευρύχωρα πανέρια και άρχιζαν να τα ελέγχουν, μεταφέροντας σπυρί-σπυρί στην άλλη άκρη του πανεριού όσους κόκκους είχαν ελέγξει… Θέλησα να τις φωτογραφίσω, αλλά καμιά δεν μου το επέτρεψε! Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι εξαιρετικά χρήσιμος ένας ισχυρός τηλεφακός…


Περιπέτεια στην Τράπεζα

Ο επόμενος προορισμός μου ήταν η Κεντρική Τράπεζα της Τανζανίας, που εκδίδει τα χαρτονομίσματα. Είναι μία επίσκεψη που κάνω σε κάθε χώρα, όταν έχω διαθέσιμο χρόνο, για να προμηθευτώ τελείως ακυκλοφόρητα χαρτονομίσματα για τη συλλογή μου. Επειδή στο κτίριο της Τράπεζας γίνονταν εργασίες επέκτασης, ολόκληρη η περιοχή τριγύρω ήταν ένα πελώριο εργοτάξιο. Γι' αυτό, δυσκολεύτηκα πολύ να βρω την είσοδο του κτιρίου. Μετά τους εξονυχιστικούς ελέγχους μού έδωσαν μια ειδική κάρτα επισκέπτη, για να μπορώ να περνάω από τις διάφορες ειδικές πόρτες ασφαλείας και να μπαίνω στα ασανσέρ. Για την ακρίβεια η κάρτα δεν ήταν απλή μαγνητική κάρτα, αλλά διπλή και την τοποθέτησαν ανάμεσα σε δύο πλαστικές διαφανείς πλάκες (όπως π.χ. κάνουμε τα σάντουιτς). Χάριν σε αυτή την ειδική κάρτα πέρασα από πολλούς διαδρόμους, ανέβηκα σε επάνω ορόφους και για να προχωρήσω κάθε φορά έπρεπε να βάλω την κάρτα σε ειδικές σχισμές-υποδοχές, ώστε να ανοίξει η αντίστοιχη θύρα ασφαλείας.

Μετά από αρκετή περιπλάνηση και πάμπολλες ερωτήσεις κατόρθωσα να φθάσω, επιτέλους, στο αρμόδιο γραφείο. Η υπάλληλος, που ανέλαβε να με εξυπηρετήσει, μου είπε ότι θα έπαιρνε τα χαρτονομίσματα από το κεντρικό ταμείο και θα ερχόταν κατόπιν στη θυρίδα 13, για να μου τα δώσει. Μου είπε και πώς θα πάω εγώ μέχρι εκεί. Όμως, οι οδηγίες της ήταν πολύπλοκες, ή ίσως εγώ δεν τις κατάλαβα καλά. Αποτέλεσμα, πάντως, ήταν ότι μπλέχτηκα άσχημα μέσα στο τεράστιο κτίριο και χάθηκα. Άρχισα να περιπλανιέμαι μέσα στο λαβύρινθο των διαδρόμων, των χωλ και των κλιμακοστασίων, περνώντας διαδοχικά από δεν ξέρω κι εγώ πόσες αυτόματες πόρτες!

Επειδή όλοι οι υπάλληλοι ήταν κλεισμένοι στα γραφεία τους, δεν εύρισκα ψυχή για να ρωτήσω πώς θα πάω στη θυρίδα 13. Και τότε συνέβη το ατύχημα: την ώρα που έβαζα την κάρτα σε κάποια πόρτα ασφαλείας η πολύτιμη μαγνητική κάρτα μου έπεσε κατά λάθος κάτω κι έσπασε! Ματαίως προσπάθησα, επί πολλή ώρα, να συναρμολογήσω τα κομμάτια της. Δεν τα κατάφερα και η πόρτα παρέμενε ερμητικά κλειστή. Έτσι, βρέθηκα παγιδευμένος μέσα σ' ένα κομμάτι του λαβύρινθου. Το κινητό μου τηλέφωνο δεν λειτουργούσε, ίσως επειδή το κτίριο ήταν φτιαγμένο με τεράστιες ποσότητες οπλισμένου σκυροδέματος (που τα μέταλλά του λειτουργούν σαν κλωβός Faraday, ο οποίος εμποδίζει τη διάδοση των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων). Από κάποιες τέτοιες συμπτώσεις γίνεται κανείς προληπτικός και θεωρεί τον αριθμό 13 ως γρουσούζικο!…

Φώναξα όσο πιο δυνατά μπορούσα, σφύριξα με τη σφυρίχτρα που έχω παντού και πάντοτε μαζί μου, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Όλοι οι ήχοι καταπνίγονταν από τους χοντρούς τοίχους και τις μεγάλες αποστάσεις… Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να περιμένω. Κάποτε ο καλός Θεός με λυπήθηκε κι έστειλε κάποιον υπάλληλο να περάσει από το σημείο, όπου είχα παγιδευτεί. Του εξήγησα ακριβώς τι μου συνέβη. Και αυτός ο καλός Χριστιανός (ή μάλλον Μωαμεθανός) με βοήθησε, σαν από μηχανής Θεός, με την κάρτα του: άνοιξε όλες τις πύλες και με οδήγησε μέχρι να φθάσω, επί τέλους, στην πολυπόθητη θυρίδα 13…


Περιήγηση στο Dar

Μερικά από τα αξιοπερίεργα που είδα στο Dar ήταν τα εξής:

  • Πολλά τρίκυκλα ποδήλατα που κυκλοφορούσαν εκεί ήταν ουσιαστικά "χειρήλατα", δηλαδή ο επιβάτης κουνούσε τα πεντάλ με τα χέρια του, γιατί τα πόδια του ήταν ατροφικά ή παράλυτα. Αυτή η τόσο συχνή αναπηρία οφειλόταν στο γεγονός ότι η πολιομυελίτιδα, δυστυχώς, έκανε θραύση εκεί, ιδίως στα παιδιά.

  • Μερικά κτίρια ήταν εξωτερικά βαμμένα μπλε και άσπρα με μία λοξή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα δύο χρώματα. Το γιατί δεν το γνωρίζω.

  • Αρκετά συχνά έβλεπα στο δρόμο παγωτατζήδες με τρίκυκλα ποδήλατα, που μετέφεραν τα παγωτά μέσα σ' ένα κασόνι-ψυγείο πάγου, στο εμπρός μέρος του ποδηλάτου. Ήταν ένα θέαμα που εξέλειπε από την Ελλάδα μερικές δεκαετίες…

Πήγα κατόπιν στο λιμάνι, για να βγάλω εισιτήριο για την εκδρομή μου στην Ζανζιβάρη που θα έκανα την επόμενη ημέρα με το πλοίο. Έβγαλα το εισιτήριο, αλλά διαπίστωσα ότι με χρέωσαν 20 δολάρια περισσότερο από το κανονικό, δήθεν για κάποιον ανύπαρκτο "έλεγχο ασφαλείας". Θύμωσα, βέβαια, αλλά δεν έδωσα συνέχεια στο επεισόδιο, γιατί γνωρίζω πολύ καλά (από πικρή πείρα στην Ινδονησία, στη Τζαμάικα και αλλού) ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, αν τυχόν κάνεις τον ζόρικο, οι ντόπιοι τραβάνε και μαχαίρι… Το μόνο που έκανα ήταν να αρνηθώ τις περαιτέρω "εξυπηρετήσεις" του ίδιου γραφείου, δηλαδή το να μου συστήσει και οδηγό για τη Ζανζιβάρη. Είπα «ευχαριστώ δεν θα πάρω» κι έφυγα.

Στην Τανζανία, δυστυχώς, λόγω της μεγάλης ανεργίας και της φτώχειας, πάρα πολλοί προσπαθούν να βγάλουν χρήματα από τους ξένους επισκέπτες, με κάθε τρόπο, αδιαφορώντας τελείως αν αυτός είναι νόμιμος ή παράνομος. Είναι εξαιρετικά επίμονοι κι ενοχλητικοί. Μοιάζουν με αρπακτικά όρνεα… Επειδή είναι πάμπολλοι, τους έχουν δώσει και ειδικό όνομα: Τους λένε «papasi», που σημαίνει τσιμπούρι!

