Κρήτη
2003Τριήμερη ορειβατική διάσχιση στην άγρια φύση της Μεγαλονήσου
Η μορφολογία του εδάφους
Το φαράγγι της Αγίας Ειρήνης ξεκινά 43 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά των Χανίων και φθάνει μέχρι το Λιβυκό Πέλαγος. Πριν από εκατομμύρια χρόνια οι μετακινήσεις του φλοιού της Γης δημιούργησαν διάφορα ρήγματα στην περιοχή. Στη διάρκεια των αιώνων τα νερά της βροχής που κυλούσαν προς τη θάλασσα διάβρωναν αργά και μεθοδικά τα πετρώματα, διανοίγοντας βαθιές και στενές διόδους, δηλαδή φαράγγια. Έτσι, δημιουργήθηκαν πάμπολλες χαράδρες στα βουνά της περιοχής, τα οποία έχουν υψόμετρα που φτάνουν μέχρι τα 1.200 μέτρα.
Οι πλαγιές είναι πολύ απότομες έως κατακόρυφες στα ανατολικά (όπου επικρατούν τα ασβεστολιθικά πετρώματα) και πιο ήπιες στα δυτικά (όπου επικρατούν οι φυλλίτες). Η περιοχή με τις πολλές εναλλαγές έχει μια ασυνήθιστη άγρια ομορφιά.
Σάββατο, 27.9.2003
Η διάσχιση πραγματοποιήθηκε από μικτή ομάδα από τους ορειβατικούς συνδέσμων Ε.Ο.Σ. Αθηνών και Ε.Ο.Φ.. Αρχηγός μας ήταν ο Αντώνης .
Το φαράγγι της Φηγούς
Φθάσαμε στα Χανιά τα ξημερώματα, με το πλοίο «Λατώ». Για να πάρουμε δυνάμεις, φάγαμε από μία μπουγάτσα στο πρώτο μαγαζί που άνοιξε. Μ' ένα λεωφορείο πήγαμε στο οροπέδιο του Ομαλού, στο Σεληνιώτικο Γύρο. Στις 9:30 ξεκινήσαμε την πορεία μας από τους Αγίους Θεοδώρους προς το Φαράγγι της Φηγούς. Έκανε αισθητή ψύχρα, γιατί βρισκόμασταν σε μεγάλο υψόμετρο και το μελτέμι ήταν πολύ δυνατό. Η ομάδα μας ήταν πολυάριθμη και αποτελείτο μόνο από πολύ πεπειραμένους ορειβάτες, γιατί η τριήμερη πορεία προβλεπόταν σκληρή και πολύωρη σε καθημερινή βάση και οι διανυκτερεύσεις θα γίνονταν στο ύπαιθρο.
Προχωρήσαμε με κατεύθυνση προς τα δυτικά, σ' ένα καλογραμμένο μονοπάτι. Λίγο αργότερα φθάσαμε σε μία διακλάδωση, όπου υπήρχαν επιγραφές επάνω σ' ένα μικρό στύλο. Αριστερά ξεκινούσε το Φαράγγι της Φηγούς, ενώ ευθεία συνέχιζε η Βασιλική Στράτα (πολύ περίεργη ονομασία για την Κρήτη, μα την αλήθεια!). Το μονοπάτι για το φαράγγι προχωρούσε, έντονα κατηφορικό, βαθιά μέσα στη χαράδρα, η οποία ήταν πνιγμένη στη βλάστηση.
Την ομορφιά και τη γαλήνη του τοπίου ήρθε να διαταράξει ένα ατύχημα. Μία κοπέλα της συντροφιάς, η Νατάσα, παραπάτησε κι έπεσε. Χτύπησε πολύ άσχημα στο κεφάλι και στο χέρι. Από το κεφάλι της έτρεχε πολύ αίμα και λιποθύμησε.
