Όλυμπος
2001Ορειβασία στην μυθική ψηλότερη κορυφή της κατοικίας των θεών. Μύτικας: υψόμετρο 2.917 μέτρα.
Όλυμπος
Σάββατο 20.10.2001
Ανάβαση μέχρι τα 2.700 μέτρα
Το ραντεβού της ομάδας (αρχηγός: Βασίλης, μέλη: Χριστίνα, Αλέξανδρος, Κάρολος κι εγώ) ήταν στις 7:00, δηλαδή πριν ξημερώσει, στη διακλάδωση της Εθνικής οδού προς Στόμιο (λίγο μετά την κοιλάδα των Τεμπών). Στην πλατεία του Λιτόχωρου συναντήσαμε και το έκτο μέλος της ομάδας, τον Γιάννη, που είχε έρθει από τη Θεσσαλονίκη.
Αφήσαμε τα αυτοκίνητά μας στα Πριόνια, σε υψόμετρο 1.100 μέτρων, δίπλα στον ποταμό Ενιπέα. Γεμίσαμε τα παγούρια μας με νερό από την πηγή και ξεκινήσαμε.
Ο Ενιπέας πήρε το όνομά του από τον ομώνυμο ποτάμιο Θεό της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας.
Η διαδρομή μέσα από το πυκνό δάσος ήταν υπέροχη. Το ανηφορικό μονοπάτι ήταν πλατύ και καλά χαραγμένο. Σε αρκετά σημεία είχε ξύλινο φράχτη στο πλάι. Ακόμη και με κακοκαιρία ήταν δύσκολο να χαθείς σ' αυτό το χαμηλό τμήμα της ανάβασης. Τα δένδρα που κυριαρχούσαν ήταν σκουροπράσινα έλατα και μεγάλες οξιές, τα κίτρινα φύλλα των οποίων εκείνη την εποχή άρχισαν να γίνονται καφετιά. Καθώς προχωρούσε το φθινόπωρο έπεφταν όλο και περισσότερα κι είχαν ήδη δημιουργήσει ένα παχύ μαλακό στρώμα, σαν χαλί, κάτω από τα πόδια μας.
Μετά από σχεδόν 2 ώρες πορείας φθάσαμε στην περιοχή όπου μια φοβερή χιονοστιβάδα (τον χειμώνα του 1994 ή 1995) είχε ισοπεδώσει τελείως το δάσος και είχε συμπαρασύρει ένα μέρος του εδάφους μαζί με το παλιό μονοπάτι. Στην ανάβαση που έκανα τον Ιούλιο του 1996 είδα ότι οι δασοφύλακες και οι ορειβάτες είχαν ήδη αποκαταστήσει τελείως το μονοπάτι. Αλλά οι πεσμένοι κορμοί των πελώριων δένδρων κείτονταν ακόμα ξαπλωμένοι στο έδαφος σε μεγάλη έκταση. Από μακριά έμοιαζαν σαν υπερμεγέθη σπιρτόξυλα. Ήταν, όμως, μία συνεχής υπενθύμιση προς τους ορειβάτες για τις τρομερές δυνάμεις που διαθέτει η φύση.
Έχω ανέβει 3 φορές στο Μύτικα: 9 Αυγούστου 1971, 13 Ιουλίου 1996, 21 Οκτωβρίου 2001 και 1 φορά στο Σκολιό: 4 Οκτωβρίου 2003.
Σε κάποιο σημείο συναντήσαμε κάτι θάμνους που είχαν καρπούς σαν μαύρες ρόγες σταφύλι, μεμονωμένες όμως, όχι σε τσαμπί. Σίγουρα, κάθε κουρασμένος από τη μεγάλη ανάβαση ορειβάτης θα είχε την επιθυμία να γευτεί τους ζουμερούς καρπούς. Αλλά η επιγραφή «ΠΡΟΣΟΧΗ: ΔΗΛΗΤΗΡΙΩΔΕΣ ΦΥΤΟ» που υπήρχε επάνω στους θάμνους, του έκοβε την όρεξη…
Σε λιγότερο από 3 ώρες ανάβασης φθάσαμε στο καταφύγιο «Σπήλιος Αγαπητός», σε υψόμετρο 2.100 μέτρων. Φάγαμε για μεσημέρι ελαφρά και ήπιαμε εμφιαλωμένο νερό, γιατί οι πηγές είχαν στερέψει από την παρατεταμένη ξηρασία. Ξεκουραστήκαμε λίγο και μετά φορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και ξεκινήσαμε.
Το μονοπάτι ήταν πια στενότερο και πολύ ανηφορικό. Λαχανιάζαμε κι αναγκαζόμασταν να κάνουμε μικρές στάσεις, για να ξαναβρούμε την αναπνοή μας. Λίγο αργότερα εγκαταλείψαμε το κύριο μονοπάτι που οδηγούσε προς τη Σκάλα και πήραμε μια διακλάδωση προς τα δεξιά.
Η συνεχής πορεία ήταν κοπιαστική και όλα τα ρούχα μας είχαν γίνει μούσκεμα από τον ιδρώτα. Για να δροσιστώ κατέφυγα αφαίρεσα τα μπατζάκια του παντελονιού μου, που συνδέονταν με φερμουάρ, και το μετέτρεψα σε σορτσάκι! Δύο άλλα μέλη της ομάδας είχαν φορέσει σορτς από την αρχή, αλλά αν τυχόν συναντούσαμε κρύο καθώς ανεβαίναμε, θα ήταν υποχρεωμένοι να αλλάξουν και να φορέσουν μακριά παντελόνια.
Λόγω του μεγάλου υψόμετρου ο αέρας ήταν αραιότερος και για να απορροφήσουν οι πνεύμονες την ίδια ποσότητα οξυγόνου εκεί πάνω έπρεπε να αναπνέουμε συχνότερα, με αποτέλεσμα να λαχανιάζουμε περισσότερο.
Φθάσαμε σε μια ράχη την οποία μόλις περάσαμε αντικρίσαμε ξαφνικά το περίφημο «Οροπέδιο των Μουσών» και κάπως μακρύτερα τα δύο καταφύγια που είχαν φτιάξει οι ορειβατικοί σύλλογοι. Βλέποντας για πρώτη φορά το καταφύγιο, έστω και από μακριά, αναθαρρήσαμε. Σχεδόν 3 ώρες μετά την αναχώρησή μας από τη μεσημεριανή στάση φθάσαμε στο ψηλότερο καταφύγιο «Γιόσος Αποστολίδης», που βρισκόταν σε υψόμετρο 2.700 μέτρα περίπου, δηλαδή ψηλότερα από οποιαδήποτε άλλη ελληνική βουνοκορφή, εκτός του Ολύμπου. Εναποθέσαμε με ανακούφιση τα βαριά σακίδιά μας και ξαλαφρώσαμε τόσο πολύ που νομίζαμε ότι δεν περπατούσαμε αλλά πετούσαμε και ότι γέρναμε προς τα εμπρός!
