Αποστολή στην Καμπότζη

1987
Στη φρίκη της Καμπότζης την εποχή των Ερυθρών Χμερ. Οι απίστευτες φρικαλεότητες και τα άγρια εγκλήματα γενοκτονίας, που διέπραξε το καθεστώς του Πολ Ποτ.

Προειδοποίηση

Στο τέλους του κειμένου αυτού περιέχονται ανατριχιαστικές περιγραφές από την κόλαση της Καμπότζης. Όποιος είναι ευαίσθητος και δεν έχει γερά νεύρα καλύτερα να μη συνεχίσει την ανάγνωση.

Το πολύ δύσκολο ταξίδι - αποστολή στην Καμπότζη πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 1987. Η παρούσα αφήγηση γράφτηκε σχεδόν 16 χρόνια αργότερα (τον Φεβρουάριο του 2003). Είναι οι αναμνήσεις μιας συγκλονιστικής εμπειρίας, που αποφάσισα να καταγράψω, κατόπιν παράκλησης πολλών φίλων μου, πριν χαθούν τελείως από την "πατίνα" του χρόνου. Με την πάροδο των ετών υπάρχει βάσιμος κίνδυνος να σβήσουν τελείως από τη μνήμη μου… Ήδη αρκετές πτυχές, πολλές λεπτομέρειες και διάφορα συμβάντα έχουν οριστικά χαθεί. Ήταν εμπειρίες που είχα τη μεγάλη τύχη (ή μήπως τη φοβερή ατυχία;) να γνωρίσω από κοντά.


Σύντομο ιστορικό

Η Καμπότζη, που ήταν γαλλικό προτεκτοράτο, απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1953. Έγινε συνταγματική μοναρχία, με βασιλιά τον Norodom Sihanouk. Οι κάτοικοί της ονομάζονται Khmer (Χμερ). Ο πολιτισμός των Χμερ έφθασε στο απόγειό του κατά τον Μεσαίωνα.

Τα δεινά της χώρας άρχισαν το 1970, όταν ένα δεξιό πραξικόπημα ανέτρεψε τον βασιλιά. Αυτό έγινε με τις ευλογίες των Αμερικανών, οι οποίοι θεωρούσαν ότι το καθεστώς Sihanouk δεν τους βοηθούσε αρκετά στη διάρκεια του πολέμου που διεξήγαν τότε στο Βιετνάμ . Ο Σιχανούκ δημιούργησε εξόριστη κυβέρνηση και στηρίχθηκε κυρίως στους ακραίους κομμουνιστές Khmer Rouge (= Ερυθρούς Χμερ). Οι στρατιωτικές δυνάμεις τους κατέλαβαν την πρωτεύουσα Phnom Penh το 1974. Από το 1975 όλη η εξουσία πέρασε στα χέρια των φανατικών Χμερ. Το 1976 ο Σιχανούκ εξαναγκάσθηκε από τους μέχρι τότε συμμάχους του να παραιτηθεί. Ο Khieu Samphan έγινε αρχηγός του κράτους και ο Pol Pot πρωθυπουργός.

Το ακραίο, κομμουνιστικό, στυγνό καθεστώς των Ερυθρών Χμερ έβαλε σκοπό να επαναφέρει τη χώρα στην παλαιολιθική εποχή! Άρχισε να καταστρέφει κάθε βιομηχανικό προϊόν και να εξοντώνει πολλές εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων. Μερικά στελέχη του κόμματος, τα οποία διαφώνησαν με αυτή την παρανοϊκή πολιτική, στην απελπισία τους πήγαν να ζητήσουν βοήθεια από το γειτονικό Βιετνάμ, τον προαιώνιο εχθρό τους! Ήταν, δηλαδή, σαν να σκότωνε το δικτατορικό καθεστώς των Συνταγματαρχών πολλές εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες και να ζητούσαμε βοήθεια από την Τουρκία για να απαλλαγούμε απ' αυτούς!

Το Βιετνάμ, που είχε στο μεταξύ νικήσει τους Αμερικανούς, έστειλε αξιόμαχα στρατεύματα και κατέλαβε τις βασικές πόλεις της χώρας. Η πρωτεύουσα απελευθερώθηκε στις 7 Ιανουαρίου 1979. Νέος πρωθυπουργός ανέλαβε ο Hun Sen, παλιός συνεργάτης του Pol Pot, ο οποίος είχε διαφωνήσει και αποχωρήσει. Το καθεστώς των παρανοϊκών Χμερ κράτησε επί 3 χρόνια 8 μήνες και 20 μέρες. Στη διάρκειά του εξόντωσε περισσότερα από 3 εκατομμύρια Καμποτζιανών, περίπου το 30% του πληθυσμού της χώρας! Οι Ερυθροί Χμερ αποσύρθηκαν στην ύπαιθρο και για πολλά χρόνια έλεγχαν ένα πολύ μεγάλο μέρος της Καμπότζης. Η επίσημη κυβέρνηση της Καμπότζης παρέμεινε υπό την κηδεμονία των Βιετναμέζων επί αρκετό χρονικό διάστημα.


Το ταξίδι

Αυτό το ταξίδι μου είναι ένα από τα τρία πιο επικίνδυνα, από πολιτικοστρατιωτική άποψη, που έχω κάνει στη ζωή μου. Τα άλλα δύο ήταν:

  • στην Ουγκάντα την εποχή του "τρελού" Ιντι Αμίν Νταντά (Φεβρουάριος 1971)

  • στο Σαλβαντόρ και τη Νικαράγουα την εποχή των εμφυλίων πολέμων τους με τους Σαντινίστας κ.λπ. (Φεβρουάριος του 1989).

Το ταξίδι στην Καμπότζη το επιχείρησα μαζί με μερικούς Αυστραλούς και Καναδούς. Η παρουσία τους μου έδινε κάποιο θάρρος, γιατί σκεπτόμουν ότι αν μας συνέβαινε κάτι απευκταίο (π.χ. να μας συλλάβουν ομήρους) θα υπήρχαν δύο ισχυρές κυβερνήσεις να ενδιαφερθούν και να φροντίσουν για την τύχη μας. Όποιος γνωρίζει πώς λειτουργούν οι ελληνικές δημόσιες υπηρεσίες στο εσωτερικό, μπορεί να φανταστεί πώς λειτουργούν οι πρεσβείες μας στο εξωτερικό. Εγώ το έμαθα καλά όταν χρειάστηκα κάποια βοήθεια από το Προξενείο μας στην Ταγγέρη το 1969. Από τότε δεν ξαναζήτησα υποστήριξη. Αντιθέτως, εύχομαι (και προσεύχομαι) να μην έχει διπλωματική εκπροσώπηση η Ελλάδα στις απομακρυσμένες χώρες, όπου ταξιδεύω. Γιατί τότε δικαιούμαι να ζητήσω βοήθεια από την πρεσβεία κάποιας άλλης χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης! Οι μεγάλες χώρες διαθέτουν μεγαλύτερη ισχύ, περισσότερα χρήματα και πιθανότατα αρκετό ενδιαφέρον, ώστε να βοηθήσουν κάποιο ευρωπαίο πολίτη που έχει ανάγκη.