Μία από τις συνέπειες αυτής της οικονομικής ανέχειας είναι και το γεγονός ότι όπου βρισκόμουν μου πρότειναν φορτικά και πιεστικά να μου κάνουν τον ταξιτζή. Κόρναραν, φώναζαν, χειρονομούσαν και με ακολουθούσαν από κοντά με επιμονή και υπομονή, ελπίζοντας ότι τελικά θα ενέδιδα. Αρνιόμουν όσο πιο ευγενικά γινόταν, παρόλο που η κατάσταση αυτή με ενοχλούσε και με κούραζε, αλλά δυστυχώς δεν με έπαιρνε να θυμώσω, να ξεσπάσω και να τους βρίσω (όπως πολύ το επιθυμούσα).

Καθώς περιδιάβαζα ολόκληρη την ημέρα μέσα στην πόλη, οι πιεστικές προτάσεις των ταξιτζήδων δεν ήταν μια ή δύο ή τρεις, αλλά γύρω στις 300! Κυριολεκτικά μου είχαν σπάσει τα νεύρα (αν αμφιβάλλετε, δεν έχετε παρά να δοκιμάσετε…). Με εντόπιζαν από πολύ μακριά, από το χρώμα του προσώπου μου, και εφορμούσαν ακάθεκτοι. Ξεχώριζα, όπως η μύγα μέσα στο γάλα, μόνο που στην προκειμένη περίπτωση το γάλα ήταν μαύρο και η μοναδική μύγα άσπρη… Στην αρχή διερωτόμουν πώς ήταν δυνατόν η πόλη αυτή να διαθέτει τόσα πολλά ταξί, αλλά γρήγορα κατέληξα στο συμπέρασμα ότι τα περισσότερα ήταν "πειρατικά". Φαίνεται ότι εκεί σχεδόν οποιοσδήποτε διέθετε αμάξι ήταν πρόθυμος να κάνει περιστασιακά τον "πειρατή", για να καλύψει ένα μέρος των εξόδων του…

Επισκέφθηκα διαδοχικά τα διάφορα αξιοθέατα της πόλης, μεταξύ των οποίων ήταν και αρκετά παλιά κτίρια από την εποχή της γερμανικής αποικιακής κατοχής, όταν η χώρα ονομαζόταν Γερμανική Ανατολική Αφρική. Ένα από αυτά ήταν ο σιδηροδρομικός σταθμός του Dar, που χτίστηκε έναν αιώνα πριν περίπου και, όπως φαίνεται, δεν έχει διατεθεί από τότε ούτε ένα δολάριο για τη συντήρησή του…

Ένα άλλο ήταν κάποιο στενό σπίτι, που έμοιαζε με ελληνική εκκλησία. Εκεί στεγαζόταν το εργαστήριο του Robert Koch, όταν αυτός ανακάλυψε τον βάκιλο της φυματίωσης. Το παλιό φρούριο Boma χρησιμοποιείται σήμερα ως γραφεία του Ο.Η.Ε. Στους τοίχους της μεγάλης βεράντας του παλιού Ταχυδρομείου είναι ακόμα χαραγμένα τα ονόματα των πεσόντων Γερμανών στρατιωτικών… Στο κτίριο Karimjee Hall ορκίστηκε πρόεδρος της απελευθερωμένης Τανζανίας ο Nyerere…

Χαρακτηριστικό μνημείο του Dar είναι και το Μνημείο Askari», ένα άγαλμα στρατιώτη ο οποίος κρατάει προτεταμένο το όπλο του, με την ξιφολόγχη στην προέκταση της κάνης. Ανεγέρθηκε για να τιμήσει τη μνήμη των πολυάριθμων εντόπιων στρατιωτών που έπεσαν πολεμώντας στην Ανατολική Αφρική, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτός ο πόλεμος στην Ανατολική Αφρική (του οποίου βέβαια οι αιτίες βρίσκονταν στην μακρινή Ευρώπη) έμεινε στην Ιστορία με το αστείο όνομα «ο πόλεμος του παγωτού». Ονομάσθηκε έτσι επειδή οι Βρετανοί ήταν σίγουροι ότι οι Γερμανοί εχθροί τους θα έλιωναν και θα διαλύονταν σε ελάχιστο χρόνο, όπως το παγωτό στον καυτό ήλιο της Αφρικής. Η πραγματικότητα, όμως, αποδείχθηκε πολύ πιο τραγική, όπως μαρτυρούν οι 100.000 νεκροί που έχασαν (αμέσως ή εμμέσως) τη ζωή τους στον πόλεμο αυτό…

Askari

Askari στα αραβικά σημαίνει στρατιώτης. Από την ίδια ρίζα προέρχεται και η λέξη "ασκέρι", την οποία καμιά φορά χρησιμοποιούμε κι εμείς (από την τουρκική asker = σώμα στρατού).

Το επίγραμμα στο μνημείο συνέθεσε ο Rudyard Kipling (συγγραφέας του "Μόγλη," του παιδιού της ζούγκλας).

Σε κάποια πλατεία βρήκα τυχαία παρκαρισμένο ένα μεγάλο τριαξονικό λεωφορείο με φοβερό εξοπλισμό, από πολλά εφεδρικά λάστιχα μέχρι… καυσόξυλα φορτωμένα επάνω στη σκεπή!. Άνηκε στην εταιρεία Dragoman, που οργανώνει διασχίσεις της Αφρικανικής ηπείρου. Σημείωσα τη διεύθυνση και τα τηλέφωνα, γιατί ποιος ξέρει; ίσως κάποτε κατορθώσω να συμμετάσχω κι εγώ σε μια τέτοια περιπέτεια…

Οι περιπλανήσεις μου με έφεραν και στον Ocean road (δρόμο του ωκεανού). Μετά από τα διάφορα περιποιημένα (και φυλασσόμενα) κυβερνητικά κτίρια έφθασα στην αποβάθρα, από όπου ξεκινούσαν τα τοπικά πορθμεία που συνδέουν τις δύο απέναντι ακτές στην είσοδο του κόλπου. Χιλιάδες άνθρωποι προτιμούσαν να χρησιμοποιούν τα σκάφη αυτά για να γλιτώνουν τη μεγάλη οδική διαδρομή κατά μήκος όλου του κόλπου.

Πέρασα έξω από το πολυτελές Swimming club, όπου συχνάζει η "ελίτ" της πόλης κι έφθασα μέχρι τις διάφορες ημιυπαίθριες αγορές, οι οποίες προστατεύονταν από τον ήλιο και τη βροχή με μεγάλα υπόστεγα. Πιο ζωηρή κίνηση είχαν οι αγορές των ψαριών, των λαχανικών και των φρούτων. Τα παρδαλά χρώματα των γυναικείων φορεμάτων συναγωνίζονται την ποικιλία των χρωμάτων και των σχημάτων της πραμάτειας τους !…

Εντύπωση μου έκαναν και οι πάγκοι που πουλούσαν παντός είδους κοχύλια και όστρακα, βαλσαμωμένους αστερίες και ιδιόρρυθμα ψάρια (όπως π.χ. pufferfish, που μοιάζει με αγκαθωτή μπάλα) και πολλά άλλα θαλασσινά για συλλογές.

Οι ακτίνες του ήλιου ήταν καυτές, αλλά με ανακούφιζε στην πολύωρη πορεία μου η δροσερή ωκεάνια αύρα του Ινδικού. Επέστρεψα στο κέντρο από την, πολύ συντομότερη και σκιερή - χάριν στις δενδροστοιχίες της, λεωφόρο Samora Machel, το όνομά της οποίας προέρχεται από τον ισχυρό άνδρα και παλαιό κυβερνήτη της γειτονικής Μοζαμβίκης.


Στην εξωτική Ζανζιβάρη, το νησί των μπαχαρικών, των αρωμάτων, των φρούτων και των λουλουδιών

Παρασκευή, 25.2.2005

Το πρωί ήμουν ο πρώτος στον μπουφέ, προκειμένου να έπαιρνα το πρωινό μου μόλις άνοιγε, ώστε να έφτανα στο λιμάνι στις 6:15, δηλαδή την ώρα που έγραφε το εισιτήριό μου.