Οι δύο γιατροί της ομάδας κατάφεραν να τη συνεφέρουν. Απολύμαναν κι έδεσαν τα τραύματά της. Το χτύπημα στον καρπό ήταν αρκετά σοβαρό και τον έβαλαν σε νάρθηκα. Σε λίγο η ορειβάτισσα συνήλθε κι εκδήλωσε την πρόθεση να συνεχίσει την πορεία! Ο αρχηγός και οι δύο γιατροί ήταν ανήσυχοι και προβληματισμένοι, γιατί φοβούνταν ενδεχόμενη διάσειση ή κάταγμα στο χέρι κι άρχισαν να οργανώνουν τη μεταφορά της με αυτοκίνητο. Ακούστηκαν και ανεύθυνες απόψεις όπως: «Μην τρομοκρατείτε την κοπέλα, αφήστε την να συνεχίσει»!
Ακούγοντας αυτές τις χαζοκουβέντες, αισθάνθηκα υποχρεωμένος -λόγω της πολύχρονης και πολύπλευρης τραγικής εμπειρίας μου από άλλα δυστυχήματα (διάσωση τραυματιών, μεταφορά νεκρού στο νεκροτομείο, απώλεια αγαπημένων συντρόφων)- να επέμβω και μάλιστα πολύ έντονα. Τους έβαλα δύο καυτά ερωτήματα: «Εσείς ξέρετε καλύτερα από τους γιατρούς και από τον αρχηγό, ο οποίος γνωρίζει καλά τη διαδρομή κι έχει την ευθύνη της αποστολής;». Και το δεύτερο: «Η μεταφορά της τραυματισμένης από 'δω είναι σχετικά εύκολη, ενώ αν προχωρήσουμε, κι ενδεχομένως χειροτερέψει η κατάστασή της, η διάσωση θα είναι φοβερά δύσκολη, επίπονη και πολύωρη». Προχώρησα και σε κάτι άλλο. Επειδή ο αρχηγός και οι γιατροί σχεδίαζαν να στείλουν τη Νατάσα στο χωριό Σούγια (όπου θα κάναμε την πρώτη διανυκτέρευση), τους είπα τη γνώμη μου: «Στη Σούγια, στην καλύτερη περίπτωση, να υπάρχει ένα αγροτικό ιατρείο, με κάποιον τελείως άπειρο γιατρό, χωρίς καθόλου εξοπλισμό (μηχάνημα για ακτινογραφίες κ.λπ.). Πρέπει, λοιπόν, να στείλουμε την τραυματία, χωρίς την παραμικρή χρονοτριβή, κατευθείαν στα Χανιά, όπου υπάρχει νοσοκομείο». Τα λόγια μου έγιναν δεκτά απ' όλους, χωρίς καμιά απολύτως συζήτηση. Συνεννοηθήκαμε με τον οδηγό του αυτοκινήτου μέσω κινητού τηλεφώνου, το οποίο ευτυχώς είχε σήμα!
Λίγο πιο κάτω συναντήσαμε ένα ωραίο μικρό πετρόκτιστο καταφύγιο. Περιέργως, δεν ήταν κλειδωμένο κι έτσι μπορέσαμε να μπούμε μέσα. Διέθετε εστία με καμινάδα (για θέρμανση και ψήσιμο φαγητού) κι ένα φαρμακείο για πρώτες βοήθειες.
Η ώρα ήταν 11:15 και βρισκόμασταν σε υψόμετρο 560 μέτρων. Προχωρήσαμε για λίγο στο μονοπάτι και στις 11:45 φθάσαμε στο σημείο όπου ενώνονταν τα φαράγγια της Φηγούς και της Αγίας Ειρήνης (υψόμετρο 515 μέτρα). Εκεί χωριστήκαμε: η βασική ορειβατική ομάδα θα συνέχιζε τη μεγάλη κάθοδο προς τη θάλασσα, ενώ η τραυματίας μαζί με δύο εθελοντές-συνοδούς θα ανέβαινε στο γειτονικό χωριό, όπου την περίμενε το αυτοκίνητο. Ευτυχώς, ήταν σε κατάσταση που μπορούσε να βαδίζει και δεν χρειαζόταν φορείο. Την αποχαιρετήσαμε και της ευχηθήκαμε γρήγορα περαστικά.