Η προεργασία εννοείται ότι είχε αρχίσει αρκετούς μήνες πριν, με αλληλογραφία, αποστολή φωτοτυπιών των διαβατηρίων μας κ.λπ. στο Βιετνάμ (γιατί ουσιαστικά το Βιετνάμ διοικούσε τις περιοχές που είχαν απελευθερωθεί από τους Ερυθρούς Χμερ). Όταν πήραμε ικανοποιητικές διαβεβαιώσεις, αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε. Όσο για πληροφορίες σχετικά με το τι θα αντιμετωπίζαμε στην Καμπότζη, ήταν αδύνατο να μάθουμε το παραμικρό.

Το σημείο συνάντησής μας ήταν η πόλη Χο-Τσι-Μινχ (πρώην Σαϊγκόν και πρώην πρωτεύουσα του Νότιου Βιετνάμ). Εκείνη την εποχή (λίγα χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου στο Βιετνάμ) ελάχιστες αεροπορικές εταιρίες πετούσαν προς τα εκεί και οι πτήσεις τους ήταν συνήθως μόνο μια φορά την εβδομάδα. Εγώ πήγα μέσω Bangkok με αεροπλάνο της Air France.


Πετώντας προς την Καμπότζη

Στο Βιετνάμ παραμείναμε περισσότερο από μία βδομάδα μέχρι να γίνουν όλες οι απαραίτητες διατυπώσεις και διαδικασίες, για να πάρουμε την πολυπόθητη βίζα εισόδου στην Καμπότζη. Αυτό βέβαια ήταν απολύτως φυσιολογικό, αφού η χώρα βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση… Όπως είναι αυτονόητο, αξιοποίησα τις μέρες αναμονής για να γνωρίσω το Βιετνάμ. Όταν πήρα τη βίζα στα χέρια μου, διαπίστωσα, με έκπληξη, ότι δεν ήταν βίζα για την Καμπότζη, αλλά για τρεις πόλεις της μονάχα! Δηλαδή, ίσχυε μόνο για τρεις συγκεκριμένες περιοχές που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των Βιετναμέζων. Αυτή ήταν η πρώτη και μοναδική βίζα, που πήρα ποτέ για πόλεις και όχι για ολόκληρη χώρα…

Από την εφημερίδα «Asia Wall Street Journal» (που είχα αγοράσει στη Bangkok) πληροφορήθηκα ότι μόλις πριν λίγους μήνες (δηλαδή στην αρχή του ίδιου χρόνου) είχαν ανοίξει για πρώτη φορά τα σύνορα της Καμπότζης! Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε τόσο σημαντικό που είχαν αφιερώσει ολόκληρο ειδικό άρθρο.

Πτήσεις προς την Καμπότζη δεν υπήρχαν, βεβαίως, εκείνη την εποχή κι έτσι αναγκαστήκαμε να νοικιάσουμε ένα ρωσικό, στρατιωτικό αεροπλάνο. Καθώς επρόκειτο για μεταγωγικό, μη φανταστείτε ότι είχε μαλακά καθίσματα και αεροσυνοδούς κι ενημερώσεις για θέματα ασφαλείας. Υπήρχαν μοναχά δύο ξύλινοι πάγκοι δεξιά κι αριστερά κι όποιος ήθελε φορούσε τη ζώνη ασφαλείας, όποιος δεν ήθελε κακό του κεφαλιού του… Όλες οι επιγραφές και οι οδηγίες ήταν γραμμένες μόνο στα ρωσικά!

Το αεροπλάνο άρχισε να τροχοδρομεί και ξεκίνησε την απογείωση, ενόσω αρκετοί επιβάτες ήταν ακόμη όρθιοι! Σε ολόκληρο το ταξίδι μάς συνόδευε και μία ξεναγός από το Βιετνάμ, η οποία μας βοηθούσε συχνά να ξεπεράσουμε τα διάφορα γραφειοκρατικά προβλήματα και τις πολύπλοκες διαδικασίες.

Στη διάρκεια της 3ήμερης παραμονής μας στην Καμπότζη το αεροπλάνο μάς περίμενε σε κάθε αεροδρόμιο μέχρι να επιστρέψουμε, για να συνεχίσουμε το ταξίδι πετώντας προς τον επόμενο προορισμό! Αεροπλάνο έχω νοικιάσει πολλές φορές, αλλά αεροπλάνο "αγκαζέ" για μέρες δεν μου είχε ξανατύχει μέχρι τότε.


Στο Angkor Wat

Προσγειωθήκαμε σ' ένα μικρό αεροδρόμιο κοντά στο Angkor Wat, το περίφημο συγκρότημα ναών. Στο αεροδρόμιο υπήρχαν τα κουφάρια και τα υπολείμματα από ένα σωρό κατεστραμμένα αεροπλάνα και φυσικά απαγορευόταν η φωτογράφηση. Βγαίνοντας μας έδωσαν από μία κάρτα transit (για διέλευση) και ως αντάλλαγμα κράτησαν από τον καθένα το διαβατήριό του! Η ανταλλαγή γινόταν χέρι με χέρι (επίσης πρωτόγνωρη εμπειρία). Η άδεια παραμονής μας ίσχυε μέχρι το απόγευμα, μόνο! Μπήκαμε σ' ένα λεωφορειάκι, μαζί με δύο ξεναγούς και τρεις ένοπλους φρουρούς. Όλοι αυτοί και ο οδηγός επρόκειτο να μας συνοδεύουν παντού και να μας παρακολουθούν συνεχώς.

Οι ναοί του Angkor Wat είναι ινδουιστικοί και χτίστηκαν τον 12ο αιώνα μ.Χ. (1113-1150). Αργότερα παρέμειναν χαμένοι μέσα στη ζούγκλα επί μερικούς αιώνες, γιατί κυριολεκτικά τους έπνιξε η πυκνή βλάστηση! Τα πελώρια δένδρα, που φύτρωσαν τριγύρω και ανάμεσα στα κτήρια, προξένησαν μεγάλες ζημιές, ιδίως οι ρίζες τους, οι οποίες διαθέτουν φοβερή δύναμη και μπορούν να ανασηκώσουν ογκόλιθους ή να περάσουν μέσα από βράχους. Τέτοια συμπλέγματα κτιρίων και γιγαντιαίων δένδρων (που θυμίζουν φίδια του Λαοκόωντα) απεικονίζονται σε μερικά παλιά χαρτονομίσματα της χώρας. Οι ναοί ανακαλύφθηκαν ξανά από τον γάλλο εξερευνητή Henri Mouhot, το 1858.

Όταν φάνηκαν οι ναοί στον ορίζοντα, παρακάλεσα τον αρχηγό να κάνουμε μία στάση σε κάποιο κατάλληλο σημείο, ώστε να μπορέσω να πάρω μία πανοραμική φωτογραφία. Είδα ότι δυσανασχέτησε. Πήγε στους άλλους Καμποτζιανούς και όλοι μαζί (οι δυο ξεναγοί, οι τρεις φρουροί και ο οδηγός) έκαναν μία μικρή σύσκεψη. Φαίνονταν κάπως ανήσυχοι και προβληματισμένοι. Εγώ νόμιζα ότι δεν θέλουν στάσεις, για να μην καθυστερήσουμε κι ενδεχομένως αργήσουν να σχολάσουν. Τελικά, μου επέτρεψαν να κατέβω για λίγο, ίσα-ίσα για να φωτογραφήσω, χωρίς όμως να απομακρυνθώ από το όχημα. Έτσι κι έγινε.