Η πύλη του λιμανιού άνοιξε, τελικά, μισή ώρα αργότερα. Όλοι οι επιβάτες περάσαμε υποχρεωτικά από έλεγχο ασφαλείας. Αλλά, το μηχάνημα ανίχνευσης μεταλλικών αντικειμένων "σφύριζε" λιγάκι σε… όλες τις περιπτώσεις! Στην αρχή το πλοίο προχώρησε κατά μήκος της ακτής και πλάι σε μικρά νησάκια. Όταν βγήκαμε, όμως, στον ανοιχτό ωκεανό, το ταχύπλοο καταμαράν άρχισε να κλυδωνίζεται έντονα. Οι περισσότεροι επιβάτες του ήταν κάτοικοι του νησιού, μερικοί ήταν ξένοι όπως εγώ κι ένας ανήκε στη φυλή των Μασάι, που αναγνωριζόταν εύκολα από τον κόκκινο χιτώνα που φορούσε. Λέγοντας "Μασάι" εννοώ τη φυλή, που ζει κυρίως στην Κένυα και όχι την φυλή των "Μασάει", που …ενδημεί κυρίως στις Δημόσιες Υπηρεσίες!

Στη διάρκεια του ταξιδιού οι τηλεοράσεις του πλοίου πρόβαλαν μία βλακώδη αμερικανική ταινία, με διαφόρων ειδών φανταστικά τέρατα, την οποία εγώ μεν αρνιόμουν να δω, αλλά οι άλλοι επιβάτες την παρακολουθούσαν με πλήρη αφοσίωση και συμμετείχαν, βγάζοντας που και που κραυγές έκπληξης, τρόμου κ.λπ. Να πώς διαδίδεται η παντοειδής υποκουλτούρα στα διάφορα μήκη και πλάτη της γης…

Στο πλοίο, σε μια θέση κοντά στη δική μου, καθόταν μία νεαρή, μοντέρνα κοπέλα, η οποία στη διάρκεια του ταξιδιού μιλούσε στο κινητό της, χαριεντιζόταν και έκλεινε κάποιο ραντεβού. Λίγο πριν φθάσουμε στο λιμάνι έβγαλε από την αποσκευή της μία "μπούρκα", τη φόρεσε και καλύφθηκε ολόκληρη από την κορυφή μέχρι τα νύχια! Η μεταμόρφωσή της ήταν πλήρης. Δεν πίστευα τα μάτια μου… Η καημένη ήταν, προφανώς, αναγκασμένη να τηρεί τις πουριτανικές συνήθειες της μουσουλμανικής πλειοψηφίας του νησιού της…

Μπούρκα

Η μαύρη μακριά ολόσωμη κελεμπία, που φορούν οι γυναίκες της Ζανζιβάρης, ονομάζεται bui-bui.

Φθάνοντας στη Ζανζιβάρη όλοι οι επισκέπτες, ακόμα και όσοι προέρχονταν από άλλες περιοχές του ιδίου κράτους, δηλαδή της Τανζανίας, ήταν υποχρεωμένοι να περάσουν από συνοριακές διατυπώσεις και να πάρουν σφραγίδα εισόδου στο διαβατήριό τους. Αυτό οφειλόταν στο ότι το νησί των Σουλτάνων διατηρεί ακόμη μια σχετική αυτοτέλεια και μια κάποια περιορισμένη ανεξαρτησία.

Επειδή η έκταση του νησιού είναι μεγάλη, για να κινηθώ χρειάστηκε να πάρω ένα αυτοκίνητο με οδηγό, που το μοιράστηκα με μία Ιρλανδέζα, την οποία γνώρισα στο πλοίο.

Επισκεφθήκαμε πρώτα ένα παλιό ερειπωμένο ανάκτορο. Ιδιαίτερη εντύπωση μου έκαναν τα διαμερίσματα του χαρεμιού όπου έμεναν οι γυναίκες. Ο επόμενος σταθμός μας ήταν σ' ένα ναυπηγείο, στο οποίο κατασκευάζονται τα κλασικά πλοία του Ινδικού ωκεανού, τα dhow (ντάου). Οι τεχνίτες για να αποφύγουν τις καυτές ακτίνες του ήλιου επιδίωκαν, κατά το δυνατό, να εργάζονται στη σκιά των γειτονικών πελώριων πυκνόφυλλων δένδρων μάνγκο. Τα πλοία που έφτιαχναν εκεί ήταν από τα μεγαλύτερα ντάου, που είχα δει ποτέ. Χρειάστηκα μια ψηλή σκάλα, για να ανέβω μέχρι την κουπαστή και να μπω μέσα. Η κατασκευή των σκαφών γινόταν με ξύλο red mahagony (κόκκινο μαόνι), με τις παλιές παραδοσιακές μεθόδους. Είδα ένα τεχνίτη να ανοίγει τρύπες με ένα πρωτόγονο τρυπάνι, που το γύριζε με τον εξής τρόπο: είχε τυλίξει γύρω του λίγες βόλτες από ένα λεπτό σκοινί, το οποίο ήταν στερεωμένο σε ένα μακρύ ξύλο, σαν να ήταν χορδή σε ξύλινο τόξο. Μετακινώντας αυτό το ασυνήθιστο "τόξο" δεξιά κι αριστερά η χορδή του (δηλαδή το σκοινάκι) συμπαρέσυρε και περιέστρεφε, αντιστοίχως δεξιά κι αριστερά, το τρυπάνι! Οι κινήσεις του τεχνίτη έμοιαζαν με τις κινήσεις βιολιστή, που παίζει κουνώντας το δοξάρι του…


Ένα αγρόκτημα σωστός βοτανικός κήπος

Επισκεφθήκαμε, κατόπιν, ένα αγρόκτημα σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από την πρωτεύουσα του νησιού, η οποία ονομάζεται «Stone town». Σ' αυτό το κτήμα υπήρχε μια απίστευτη ποικιλία τροπικών δένδρων και θάμνων διαφόρων ειδών, που ευδοκιμούσαν και αναπτύσσονταν όλα σε απόσταση μερικών βημάτων το ένα από το άλλο! Είχαν φυτρώσει σε τυχαίες, ακανόνιστες θέσεις, σαν να ήταν αυτοφυή και αποτελούσαν αντιπροσωπευτικό δείγμα της πλουσιότατης χλωρίδας, που ευδοκιμεί στο εύφορο νησί. Ίσως, όμως, μερικά από αυτά να είχαν φυτευτεί από ανθρώπινο χέρι. Νόμιζα ότι βρίσκομαι στον κήπο της Εδέμ!

Τα διάφορα είδη της εξωτικής βλάστησης, ακριβώς με τη σειρά που τα συνάντησα είναι:

  • Το δένδρο «ylang-ylang», ιθαγενές της τροπικής Ασίας με αρωματικά πρασινοκίτρινα άνθη, από τα οποία παρασκευάζεται το ομώνυμο άρωμα και αρωματικά έλαια.

  • Το δένδρο «zanzibar apple» (μήλο της Ζανζιβάρης), με μωβ λουλούδια.

  • Το δένδρο «guava» ή «guayaba», το οποίο παράγει το ομώνυμο φρούτο. Αυτό αρχικά είναι σαν πράσινο καρύδι, που κιτρινίζει όταν ωριμάσει. Η σάρκα του είναι γλυκιά, με χρώμα κοκκινωπό ή ροζέ.

  • Το «κακαόδενδρο» από τους σπόρους του οποίου παράγεται το κακάο και η σοκολάτα. Ο καρπός του έχει σχήμα και μέγεθος μικρού οβάλ πεπονιού και ξεφυτρώνει κατά περίεργο τρόπο απ' ευθείας από τον κορμό ή από χοντρά κλαδιά.

  • Το δένδρο «rose apple», αειθαλές που κατάγεται από την νοτιοανατολική Ασία. Σε διάφορα μέρη είδα συνολικά 5 διαφορετικά είδη rose apple (= ροδόμηλα), τα οποία παράγουν αρωματικά φρούτα αλλιώτικα το ένα από το άλλο. Αυτά χρησιμοποιούνται συχνά για παρασκευή μαρμελάδας.

  • Το δένδρο της «καφετιάς», οι καρποί του οποίου αναπτύσσονται επάνω σε ένα μίσχο και είναι σαν στρογγυλές μπαλλίτσες, αρχικά πράσινες αλλά κοκκινίζουν σιγά-σιγά καθώς ωριμάζουν.

  • Το δένδρο του «lime», το οποίο κατάγεται από την Ασία. Είναι εσπεριδοειδές, με πυκνό φύλλωμα από ζωηρά σκουροπράσινα φύλλα. Οι καρποί του είναι μικροί, καταπράσινοι, σχεδόν σφαιρικοί (σε μέγεθος όσο τα μπαλλάκια του πιγκ-πογκ) πολύ ζουμεροί, δηλαδή βγάζουν πάρα πολύ χυμό για το μέγεθός τους και αντικαθιστούν το λεμόνι στις τροπικές χώρες.