Το Φαράγγι της Αγίας Ειρήνης (Αγιερηνιώτικο)
Προχωρώντας προς τα νότια, είδαμε έναν πελώριο ογκόλιθο σε σχήμα εκκλησίας, η οποία χρησιμοποιήθηκε από τους Χριστιανούς ως χώρος λατρείας, πριν και μετά την επανάσταση εναντίον των Τούρκων. Σε μία κατακόρυφη πλευρά του βράχου είχαν στερεώσει εικόνες.
Μετά από μισή ώρα πορείας φθάσαμε σ' ένα πολύ ωραίο μέρος, σκιασμένο από θεόρατα πλατάνια. Ήταν το κατάλληλο σημείο για κολατσιό κι ανάπαυση, ώστε ν' ανακτήσουμε τις δυνάμεις μας. Καθώς ξεκουραζόμουν στη σκιά, είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω τις βελτιώσεις που είχαν γίνει στο φαράγγι με τα χρήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρόγραμμα Leader). Η βρύση ήταν πετρόχτιστη και υπήρχαν ξύλινα τραπέζια και πάγκοι για να τρώνε οι οδοιπόροι. Είχαν φτιάξει και τουαλέτες με νιπτήρες και καζανάκια, οι οποίες ήταν πεντακάθαρες! Για πόσον καιρό ακόμη άραγε; Το μονοπάτι ήταν υποστηλωμένο στα απόκρημνα κομμάτια του και στις επικίνδυνες άκρες προς την πλευρά του γκρεμού υπήρχαν ξύλινοι φράχτες. Η θαλερή βλάστηση δημιουργούσε πυκνή σκιά σε πολλά μέρη. Τέτοια ωραία διαμορφωμένα μέρη ανάπαυσης (με βρύσες, δέντρα, τραπεζάκια κ.λπ.) συναντήσαμε αργότερα σε ακόμη δύο σημεία.
Στη διάρκεια της διαδρομής μας στο Αγιερηνιώτικο Φαράγγι διασταυρωθήκαμε με αρκετούς ορειβάτες, κυρίως ξένους, που ανηφόριζαν. Η δική μας πορεία προς τη θάλασσα ήταν πολύ πιο ξεκούραστη. Το μονοπάτι έχει χάραξη με πολλά ζιγκ-ζαγκ, για να αντιμετωπίζεται η μεγάλη υψομετρική διαφορά. Το τοπίο ήταν υπέροχο και συνάμα άγριο. Τα απότομα, σχεδόν κατακόρυφα, βουνά στις δύο όχθες του φαραγγιού υψώνονταν αγέρωχα πάνω από τα κεφάλια μας. Μερικές φορές πέρναγε από το μυαλό η σκέψη μήπως ξεκολλήσει κάποιος βράχος και ροβολήσει προς τα κάτω…
Σε κάποια μέρη το φαράγγι διαπλατυνόταν. Περπατούσαμε μέσα στην κοίτη του χείμαρρου, που εκείνη την εποχή δεν είχε νερό. Εκεί το μονοπάτι δεν ήταν καλά σηματοδοτημένο, είχε παρακλάδια που μερικές φορές μας μπέρδεψαν. Κάποιες από τις διακλαδώσεις ατονούσαν και κατέληγαν σε δύσβατες διαδρομές. Μετά από αρκετές δοκιμές και κάμποση προσπάθεια ξαναβρίσκαμε το κυρίως μονοπάτι.
Η στενή χαράδρα τελειώνει περίπου 6 χιλιόμετρα πριν φθάσει στη θάλασσα. Από 'κει και πέρα εκφυλίζεται σε μια άχαρη πεδιάδα. Στην έξοδο του φαραγγιού υπήρχε ένα μικρό ταβερνάκι, το οποίο επισκέπτονταν οι οδοιπόροι για να απολαύσουν τους ξεχωριστούς μεζέδες του.