Στις παγόδες του Angkor Wat

Λίγο αργότερα φθάσαμε στην περιοχή των ναών. Περάσαμε τη γεμάτη νερό, πλατιά τάφρο που περιβάλλει το συγκρότημα των ναών από μία μεγάλη γέφυρα. Μέσα στους ναούς οι φύλακες-ξεναγοί μάς άφησαν να περιπλανηθούμε ελεύθερα και κατά βούληση. Οι ένοπλοι φρουροί μάς παρακολουθούσαν διακριτικά από απόσταση. Σε λίγο άκουσα πυροβολισμούς, που έρχονταν από τη μεριά της γειτονικής ζούγκλας. Τους ηχογράφησα μάλιστα και με τη βιντεοκάμερα, που είχα μαζί μου. Ενδεχομένως κάποια περίπολος να είχε πέσει σε ενέδρα των ανταρτών Ερυθρών Χμερ, οι οποίοι θα παραμόνευαν κάπου μέσα στην πυκνή βλάστηση! Τότε μόνο άρχισα να συνειδητοποιώ γιατί οι σωματοφύλακές μας ήταν τόσο θορυβημένοι και προβληματισμένοι, όταν τους ζήτησα να σταματήσουμε. Μόλις τότε κατάλαβα σε τι κίνδυνο είχα θέσει την ομάδα. Και τότε μόλις αντιλήφθηκα πόσο παράτολμο ήταν ολόκληρο το ταξίδι αυτό!

Περιπλανήθηκα ανάμεσα στους πελώριους, επιβλητικούς ναούς, τριγύρισα στις αυλές και τους βοηθητικούς χώρους, θαύμασα τις ανάγλυφες χορεύτριες, που ονομάζονται «απσάρες». Αυτές ήταν ουράνιες τραγουδίστριες, χορεύτριες και νύμφες των νερών της ινδικής μυθολογίας, που πρόσφεραν αισθησιακές απολαύσεις σε θεούς κι ανθρώπους. Θα μου μείνουν αξέχαστα τα γιγαντιαία πρόσωπα θεοτήτων που ήταν σκαλισμένα επάνω σε πελώριους βράχους.

Δεν θα επεκταθώ στην περιγραφή των εντυπωσιακών ναών. Υπάρχουν ειδικά βιβλία με ωραιότατες φωτογραφίες από το Angkor Wat, το οποίο διατηρεί την μεγαλοπρέπειά του παρά τις ζημιές, που υπέστη στη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Πολλοί έσπαγαν κεφαλές αγαλμάτων και τις πουλούσαν στα σύνορα της Ταϊλάνδης με αντάλλαγμα αλάτι….

Δυστυχώς, ήταν αδύνατο να επισκεφθούμε τους γειτονικούς ναούς του Angkor Thom, γιατί βρίσκονταν στην ανταρτοκρατούμενη περιοχή. Μερικοί ναοί ήταν προσιτοί μόνο με σκάφος (από την όχθη κάποιου ποταμού ή λίμνης), καθώς βρίσκονταν στην άκρη της ζούγκλας και δεν υπήρχε δρόμος μέχρι εκεί.

Φοβερά κουρασμένοι από την πολύωρη περιπλάνηση, καταϊδρωμένοι από την τροπική ζέστη, αλλά απόλυτα ικανοποιημένοι από το υπέροχο θέαμα των αρχαίων ινδουϊστικών ναών καταλήξαμε, απόγευμα σχεδόν, στη γειτονική μικρή πόλη Siem Reap. Το όνομα της πόλης αυτής στην τοπική γλώσσα σημαίνει «Σιάμ ηττημένο»! Η ονομασία δόθηκε σε ανάμνηση παλιάς νίκης των Καμποτζιανών επί του Σιάμ (που σήμερα ονομάζεται Ταϊλάνδη). Το ξενοδοχείο της είχε καταστραφεί μέχρι τα θεμέλια από τους αντάρτες. Το μόνο που υπήρχε ήταν ένα εστιατόριο. Καθώς ήμασταν πεινασμένοι, το φαγητό μάς φάνηκε εξαιρετικό. Για να ξεδιψάσω ήπια πέντε ποτήρια υπέροχο παγωμένο τσάι. Υπήρχε και κόκα-κόλα, αλλά πανάκριβη κι έπρεπε να πληρωθεί μόνο σε δολάρια…

Μετά το φαγητό κάναμε μία βόλτα στη λίμνη Tonle Sap (=μεγάλη λίμνη), η οποία τροφοδοτείτο από τον ομώνυμο παραπόταμο του ποταμού Μεκόνγκ. Στην περιοχή υπήρχαν πολλοί ορυζώνες, που συνήθως ήταν πλημμυρισμένοι, γιατί τα φυτά του ρυζιού είναι υδροχαρή. Το κακό ήταν ότι τα πολλά νερά έφερναν σμήνη από κουνούπια, μύγες και άλλα έντομα. Κυκλοφορούσαν, επίσης, και άφθονες σαύρες…

Κατόπιν επιστρέψαμε στο αεροδρόμιο, όπου μας περίμενε το αεροπλάνο "μας" και οι πιλότοι "μας".


Οι πρώτες πληροφορίες για το καθεστώς της φρίκης

Η πτήση για την πρωτεύουσα Phnom Penh ήταν σύντομη. Κατά την άφιξή μας στο αεροδρόμιο μας πρόσφεραν από ένα τριαντάφυλλο κι ένα βραχιόλι από μικρά, λευκά, πυκνοπλεγμένα λουλουδάκια. Ίσως ήθελαν να μας εξευμενίσουν προκαταβολικά για τους εξονυχιστικούς κι ενοχλητικούς ελέγχους διαβατηρίων, τελωνείου και συναλλάγματος που επρόκειτο ν' αντιμετωπίσουμε.

Μας υποδέχθηκαν τρεις Καμποτζιανοί ξεναγοί (που συγχρόνως εκτελούσαν και χρέη κομισάριου - επιθεωρητή - καθοδηγητή), μαζί με τον οδηγό του αυτοκινήτου που θα είχαμε στη διάθεσή μας. Στη διαδρομή προς το ξενοδοχείο η μία ξεναγός μάς έδωσε μία πρώτη γεύση από την επίγεια κόλαση που είχε ζήσει η χώρα της στη διάρκεια του καθεστώτος των Ερυθρών Χμερ. Σ' ένα πληθυσμό περίπου 7,5 εκατομμυρίων κατοίκων έχασαν τη ζωή τους γύρω στα 3 εκατομμύρια! Το 1989 ο πληθυσμός, χάρη στην έντονη γεννητικότητα, έχει φθάσει πάλι στα 6 εκατομμύρια. Η ίδια είχε χάσει από την οικογένειά της -που κυριολεκτικά αποδεκατίστηκε- τον πατέρα, τη μητέρα, τον σύζυγο και τα τέσσερα αδέλφια της. Είχε καταφέρει να σωθεί, επειδή ήταν σκουρόχρωμη, ηλιοκαμένη και με άγριο δέρμα…

Στην πρωτεύουσα από 2 εκατομμύρια κατοίκους είχαν απομείνει την εποχή του παρανοϊκού καθεστώτος περίπου 2.000 μόνο! Όλοι οι υπόλοιποι είχαν θανατωθεί ή σταλεί στους αγρούς για "εθελοντική" εργασία. Το 1989 ο πληθυσμός της πόλης ανερχόταν στις 600.000 περίπου.