  • Το δένδρο «golden mango» ή «golden apple», το οποίο είναι πελώριο σε διαστάσεις και ο καρπός του, που μοιάζει με μάνγκο, είναι αρχικά πράσινος και κατόπιν κιτρινίζει (από αυτό πήρε το όνομά του).

  • Το «κάρδαμο». Είναι θάμνος που κατάγεται από τις Ινδίες, με στελέχη που ξεκινούν από το έδαφος και έχει μακρόστενα φύλλα. Ο καρπός του ξεκινάει επίσης από τη ρίζα. Οι σπόροι του είναι αρωματικοί και χρησιμεύουν ως καρύκευμα.

  • Η «μπανανιά» , το γνωστό και σε εμάς δένδρο. Στη Ζανζιβάρη μου είπαν ότι δεν πεθαίνει πριν βγάλει έστω κι ένα φρούτο.

  • Η «βανίλια», ένα πολυετές αναρριχόμενο φυτό σαν φασολιά. Οι καρποί της είναι στενόμακροι, όπως το χαρούπι ή το φασόλι. Τα άνθη της είναι λευκοκίτρινα. Από τους σπόρους της παράγεται ωραιότατο άρωμα, που χρησιμοποιείται στη μαγειρική, στην αρωματοποιεία κ.α. Το γνήσιο άρωμα της βανίλιας είναι πανάκριβο και γι' αυτό παράγεται συνθετικώς απομίμησή του.

  • Το δένδρο του «nutmeg» (μοσχοκάρυδου) είναι αειθαλές και προέρχεται από τις Ανατολικές Ινδίες. Ο καρπός του είναι πράσινος και αργότερα γίνεται κίτρινος. Το κουκούτσι του (η ψυχή) είναι κόκκινο απ' έξω. Οι γυναίκες της περιοχής το αλέθουν και το τρώνε, για να… αποκτήσουν θάρρος. Τη σάρκα του καρπού τη χρησιμοποιούν για να φτιάχνουν ένα είδος πόριτζ (χυλός που συνηθίζουν να τρώνε οι Εγγλέζοι στο πρωινό τους). Οι σκληροί αρωματικοί σπόροι του τρίβονται ή αλέθονται και χρησιμεύουν σαν μπαχαρικό.

  • Το «durian» είναι ένα πελώριο δένδρο, το οποίο βγάζει τους ομώνυμους μεγάλους πρασινοκίτρινους καρπούς, που μοιάζουν με αγκαθωτό πεπόνι. Μυρίζουν πολύ άσκημα, αλλά στο εσωτερικό τους περιέχουν έναν εύγευστο μαλακό πολτό.

  • Το «jack fruit» είναι ένας παρόμοιος σε εμφάνιση καρπός, ο οποίος όμως δεν έχει την απαίσια μυρουδιά του durian. Το δένδρο κατάγεται από την τροπική Ασία.

  • Το «annatto» ή «lipstick tree» (= δένδρο του κραγιόν των χειλιών). Είναι δενδρύλλιο ή θάμνος από την τροπική Αμερική, με καρδιόσχημα φύλλα και εντυπωσιακά ροζ ή λευκά άνθη. Από τους σπόρους του βγαίνει μία έντονη χρωστική και λιγότερο αρωματική ουσία με πολλαπλές χρήσεις, π.χ. στο ινδικό φαγητό tandoori, για τον χρωματισμό του δέρματος των ιθαγενών της φυλής Μασάι, ως βαφή για το χαρακτηριστικό κόκκινο σημάδι που φέρουν στο μέτωπο οι γυναίκες των Ινδιών (για να δείξουν ότι είναι παντρεμένες) κ.λπ. κ.λπ.

  • Το φυτό «cassava» είναι ένας θάμνος με μεγάλα ανοιχτοπράσινα φύλλα και κοκκινωπούς μίσχους. Αποτελεί βασικό στοιχείο της διατροφής των κατοίκων των τροπικών χωρών.

  • Ο θάμνος του «lemon grass» (λεμονόχορτο) μοιάζει με βούρλο, αλλά έχει πλατιά φύλλα (όχι βελονοειδή). Χρησιμοποιείται για αρωματισμό του τσαγιού και για την κατασκευή πλεκτών χειροτεχνημάτων. Ένας μικρός από το αγρόκτημα μάς έπλεξε με τα φύλλα του, μέσα σε ελάχιστο χρόνο και με εξαιρετική δεξιοτεχνία, μια πράσινη γραβάτα για μένα κι ένα πράσινο βραχιόλι για την Ιρλανδέζα και μας τα χάρισε ως ενθύμια!

  • Το δένδρο του «starfruit». Ο καρπός του ονομάστηκε έτσι, επειδή μοιάζει με άστρο (έχει δηλαδή μεγάλες μυτερές προεξοχές). Τα άνθη του είναι πολύ μικρά κι έχουν χρώμα μωβ. Το δένδρο αυτό έχει κι ένα δεύτερο όνομα: «carambola». Έτσι το αποκαλούν οι Πορτογάλοι, που υπήρξαν οι μεγάλοι θαλασσοπόροι και εξερευνητές του μεσαίωνα.

  • Ο θάμνος «lumeric». Είναι ένα μικρό φυτό, του οποίου οι υπόγειοι κόνδυλοι (χονδρές ρίζες) έχουν κίτρινο χρώμα. Από αυτούς παράγεται μία πολύ ισχυρή βαφή, χρήσιμη για την παρασκευή του φαγητού curry.

  • Το «bread fruit» (αρτόδενδρο) αειθαλές δένδρο από τη Μαλαισία που έχει μεγάλο στρογγυλό, κιτρινωπό φρούτο, το οποίο τρώγεται.

  • Το δένδρο που παράγει το μπαχαρικό γαρύφαλλο ή μοσχοκάρφι (clove). Είναι ιθαγενές των νησιών Μollucas της Ινδονησίας. Η Ζανζιβάρη έχει τη μεγαλύτερη παραγωγή παγκοσμίως.

  • Το δένδρο «leech». Πρόκειται για ένα μικρό φρούτο σε μέγεθος μούσμουλου.

  • Το δένδρο «cinnamon» (κανέλα) που κατάγεται από την Ασία. Η γνωστή σε όλους αρωματική σκόνη παράγεται από τον εσωτερικό φλοιό του δένδρου. Αλλά και τα φύλλα του είναι εμποτισμένα από το ίδιο πολύ χαρακτηριστικό άρωμα.

  • Το αναρριχόμενο φυτό «passion flower» (άνθος του πάθους) έχει ανοιχτό μωβ χρώμα, ανήκει στην οικογένεια passiflora και δίνει το passion fruit. To «φρούτο του πάθους» είναι σφαιρικό, πράσινο, έχει μέγεθος μεγάλου κορόμηλου και κιτρινίζει καθώς ωριμάζει. Στο εσωτερικό του έχει μικρά σκουρόχρωμα σποράκια μέσα σε πυκνόρρευστο ημιδιαφανές κιτρινωπό υγρό. Πολύ νόστιμος είναι ο χυμός του, ο οποίος έχει κίτρινο χρώμα.

  • Η «πιπεριά» είναι ένα αναρριχόμενο φυτό με καρπό σε σχήμα τσαμπιού, που αποτελείται από μικρές μπαλίτσες. Το εσωτερικό τους είναι άσπρο ενώ το εξωτερικό χρώμα είναι πράσινο. Με κατάλληλη επεξεργασία κατά την ξήρανση γίνεται το κόκκινο και το μαύρο πιπέρι.

  • Το δένδρο «henna» που κατάγεται από τη Μέση Ανατολή και έχει κόκκινα ή λευκά άνθη. Από τα αποξηραμένα και αλεσμένα φύλλα του παράγεται η γνωστή ομώνυμη βαφή, που τόσο πολύ εκτιμάει και χρησιμοποιεί το γυναικείο φύλο… Χρησιμεύει επίσης για να βάφονται δέρματα και υφάσματα.