H διανυκτέρευση στο καταφύγιο
Μια από τις πρώτες μου μέριμνες ήταν να βρω τρόπο να επικοινωνήσω με την οικογένειά μου, για να τους ενημερώσω ότι έφθασα καλά. Το καταφύγιο δεν διέθετε τηλέφωνο και η επικοινωνία γινόταν μόνο μέσω VHF, σε περιπτώσεις ανάγκης. Ενημερώθηκα ότι σε μια περιοχή βόρεια του καταφύγιου, κάπως μακριά όμως, τα κινητά τηλέφωνα είχαν σήμα κι έτσι περπάτησα κάπου 10 λεπτά προς τα εκεί, με την ελπίδα να καταφέρω να τηλεφωνήσω, αλλά μάταια… Έφτασα στην άκρη του γκρεμού από όπου φαίνεται κάτω το χάος των «Καζανιών», αλλά σήμα δεν είχα.
Το όνομα «Καζάνια» δόθηκε σε μια φοβερή περιοχή επειδή είναι μια πελώρια κοιλότητα, συχνά γεμάτη από λευκά σύννεφα που, συνήθως, διαλύονται όταν φθάσουν ψηλά, κοντά στα χείλη του κρατήρα. Η όλη εικόνα θυμίζει πελώριο καζάνι όπου βράζει νερό βγάζοντας άσπρους ατμούς.
Εκεί κοντά είχε έλθει και μια ομάδα αθλητών καράτε, για να γυρίσει ταινία στις κορυφές του Ολύμπου! Χάζεψα για λίγο το περίεργο και αναπάντεχο θέαμα. Οι κάτασπρες στολές από την Άπω Ανατολή δεν ταίριαζαν καθόλου με τους γκρίζους βράχους του ιερού βουνού των αρχαίων Ελλήνων… Προχώρησα λίγο ανατολικότερα και ξαφνικά πίσω από μια μικρή κορυφή η Cosmote μου έδωσε σήμα 100%!
Από το καταφύγιο δεν μπορούσαμε, δυστυχώς, να απολαύσουμε τη δύση του ήλιου, γιατί παρεμβάλλονταν οι μεγάλοι όγκοι των γειτονικών κορυφών. Με το σούρουπο άρχισε να κάνει αρκετή ψύχρα και καθώς περνούσε η ώρα, το κρύο γινόταν όλο και πιο διαπεραστικό κι ο άνεμος δυνάμωνε. Όσοι δεν είχαν φροντίσει να τηλεφωνήσουν νωρίς, με το φως του ήλιου, το μετάνιωσαν πικρά. Αυτή η μικρή "εκδρομή" της περίπου μισής ώρας μέσα στο σκοτάδι και το κρύο, μετά την κούραση όλης της ημέρας, μόνο ευχάριστη δεν ήταν…
Η ζεστασιά του αναμμένου τζακιού μας φάνηκε πραγματική απόλαυση, ιδιαίτερα σε όσους επέστρεφαν από το κρύο. Επιπλέον ήταν και πολύ χρήσιμη για το στέγνωμα των μουσκεμένων ρούχων μας. Εγώ, ευτυχώς, δεν είχα τέτοιο πρόβλημα, γιατί φορούσα ειδικά εσώρουχα από «fleece», ένα συνθετικό παχύ χνουδωτό ύφασμα που έχει την ιδιότητα να απορροφά το νερό και κατόπιν να στεγνώνει πάρα πολύ εύκολα. Όσο είναι δε βρεγμένο δεν κολλάει επάνω στο δέρμα και δεν κρυώνει το σώμα (ιδίως όταν φυσάει δυνατός άνεμος), όπως συμβαίνει με τα βαμβακερά ή μάλλινα ρούχα.
Εκτός από τον χώρο κοντά στο τζάκι όλο το υπόλοιπο καταφύγιο ήταν παγωμένο, γιατί δεν διέθετε θέρμανση. Αναγκαστήκαμε να φοράμε ένα σωρό ρούχα, αλλά παρά το βαρύ μας ντύσιμο τουρτουρίζαμε. Ίσως έφταιγε η απώλεια τόσων πολλών θερμίδων κατά την ανάβαση.
Μετά το φαγητό πήγαμε κατευθείαν για ύπνο. Ο θάλαμός μας διέθετε 8 διώροφα κρεβάτια και μπορούσε να φιλοξενήσει 16 άτομα. Λόγω του ψύχους πέσαμε όλοι με τα ρούχα, εκτός από τους λίγους τυχερούς που διέθεταν υπνόσακο, οι οποίοι όμως τον είχαν κουβαλήσει στην πλάτη τους σε όλο τον ανήφορο… Φόρεσα και δύο ζευγάρια κάλτσες, ένα λεπτό κι ένα χονδρό ορειβατικό και έπεσα για ύπνο. Σε λίγο έσβησε και η μικρή γεννήτρια του καταφύγιου. Έμεινε αναμμένη μόνο μια λάμπα πετρελαίου στο κλιμακοστάσιο κι ένα κερί μισολειωμένο στην τουαλέτα.
Σε λίγο άρχισε η συναυλία των …16 ροχαλητών, σε διάφορους τόνους κι εντάσεις! Παρηγορήθηκα όταν ανακάλεσα στη μνήμη μου άλλους, πολύ πιο θορυβώδεις κοιτώνες (π.χ. στο Άγιο Όρος). Στη διάρκεια της νύχτας ξύπνησα μερικές φορές, όχι από τους θορύβους αλλά επειδή τα πόδια μου έβγαιναν έξω από την κουβέρτα και κρύωναν, παρά τις διπλές κάλτσες που φορούσα…
Η νυχτερινή επίσκεψη στην τουαλέτα ήταν αρκετά δυσάρεστη. Ευτυχώς με βοήθησε ο μικρός φακός που έχω μονίμως κρεμασμένο στον λαιμό μου. Φωτίζει ακριβώς την περιοχή που πατάω, χωρίς να χρειάζεται να τον κρατάω με το χέρι. Τελικά, παρά τη μεγάλη κούραση, κοιμήθηκα μόνο λίγες ώρες.