Σύμφωνα με το παρανοϊκό "πιστεύω" των Ερυθρών Χμερ έπρεπε η ανθρωπότητα, θέλοντας και μη, να επιστρέψει αιώνες πίσω! Επομένως, όλα τα βιομηχανικά ή βιοτεχνικά προϊόντα έπρεπε να καταστραφούν, γιατί είχαν ως συνέπεια… τη μαλθακότητα και τον εκφυλισμό του ανθρώπινου γένους! Έτσι, κατέστρεψαν ρολόγια, ψυγεία, αυτοκίνητα, ποδήλατα, ραδιόφωνα κ.λπ. Ανατίναξαν τα περισσότερα μεγάλα κτίρια (εργοστάσια, ξενοδοχεία, εκκλησίες, ναούς, τράπεζες, σχολεία κ.ά.), κατάργησαν το χρήμα, έκαψαν τα βιβλία και τα κάθε λογής έντυπα. Το μόνο χρήσιμο επάγγελμα, κατά την άποψη των επαναστατών του Πολ Ποτ, ήταν οι αγρότες. Όλα τ' άλλα τα θεωρούσαν παρασιτικά, άχρηστα κι επικίνδυνα για τις ιδέες τους! Γι' αυτό όλοι όσοι ασχολούνταν μ' αυτά έπρεπε να πεθάνουν το ταχύτερο, είτε με άμεση εκτέλεση, είτε με σκληρή καταναγκαστική εργασία στους αγρούς, όπου, καθώς ήταν ασυνήθιστοι, αρρώσταιναν και πέθαιναν.

Δεν είναι απίθανο κάποιο ιδιόρρυθμο καθεστώς να θεωρεί περιττούς τους κληρικούς ή τους καλλιτέχνες, για παράδειγμα. Αλλά ένα καθεστώς που εξοντώνει ακόμη και τους γιατρούς είναι αδύνατον να το αντιληφθεί ο νους του ανθρώπου! Από όλους τους γιατρούς της χώρας γλίτωσε μόνο μία φούχτα…. Ήταν δε γνωστοί ονομαστικά: ο παιδίατρος τάδε, ο χειρούργος δείνα κ.ο.κ. Αυτοί οι ελάχιστοι κατάφεραν να γλιτώσουν τη ζωή τους επειδή προσποιήθηκαν τους αγρότες. Τους έσωσαν τα ροζιασμένα χέρια τους και το άγριο δέρμα τους, που έκαναν τον ισχυρισμό τους πιστευτό! Ίσως και να ήταν ερασιτέχνες αγρότες από χόμπι.

Όποιος επιθυμεί ν' αποκτήσει μία μικρή εικόνα της τραγικής κατάστασης που επικρατούσε στη χώρα υπό το καθεστώς των Ερυθρών Χμερ, πρέπει να δει την κινηματογραφική ταινία «The killing fields» (στα ελληνικά έχει τον τίτλο «Κραυγές στη Σιωπή» και διατίθεται στα video club).


Η πρωτεύουσα Phnom Penh

Η πόλη διέθετε καλή ρυμοτομία, τεράστιες πλατείες, υπέροχα πάρκα και πολλές δενδροστοιχίες στις λεωφόρους. Η τροπική βλάστηση έδινε έναν εξωτικό τόνο στο τοπίο, ιδίως δε τα ανθισμένα, κατακόκκινα δένδρα flamboyant. Την εποχή των Γάλλων εθεωρείτο ότι ήταν μία από τις ωραιότερες πόλεις του κόσμου! Η Phnom Penh είναι επίσης μία από τις αρχαιότερες πρωτεύουσες της Ασίας. Ιδρύθηκε το 1434, για να αντικαταστήσει την παλιά πρωτεύουσα Ανγκόρ Τομ. Διασχίζεται από τον ποταμό Μεκόνγκ, που έγινε πολύ γνωστός σ' όλη την υφήλιο από τον πόλεμο του Βιετνάμ. Το ποτάμι αποτελεί πλωτή οδό, που συνδέει την πόλη με τη θάλασσα της Νότιας Κίνας.

Το ξενοδοχείο μας ονομαζόταν «Μonorom» και ήταν ένα από τα ελάχιστα μεγάλα κτίρια της χώρας που "επέζησαν" μετά από την καταστροφική λαίλαπα των Ερυθρών Χμερ. Ενώ στα υπόλοιπα ξενοδοχεία της πόλης μπήκαν μέσα οι στρατιώτες του Πολ Ποτ με τα φλογοβόλα τους και τα κατάκαψαν (μερικά μάλιστα τ' ανατίναξαν από τα θεμέλιά τους!) το Μonorom τη γλίτωσε, επειδή το καθεστώς το χρησιμοποίησε ως στρατηγείο. Αλλά οι φανατικοί οπαδοί του "νέο-πρωτόγονου" τρόπου ζωής, για να δείξουν την περιφρόνησή τους στα καπιταλιστικά προϊόντα, τον τεχνικό πολιτισμό και τις μικροαστικές συνήθειες, ανατίναξαν τα μηχανήματα του ασανσέρ του ξενοδοχείου! Θεωρούσαν υποτιμητική και όχι αντάξια ενός επαναστάτη, τη χρήση αυτού του "μηχανήματος του εκφυλισμού". Έτσι υποχρεωθήκαμε ν' ανεβούμε με τις σκάλες μέχρι τον πέμπτο όροφο και ν' ανεβάσουμε εκεί πάνω τις βαριές αποσκευές μας. Αυτό, με τη φοβερά πνιγηρή και υγρή ζέστη, ήταν πραγματικό κατόρθωμα. Η ηλεκτρική εγκατάσταση ήταν παμπάλαια και ο υπόλοιπος εξοπλισμός του ξεχαρβαλωμένος.

Οι υπόλοιποι ένοικοι του μοναδικού ξενοδοχείου ήταν μέλη διαφόρων διεθνών αποστολών βοηθείας ή παρατηρητές του ΟΗΕ και άλλων οργανισμών: απεσταλμένοι του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, της Ένωσης των Μορμόνων, του Ερυθρού Σταυρού, της UNICEF, της Διεθνούς Αμνηστίας κλπ., αλλά και γαλλίδες νοσοκόμες. Υπήρχαν ακόμη διάφοροι σύμβουλοι από ανατολικές χώρες (Σοβιετική Ένωση, Πολωνία, Ανατολική Γερμανία). Πολλοί από αυτούς διέμεναν εκεί επί μήνες (ίσως και πάνω από χρόνο). Έτσι, είχαν μετατρέψει το δωμάτιό τους σε μικρό διαμέρισμα πρόχειρης, ημιμόνιμης κατοικίας.

Καθώς ανεβαίναμε από το κλιμακοστάσιο, χαζεύαμε τις διάφορες επιγραφές, τις ζωγραφιές, τα χιουμοριστικά σκίτσα και τα μηνύματα που είχαν αναρτήσει έξω από τις πόρτες τους, όπως π.χ.:

«Είναι πικρή η ξενιτιά αλλά γίνεται γλυκιά μαζί σου!»

ή

«Welcome home Sarah!»

Οι ξένοι ήταν λιγοστοί, γνωρίζονταν όλοι μεταξύ τους και φυσικά έκαναν παρέα. Τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν άλλωστε σ' αυτή τη δύσμοιρη, βασανισμένη χώρα; Κάθε φορά που κάποιος έφευγε για την πατρίδα του, είτε επέστρεφε στην Phnom Penh μετά από απουσία του, οργανωνόταν ένα μικρό, πρόχειρο πάρτι αποχαιρετισμού/ καλωσορίσματος.