Το υπόλοιπο τμήμα της διαδρομής μέχρι τη θάλασσα δεν παρουσίαζε φυσιολατρικό ενδιαφέρον κι έτσι χρησιμοποιήσαμε το λεωφορείο, το οποίο μας μετέφερε στη Σούγια.
Διανυκτέρευση στη Σούγια
Φθάσαμε στο μικρό παραθαλάσσιο χωριουδάκι νωρίς το απόγευμα. Τα ατού που διέθετε ήταν η ωραία παραλία της και το γειτονικό καταπράσινο φαράγγι. Έτσι, κάθε καλοκαίρι συγκέντρωνε αρκετούς επισκέπτες, κυρίως αλλοδαπούς. Στο τέλος, όμως, του φθινοπώρου ελάχιστες ψυχές παρέμεναν για να ξεχειμωνιάσουν εκεί.
Για τη διανυκτέρευσή μας υπήρχαν δύο επιλογές: είτε να μείνουμε σε σκηνές στην παραλία είτε σε ενοικιαζόμενα δωμάτια. Οι περισσότεροι προτιμήσαμε τη δεύτερη λύση, κυρίως λόγω του ντους. Μετά την πολύωρη πορεία ήταν αυτό που μας χρειαζόταν!
Στα μαγαζάκια του χωριού συμπληρώσαμε τις προμήθειές μας σε πόσιμο νερό και φαγώσιμα για τις δύο επόμενες μέρες, μέχρι να φθάσουμε και πάλι σε κατοικημένο μέρος.
Κοιτάζοντας από την παραλία προς τ' ανατολικά, διακρίναμε τ' απότομα και ψηλά βουνά που κατέληγαν στη θάλασσα. Όλα αυτά έπρεπε να τα περάσουμε σε 48 ώρες, για να φθάσουμε στην Αγία Ρούμελη.
Αργά το βράδυ έφθασαν στη Σούγια οι δύο ορειβάτες που είχαν συνοδεύσει την τραυματισμένη Νατάσα και μας είπαν τα νέα. Τελικά, διαπιστώθηκε ότι είχε κάταγμα στον καρπό και χρειάστηκε να της βάλουν γύψο. Αφού της παρείχαν την απαιτούμενη ιατρική φροντίδα, την έβαλαν κατόπιν στο πρώτο αεροπλάνο, για να επιστρέψει στην Αθήνα.
Το μικρό κρι - κρι
Ξυπνήσαμε πριν φέξει. Ο καθένας μετέφερε το σάκο του, με τ' απαραίτητα για τη διανυκτέρευση (υπνόσακο, αντίσκηνο κ.λπ.) κι ένα μέρος του εξοπλισμού και των τροφίμων, στο σημείο συγκέντρωσης των αποσκευών. Οι σάκοι αυτοί θα μεταφέρονταν με σκάφος στην ερημική ακτή Δώματα, όπου θα φθάναμε αργά το απόγευμα, για να διανυκτερεύσουμε. Έτσι, το σακίδιο που θα είχαμε στην πλάτη, ήταν ελαφρύ. Σχετικά μόνο, γιατί το πόσιμο νερό που μεταφέραμε ζύγιζε πάνω από δύο κιλά και ο φωτογραφικός εξοπλισμός ακόμη περισσότερο! Τη μεταφορά των βαριών σάκων ανέλαβε να την κάνει με το ταχύπλοό του ο ιδιοκτήτης ενός mini-market του χωριού, ο οποίος ονομαζόταν Κήρυκος. Μας εξυπηρέτησε αφάνταστα. Χωρίς τη βοήθειά του η διάσχιση θα ήταν μαρτυρική. Ευτυχώς, στις 7:00 άνοιξε ένα μικρό ζαχαροπλαστείο και φάγαμε πρωινό (μπουγάτσες, τυρόπιτες, γάλα, χυμούς κ.ά.).