  • Το φυτό «ginger». Η επίσημη μετάφρασή του στα ελληνικά είναι "ζιγγίβερις", λέξη που αγνοούμε σχεδόν όλοι οι Έλληνες. Πρόκειται για μικρό φυτό, που οι ρίζες του χρησιμοποιούνται, εκτός των άλλων, στην παρασκευή ginger beer (τζιτζιμπίρα), που έπιναν άλλοτε οι Άγγλοι ευγενείς στην Κέρκυρα κι έγινε σχεδόν το παραδοσιακό ποτό του νησιού. Μια δεύτερη ονομασία του φυτού αυτού είναι «πιπερόριζα».

Λίγο πριν από την αναχώρησή μας ο νεαρός του αγροκτήματος μας έφερε ένα κουβά γεμάτο από ολόκληρους καρπούς κάρδαμου, για να μας τους δείξει. Στο εξωτικό νησί των μπαχαρικών κάθε απλό αγρόκτημα μοιάζει με ολόκληρο βοτανικό κήπο! Στη Ζανζιβάρη δεν παράγεται μόνο μία απίστευτη ποικιλία από μπαχαρικά, φρούτα, λουλούδια και μυρωδικά, αλλά επίσης και διάφορα σύνθετα προϊόντα από αυτά, όπως π.χ. σαπούνι με άρωμα κανέλας κ.ο.κ. Το εμπόριο των καρυκευμάτων κατά τους περασμένους αιώνες απέφερε πάρα πολύ πλούτο στο νησί της Ζανζιβάρης. Τον μεσαίωνα τα μπαχαρικά είχαν την αξία που έχει το πετρέλαιο στην σύγχρονη εποχή…

Στη χώρα μας, πριν εμφανισθούν τα Super Market, τα μπακάλικα είχαν απ' έξω την επιγραφή «Εδώδιμα και Αποικιακά» !

Επιστρέφοντας προς την πρωτεύουσα περάσαμε από διάφορα σχολεία. Όλα τα κορίτσια φορούσαν μακριές μανδήλες, σαν λεπτά πέπλα, που τους έφθαναν μέχρι τη μέση. Τα χρώματα των πέπλων ήταν διάφορα, γιατί κάθε σχολείο είχε το δικό του χαρακτηριστικό χρώμα. Επίσης, τα μικρά μαυράκια, που έπαιζαν έξω από τα σπίτια τους, ήταν πολύ χαριτωμένα!


Περιήγηση στη Stone town

Για μεσημέρι φάγαμε σε μια αραβική ταβέρνα μαζί με ντόπιους. Ήταν μια εμπειρία που… πρόσθεσα στη συλλογή μου (αλλά για μια φορά μόνο…).

Τα αξιοθέατα της πρωτεύουσας του νησιού είναι πολλά. Η περιπλάνηση στα στενά σοκάκια της παλιάς Stone town ήταν η πρώτη γνωριμία με την πόλη, η οποία υπήρξε το χωνευτήριο διαφορετικών λαών και πολιτισμών: από τη γειτονική μαύρη αφρικανική στεριά, από την μελαψή αραβική ανατολή, από την χαλκόχρωμη ινδική χερσόνησο και από τη μακρινή λευκή Ευρώπη των θαλασσοπόρων, των εμπόρων και των κατακτητών-εποίκων.

Δυστυχώς, στις αρχές της δεκαετίας του 1980 αρκετά από τα παλιά κτίρια, μερικά αληθινά αρχιτεκτονικά κομψοτεχνήματα, κατέρρευσαν, κυρίως κατά την εποχή των βροχών ή αμέσως κατόπιν. Στη θέση τους ανεγέρθηκαν καινούργια σπίτια με ενιαίο "σοσιαλιστικό" στυλ και ρυθμό. Τα τελευταία χρόνια, όμως, έγινε μεγάλη προσπάθεια διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και με την οικονομική υποστήριξη του ιδρύματος Αγά Χαν. Αρκετά κτίρια αναστυλώθηκαν ή αναπαλαιώθηκαν και αποτελούν πια τα κοσμήματα της πόλης. Η σημερινή Stone town αποτελεί ένα υπαίθριο μουσείο με μείγμα αραβικού - σουαχίλι - βικτοριανού ρυθμού, ένα περίεργο "μωσαϊκό", που αντικατοπτρίζει την πολυκύμαντη ιστορία της.

Στις περιηγήσεις μου διαπίστωσα ότι οι ξύλινες θύρες των παλιών κτιρίων ήταν σκαλισμένες με περίτεχνο τρόπο και με την ίδια φροντίδα είχαν φιλοτεχνηθεί πολλά μπαλκόνια και πλαίσια παραθύρων. Το μάτι ενός έμπειρου παρατηρητή μπορούσε να διακρίνει τις επιδράσεις των παραδόσεων και τρόπων ζωής των διαφόρων φυλών της πολυπολιτισμικής Ζανζιβάρης: Οι εξώθυρες π.χ. των κατοικιών των Ινδών ήταν καλυμμένες με μεγάλες μυτερές μεταλλικές προεξοχές σε σχήμα πυραμίδας, ώστε να μην τις πλησιάζουν οι ελέφαντες (όπως συνηθιζόταν στην πατρίδα τους). Τα αραβικά σπίτια ήταν κλειστά και εσωστρεφή, ενώ όσα από αυτά κατοικήθηκαν από Ινδούς απέκτησαν πρόσθετα μπαλκόνια. Γιατί, σύμφωνα με τα αραβικά έθιμα, οι γυναίκες δεν πρέπει να εκτίθενται στα βέβηλα βλέμματα των ξένων, ενώ αντιθέτως η ινδική κουλτούρα επιτρέπει στις γυναίκες τις δημόσιες εμφανίσεις.

Μερικές παλιές αραβικές εξώθυρες έφεραν επιγραφές από το Κοράνι, ενώ πολλές Ινδικές διακοσμούνταν με άνθη λωτού (σύμβολο της αναπαραγωγής), ψάρια (σύμβολο της γονιμότητας) ή αλυσίδες (σύμβολο της ασφάλειας). Οι παραδοσιακές θύρες ήταν φτιαγμένες από ξύλο teak.

Το παλιό αραβικό φρούριο («Νοgome kongwe») χτίστηκε από τη δυναστεία Al Yarubi του Ομάν, μεταξύ των ετών 1698 και 1701, στη θέση όπου υπήρχε παλαιότερα μία πορτογαλική εκκλησία. Κατά τον 19ο αιώνα χρησιμοποιήθηκε ως φυλακή, στα ανατολικά τείχη του μάλιστα γίνονταν οι εκτελέσεις των καταδίκων. Ένα τμήμα του χρησιμοποιείτο σήμερα ως αμφιθέατρο για πολιτιστικές εκδηλώσεις χορού, μουσικής κ.λπ.

Το επιβλητικό κτίριο «Beit el Ajaib» αποτελούσε το αρχιτεκτονικό "σήμα κατατεθέν" της Ζανζιβάρης. Όμως, χωρίς συζήτηση, ένα από τα ωραιότερα κτίρια της πόλης ήταν το Παλαιό Φαρμακείο «Ithnaasheri», που χτίστηκε μεταξύ των ετών 1887 και 1894, σε σχέδια ενός Ισμαηλίτη Ινδού αρχιτέκτονα.


Η φρίκη του δουλεμπορίου

Η κεντρική αγορά («Darajani») ήταν πολυάνθρωπη, πολύχρωμη και πολύβουη με διάφορες περίεργες εξωτικές μυρωδιές. Ακόμη και αν δεν έχει κανείς πρόθεση να ψωνίσει, αξίζει να την επισκεφθεί.

Σε μικρή απόσταση σώζονταν μερικές υπόγειες φυλακές σκλάβων. Εκεί φυλασσόταν το "ανθρώπινο εμπόρευμα", μέχρι να φορτωθεί στα πλοία για να αποσταλεί στους νέους ιδιοκτήτες του. Υπήρχαν χωριστά κελιά για άνδρες και για γυναίκες. Οι βαριοί σιδερένιοι χαλκάδες, οι χοντρές αλυσίδες και τα ανοιχτά χαντάκια, που χρησίμευαν ως πρωτόγονη "αποχέτευση" αυτών των απάνθρωπων φυλακών, φέρνουν ανατριχίλα στους επισκέπτες… Στη γειτονική πλατεία γίνονταν οι πλειστηριασμοί για την πώληση των σκλάβων. Όταν πια απαγορεύτηκε το δουλεμπόριο (το 1873), Βρετανοί ιεραπόστολοι αγόρασαν αυτόν τον χώρο αγοραπωλησίας ανθρώπων κι έχτισαν μία αγγλικανική «Εκκλησία του Χριστού», η οποία εγκαινιάσθηκε το 1880. Στη θέση του ιερού υπήρχε άλλοτε ένα δέντρο, όπου οι άραβες έδεναν τους μαύρους σκλάβους τους. Ο πρώτος επίσκοπος E. Steere μερίμνησε για τη μεταγραφή της γλώσσας Σουαχίλι από το αραβικό στο λατινικό αλφάβητο και συνέταξε το πρώτο λεξικό σουαχίλι - αγγλικής.