Κάθε πρωί τούς παραλάμβαναν ειδικά αυτοκίνητα της αντίστοιχης υπηρεσίας ή αποστολής. Επρόκειτο συνήθως για τζιπ ή λεωφορειάκια. Αυτά ήταν, άλλωστε, τα καλύτερα αυτοκίνητα που κυκλοφορούσαν εκεί... Αρκετά πριν από το σούρουπο τους επέστρεφαν, αφού ίσχυε αυστηρή απαγόρευση της κυκλοφορίας (curfew) για όλους, από τις 9 το βράδυ μέχρι τα ξημερώματα! Συσκοτισμός δεν είχε επιβληθεί, αλλά ούτως ή άλλως το ηλεκτρικό ρεύμα κοβόταν το βράδυ, όπως επίσης και η παροχή του νερού! Η προσαρμογή μας στις συνθήκες που επικρατούσαν στην Καμπότζη ήταν απότομη και βάρβαρη…

Για λόγους οικονομίας ρεύματος, ο φωτισμός των δωματίων διακοπτόταν από τη ρεσεψιόν. Η ζέστη ήταν φοβερή, ακόμη και τη νύχτα. Τα ελάχιστα, παμπάλαια μηχανήματα κλιματισμού που υπήρχαν (άγνωστο πώς διασώθηκαν) έκαναν τόσο θόρυβο που νόμιζες ότι βρισκόσουν μέσα σε μηχανοστάσιο πλοίου! Το σταμάτημα και το ξεκίνημα της λειτουργίας τους έμοιαζε με μικρή έκρηξη! Ήταν αδύνατο να συνηθίσεις αυτόν τον φοβερό κρότο και να μην τρομάζεις κάθε φορά που τον άκουγες ξαφνικά, ιδίως στο ξεκίνημα…

Στη διάρκεια της νύχτας μ' έπιασε διάρροια. Με ένα κλεφτοφάναρο προσπάθησα να βρω το μπουκάλι με το πόσιμο νερό που είχα προνοήσει να έχω στο δωμάτιό μου, για να πάρω ένα αντιδιαρροϊκό φάρμακο. Μέχρι να υποχωρήσει κάπως ο πόνος, το μόνο που μπορούσα να κάνω μέσα στο σκοτάδι ήταν να σκέφτομαι.

Αρκετές φορές άκουσα πυροβολισμούς μέσα στη νύχτα. Ο εμφύλιος πόλεμος ήταν πανταχού παρών. Άρχισα να νοσταλγώ την ησυχία και την οργάνωση του Βιετνάμ.


Η επόμενη μέρα

Το ηλιόλουστο πρωινό μάς γέμισε με αισιοδοξία. Η πόλη δεν είχε καμιά σχέση με τη βαριά, καταθλιπτική, σχεδόν νεκρική ατμόσφαιρα της προηγούμενης νύχτας. Έσφυζε από ζωντάνια.

Χάζευα τον τρόπο ζωής των κατοίκων. Ήταν τελείως απίθανο να δει κανείς οπουδήποτε αλλού θεάματα και σκηνές σαν αυτές: ποδήλατα να σέρνουν ξοπίσω τους ρυμούλκες-πλατφόρμες γεμάτες φορτία, μοτοσυκλέτες (χωρίς καλάθι στο πλάι) να μεταφέρουν 5 άτομα η κάθε μία, πεζούς κούληδες να τραβάνε πελώριες ρυμούλκες, λεωφορεία με επιβάτες σκαρφαλωμένους στη σκεπή ή επάνω στο καπό ή τους προφυλακτήρες, αλλά και άλλους "επιβάτες" να κρέμονται απ' έξω σαν τσαμπιά! Αλλά «ανάγκα και θεοί πείθονται», όπως έλεγαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι…

Τη ημέρα εκείνη την αφιερώσαμε σε ξεναγήσεις στα αξιοθέατα από την παλαιότερη, όσο και από την πρόσφατη ιστορία της χώρας. Μερικά ήταν πολύ ευχάριστα, άλλα συγκινητικά και κάποια, δυστυχώς, πολύ τραγικά.


Οι παρανοϊκοί Ερυθροί Χμερ

Πρώτα επισκεφθήκαμε ένα τεράστιο ορφανοτροφείο, όπου φιλοξενούνταν περίπου 20.000 παιδάκια που ορφάνεψαν κατά τη διάρκεια του καθεστώτος του Πολ Ποτ, αλλά και κατά τις εμφύλιες συγκρούσεις. Οι δάσκαλοί τους προσπαθούσαν, με μεγάλη αυτοθυσία και ελάχιστα οικονομικά μέσα, ν' αναπληρώσουν τους χαμένους γονείς τους. Παρακολουθήσαμε μία συγκινητική παράσταση των παιδιών: έπαιζαν τοπική μουσική, χόρευαν εθνικούς χορούς με λαϊκές ενδυμασίες και μας έδειξαν μία έκθεση με διάφορα χειροτεχνήματα. Ήταν αδύνατο να συλλάβει ο νους του ανθρώπου πόσος μόχθος και ποια τιτάνια προσπάθεια χρειάστηκε για να γίνουν όλα αυτά κυριολεκτικά από το μηδέν. Γιατί οι παρανοϊκοί Χμερ είχαν εκτελέσει όλους τους καλλιτέχνες, είχαν καταστρέψει τα μουσικά όργανα, είχαν κάψει τις στολές, είχαν γκρεμίσει τα κτίρια, είχαν διαλύσει τα πάντα. Οι πιο ικανοί άνθρωποι και τα καλύτερα αριστουργήματα αποτελούσαν το επίκεντρο επάνω στο οποίο ξέσπασε πρώτα η καταστροφική μανία των φανατικών. Ό,τι ξεχώριζε προσέλκυε την αγριότητά τους, όπως ακριβώς ό,τι προεξέχει τραβάει τους κεραυνούς κατά τη διάρκεια των καταιγίδων… Όμως η δύναμη του ανθρώπου, όταν πιστεύει σε μία μεγάλη ιδέα, είναι ακατανίκητη. Μόλις πέρασε αυτή η "κόλαση", οι ελάχιστοι επιζώντες συγκέντρωσαν όλες τις γνώσεις, τις ικανότητες και τις μνήμες που διέθετε ο καθένας και, αλληλοσυμπληρώνοντας τα κενά που υπήρχαν, κατάφεραν να ζωντανέψουν και πάλι τις παραδόσεις της φυλής τους. Δεν γνωρίζω αν έχει ξανασυμβεί κάπου στον κόσμο ανάλογο εθνικό "jigsaw puzzle", δηλαδή τα μέλη μιας φυλής να καταφέρουν να συνδυάσουν και να συγκολλήσουν κομματάκι-κομματάκι τις λιγοστές γνώσεις τους (όπως γίνεται στο γνωστό παιχνίδι), ώστε να αναστήσουν τις εθνικές τους παραδόσεις….

Οι Ερυθροί Χμερ κατέστρεψαν πολλούς ναούς, αλλά ευτυχώς δεν πρόλαβαν να ολοκληρώσουν το έργο τους κι έτσι διασώθηκαν μερικοί. Σώθηκε και το ωραιότατο βασιλικό ανάκτορο, με την ιδιόρρυθμη αρχιτεκτονική της περιοχής (στέγες σε πολλά επίπεδα, σκεπαστές βεράντες κ.λπ.). Υποθέτω ότι οι επαναστάτες του Πολ Ποτ σεβάστηκαν το ανάκτορο, επειδή ο βασιλιάς Σιχανούκ ήταν στην αρχή σύμμαχός τους και τους βοήθησε να κατακτήσουν την εξουσία.