Το περιβόητο κι επικίνδυνο «Λούκι»
Κυριακή 21.10.2001
Η πρωινή έγερση είχε αρχικά καθορισθεί για τις 5:00, δηλαδή πολύ πριν την ανατολή του ηλίου. Τελικά αυτό δεν πραγματοποιήθηκε, γιατί φοβηθήκαμε ότι θα τουρτουρίζαμε από το κρύο τόσο νωρίς. Σηκωθήκαμε στις 6:30 - αρκετά βάρβαρη ώρα κι αυτή…
Επειδή το βράδυ της προηγούμενης μέρας έκανε φοβερή ψύχρα, περιμέναμε ότι το ξημέρωμα θα είχε ακόμη χαμηλότερες θερμοκρασίες. Αλλά βγαίνοντας από το καταφύγιο διαπίστωσα ότι ο καιρός είχε γλυκάνει. Ο άνεμος είχε κοπάσει τελείως και η θερμοκρασία ήταν ήπια. Τα αστέρια είχαν μια ασυνήθιστα έντονη λάμψη, γιατί η ατμόσφαιρα εκεί ήταν πεντακάθαρη.
Έκανα μια υπέροχη μικρή βόλτα μέσα στη νύχτα. Επιστρέφοντας στο καταφύγιο, αποφάσισα να ελαττώσω τον ρουχισμό που θα φορούσα. Συγκέντρωσα όλο τον εξοπλισμό που δεν χρειαζόμουν, τον έβαλα μέσα σε μια διαφανή σακούλα και τον άφησα στο καταφύγιο. Με το ξαλαφρωμένο σακίδιο θα έκανα την ανάβαση κάπως πιο ξεκούραστα.
Εκτός από τον αρχηγό όλοι οι άλλοι δεν πήραν καθόλου σακίδια μαζί τους. Εγώ προτίμησα να έχω μαζί το σακίδιο, για να βάζω μέσα όσα ρούχα θα βγάζω, αλλά και για να μπορώ να πάρω μαζί μου αρκετό ρουχισμό, δεδομένου ότι ο καιρός στα μεγάλα υψόμετρα είναι πολύ ευμετάβλητος και τελείως απρόβλεπτος: ένα σύννεφο να καλύψει τον ήλιο και η θερμοκρασία μειώνεται κατά 15 και πλέον βαθμούς! Αν αρχίσει και να φυσάει, η πτώση της θερμοκρασίας γίνεται δραματική, έστω κι αν δεν βρέξει ή χιονίσει.
Ξεκινήσαμε λίγο πριν από το χάραμα, με υπέροχη ξαστεριά. Προς την περιοχή της ανατολής έχει αρχίσει να φωτίζει αμυδρά και ο ουρανός εκεί ήταν λίγο πιο ανοιχτόχρωμος. Ο Αυγερινός έλαμπε ενώ τα άλλα αστέρια άρχιζαν να χλωμιάζουν. Επικρατούσε απόλυτη γαλήνη και ο αέρας που αναπνέαμε ήταν ολοκάθαρος. Αποτελούσε μοναδικό αντίδοτο στο άγχος της δουλειάς και τη μόλυνση των μεγαλουπόλεων. Προχωρώντας στο ανηφορικό μονοπάτι, λαχανιάσαμε και, καθώς το αίμα άρχιζε να κυλάει γρηγορότερα, ζεσταθήκαμε τόσο που αφαιρέσαμε τα βαρύτερα ρούχα. Το φως της αυγής γινόταν σιγά-σιγά εντονότερο κι έτσι δεν χρειαζόμασταν πια τους φακούς που φορούσαμε στο μέτωπο, οι οποίοι ήταν στερεωμένοι με ελαστική ταινία γύρω από το κεφάλι μας, ώστε να έχουμε τα χέρια μας τελείως ελεύθερα.
Άρχισε να ροδίζει και σε λίγο ξεπρόβαλε από χαμηλά ο πύρινος δίσκος του ηλίου μέσα από το πηχτό σκοτάδι, που μάλλον ήταν θάλασσα. Ο ορίζοντας που χώριζε το σκοτεινό κάτω ημισφαίριο από τον ανοιχτόχρωμο θόλο του ουρανού βρισκόταν λίγο ψηλότερα από τον ήλιο. Ο φωτεινός δίσκος, δηλαδή, δεν ανάτελλε πάνω από τη γραμμή του ορίζοντα, αλλά έβγαινε μέσα από το σκοτάδι. Η ανατολή από τόσο μεγάλο υψόμετρο ήταν πολύ διαφορετική.
Όμως, η ρομαντική διάθεση και η απόλαυση της φύσης διακόπτονταν, δυστυχώς, απότομα όταν περνούσαμε πλάι από τις αναμνηστικές πλάκες στη μνήμη διάφορων ορειβατών που χάθηκαν εκεί, οι περισσότεροι σε δύσκολες χειμερινές αναβάσεις, με χιόνια, πάγο και θύελλες.
Είχαμε ήδη περάσει από το πρώτο «Λούκι» που οδηγεί στην κορυφή «Στεφάνι» και βρισκόμασταν στο σημείο που αρχίζει το «Λούκι του Μύτικα». Εκεί ο μεγάλος κίνδυνος είναι άλλος: οι πέτρες και οι βράχοι δεν είναι καλά στερεωμένοι και μερικές φορές αποσπώνται από το βουνό και πέφτουν με φοβερή ορμή προς τον κατήφορο. Και τότε αλλοίμονο σε όσους βρίσκονται από κάτω! Η κλασική κραυγή προειδοποίησης: «πέτρες, πέτρες!» δυστυχώς δεν είναι αρκετή για να σώσει αυτούς που βρίσκονται χαμηλότερα. Φυσικά, όλοι κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να τις αποφύγουν, αλλά δυστυχώς δεν το κατορθώνουν πάντα. Το τελευταίο θύμα πριν από εκείνη την ανάβασή μου ήταν ο πρόεδρος του Ορειβατικού Συλλόγου Κατερίνης, που σκοτώθηκε στις 13 Αυγούστου 2001, ενώ άλλα μέλη της ομάδας τραυματίστηκαν από κατολίσθηση ογκολίθων.
Λούκι ονομάζεται στην ορειβασία η στενή και πολύ ανηφορική χαράδρα, που συχνά οδηγεί μέχρι την κορυφή. Επειδή ο ανήφορος είναι εξαιρετικά απότομος, ο ορειβάτης πρέπει να πιάνεται και με τα δυο του χέρια. Δεν χρειάζεται, όμως, σκοινιά για την αναρρίχηση.
Θέλαμε λοιπόν να είμαστε οι πρώτοι της ημέρας, ώστε να μην κινδυνεύουμε από τυχόν λάθη άλλων. Αυτός ήταν ο λόγος που είχαμε αρχικά προγραμματίσει να αναχωρήσουμε τόσο νωρίς μέσα στη νύχτα. Τελικά, ήμασταν μεν οι πρώτοι αλλά λίγο πιο πίσω μάς ακολουθούσαν δύο από την ομάδα του καράτε και τέσσερις ξένοι φοιτητές. Εγώ, λόγω μεγαλύτερης πείρας στην αναρρίχηση, ήμουνα πολύ πιο άνετος από τους άλλους.