Δουλεμπόριο

Το εμπόριο των σκλάβων στον Ινδικό ήταν στα χέρια Αράβων δουλεμπόρων. Αυτοί προμηθεύονταν το ζωντανό εμπόρευμά τους, που ονόμαζαν «μαύρο ελεφαντόδοντο», σχεδόν αποκλειστικά από τη Δυτική Αφρική.

Από το 1820, όμως, το βρώμικο επάγγελμά τους αντιμετώπιζε δυσκολίες από τους Ευρωπαίους αποίκους. Εστράφησαν τότε στις ακτές της Ανατολικής Αφρικής, για να ικανοποιήσουν τις μεγάλες ανάγκες σε εργατικά χέρια που είχαν οι φυτείες των νησιών του Ινδικού, η Αραβία, αλλά και άλλες χώρες.

Υπολογίζεται ότι περίπου 50.000 σκλάβοι απάγονταν κάθε χρόνο από την Ταγκανίκα και ξεκινούσαν για το ταξίδι χωρίς επιστροφή. Καραβιές δυστυχισμένων ανθρώπων ταξίδευαν κάτω από άθλιες συνθήκες και μόνον οι "τυχεροί" από αυτούς έφθαναν ζωντανοί στο λιμάνι του καταναγκαστικού προορισμού τους.

Κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου ήταν η Ζανζιβάρη. Το δουλεμπόριο απαγορεύτηκε μεν το 1873, αλλά η οριστική διακοπή του επιτεύχθηκε μόλις το 1918. Τότε εντοπίστηκαν οι τελευταίες σπηλιές, όπου οι δουλέμποροι είχαν κρύψει και φυλακίσει σκλάβους. Οι έμποροι συνελήφθησαν, δικάστηκαν και τελικά καταδικάστηκαν σε φυλάκιση.

Ίσως, όμως, η πιο ανατριχιαστική πτυχή της ιστορίας των σκλάβων να είναι το ότι μερικές φορές τους έθαβαν ζωντανούς σε τοίχους κτιρίων! Έτσι, π.χ. βρέθηκαν σκελετοί στα θεμέλια του κτιρίου των τηλεπικοινωνιών Cable and Wireless! Και η τραγική ειρωνεία είναι ότι κάποιοι μεγάλοι υπέρμαχοι της απελευθέρωσης των σκλάβων έμεναν, χωρίς να το ξέρουν βεβαίως, σε κτίρια (όπως το Mambo Msigee) όπου στους τοίχους τους υπήρχαν σκλάβοι θαμμένοι ζωντανοί!

Αποχαιρέτησα τη Ζανζιβάρη από τη μεγάλη βεράντα του «Africa House Club», με την υπέροχη θέα προς την παραλία και το λιμάνι. Αυτό το πολυτελές εντευκτήριο άνηκε στο μεγαλοπρεπές κλασικό «Africa House Hotel», το οποίο διατηρούσε αμετάβλητη την παλιά βρετανική παράδοση της εποχής των αποικιών. Ίσως οι τότε υποτελείς λαοί να υπέφεραν τα πάνδεινα, αλλά σίγουρα οι ευρωπαίοι αποικιοκράτες περνούσαν "ζωή χαρισάμενη". Ξαπλωμένος κι εγώ σε μια πολύ αναπαυτική πολυθρόνα απόλαυσα το ηλιοβασίλεμα και τη θέα, πίνοντας ένα ποτό που πολύ επιτυχημένα οι Αγγλοσάξονες αποκαλούν «sun downer». Είναι αυτό που συντροφεύει τον ήλιο στη δύση του και βοηθάει να ξεπεράσεις την υποσυνείδητη μελαγχολία για την ημέρα που σβήνει…

Στο λιμάνι τα κτίρια του τελωνείου και της υπηρεσίας μετανάστευσης βρίσκονταν επάνω σε μία μικρή χερσόνησο. Στη μία πλευρά της ήταν αραγμένα παλιά φορτηγά ντάου, καθώς και μερικά παραδοσιακά «γκαλάβα» (ngalawa), δηλαδή μικρά, στενόμακρα καταμαράν. Στην αποβάθρα της άλλης πλευράς ήταν δεμένα τα επιβατικά πλοία και πορθμεία. Προς τα εκεί κατευθύνθηκα κι εγώ, αφού πέρασα τις γραφειοκρατικές διατυπώσεις ελέγχου διαβατηρίων, εισιτηρίων κ.λπ.

Επιστρέφοντας στο Dar πήγα αμέσως στο ξενοδοχείο, πήρα τις αποσκευές μου και αναχώρησα κατ' ευθείαν για το αεροδρόμιο. Για να γλιτώσω μια μέρα απουσίας από τη δουλειά μου προτίμησα να πάρω νυκτερινή πτήση. Μετά από μία ενδιάμεση στάση στην πρωτεύουσα της Κένυας Nairobi (που στην Ελλάδα έγινε πολύ γνωστή από την επεισοδιακή σύλληψη εκεί του Κούρδου ηγέτη Οτσαλάν), προσγειώθηκα στο Ντουμπάι κατά τα ξημερώματα.


Στο εκπληκτικό Dubai

Σάββατο, 26.2.2005

Μετά την ολονύχτια πτήση έφθασα στο ξενοδοχείο «Riviera» πολύ νωρίς, πριν από τις 8:00 και βέβαια το δωμάτιό μου δεν ήταν έτοιμο. Πήρα, λοιπόν, πρώτα το πρωινό μου από τον πλούσιο μπουφέ, μα κι όταν τελείωσα ακόμη δεν υπήρχε δωμάτιο. Είχα φροντίσει από πολύ καιρό να κλείσω δωμάτιο με θέα προς το «creek», δηλαδή τον μακρύ και πλατύ όρμο (ποταμοκόλπο) που χωρίζει την πόλη στα δύο, σαν πλατύ κανάλι. Τα δωμάτια με θέα, βεβαίως, είχαν αρκετά υψηλότερη τιμή. Επειδή περίμενα περίπου μιάμιση ώρα και το δωμάτιο αργούσε ακόμα να ετοιμαστεί, τελικά μου έδωσαν την καλύτερη σουίτα του ξενοδοχείου, που είχε μεγάλη γωνιακή βεράντα με φανταστική θέα! Μόλις βγήκα έξω στη βεράντα κυριολεκτικά ενθουσιάστηκα κι εντυπωσιάσθηκα από το θέαμα. Τράβηξα μερικές φωτογραφίες, κατόπιν άλλαξα ρούχα και ξεκίνησα αμέσως για μια βόλτα στην πόλη, δεδομένου ότι τα αξιοθέατά της τα είχα δει σε προηγούμενο ταξίδι. Πρώτα επισκέφθηκα την κεντρική Τράπεζα, για τον γνωστό λόγο (ακυκλοφόρητα νομίσματα για τη συλλογή μου). Με μια γραφική abra, δηλαδή βενζινάκατο-υδροταξί, πέρασα στην απέναντι όχθη, πληρώνοντας μισό ντιράμ (περίπου 10 λεπτά). Η λέξη «abra» σημαίνει «πέρασμα απέναντι» και γι' αυτό ονόμασαν έτσι αυτές τις βενζινακάτους.

Κατόπιν πήρα ένα διώροφο λεωφορείο, που ονομάζεται «Βig bus» και έκανε τον γύρο ολόκληρης της πόλης (το οποίο παλιά δεν υπήρχε). Δυστυχώς, όμως, είχαν δώσει περισσότερη έμφαση στις στάσεις σε διάφορα εμπορικά κέντρα (για προφανείς λόγους) απ' ό,τι στα αξιοθέατα. Η κυκλοφορία των αυτοκινήτων είχε γίνει πολύ πιο πυκνή στα 4 χρόνια που έχω να επισκεφθώ το Dubai. Είχαν επίσης χτιστεί ένα σωρό καινούργια κτίρια, ξενοδοχεία, γραφεία, κατοικίες κ.λπ.