Συναντηθήκαμε όλοι στην παραλία. Εκεί υπήρχε ένας ντόπιος, που είχε μαζί του ένα μικρό, κρητικό αγριοκάτσικο (κρι-κρι), ηλικίας μόλις 5 μηνών! Το είχε βρει νεογέννητο στα βουνά κι από τότε το έχει πάντα μαζί του. Το ονόμασε Romeo και για αρκετό καιρό το τάιζε υπομονετικά με μπιμπερό! Ήταν, λοιπόν, απολύτως φυσικό το ζωάκι να τον θεωρεί πατέρα και μάνα μαζί. Τον ακολουθούσε παντού και πάντα. Το σώμα και τα άκρα του είναι πάρα πολύ λεπτά. Αλλά η αντοχή, η ευελιξία και η ευκαμψία του, καθώς και τα φοβερά άλματα που έκανε από βράχο σε βράχο, δεν περιγράφονται. Έμοιαζε σαν να 'ταν πιο ανάλαφρο και γρήγορο κι από τον άνεμο!
Ο κρητικός αίγαγρος (επιστημονική ονομασία: Capra aegagrus cretica) συμβολίζει το ελεύθερο κρητικό πνεύμα και την αγάπη για την ελευθερία. Από τη Μινωική εποχή απεικονίζεται σε σφραγίδες και σε αγγεία. Συνήθως ζυγίζει 40 κιλά και ζει 13 έως 15 χρόνια. Η ιστορία για την επονομασία κρι-κρι προήλθε όταν, το 1950, ο πρόεδρος του Επανοχωρίου έπιασε ένα μικρό αίγαγρο και τον έκανε δώρο στον τότε Πρόεδρο των ΗΠΑ Η.Truman. Ταξίδεψε, μάλιστα, μαζί με το ζωάκι στην Αμερική μ' ένα στρατιωτικό αεροπλάνο. Οι Αμερικανοί καλοδέχθηκαν το αγρίμι, το έβαλαν στον ζωολογικό κήπο της Ουάσιγκτον και του έδωσαν το όνομα κρι-κρι. Σιγά-σιγά επικράτησε αυτό το όνομα, λόγω της ευκολίας που παρουσιάζει. Πολλοί βοσκοί υποστηρίζουν ότι το Αγιερηνιώτικο Φαράγγι είναι το καλύτερο καταφύγιο των αίγαγρων.
Παίζαμε αρκετή ώρα με το μικρό κρι-κρι και το φωτογραφίζαμε με απληστία, γιατί ήταν πραγματικά μια ασυνήθιστη ευκαιρία και το αγρίμι είχε εξαιρετική φωτογένεια. Αλλά, δυστυχώς, τα ωραία κρατάνε λίγο! Είχε φθάσει η ώρα της αναχώρησης…
Η μεγάλη πορεία
Τρία από τα μέλη της ομάδας που δεν αισθάνονταν να έχουν τα κότσια για να ανταπεξέλθουν στη μεγάλη πορεία, αποφάσισαν να έρθουν με το πλοιαράκι. Έτσι, θα ήταν πολύτιμοι βοηθοί στο φόρτωμα και ξεφόρτωμα των σάκων…
Ούτε εγώ ένιωθα καλά όμως. Από τη νύχτα υπέφερα από διάρροια. Πήρα μερικά φάρμακα, για να μου περάσει. Αισθανόμουν κι έναν ελαφρύ πόνο κοντά στο αριστερό νεφρό. Δηλαδή, η κατάστασή μου ήταν ακριβώς ό,τι έπρεπε για το δύσκολο εγχείρημα! Παρόλα αυτά δεν ήθελα να εγκαταλείψω.
Αναχωρήσαμε στις 7:45. Αρχικά, προχωρούσαμε κατά μήκος της ακτής. Όταν φθάσαμε στην άκρη της, εκεί όπου ορθωνόταν ο απόκρημνος βράχος, πήραμε το ανηφορικό μονοπάτι προς το εσωτερικό, για να τον παρακάμψουμε. Στο σημείο αυτό κάναμε μία στάση, για να μετρηθούμε και να βεβαιωθούμε ότι δεν έλειπε κανένας.