Προχωρούσαμε πολύ προσεκτικά, δοκιμάζοντας προηγουμένως κάθε μία πέτρα πριν κρατηθούμε ή πατήσουμε επάνω της. Αυτό βέβαια είχε ως συνέπεια να αργούμε, κι έτσι οι αθλητές του καράτε μάς έφθασαν και ετοιμάζονταν να μας προσπεράσουν. Ο Βασίλης τους επέστησε την προσοχή για τους κινδύνους από την πτώση των βράχων. Ο ένας από τους «καρατέκα», που δήλωνε και παλιός ορειβάτης, μας είπε ότι τα ξέρει αυτά και ισχυριζόταν ότι ένα κράνος είναι αρκετό ως μέτρο προφύλαξης. Εμείς επιμέναμε ότι το κράνος προστατεύει μεν το κεφάλι από τις μικρές πέτρες αλλά δεν έχει τη δυνατότητα να σε σώσει από τους ογκόλιθους, οι οποίοι μπορούν όχι μόνο να σου συνθλίψουν κάποιο μέλος του σώματός σου αλλά ακόμη και να σε συμπαρασύρουν και να σε ρίξουν στον γκρεμό. Ενώ η διαφωνία αυτή συνεχιζόταν πολύ έντονα, ξαφνικά μια πελώρια πέτρα ξέφυγε μόλις ο Αλέξανδρος πάτησε επάνω της. Οι κραυγές αγωνίας «πέτρες, πέτρες!», η ταχύτατη αντίδραση όσων ακολουθούσαν και ο καλός Θεός βοήθησαν, ώστε να μην έχουμε θύματα… Μόλις συνήλθαμε από το σοκ, ο Αλέξανδρος μας είπε ότι είχε δοκιμάσει τη συγκεκριμένη πέτρα, πριν πατήσει επάνω της. Πιθανόν, όμως, να πάτησε πολύ απότομα με όλο του το βάρος, οπότε αυτή υποχώρησε και ξέφυγε από τη θέση της.
Μετά από το παρά λίγο τραγικό συμβάν, ηρέμησαν όλοι. Κανείς πια δεν είχε όρεξη να κάνει τον έξυπνο ή να επιχειρήσει να προσπεράσει. Ο αρχηγός, που προπορευόταν, είπε στον Αλέξανδρο, που ήταν τελείως άπειρος, να τον ακολουθεί ακριβώς από πίσω και να πατάει και να πιάνεται ακριβώς στα σημεία που χρησιμοποίησε ο ίδιος για να στηριχθεί ή να κρατηθεί. Εμείς οι υπόλοιποι ακολουθούσαμε ο ένας πίσω από τον άλλο σε μικρές αποστάσεις. Μετά από μας έρχονταν οι δύο «καρατέκα» κι αμέσως κατόπιν οι 4 ξένοι. Συνολικά ήμασταν 12 ορειβάτες. Σε κάποιο σημείο της ανάβασης μέσα στο κακοτράχαλο Λούκι βρήκα ένα κέρμα (50ρικο). Το πήρα μαζί μου για ενθύμιο και το θεωρώ μεγάλο γούρι. Με περισσότερη προσοχή και αργότερο ρυθμό φθάσαμε, τελικά, όλοι σώοι στην πολυπόθητη κορυφή. Χρειαστήκαμε πάνω από μία ώρα για να ανέβουμε ολόκληρο το Λούκι.
Μύτικας: 2.917 μ.
Σκολιό: 2.911 μ.
Στεφάνι (θρόνος): 2.909 μ.
Σκάλα: 2.866 μ.
Άγιος Αντώνιος: 2.817 μ.
Προφήτης Ηλίας: 2.803 μ.
Τούμπα: 2.801 μ.
Χριστάκι: 2.704 μ.
Συνολικός αριθμός κορυφών Ολύμπου
36 κορυφές υπερβαίνουν τα 2.000 μέτρα
44 κορυφές έχουν ύψη από 1.000 έως 2.000 μέτρα
Μια παλιά αξέχαστη εμπειρία
Στην προηγούμενη ανάβαση (13 Ιουλίου 1996) είχα φθάσει στη βάση του Λουκιού μαζί με ένα φίλο, έμπειρο ορειβάτη και αναρριχητή, με πολλές αναβάσεις στο ενεργητικό του τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Μόλις, όμως, ανεβήκαμε λίγο στα ριζά (αρχή) του Λουκιού, καθώς αντίκρισε το χάος προς τα κάτω έπαθε σοκ. Ξύπνησε μέσα του ένα παλιό ψυχολογικό τραύμα από πτώση στη διάρκεια κάποιας αναρρίχησης. Τα σχοινιά τον έσωσαν τότε, αλλά η θύμηση εκείνου του τραγικού γεγονότος παρέμενε πάντα ζωντανή μέσα στο υποσυνείδητό του και ξαναβγήκε στην επιφάνεια, κάνοντάς τον να παραλύσει κυριολεκτικά από τον πανικό. Μου δήλωσε ότι του ήταν αδύνατον να συνεχίσει. Μου πρότεινε να ανέβω μόνος μου στη κορυφή κι εκείνος να με περιμένει εκεί. Βρέθηκα σε μεγάλο δίλημμα: από τη μία δεν ήθελα να εγκαταλείψω έτσι άδοξα την προσπάθεια κι από την άλλη το εγχείρημα είχε κάποιους κινδύνους. Τελικά, υπερνίκησα τους δισταγμούς μου και ξεκίνησα μόνος.
Άρχισα να ανεβαίνω όσο πιο γρήγορα μπορούσα, γιατί ήταν ήδη αργά το απόγευμα και δεν ήθελα να με προλάβει το σούρουπο. Είχα γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα από τη φοβερή προσπάθεια, αλλά τα χέρια μου είχαν παγώσει, καθώς έπιανα τα πολύ κρύα βράχια. Ακόμη και το κατακαλόκαιρο στη σκιερή πλευρά του βουνού σ' αυτό το υψόμετρο έκανε πολύ κρύο. Κάμποσες φορές έφθασα στο αμήν για να τα παρατήσω, αλλά έκανα κουράγιο με τη σκέψη ότι μπορεί να μη μου δινόταν άλλη ευκαιρία στο μέλλον. Αν και σκαρφάλωνα πολύ γρήγορα, μου φάνηκε ότι η άνοδος διήρκεσε έναν αιώνα. Καθώς δεν με ακολουθούσε κανείς, δεν πολυπρόσεχα τις πέτρες και δεν έχανα χρόνο ούτε καν για να παρακολουθώ το ρολόι μου. Ομολογώ ότι το εγχείρημά μου ήταν παράτολμο, επειδή ήμουν ολομόναχος αλλά και επειδή πλησίαζε το σούρουπο.