Παρακολουθήσαμε μία παράσταση του βασιλικού μπαλέτου, που τα παλιά χρόνια εμφανιζόταν μόνο μπροστά στη βασιλική οικογένεια. Όταν εκθρονίστηκε ο Σιχανούκ, οι Ερυθροί Χμερ διέλυσαν το μπαλέτο κι εξόντωσαν τους χορευτές. Ήταν συγκινητικό ότι στο θέατρο είχαν κρατήσει ολόκληρη την πρώτη σειρά για μας και μας περίμεναν, για να αρχίσει η παράσταση. Επειδή οι επισκέπτες στη χώρα ήταν πάρα πολύ σπάνιοι, οι αρχές και ο λαός κατέβαλαν τεράστιες προσπάθειες για να τους ευχαριστήσουν, ώστε αυτοί να μεταφέρουν μία καλή εικόνα της πολύπαθης και απομονωμένης χώρας στον έξω κόσμο.


Οι ξένοι στην Καμπότζη

Τα σύνορα της Καμπότζης είχαν ανοίξει για τους ξένους μόλις πριν λίγους μήνες (στις αρχές του 1987). Η απόπειρα ανοίγματος που έγινε το 1985 ναυάγησε, επειδή τότε αναζωπυρώθηκε ο εμφύλιος πόλεμος με τις οπλισμένες ομάδες του Πολ Ποτ, οι οποίες κρύβονταν μέσα στη ζούγκλα των τροπικών δασών. Πριν από την ομάδα μας, είχαν φθάσει στη χώρα από όλη την υφήλιο λιγότεροι από 200 επισκέπτες συνολικά. Οι αρχές της Καμπότζης υπολόγιζαν ότι θα μπορούσαν να δεχθούν περίπου 20 μικρές ομάδες ξένων μέσα στο χρόνο. Αλλά ο στόχος αυτός ήταν μάλλον αδύνατο να επιτευχθεί, καθώς υπήρχε και η εποχή των μουσώνων, η οποία φέρνει κατακλυσμιαίες βροχές. Κανένας επισκέπτης δεν προερχόταν από ανατολική χώρα (παρά την πολιτική "συγγένεια" των καθεστώτων τους). Μόνο δυτικοί γίνονταν δεκτοί, επειδή αυτοί πλήρωναν με «σκληρό συνάλλαγμα», που η Καμπότζη είχε απόλυτη ανάγκη… (Το 1987 η ισοτιμία ήταν 1$ = 110 ριέλ).

Το κλίμα, ωστόσο, αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα. Η τρομερή ζέστη σε συνδυασμό με την υψηλή υγρασία εξαντλεί πάρα πολύ γρήγορα τους επισκέπτες που δεν είναι εξοικειωμένοι μ' αυτές τις συνθήκες. Ένας υγιής άνθρωπος, όταν το κλίμα είναι ήπιο, μπορεί να αντέξει μέχρι 10, ακόμη και 12 ώρες επισκέψεων και περιηγήσεων. Εκεί, όμως, μετά από 2 με 3 ώρες ο οργανισμός κουράζεται φοβερά και πρέπει να κάνει στάση, για να πιει κάτι και να δροσιστεί στη σκιά (ή ακόμη καλύτερα σε κλιματιζόμενο χώρο, αλλά αυτό βέβαια εκεί ήταν "όνειρο θερινής νύχτας"). Λόγω αυτών των δεδομένων η μόνη επιθυμία μας ήταν να ξαπλώσουμε. Δεν είχαμε όρεξη για τίποτα…. Ακόμη και η φωτογραφική μηχανή "ίδρωνε" εκεί: δημιουργούνταν σταγονίτσες από υγρασία ανάμεσα στο φακό της και στο φίλτρο που τον προστατεύει.


Η χώρα της φρίκης

Η τρομακτική έκταση των εγκλημάτων του καθεστώτος των Ερυθρών Χμερ με συγκλόνισε. Γι' αυτό προσπάθησα να συγκεντρώσω όσα περισσότερα στοιχεία και πληροφορίες μπορούσα, από τους οδηγούς και ξεναγούς, από μουσεία αλλά και από απλούς ανθρώπους, όταν αυτοί μιλούσαν κάποια ευρωπαϊκή γλώσσα. Ευτυχώς, αρκετοί Καμποτζιανοί κάπως μεγαλύτερης ηλικίας μιλούσαν Γαλλικά κι έτσι έμαθα ανατριχιαστικές λεπτομέρειες.

Ο διαβόητος Πολ Ποτ, που είχε εξαποστείλει όλους τους κατοίκους των πόλεων να δουλέψουν στους αγρούς, μετά από τρία χρόνια έβγαλε μία επίσημη ανακοίνωση, η οποία έλεγε: «Όποιος επιθυμεί, μπορεί να γυρίσει πίσω στην πόλη του». Αυτό ήταν ένα σατανικό τέχνασμα, για να διαπιστώσει αν υπήρχαν ακόμη αμετανόητοι, που δεν είχαν προσαρμοστεί στο νέο σύστημα και στην αγροτική ζωή. Όσοι επέστρεψαν, θεωρήθηκαν νοσταλγοί του παλιού τρόπου ζωής και σφαγιάστηκαν επί τόπου, χωρίς την παραμικρή διαδικασία…

Επισκέφθηκα ένα πολυώροφο κτίριο που είχε χρησιμοποιηθεί από το καθεστώς ως φυλακή, δεδομένου ότι οι υπάρχουσες παλιές φυλακές ήταν αδύνατο να χωρέσουν τις δεκάδες χιλιάδες των φυλακισμένων. Η σχέση τους με τις δικές μας φυλακές είναι όση της Κόλασης με τον Παράδεισο. Το 1989 λειτουργούσε ως «Μουσείο Φρικαλεοτήτων». Δεν βρίσκω λέξεις που να χαρακτηρίζουν τις αγριότητες που διαπράχθηκαν εκεί μέσα. Μπορώ μόνο να αναφέρω μερικά από τα βασανιστήρια:

- Έβγαζαν τα νύχια από τους κρατούμενους και μετά έχυναν οινόπνευμα στις πληγές, για να πονάνε περισσότερο.

- Έκοβαν τα στήθη των γυναικών και κατόπιν έβαζαν σκορπιούς και φίδια, για να δαγκώνουν τις πληγές.

- Έβαζαν τους φυλακισμένους μέσα σε μπανιέρες γεμάτες νερό και εφάρμοζαν τη μέθοδο του "αργού βασανιστικού πνιξίματος".

- Βασάνιζαν μικρά παιδιά μπροστά στα μάτια των γονέων τους, για να τους εξαναγκάσουν να ομολογήσουν.

Όλοι κατηγορούνταν ότι ήταν πράκτορες της CIA, της KGB ή του Βιετνάμ (γιατί ο Πολ Ποτ συμπαθούσε μόνο την κομμουνιστική Κίνα του Μάο). Φυσικά, οι περισσότεροι δεν άντεχαν τα μαρτύρια και ομολογούσαν ο,τιδήποτε τους ζητούσαν οι δήμιοί τους. Στα μπαλκόνια του κτιρίου είχαν στερεώσει πυκνά, ατσάλινα, αγκαθωτά, κυκλικής μορφής συρματοπλέγματα σε αλλεπάλληλα στρώματα. Δεν επρόκειτο, δηλαδή, για ένα συνηθισμένο συρμάτινο φράχτη. Ολόκληρα τα μπαλκόνια ήταν γεμάτα συρματοπλέγματα. Και ο λόγος δεν ήταν για να μη δραπετεύσουν οι φυλακισμένοι αλλά για να μη μπορούν να αυτοκτονήσουν!