Ακολουθήσαμε το μεγάλο, ευρωπαϊκό μονοπάτι Ε4, που διέσχιζε τη νότια Ευρώπη. Αυτό το κομμάτι του, σύμφωνα με τα διεθνή και ελληνικά έντυπα, θεωρείται πολύ δύσκολο κι επικίνδυνο, γιατί σε αρκετά σημεία το έδαφος είναι σαθρό και δεν υπάρχει νερό στη διαδρομή! Σε καμιά περίπτωση δεν συνιστάται η διάσχισή του το κατακαλόκαιρο.
Η απότομη άνοδος, πριν καλά-καλά ζεσταθούν οι μυς μας, ήταν πολύ επίπονη. Όσο ανεβαίναμε, η θέα προς την παραλία και το χωριό της Σούγιας ήταν πανοραμική. Λίγο αργότερα είδαμε στο πέλαγος και το μικρό φέρυ-μπόουτ που συνέδεε τις κωμοπόλεις της Δυτικής Κρήτης: Παλαιοχώρα - Σούγια - Αγία Ρουμέλη - Λουτρό - Χώρα Σφακιών. Όλες βρίσκονται στα παράλια του Λιβυκού Πελάγους. Όταν, όμως, η θάλασσα αγριέψει, το πλοίο δεν μπορεί να προσεγγίσει τις κωμοπόλεις που δεν έχουν λιμάνι, όπως η Σούγια.
Διασχίζοντας τις χαράδρες εγκαρσίως
Μετά τον ανήφορο περάσαμε το διάσελο και βρεθήκαμε στο Φαράγγι του Κουστογέρακου. Το όνομα του το πήρε από το ομώνυμο χωριό, από το οποίο ξεκινά. Στην περιοχή αυτή έγιναν σφοδρές μάχες για την απελευθέρωση της Κρήτης. Προχωρήσαμε κατά μήκος της ακτής, αλλά σε αρκετά μεγάλο υψόμετρο. Κάτω φαινόταν το γραφικό εκκλησάκι του Αγίου Αντωνίου, το οποίο δεν επισκεφθήκαμε, για να μη χάσουμε χρόνο. Από ψηλά βλέπαμε καθαρά τους βράχους γύρω από την εκκλησία, καθώς και τους υφάλους που βρίσκονταν μέσα στα διάφανα, μπλε νερά. Κοντά στο εκκλησάκι υπήρχαν αναβλύζουσες πηγές με υφάλμυρο νερό. Για την αποβίβαση των προσκυνητών που έρχονταν με θαλάσσια μεταφορικά μέσα, είχαν κατασκευάσει μία προβλήτα.
Το μονοπάτι περνούσε μέσα από πυκνή βλάστηση. Διασχίσαμε ένα μικρό δάσος, που κατακλυζόταν από καταπράσινα πεύκα. Δεξιά κι αριστερά υπήρχαν πολλοί ανθισμένοι ασφόδελοι. Αυτό το φυτό βγάζει μόνο ένα λουλούδι, το οποίο βρίσκεται στην άκρη ενός πολύ μακριού στελέχους. Ένας φίλος γεωπόνος που συμμετείχε στην ομάδα μάς πληροφόρησε ότι δεν ήταν ασφόδελοι, αλλά ένα άλλο πάρα πολύ συγγενές με αυτό φυτό. Κοιτάζοντας προς τα πίσω από ένα πολύ ψηλό σημείο της διαδρομής, διακρίναμε, σε μεγάλη απόσταση, μία χερσόνησο να προχωρεί αρκετά μέσα στη θάλασσα και τα σπίτια μιας πολιτείας που είναι χτισμένη επάνω της, της Παλαιοχώρας.