Κάποτε έδωσε ο Θεός κι έφθασα στην πολυπόθητη κορυφή. Μέσα στην απόλυτη μοναξιά δεν είχα καθόλου κέφι να απολαύσω τη θέα. Καθώς δεν υπήρχε κανείς για να με φωτογραφίσει, το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να υπογράψω στα γρήγορα στο βιβλίο που είχε τοποθετήσει εκεί πάνω η ορειβατική ομοσπονδία. Δοκίμασα να τηλεφωνήσω με το κινητό Telestet, που είχα. Αν και δεν μεσολαβούσε κανένα εμπόδιο, δεν υπήρχε καθόλου σήμα εκεί επάνω. Ευτυχώς που δεν το χρειαζόμουν για να ζητήσω βοήθεια…
Αμέσως μετά άρχισα την κατάβαση. Προχωρούσα επίσης όσο γρηγορότερα μπορούσα, γιατί είχαν αρχίσει να δημιουργούνται τριγύρω σύννεφα και φοβόμουν κάποια ξαφνική επιδείνωση του καιρού. Τα σύννεφα στα μεγάλα υψόμετρα δεν φέρνουν μόνο κρύο, βροχή, χαλάζι, χιόνι κ.λπ., αλλά συχνά έχουν ως συνέπεια πυκνή ομίχλη και η παντελής έλλειψη ορατότητας αποτελεί, ίσως, τον χειρότερο κίνδυνο στο βουνό.
Δεν μέτρησα τον χρόνο που χρειάσθηκα. Φθάνοντας στους πρόποδες του Λουκιού, βρήκα τον φίλο μου που είχε ήδη ανησυχήσει. Εγώ, βέβαια, ήμουνα μούσκεμα στον ιδρώτα, ενώ εκείνος έτρεμε από το κρύο λόγω της ακινησίας! Συνεχίσαμε μαζί την κάθοδο προς το καταφύγιο «Σπήλιος Αγαπητός», όπου φθάσαμε χωρίς απρόοπτα.
Μύτικας, η στέγη της Ελλάδας
Κάθε κατάκτηση κορυφής είναι μια επιτυχία. Η ανάβαση, όμως, στο ψηλότερο σημείο της χώρας είναι ένα ξεχωριστό τρόπαιο. Αισθάνεσαι υπερήφανος που τα κατάφερες.
Την ημέρα εκείνη ο καιρός ήταν υπέροχος: φοβερή λιακάδα, υπέροχη ορατότητα, απόλυτη νηνεμία. Ήμασταν πάρα πολύ τυχεροί. Οι περισσότεροι φορούσαμε μόνο ένα κοντομάνικο πουκάμισο, πράγμα, που δεν συμβαίνει συχνά εκεί πάνω, ούτε καν το κατακαλόκαιρο! Στην κορυφή υπήρχε άνετος χώρος και για τα 12 άτομα της διευρυμένης ομάδας μας.
Δίπλα στο στύλο (τριγωνομετρικό σημείο) υπήρχε μια ειδική θήκη από αλουμίνιο για το βιβλίο των ορειβατών που κατακτούσαν τον Μύτικα. Για καλύτερη προστασία το βιβλίο τοποθετείτο πρώτα μέσα σ' ένα νάιλον σάκο και μετά στη θήκη. Υπήρχε ακόμη ένα κοντάρι με μια μεγάλη, πάνινη ελληνική σημαία, που προφανώς θα πρέπει να την αντικαθιστούν συχνά, γιατί οι καιρικές συνθήκες εκεί είναι φοβερά αντίξοες. Υπήρχε ακόμη και μία μικρή, μεταλλική ελληνική σημαία με τον ήλιο της Βεργίνας στο κέντρο της. Αυτή βεβαίως μπορεί να αντέξει και σε ακραία καιρικά φαινόμενα.
Σημειώσαμε όλοι στο βιβλίο τις παρατηρήσεις μας και υπογράψαμε γεμάτοι υπερηφάνεια!
Παρατηρήσαμε την υπέροχη θέα από ψηλά. Από εκεί φαίνεται ένα μεγάλο μέρος της Ελλάδας και πολλές βουνοκορφές, που ξεπροβάλλουν πάνω από την πρωινή αχλύ, η οποία μοιάζει με απέραντη λευκή θάλασσα. Τα βουνά θυμίζουν βραχώδη νησιά μέσα σε παγωμένο ωκεανό! Ήταν ένα υπέροχο θέαμα!
Δίπλα μας ήταν οι άλλες ψηλές κορυφές του Ολύμπου, περισσότερο ή λιγότερο αιχμηρές αλλά όλες βραχώδεις, απότομες κι αφάνταστα επιβλητικές. Οι ορειβάτες, που είχαν ήδη σκαρφαλώσει εκεί πάνω, λόγω της απόστασης φαίνονταν μικροσκοπικοί, σαν πολύχρωμα μυρμήγκια.
Ακριβώς στην άκρη των βράχων βρίσκεται η σκοτεινή άβυσσος των «Καζανιών», κάπου 1.500 με 2.000 μέτρα βαθύτερα. Όσοι υποφέρουν από ακροφοβία είναι καλύτερα να μην κοιτάζουν…
Τραβάμε αρκετές αναμνηστικές φωτογραφίες. Περισσότερο ενθουσιασμένοι ήταν εκείνοι που ανέβηκαν για πρώτη φορά τόσο ψηλά. Και με το δίκιο τους άλλωστε!
Στην κορυφή του Μύτικα η εταιρία Cosmote είχε πολύ καλό σήμα. Η πρόοδος της τεχνολογίας σε όλο της το μεγαλείο!
Η θερμοκρασία είχε ανέβει και επειδή μέσα από το παντελόνι μου φορούσα ένα παντελόνι από fleece (που στην αρχή χρειαζόταν για το κρύο, αλλά μετά με ζέσταινε υπερβολικά) πήγα λίγο παράμερα για να το βγάλω. Ήταν αρκετά μεγάλος μπελάς, γιατί προηγουμένως έπρεπε να βγάλω τις μπότες μου.