Πέντε βασικοί υπουργοί του καθεστώτος του Πολ Ποτ προσπάθησαν να σταματήσουν ή να περιορίσουν αυτές τις αγριότητες. Σε ελάχιστο χρόνο τους έστειλαν κι αυτούς στις ίδιες φυλακές, για να κάνουν παρέα σ' εκείνους που είχαν προσπαθήσει να σώσουν. Τελικά, εξοντώθηκαν όλοι μέσα στο ίδιο κολαστήριο. Μετά από αυτά τα γεγονότα κάποια άλλα υψηλόβαθμα στελέχη και στενοί συνεργάτες του Πολ Ποτ κάτω από το φόβο των αιματηρών εκκαθαρίσεων δραπέτευσαν και πήγαν στο γειτονικό Βιετνάμ, τον προαιώνιο εχθρό της χώρας τους, για να ζητήσουν βοήθεια. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι δύο χώρες είχαν συγκρουστεί στο παρελθόν και ότι η Καμπότζη είχε κατακτηθεί από το Βιετνάμ τον 19ο αιώνα.

Μέσα στο Μουσείο των Φρικαλεοτήτων υπήρχαν ένα σωρό πειστήρια, όπως π.χ. όργανα και εργαλεία βασανιστηρίων, καθώς και πάρα πολλές φωτογραφίες αποσκελετωμένων μισοπεθαμένων ανθρώπων, ακόμη και πρώην υπουργών του καθεστώτος! Υποθέτω ότι τις φωτογραφίες αυτές τις τραβούσαν σκοπίμως, για να τις δείξουν στον πληθυσμό ώστε να τον "σωφρονίσουν" μία ώρα αρχύτερα…

Είδα σωρούς από ανθρώπινα κόκαλα και νεκροκεφαλές. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει σε ποιους δυστυχισμένους ανήκαν οι σκελετοί αυτοί. Συνεχώς ανακαλύπτονταν ομαδικοί τάφοι, που περιείχαν τεράστιες ποσότητες ανθρώπινων οστών. Έπαθα σοκ αντικρίζοντας απίστευτα φρικιαστικές εικόνες πουλιών, που έσκιζαν με τα νύχια τους ανθρώπινα πτώματα, για να φάνε τα εντόσθιά τους. Μα καλύτερα να σταματήσω την περιγραφή εδώ και να μην αναφέρω άλλες ανατριχιαστικές λεπτομέρειες…

Ένας από τους ξεναγούς μού διηγήθηκε, με μάτια βουρκωμένα, την προσωπική του ιστορία: οι στρατιώτες μπήκαν στο σπίτι του και χωρίς καμιά εξήγηση τους άρπαξαν όλους και τους πήραν μαζί τους. Τον ίδιο τον έστειλαν σε κάποιο μακρινό χωριό, τη γυναίκα του σε τελείως άλλη περιοχή και το παιδάκι του, ηλικίας τριών χρόνων τότε, κάπου αλλού. Εκείνος κατόρθωσε να επιζήσει, κόβοντας ξύλα μέσα στη ζούγκλα, καταναγκαστικά, επί τρία χρόνια και η γυναίκα του το ίδιο. Το μικρό δεν ξαναβρέθηκε ποτέ. Φαίνεται ότι το άφησαν να πεθάνει από την πείνα…

«Τώρα έχω άλλα τρία παιδιά, αλλά μου είναι αδύνατο να λησμονήσω το πρώτο μου παιδάκι», μου εκμυστηρεύτηκε χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά του.


Το "άκρον άωτον" της φρίκης

Ίσως να νομίζετε ότι περιέγραψα μέχρι τώρα το αποκορύφωμα της ανθρώπινης κτηνωδίας. Όμως, το ανθρώπινο μυαλό είναι πιο διαβολικό κι από τον εγκέφαλο του ίδιου του Σατανά! Όταν δε ο "άνθρωπος" δεν έχει συνείδηση και ψυχή για να τον φρενάρει, τότε μπορεί να συλλάβει και να εκτελέσει και το πιο φρικτό έγκλημα.

Οι Ερυθροί Χμερ δεν αρκούνταν στο να σκοτώνουν μόνο τους ενήλικες. Εκτελούσαν και τα παιδιά, ακόμη και τα μωρά, δηλαδή ξεκλήριζαν ολόκληρη την οικογένεια. Ο φόνος των βρεφών φαίνεται αδιανόητος αλλά, όπως μου εξήγησαν, γινόταν σκοπίμως, γιατί φοβούνταν ότι όταν αυτά μεγάλωναν θα ήθελαν να ανταποδώσουν το κακό στους σφαγείς της οικογένειάς τους! Έτσι, λοιπόν, σκότωναν όλους ανεξαιρέτως τους απογόνους, ανεξαρτήτως ηλικίας, για να γλιτώσουν από ενδεχόμενες μελλοντικές εκδικήσεις.

Ελάχιστοι ενήλικες, μετρημένοι στα δάχτυλα, κατάφεραν να επιβιώσουν από τη σφαγή, παραμένοντας απολύτως ακίνητοι και προσποιούμενοι ότι ήταν ήδη νεκροί. Μέσα σε τόσο πολλές και συχνές εκατόμβες και τόσους σωρούς πτωμάτων δεν είναι απίθανο το ότι διέφυγαν από την προσοχή των δημίων τους κάποιοι ελάχιστοι τυχεροί.

Μεταφέρω λέξη προς λέξη τη διήγηση που άκουσα από έναν αυτόπτη μάρτυρα:

«Όταν οι στρατιώτες (πίστεψαν ότι) "ξεπάστρεψαν" όλους εμάς τους επικίνδυνους ενήλικες, ασχολήθηκαν πλέον με τα μωρά. Ήταν γι' αυτούς η ώρα της… ανάπαυσης. Τα έπιαναν από τα πόδια τους, τα στριφογύριζαν για να πάρουν φόρα και μετά χτυπούσαν το κεφαλάκι τους με δύναμη επάνω σ' ένα κορμό δέντρου! Συναγωνίζονταν ποιος θα σκοτώσει το βρέφος με τα λιγότερα χτυπήματα! Όποιος το κατάφερνε με την πρώτη νικούσε! Υπερηφανευόταν δε για το κατόρθωμά του…».

Άλλοτε πάλι (για ποικιλία και διασκέδαση άραγε;) εφάρμοζαν άλλη μέθοδο: εκσφενδόνιζαν ψηλά στον αέρα τα μωρά και τα πυροβολούσαν, εξασκούμενοι στο σημάδι επάνω στα σωματάκια τους, που γι' αυτούς τους υπανθρώπους αποτελούσαν ζωντανό κινούμενο στόχο!