Εκεί, όμως, όπου κυριολεκτικά έπαθα σοκ ήταν όταν έφθασα στο περίφημο ξενοδοχείο «Burj al Arab» των 7 αστέρων, το οποίο αποτελούσε το σύμβολο της πόλης. Αυτό, όταν το είχα επισκεφθεί, βρισκόταν στην άκρη της παραλίας. Από εκεί και πέρα ήταν ερημιά! Σ' αυτή την επίσκεψή μου όχι μόνο είχαν χτισθεί πελώρια συγκροτήματα, αλλά και ο οικοδομικός οργασμός είχε επεκταθεί αφάνταστα. Οι ουρανοξύστες διαδέχονταν ο ένας τον άλλον. Σε μια περιοχή μόνο είδα τουλάχιστον 30 μεγάλους ουρανοξύστες υπό κατασκευή, δίπλα-δίπλα! Τέτοιο θέαμα δεν είχα ξαναδεί ποτέ άλλοτε, πουθενά στο κόσμο. Δεν μπορούσε να συγκριθεί ούτε καν με τον οικοδομικό πυρετό που επικράτησε στο Βερολίνο μετά την επανένωση της Γερμανίας και πριν από τη μεταφορά της πρωτεύουσας της χώρας εκεί, γεγονός που δημιούργησε μεγάλες και επείγουσες ανάγκες για κυβερνητικά κτίρια. Και να μη λησμονούμε ότι η Γερμανία είναι μία προηγμένη χώρα με 80 εκατομμύρια κατοίκους!

Οι πανύψηλοι οικοδομικοί γερανοί ήταν τόσο πολλοί που συνέθεταν ολόκληρο "δάσος"! Ίσως να μην απορεί κανείς για τον τρόπο ανεύρεσης των τεράστιων κεφαλαίων που απαιτούνται γι' αυτές τις τρομακτικές επενδύσεις. Ίσως, όμως, να διερωτάται, ποιες εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων θα κατοικήσουν και θα επανδρώσουν αυτά τα πελώρια νέα κτίρια. Εγώ πάντως εντυπωσιάσθηκα από την οργάνωση με την οποία λειτουργούσαν τα γιγαντιαία εργοτάξια, με τις πάμπολλες χιλιάδες εργαζομένων, τις πολλές εκατοντάδες μηχανημάτων και φορτηγών αυτοκινήτων, που μετέφεραν αδιάκοπα υλικά και εξοπλισμό. Όλα αυτά τα "μελίσσια" κινούνταν μέσα σε σχετικά περιορισμένο χώρο και ήταν να απορείς πώς δεν γίνονταν ατυχήματα…

Στο Ντουμπάι ζουν πάρα πολλές εθνότητες, που δεν είναι καν μειονότητες! Η παρουσία τους γίνεται έντονα αισθητή. Οι ξένοι αποτελούν το 80% του συνολικού πληθυσμού! Βεβαίως, δεν τους δίνουν την υπηκοότητα για πολύ ευνόητους λόγους… Μια μεγάλη διαφορά σε σχέση με την Τανζανία είναι ότι στο Ντουμπάι κανείς δεν σε ενοχλεί με προτάσεις και προσφορές…

Μετά από το Burj al Arab είχε κτισθεί ένα πελώριο ξενοδοχειακό συγκρότημα, αραβικού γούστου ίσως, αλλά πάντως υπερπολυτελές, το οποίο επρόκειτο να εγκαινιαστεί σε μερικές μέρες. Σε διάφορα σημεία επιχωμάτωναν τη θάλασσα για να χτίσουν. Δύο πολύ μεγάλα οικιστικά συγκροτήματα ήταν υπό κατασκευήν. Το ένα είχε σχήμα φοίνικα ενώ το άλλο χάρτη της υδρογείου. Ήδη είχαν προπωληθεί τμήματά τους σε ζάπλουτους πελάτες (διάσημους ηθοποιούς, καλλιτέχνες, ποδοσφαιριστές κλπ.), σε τιμές, βέβαια, απρόσιτες για τους κοινούς θνητούς! Ένας καινούργιος υπερ-υψηλός πύργος ο «Burj Dubai» επρόκειτο να κατασκευαστεί μέχρι το 2008, ο οποίος θα είχε ύψος μεγαλύτερο από 600 μέτρα και προφανώς θα ήταν (τότε) το ψηλότερο κτίριο της γης (το υψηλότερο κτίριο σήμερα είναι το BURJ KHALIFA, με ύψος 828μ.)!

Burj Dubai

Η εταιρεία που το κατασκεύασε ανακοίνωσε τότε, ότι όλα τα 700 υπερπολυτελή διαμερίσματά του πουλήθηκαν μέσα σε οκτώ ώρες από την έναρξη της διάθεσής τους στην αγορά!! Ένα ακόμη μεγαλεπήβολο σχέδιο, που βρισκόταν στο στάδιο της υλοποίησης, ήταν το υποβρύχιο ξενοδοχείο «Hydropolis». Θα ήταν έτοιμο σε δύο χρόνια και η διαμονή εκεί θα κόστιζε 5.000$ ημερησίως. Τι ψυχή έχουν άραγε 5.000$ προκειμένου να περάσεις μία νύχτα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας; Φαντάζομαι ότι κάπως έτσι θα σκέφθηκαν εκείνοι οι οποίοι αποφάσισαν να το κατασκευάσουν.

Το Ντουμπάι ήδη διέθετε, κατά την επίσκεψή μου, τη μεγαλύτερη τεχνητή μαρίνα του κόσμου και το μεγαλύτερο τεχνητό νησί. Μέσα στα φιλόδοξα σχέδια της κυβέρνησης ήταν να δημιουργήσει ένα μεγάλο κέντρο τεχνολογίας ηλεκτρονικών υπολογιστών για όλη τη Μέση Ανατολή.


Μία θέα μοναδική / μια σπάνια εμπειρία

Επέστρεψα στο ξενοδοχείο κατά το σούρουπο, ίσα-ίσα για να απολαύσω από τη βεράντα μου τη δύση του ήλιου. Το ξενοδοχείο μου δεν ήταν ούτε το καλύτερο, ούτε το πολυτελέστερο της πόλης. Βρισκόταν, όμως, χωρίς αμφιβολία στην καλύτερη θέση, δηλαδή ακριβώς στη μέση του γραφικού creek και διέθετε την πιο μαγευτική θέα. Ακριβώς στο σημείο αυτό η όχθη έκανε μια μικρή καμπή, δημιουργώντας μία πολύ αμβλεία γωνία. Έτσι, από τη βεράντα της μοναδικής σουίτας μου, ψηλά στον τελευταίο όροφο, είχε ένα πανοραμικό θέαμα προς τα αριστερά, εμπρός και δεξιά μέχρι την εκβολή του creek στη θάλασσα.

Καθώς η ημέρα έσβηνε, ο ήλιος έβαφε τον ουρανό και τα μικρά σύννεφα με ζωηρό κόκκινο χρώμα, που βαθμιαία γινόταν χρυσαφί. Σιγά-σιγά άναβαν όλο και περισσότερα φωτάκια στα κτίρια, στα αυτοκίνητα και στις δύο όχθες του creek, αλλά και στα πλεούμενα, που κινούνταν ή ήταν αραγμένα μέσα στο μεγάλο κανάλι. Η πόλη κυριολεκτικά έσφυζε από ζωή. Παρόλο που νύχτωνε, οι αχθοφόροι συνέχιζαν αδιάκοπα να ξεφορτώνουν εμπορεύματα από τις πολυάριθμες ντάου, οι οποίες ήταν δεμένες στις αποβάθρες σε διπλή και τριπλή σειρά. Η μεγάλη πληθώρα πλεούμενων έφερνε και στη θάλασσα το γνωστό "διπλό παρκάρισμα" και "τριπλο-παρκάρισμα" της ξηράς…

Για να εορτάσω την άνοδό μου στην κορυφή του Κιλιμαντζάρο είχα πάρει μαζί μου μέσα στο σακίδιο κι ένα μπουκαλάκι-μινιατούρα με το γλυκόπιοτο εξωτικό λικέρ «Tia Maria», το οποίο θα έπινα αντικρίζοντας την ανατολή του ήλιου από εκεί ψηλά. Δυστυχώς, οι συνθήκες δεν μου επέτρεψαν να πραγματοποιήσω τα σχέδιά μου. Σκέφθηκα, λοιπόν, να απολαύσω εκείνη τη στιγμή το ποτό, κοιτάζοντας την υπέροχη δύση από την πολυθρόνα της βεράντας μου στο Ντουμπάι… Τελείως διαφορετικό σκηνικό βέβαια, αλλά υπέροχο κι αυτό!