Κάποια στιγμή είδα τον αρχηγό να έχει απομακρυνθεί λίγο και να παρατηρεί ακίνητος επί μερικά λεπτά κάτω το Λούκι. Στην αρχή νόμισα, ότι πήγε για να ρεμβάσει. Όταν επέστρεψε κοντά μας κατάλαβα ότι είχε αποσυρθεί για να αυτοσυγκεντρωθεί και να πάρει αποφάσεις. Γυρίζοντας, μας είπε ότι δεν θα επιστρέφαμε από την ίδια διαδρομή. Επειδή ανέβαιναν κι άλλοι ορειβάτες το Λούκι είχε γίνει πια επικίνδυνο. Στην κάθοδο θα περνούσαμε από την «Κακόσκαλα», θα ανεβαίναμε στη γειτονική κορυφή «Σκάλα» και μετά θα κατηφορίζαμε. Θα επιστρέφαμε στο καταφύγιο κάνοντας ένα μεγάλο κύκλο, μια διαδρομή μεγαλύτερη τουλάχιστον κατά δυόμισι ώρες πορείας, αλλά πολύ ασφαλέστερη. Επιπλέον, πέρα από τον κίνδυνο, η καταρρίχηση από το Λούκι θα ήταν σκληρή δοκιμασία για όλα τα μη πεπειραμένα μέλη της ομάδας. Γιατί αντίθετα από ό,τι στην άνοδο που κοιτάς προς το βράχο, στην κάθοδο μοιραία αντικρίζεις το χάος, που έχει βάθος ενάμιση χιλιόμετρο περίπου κι αισθάνεσαι ψυχολογικά πολύ άσχημα. Χάνεις τις δυνάμεις σου, τα γόνατά σου λυγίζουν, ο ίλιγγος σε παραλύει. Σε ακραίες περιπτώσεις ο πανικός δεν σ' αφήνει να κάνεις ούτε βήμα. Γαντζώνεσαι στους βράχους και μένεις εκεί ακίνητος! Δεν έχεις κουράγιο να κάνεις ούτε μπρος ούτε πίσω. Για όλους αυτούς τους λόγους ο αρχηγός προτίμησε την άλλη διαδρομή.
Ίλιγγος στην Κακόσκαλα - Θέα από τη Σκάλα
Η κάθοδος από την Κακόσκαλα ήταν απόκρημνη, αλλά εκεί οι πέτρες ήταν πιο στέρεες και η πιθανότητα να αποκολληθούν μηδαμινή. Επιπλέον, σε ελάχιστα σημεία συνέβαινε να βρίσκεται ο ένας ορειβάτης κάτω από τον άλλο κι έτσι δεν κινδυνεύουμε, παρά ελάχιστα. Όμως, η διαδρομή ήταν πολύ κακοτράχαλη. Σε κάποια πολύ δύσκολα σημεία ο αρχηγός έδεσε ορειβατικό σκοινί, για να κρατιόμαστε. Το έκανε περισσότερο για ψυχολογική υποστήριξη, ώστε να αισθανθούν καλύτερα όσοι φοβούνταν. Ο ίλιγγος είναι ένα συναίσθημα που δύσκολα αντιμετωπίζεται…
Λίγοι ορειβάτες ανεβαίνουν στο Μύτικα από τη μεριά της Κακόσκαλας. Οι περισσότεροι προτιμούν την άνοδο και κάθοδο από το Λούκι. Σε κάποια στιγμή ο αρχηγός μας, ο Βασίλης, θυμήθηκε ότι πριν από χρόνια είχε στερεώσει στους βράχους ένα ορειβατικό καρφί σ' ένα σημείο στην αρχή της καθόδου, για να δέσει το ορειβατικό σκοινί. Το αναζήτησε στην περιοχή και περιέργως κατάφερε να το ξαναβρεί! Τον προειδοποίησα ότι τώρα πια μπορεί να μην είναι καλά σφηνωμένο, όπως τότε, επειδή έχουν μεσολαβήσει αλλεπάλληλες διαστολές και συστολές των βράχων λόγω των καιρικών μεταβολών. Και πραγματικά στην πρώτη δοκιμή το καρφί βγήκε ευκολότατα από τη σχισμή.
Καθώς κατεβαίναμε, πιανόμασταν από βαθιές σχισμές σε βράχους που δεν τους έχει φωτίσει ακόμη ο ήλιος. Όσοι βράχοι ή πέτρες βρίσκονταν σε σκιερά μέρη ήταν κυριολεκτικά παγωμένοι και έκαναν τα δάχτυλά μας να μουδιάζουν από το κρύο. Στην κάθοδο η νεολαία της παρέας μας δυσκολευόταν πολύ και ο αρχηγός έμενε πίσω για να τους βοηθάει τεχνικά και ψυχολογικά, υποδεικνύοντας τα ασφαλή πατήματα, συμβουλεύοντας κι ενθαρρύνοντας… Εγώ είχα προχωρήσει μπροστά. Στα πιο δύσκολα σημεία προχωρούσα έρποντας.
Μέσα από κάποια ανοίγματα του βράχου έβλεπα και πάλι το αβυσσαλέο κενό των περίφημων «Καζανιών». Η θέα του χάους που ανοιγόταν μπροστά στα μάτια σου πάγωνε το αίμα στις φλέβες σου. Ενώ όλοι οι άλλοι αγωνίζονταν να κατεβούν, εγώ ήμουν τόσο άνετος που σταματούσα πολλές φορές για να φωτογραφίσω το τοπίο, αλλά και τις προσπάθειές τους. Η πείρα κάνει τη διαφορά… Έτσι, παρ' όλα αυτά πήγαινα πολύ πιο γρήγορα. Όπως μου εξομολογήθηκαν αργότερα, απορούσαν πώς είχα το κουράγιο να σκοπεύω και να φωτογραφίζω κάτω από τόσο δύσκολες συνθήκες!
Κατεβαίνοντας χαμηλά, είδαμε τον εντυπωσιακό βραχώδη κώνο του Μύτικα από άλλη οπτική γωνία. Μπροστά μας ορθωνόταν, στην αντίθετη πλευρά, τελείως απόκρημνη η κορυφή «Σκάλα». Δεν βλέπαμε το παραμικρό μονοπάτι κι απορούσαμε πώς θα τα καταφέρναμε να σκαρφαλώσουμε εκεί πάνω. Τελικά βρήκαμε τη διάβαση, η οποία ήταν σκαλισμένη επάνω στα βράχια. Η ανάβαση ήταν κουραστική και χύσαμε ιδρώτα με… τα λίτρα, καθώς ο ήλιος είχε ήδη ανέβει ψηλά και οι ακτίνες του είναι ιδιαίτερα καυτές.
Στα τελευταία μέτρα της ανόδου περάσαμε από ένα πολύ στενό φαράγγι, μήκους μερικών μέτρων, και σε λιγάκι φθάσαμε επιτέλους στην κορυφή της Σκάλας, που θεωρείται παρακλάδι του Μύτικα. Χρησιμοποιήσαμε την ολιγόλεπτη στάση για να βγάλουμε αρκετές αναμνηστικές φωτογραφίες, με φόντο την ψηλότερη κορυφή του Ολύμπου. Απολαύσαμε τη θέα, υπό διαφορετική σκοπιά.