Δεν πρέπει να χαρακτηρίσουμε αυτές τις φρικτές πράξεις ως "θηριωδίες", γιατί θα ήταν προσβολή για τα θηρία. Εκείνα επιτίθενται και σκοτώνουν μόνον, όταν πεινάνε ή όταν φοβηθούν. Ο άνθρωπος, δυστυχώς, και για ένα σωρό άλλους λόγους…


Η ανατομία των εγκλημάτων

Κάνοντας σύγκριση μεταξύ εγκλημάτων διαπιστώνει κανείς ότι τα πασίγνωστα ναζιστικά ωχριούν μπροστά στα καμποτζιανά. Ο Χίτλερ εκτελούσε τους Εβραίους και όσους ήταν αντίθετοι με το καθεστώς του, ενώ ο αδίστακτος Πολ Ποτ εκτελούσε σχεδόν κάθε μορφωμένο, έστω κι αν δεν είχε καμιά αντικαθεστωτική δραστηριότητα. Και γενικότερα όλοι οι στυγνοί δικτάτορες της υφηλίου, όπως ο Στάλιν, οι ακροδεξιοί στρατιωτικοί στη λατινική Αμερική, οι ισόβιοι "πρόεδροι" στην Αφρική κ.ά. εξολόθρευαν μόνο όσους αντιτίθονταν στην απόλυτη εξουσία τους (αλλά και όσους τυχόν κατηγορούνταν για τέτοια δραστηριότητα….). Οι υπόλοιποι δεν κινδύνευαν. Επίσης, ο Χίτλερ χρησιμοποιούσε "ευγενή" δηλητηριώδη αέρια, για να θανατώνει στα στρατόπεδα συγκεντρώσεων και όχι μεθόδους που μόλις περιέγραψα.

Στον ΟΗΕ επί πάρα πολλά χρόνια δεν αναγνώριζαν την κυβέρνηση της Phnom Penh, που υποστηριζόταν από τους Βιετναμέζους, αλλά δέχονταν ως νόμιμους εκπροσώπους της χώρας τους απεσταλμένους του αιμοσταγούς Πολ Ποτ (αν και γνώριζαν τα εγκλήματά του). Ο λόγος είναι απλός: οι Αμερικανοί δεν μπορούσαν να "χωνέψουν" την ήττα τους στο Βιετνάμ και γι' αυτό οτιδήποτε είχε σχέση με τους Βιετναμέζους ήταν απορριπτέο. Η νέα κυβέρνηση είχε τη στήριξη του Βιετνάμ και συνεπώς ήταν απαράδεκτη. Το παράδειγμα των Αμερικανών ακολούθησαν και πάρα πολλές άλλες χώρες, μεταξύ των οποίων και η ΕλλάδαΠαντού και πάντα επικρατούν οι πολιτικές σκοπιμότητες.

Για την ίδια αιτία δεν έγιναν ευρέως γνωστά σε όλο τον κόσμο τα εγκλήματα των Ερυθρών Χμερ. Αντιθέτως, σχεδόν αποσιωπήθηκαν… Αρκετά χρόνια αργότερα ένα συνεργείο του BBC γύρισε ένα συγκλονιστικό φιλμ documentaire για την Καμπότζη και τη φρικτή περίοδο του Πολ Ποτ. Το φιλμ αυτό προβλήθηκε από τη βρετανική τηλεόραση. Στο τέλος κατέληγε με ένα αμείλικτο ερώτημα προς την Μάργκαρετ Θάτσερ, πρωθυπουργό τότε της Μεγάλης Βρετανίας:

«Κα Θάτσερ, πώς είναι δυνατόν εμείς οι πολιτισμένοι να αναγνωρίζουμε και να δεχόμαστε στον ΟΗΕ και στους άλλους οργανισμούς αυτούς τους αιμοσταγείς εγκληματίες;»

Απάντηση στο ερώτημα δεν δόθηκε ποτέ….

Από τα γεγονότα και τους πολέμους που ακολούθησαν (Κόσοβο, Ιράκ κ.λπ.) νομίζω ότι γνωρίζουμε πια την απάντηση: Για να μη δυσαρεστήσουμε τους Αμερικανούς…

Όμως, οι Ερυθροί Χμερ έχουν ακόμη και σήμερα πολλές συμπάθειες και αρκετούς οπαδούς ανάμεσα στον αγροτικό πληθυσμό. Αυτό δεν είναι παράλογο, γιατί το καθεστώς είχε ανεβάσει τους αγρότες στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας…


Επίλογος και Επιμύθιο

Για τα εγκλήματα των Ερυθρών Χμερ δεν στήθηκε ποτέ κανένα Ειδικό Δικαστήριο. Όπως δεν στήθηκε ούτε για τον Αριέλ Σαρόν (για τις σφαγές στα στρατόπεδα των Παλαιστινίων Σάμπρα και Σατίλα), ούτε για τον Κίσσιγκερ (για τα πραξικοπήματα στη Λατινική Αμερική κ.λπ.), ούτε για πολλούς άλλους. Φαίνεται ότι ο Μιλόσεβιτς και η παρέα του ήταν οι μόνοι κακοί επάνω στη Γη…

Ο Πολ Ποτ πέθανε ειρηνικά το 1998, χωρίς να τον ενοχλήσει ποτέ κανείς. Ο βασιλιάς Σιχανούκ επέστρεψε στη χώρα του, ενώ πρωθυπουργός ήταν ο Hun Sen.

Ένα ταξίδι στην Καμπότζη, ακόμη και αρκετά χρόνια μετά, παρουσίαζε πολλούς κινδύνους. Σε απομακρυσμένες περιοχές κρύβονταν ένοπλοι αντάρτες, που επιτίθεντο ξαφνικά. Υπήρχε ακόμη μεγάλος κίνδυνος από τις χιλιάδες νάρκες που ήταν θαμμένες μέσα στη γη, χωρίς κανείς δεν γνωρίζει πού ακριβώς. Ένα τραγικό επεισόδιο π.χ. έγινε το 1994, (δηλαδή 7 χρόνια μετά από το ταξίδι μου) όταν 13 Καμποτζιανοί και 3 ξένοι ταξιδιώτες αιχμαλωτίστηκαν από τους αντάρτες και αργότερα δολοφονήθηκαν.


Η επιστροφή

Η δική μας αποστολή στην Καμπότζη έληξε ευτυχώς ομαλά. Στο αεροδρόμιο μάς περίμενε επί δύο μέρες το αεροπλάνο "μας". Στο κτίριο του αεροδρομίου οι αναχωρήσεις όλων των αεροπλάνων ήταν γραμμένες επάνω σε σχολικό μαύρο πίνακα με λευκή κιμωλία! Το πέρασμα των Ερυθρών Χμερ και απ' εδώ ήταν πολύ αισθητό.

Γυρίσαμε πάλι στο μισοκατεστραμμένο, μεταπολεμικό Βιετνάμ κι αισθανθήκαμε ότι επιστρέφαμε στον πολιτισμό! Ποιος θα μπορούσε άραγε να το φανταστεί ποτέ; Βιετνάμ και πάλι Βιετνάμ!

Υ. Γ.

Οι ναοί του Ανγκόρ Βατ αποτελούν το εθνικό σύμβολο και θεωρούνται ως η ψυχή της Καμπότζης. Απεικονίζονται τόσο επάνω στο εθνόσημο όσο και στη σημαία της χώρας. Γι' αυτό, όταν στις αρχές του 2003 κάποια τραγουδίστρια από την Ταϊλάνδη ισχυρίστηκε ότι οι ναοί αυτοί ανήκουν στη δική της χώρα, οι Καμποτζιανοί έγιναν έξω φρενών. Διοργάνωσαν ογκώδεις και βίαιες διαδηλώσεις έξω από την πρεσβεία της Ταϋλάνδης, για να εκφράσουν την αγανάκτησή τους. Στη διάρκεια των ταραχών και των συγκρούσεων με τους αστυνομικούς πολλοί άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους.

Πνευματικά δικαιώματα adventurouslife.gr