Παρακολουθούσα τις μεγάλες ξύλινες ντάου να σαλπάρουν μέσα στο σούρουπο για μακρινά ταξίδια, μεταφέροντας διάφορα εμπορεύματα σε όλο τον Ινδικό ωκεανό και ακόμη παραπέρα. Ήταν ένα ζωντανό θέαμα, που δύσκολα βρίσκει κανείς αλλού κάτι παρόμοιο. Οι μικρές βενζινάκατοι abra πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα, διασχίζοντας το creek για να μεταφέρουν τους πεζούς από τη μία ακτή στην άλλη. Στους δύο απέναντι παραλιακούς δρόμους χιλιάδες αυτοκίνητα κινούνταν με αναμμένα τα φώτα τους. Από ψηλά φαίνονταν πολύ μικροσκοπικά, σαν παιδικά παιχνίδια! Στην απέναντι όχθη ξεχώριζαν οι ψιλόλιγνες σιλουέτες των φωτισμένων μιναρέδων. Οι μουεζίνηδες, με μονότονους, μακρόσυρτους, μελαγχολικούς ψαλμούς καλούσαν τους πιστούς του Μωάμεθ να γονατίσουν προς την κατεύθυνση της Μέκκα και να προσευχηθούν. Οι φωτεινές διαφημίσεις και επιγραφές με νέον, καθώς ήταν γραμμένες με το αραβικό αλφάβητο, έδιναν ένα τόνο εξωτικό στο νυχτερινό τοπίο και σου υπενθύμιζαν ότι βρισκόσουν πολύ μακριά από την Ευρώπη. Όσο η νύχτα προχωρούσε, τόσο μειωνόταν η κίνηση των φορτηγών ντάου μέσα στο κανάλι, ενώ αντιθέτως έκαναν την εμφάνισή τους όλο και περισσότερα επιβατικά σκάφη αναψυχής. Ήταν κατάφωτα, στολισμένα με γιρλάντες από εκατοντάδες αναμμένα λαμπιόνια. Καθώς ανεβοκατέβαιναν αργά-αργά το κανάλι, ακούγονταν απόμακρες οι διάφορες μελωδίες από τη μουσική που έπαιζαν στο καθένα από αυτά. Σε μερικά σερβιριζόταν και φαγητό, ενώ σε άλλα μόνο ποτό. Σε λίγο ανέτειλε το φεγγάρι. Ήταν πελώριο, γιατί δύο νύχτες πριν ήταν πανσέληνος. Το φως του, όμως, φαινόταν αδύναμο και πολύ πενιχρό, σε σύγκριση με τον ισχυρό φωτισμό της κατάφωτης μεγαλούπολης. Αλλά το σεληνόφως έδινε ένα ρομαντικό τόνο στο τοπίο…

Το παλιό, παραδοσιακό Ντουμπάι (για όσο χρόνο θα υπάρχει ακόμη) ήταν φορτωμένο με εξωτικές ευωδιές, γεύσεις, εικόνες και χρώματα... Ελπίζω να προλάβω να το απολαύσω και πάλι, σκέφθηκα! Φοβάμαι, όμως, ότι η ταχύτατη και αμείλικτη πρόοδος σύντομα θα εξαφανίσει όλη τη θαυμαστή ζωή του παραδοσιακού αραβικού λιμανιού που έζησα.....

Νύσταζα φοβερά, γιατί είχα κοιμηθεί ελάχιστα, αλλά δεν μου έκανε καρδιά να πάω για ύπνο. Χάζευα την αυτοκινητοθάλασσα και τα πλεούμενα, που κινούνταν ασταμάτητα, τους μιναρέδες και τα τζαμιά, τις αραβικές φωτεινές επιγραφές… Εκεί ψηλά όπου βρισκόμουν έφθανε εξασθενημένη η βουή και η ζωντάνια της πόλης, αλλά και οι ασυνήθιστες μυρωδιές από τις διάφορες εξωτικές κουζίνες των χωρών της Ανατολής. Τα Εμιράτα έχουν δεχθεί μία πανσπερμία ξένων εργατών από το Μπαγκλαντές μέχρι τις Φιλιππίνες και από την Αιθιοπία μέχρι το Πακιστάν. Ήταν, λοιπόν, φυσικό να έχουν αντιστοίχως και ένα μωσαϊκό από διάφορες μαγειρικές με τις γεύσεις, τα αρώματα και τα χρώματά τους!

Από τη βεράντα της σουίτας μου (που μου προσέφερε η καλή μου τύχη) απόλαυσα εκείνο το σούρουπο ένα από τα ωραιότερα θεάματα πόλεων που είχα δει ποτέ (δεν σας λέω ποια είναι τα άλλα, για να μη ζηλέψετε…). Ήταν η ώρα και ο τόπος όπου συναντιόνταν οι τελείως διαφορετικοί κόσμοι της Ανατολής και της Δύσης, της ημέρας και της νύχτας, του μοντέρνου και του παραδοσιακού!

Στο Ντουμπάι συμβίωναν αρμονικά, δίπλα-δίπλα, το παλιό εμπορικό παζάρι και η υπερσύγχρονη τεχνολογία, τα προϊόντα της φύσης και τα προϊόντα της τεχνικής! Το Ντουμπάι συνδυάζει τα περισσότερα καλά των δύο κόσμων: τη μαγεία, το μυστήριο, την παράδοση, την ποικιλία, τα χρώματα, τα αρώματα, τα εδέσματα, τις αμφιέσεις, τους αισθησιακούς χορούς, τη μεθυστική μουσική, τη λαγνεία, τα ήθη, το ραχάτι και την φιλοσοφία της Ανατολής με την οργάνωση, την τάξη, τη συνέπεια, την ακρίβεια, την πρόοδο, την εξέλιξη, την αποτελεσματικότητα, την καθαριότητα, τους τρόπους και τις συνήθειες της Δύσης! Και γι' αυτό τον λόγο σαγηνεύει πολλούς...

Για βράδυ έφαγα περιέργως σ' ένα…. ρωσικό εστιατόριο (που είχαν στήσει Ρώσοι μετανάστες) ωραιότατο ψάρι και ήπια φρεσκοστυμμένο χυμό από φρούτα mango.


Ο αποχαιρετισμός της Ανατολής

Κυριακή, 27.2.2005

Τα βάρβαρα ξυπνητήρια με ξύπνησαν στις 5:30, δηλαδή πολύ πριν φέξει. Βγήκα για λίγο στη βεράντα μου. Το μισοσκόταδο και ο ζεστός, κάπως υγρός, νυχτερινός αέρας δημιουργούσαν μια υποβλητική ατμόσφαιρα. Ξαφνικά, τη σιγαλιά της νύχτας διέκοψαν βάναυσα οι μακρόσυρτες διαπεραστικές φωνές των μουεζίνηδων, οι οποίοι συναγωνίζονταν, από τόσο νωρίς, για την άγρα πιστών. Προέρχονταν από όλα τα σημεία του ορίζοντα, γιατί βέβαια η πόλη διαθέτει πολυάριθμα τζαμιά. Ευτυχώς, όμως, μια άλλη, απαλή κι ευχάριστη συναυλία άρχισε ν' ακούγεται. Ήταν τα κελαηδήματα των πουλιών, που σιγά-σιγά ξυπνούσαν και καλωσόριζαν μελωδικά την καινούργια μέρα. Έριξα μια αποχαιρετιστήρια ματιά στο creek και στις όχθες του, που βαθμιαία άρχιζαν να ζωντανεύουν. Δεν διέθετα, δυστυχώς, χρόνο για να απολαύσω την εξωτική ανατολή του ήλιου, πλάι στην έρημο... Το αεροδρόμιο του Ντουμπάι βρισκόταν πολύ κοντά. Η ημέρα άρχιζε, το ταξίδι τελείωνε...

Πνευματικά δικαιώματα adventurouslife.gr