Για να πάρουμε δυνάμεις, φάγαμε λίγη σοκολάτα και ήπιαμε νερό από το παγούρι μας (σημειωτέον ότι σε κανένα σημείο της διήμερης ορειβασίας μας δεν βρήκαμε πηγή ή τρεχούμενο νερό!).
Παρά λίγο ατύχημα
Το μονοπάτι από τη «Σκάλα» προς το καταφύγιο «Σπήλιος Αγαπητός», στα 2.100 μέτρα, ήταν απότομα κατηφορικό. Ευτυχώς, τα πτυσσόμενα ορειβατικά μπαστούνια μάς βοηθούσαν να φρενάρουμε, χωρίς να καταπονούμε υπερβολικά τα γόνατά μας και τα δάχτυλά μας, που πιέζονταν στο μπροστινό μέρος μέσα στις μπότες. Άλλοι ορειβάτες που την ώρα εκείνη ανέβαιναν, ίδρωναν και ξεφυσούσανε, μας ζήλευαν βέβαια...
Σε κάποιο σημείο έπρεπε να εγκαταλείψουμε το κατηφορικό μονοπάτι και να στρίψουμε αριστερά παίρνοντας τη διακλάδωση που οδηγούσε στο δικό μας καταφύγιο, το «Γιόσος Αποστολίδης», στα 2.700 μέτρα. Ο αρχηγός, για να κερδίσουμε χρόνο, άφησε τελείως το μονοπάτι κι ακολούθησε μια λοξή διαδρομή μέχρι να συναντήσουμε το άλλο μονοπάτι (δηλαδή κινηθήκαμε ακολουθώντας την υποτείνουσα του τριγώνου αντί να πορευθούμε κατά μήκος των δύο κάθετων πλευρών).
Σε κάποιο σημείο της διαδρομής, όμως, υπήρχε μία σάρα. Οι σάρες είναι πάντοτε επικίνδυνες. Αυτούς τους κινδύνους εκφράζει επιγραμματικά η γνωστή φράση: «Η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα». Η δική μας ήταν ακόμη περισσότερο ασταθής, επειδή δεν διασχιζόταν από μονοπάτι κι αυτό σημαίνει ότι δεν ήταν δοκιμασμένη από άλλους. Καθώς περνούσα, οι πέτρες υποχώρησαν και μετακινήθηκαν, με αποτέλεσμα να "φάω" μια μεγάλη τούμπα! Έκανα μάλιστα και στροφή κι άρχισα να κατηφορίζω γλιστρώντας με το κεφάλι μπροστά! Οι άλλοι τα έχασαν. Εντυπωσιάστηκαν από τη θεαματική καμπύλη που διέγραψε το σώμα μου καθώς έπεφτα. Απόρησαν, μάλιστα, όταν σηκώθηκα μόνος μου, χωρίς βοήθεια, με μερικές γρατζουνιές μονάχα στον αγκώνα, στον καρπό και στο πόδι!! Συνέχισα την πορεία, σαν να μη συνέβη τίποτα.
Το κομμάτι μιας ομαλής πλαγιάς που σχηματίζεται από τα κινητά συντρίμμια της ορθοπλαγιάς.
Σε λίγο ξαναβρήκαμε το ανηφορικό μονοπάτι προς το καταφύγιο, το οποίο είχαμε περάσει και την προηγουμένη το απόγευμα. Ο ανήφορος ήταν εξουθενωτικός, θα έλεγα μαρτυρικός. Οι 3 νεότεροι της παρέας προχωρούσαν πιο γρήγορα. Αλλά είχαν 30 με 40 χρόνια λιγότερα από μένα και σαφώς λιγότερα κιλά (η Χριστίνα π.χ. ήταν ανάλαφρη, γιατί ζύγιζε μόνο 49 κιλά και ήταν πολύ γυμνασμένη). Επιπλέον δε, δεν είχαν σακίδια στην πλάτη. Ο Γιάννης, αν και 20 χρόνια νεότερος από μένα, αγκομαχούσε κι αυτός στον ανήφορο.
Λίγο πριν φθάσουμε στους πρόποδες του «Λουκιού», ο αρχηγός μάς είπε να σταματήσουμε, για να ξεκουραστούμε και μετά να διασταυρώσουμε την επικίνδυνη περιοχή όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε. Έτσι ελαχιστοποιήσαμε την πιθανότητα να μας χτυπήσουν βράχια που τυχόν θα κατηφόριζαν με ορμή από ψηλά. Δεδομένου ότι αρκετοί ορειβάτες διέσχιζαν εκείνη την ώρα το Λούκι υπήρχε το ενδεχόμενο να ξεκολλήσουν πέτρες και βράχοι.
Φθάσαμε, τελικά, στο καταφύγιο κατά τη μία το μεσημέρι. Οι φύλακες ανυπομονούσαν πότε θα επιστρέφαμε, γιατί θα έκλειναν το καταφύγιο για τον χειμώνα και ήθελαν να φύγουν μια ώρα αρχύτερα, με τα μουλάρια που τους περίμεναν. Στη χειμερινή περίοδο τα καταφύγια άνοιγαν μόνο κατόπιν συνεννόησης κατά τις μεγάλες γιορτές (Χριστούγεννα κ.λπ.) και μόνο εφόσον το επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες. Η κλειστή βεράντα του, όμως, έμενε πάντα ξεκλείδωτη, ώστε να μπορούν να καταφύγουν εκεί, για να διανυκτερεύσουν κάπως προστατευμένοι ώστε να επιβιώσουν, οι σκληροτράχηλοι χειμερινοί ορειβάτες.
Φάγαμε μια νόστιμη κρεατόσουπα με πολύ κρέας και χορταρικά. Αλλά, ενώ η κούραση φέρνει αρχικά πείνα και λιγούρα, η υπερβολική και παρατεταμένη εξάντληση κόβει τελικά την όρεξη. Εκείνο που μένει, όμως, είναι η μεγάλη δίψα. Φάγαμε λίγο, αλλά ήπιαμε άφθονο νερό.
Η κατάβαση
Μαζέψαμε όλα μας τα πράγματα και ξεκινήσαμε. Για να κερδίσουμε τον χρόνο που χάσαμε στην πρόσθετη διαδρομή της Σκάλας, αλλάξαμε το πρόγραμμα της επιστροφής: αντί να κατεβούμε από την «Πετρόστρουγκα», ακολουθήσαμε το απότομο αλλά σύντομο μονοπάτι που κατηφόριζε προς το καταφύγιο, στα 2.100 μέτρα.
Τα δένδρα εκεί έφθαναν μέχρι υψόμετρο 2.350 μέτρα και επρόκειτο κυρίως για ορεινή πεύκη. Το μονοπάτι περνούσε και από μια πολύ χαρακτηριστική σάρα. Εκεί την προηγούμενη φορά υπήρχε χιόνι (Ιούλιο μήνα μάλιστα!) κι ένα συρματόσχοινο ασφαλείας. Από μακριά το μέρος αυτό φαινόταν σχεδόν αδιάβατο. Όταν πλησιάσαμε, όμως, ανακαλύψαμε ότι έχει δημιουργηθεί ένα βατό μονοπάτι επάνω στις πέτρες της σάρας και ότι οι πέτρες σε όλο το μήκος του ήταν απροσδόκητα σταθερές. Έτσι, η διέλευση ήταν πλέον ανέλπιστα εύκολη!
Καθώς πλησιάζαμε προς το καταφύγιο, ακούσαμε ήχο ελικόπτερου. Ενώ οπουδήποτε αλλού ο βόμβος του ελικόπτερου μας αφήνει γενικά αδιάφορους, επάνω στα βουνά είναι φοβερά ανατριχιαστικός, γιατί σημαίνει, σχεδόν πάντα, ότι συνέβη σοβαρό δυστύχημα κατά τη διάρκεια κάποιου αθλήματος (ορειβασία, αναρρίχηση, σκι, αιωροπτερισμός, αλεξίπτωτο κ.λπ.). Το ελικόπτερο έκανε αρκετούς γύρους πάνω από τις δασώδεις πλαγιές και τελικά προσγειώθηκε σ' ένα ξέφωτο, όχι πολύ μακριά από το καταφύγιο.
Επιτάχυνα το βήμα μου, για να φθάσω το γρηγορότερο στο καταφύγιο. Ήθελα από εκεί να τηλεφωνήσω στο σπίτι μου, γιατί φοβόμουνα μήπως δείξει η τηλεόραση κάποιο δυστύχημα στον Όλυμπο ή αναφέρει στις ειδήσεις ότι κάποιοι ορειβάτες αγνοούνταν, οπότε βέβαια οι δικοί μου θα ανησυχούσαν.
Σε ένα μόνο σημείο της βεράντας του καταφύγιου η Cosmote έδινε σήμα, αλλά πολύ άστατο. Μερικές φορές το σήμα ήταν μηδενικό και μετά από λίγα λεπτά, ακριβώς στο ίδιο σημείο, αρκετά ισχυρό (3 στα 4). Λιγάκι μετά, όμως, μπορούσε να εξαφανιστεί πάλι τελείως. Μετά από μερικές προσπάθειες κατάφερα, τελικά, να τηλεφωνήσω. Ρωτώντας στο καταφύγιο πληροφορηθήκαμε ότι το ελικόπτερο ήρθε, για να παραλάβει κάποιον, που τον είχε δαγκώσει πολύ άσχημα ένας σκύλος!
Ήπιαμε νερό, γεμίσαμε τα παγούρια και σε λίγο ξεκινήσαμε. Ο Αλέξανδρος, η Χριστίνα και ο Κάρολος προχώρησαν πιο γρήγορα, γιατί θα επέστρεφαν το ίδιο βράδυ στην Αθήνα και είχαν μεγάλο ταξίδι μπροστά τους. Ο Βασίλης, ο Γιάννης κι εγώ κατεβήκαμε με αργότερο ρυθμό. Σταματήσαμε μάλιστα και σ' ένα ξύλινο παγκάκι, που υπήρχε κοντά στη στεγνή βρύση.
Το τελευταίο τμήμα της διαδρομής μέσα στο πυκνό δάσος από έλατα και οξιές ήταν υπέροχο. Δυστυχώς, όμως, ήμασταν τόσο κουρασμένοι που παρακαλούσαμε να τελειώσει μια ώρα αρχύτερα. Ήταν πολύ κρίμα! «Πρέπει να έλθω μια άλλη φορά μόνο γι' αυτό το ωραιότατο χαμηλό κομμάτι, ίσως και για να κάνω την διαδρομή από Πριόνια προς Λιτόχωρο, που υπόσχεται πολλά», σκέφθηκα.
Στη βρύση των Πριονιών πλυθήκαμε και δροσιστήκαμε. Ήταν η μοναδική που συναντήσαμε στη διήμερη ορειβασία μας στο ψηλό βουνό.
Όταν φθάσαμε στο αυτοκίνητο είχε ήδη νυχτώσει. Η πορεία μας, μαζί με τις μικρές στάσεις, είχε διάρκεια 11 ώρες και 30 λεπτά! Ο Βασίλης δεν εύρισκε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και… μας έκοψε τη χολή, αλλά τελικά τα βρήκε. Τακτοποιήσαμε πρόχειρα τα πράγματα, ο Βασίλης άλλαξε μπότες, και μετά ξεκινήσαμε για να πάμε στο δικό μου αυτοκίνητο, που το είχα αφήσει πολύ μακρύτερα, κοντά στον τερματισμό της κατάβασης από την «Πετρόστρουγκα», γιατί έτσι προέβλεπε το αρχικό πρόγραμμα. Η διαδρομή αυτή με το αμάξι του Βασίλη μού φάνηκε ατελείωτη.
Το αυτοκίνητό μου ήταν ολομόναχο. Όλα τα άλλα είχαν ήδη φύγει. Έβγαλα με αγαλλίαση τις βαριές ορειβατικές μπότες και φόρεσα ελαφριά μαλακά παπούτσια. Αισθάνθηκα ότι τα πόδια μου ξαναζωντάνεψαν.
Η διαδρομή προς το Λιτόχωρο ήταν θεοσκότεινη κι έρημη από αυτοκίνητα. Είναι αλήθεια ότι το σκοτάδι και η απόλυτη ερημιά σε αγριεύουν… Λίγο αργότερα φάνηκαν από ψηλά τα φώτα της πόλης. Επιστροφή στον τεχνικό πολιτισμό!
Στο Λιτόχωρο βρήκα ένα δωμάτιο στο ξενοδοχείο «Αφροδίτη». Εκτός από την κούραση είχε φανεί πια και το έλλειμμα ύπνου από την προηγούμενη, δύσκολη νύχτα στο καταφύγιο…
Στην κεντρική πλατεία του Λιτόχωρου υπήρχε μια βρύση, όπου το νερό έτρεχε συνεχώς. Στη διάρκεια της ορειβασίας μας είπαμε το νερό νεράκι, αλλά εκεί κυλούσε άφθονο…
Πνευματικά δικαιώματα adventurouslife.gr