Η επόμενη χαράδρα που διασχίσαμε εγκαρσίως ήταν το Φαράγγι της Ποικίλασσου. Η ανάβαση στην απέναντι όχθη ήταν πολύ απόκρημνη και τα πετρώματα σαθρά. Παρά την προσοχή και την προσπάθεια που καταβάλαμε, μερικές πέτρες ξεκολλούσαν κι έπεφταν, αποτελώντας θανάσιμο κίνδυνο για τους ορειβάτες που ακολουθούσαν. Οι απεγνωσμένες δυνατές κραυγές «Πέτρες! Πέτρες!» ειδοποιούσαν τους επόμενους να έχουν το νου τους και να παραμερίζουν. Ευτυχώς, όλα πήγαν καλά και δεν είχαμε άλλο ατύχημα…
Με αφορμή αυτό το δύσκολο πέρασμα, ο αρχηγός μας, ο Αντώνης, μάς πληροφόρησε ότι την προηγούμενη μέρα ένας Εγγλέζος οδοιπόρος έσπασε το πόδι του στην περιοχή αυτή. Τελικά, ειδοποιήθηκε ο Κήρυκος, ο οποίος πλησίασε στην πιο κοντινή ακτή για να τον παραλάβει και να τον μεταφέρει στη Χώρα Σφακιών. Δηλαδή, ο Κήρυκος δεν εκτελούσε μόνο χρέη ταξί και φορτηγού με το σκάφος του σ' αυτή την απρόσιτη κι απομονωμένη άκρη της χώρας μας, αλλά και… ΕΚΑΒ! Απαραίτητη, βέβαια, προϋπόθεση για να προσεγγίσει στις ακτές ήταν να μην έχει μεγάλο κυματισμό η θάλασσα. Γι' αυτό κι εμείς πριν ξεκινήσουμε από την Αθήνα, αλλά και στη διάρκεια της διάσχισης, παρακολουθούσαμε τακτικά το μετεωρολογικό δελτίο ώστε αναλόγως να μπορούμε να ματαιώσουμε ή να τροποποιήσουμε την εξόρμησή μας.
Η ενόχληση από το στομάχι μου συνεχιζόταν, δυστυχώς, αμείωτη και οι επισκέψεις στην "τουαλέτα" αρκετές… Πήρα κι άλλο χάπι και ήπια μαζί αρκετό νερό. Με τόσο μεγάλη αδιαθεσία η εξάντληση είναι έντονη και ο κίνδυνος αφυδάτωσης από την απώλεια τόσων υγρών ορατός, ακόμη και όταν ο άρρωστος είναι ξαπλωμένος στο σπίτι του, πόσο μάλλον όταν κάνει πολύωρη, επίπονη πορεία με το σακίδιο στην πλάτη…
Πολύ ψηλά, κοντά στην κορυφή ενός βουνού, διακρίναμε καθαρά τη σιλουέτα ενός αίγαγρου να διαγράφεται σκούρα στο γαλάζιο φόντο του ουρανού. Είναι αρκετά δύσκολο να συναντήσει κανείς αυτό το αγρίμι στα βουνά της Κρήτης. Χρειάζεται τύχη. Λίγο μετά περάσαμε κοντά από ένα εικονοστάσι. Ήταν ο Άγιος Ιωάννης ο Αποκεφαλισθείς - όχι ο… Αποκεφαλιστής! Η προσαρμογή της ιδιότητας αυτής του Αγίου από την καθαρεύουσα στη δημοτική κρύβει μια πονηρή παγίδα…
Η διαδρομή ήταν πραγματικά βουκολική. Η απόλυτη ησυχία διακοπτόταν μόνο από τον ήχο των κουδουνιών των γιδοπροβάτων κι από τα βελάσματά τους. Τα αρώματα από τα μυρωδικά, τα βότανα και τους θάμνους (θυμάρι, ρίγανη, τσάι του βουνού και τόσα άλλα) κατέκλυζε τους πνεύμονές μας. Η χλωρίδα της Μεγαλονήσου, άλλωστε, είναι γνωστή για τον πλούτο και την ποικιλία της!
Η διαδρομή μας ήταν πότε μεγάλος ανήφορος (μέχρι το επόμενο διάσελο) και πότε μεγάλος κατήφορος (μέχρι το επόμενο φαράγγι). Σε κάποια σημείο, όπου η βλάστηση ήταν ιδιαίτερα πυκνή, έμπλεξε κάπου το παντελόνι μου και σκίστηκε.
Το επόμενο διάσελο βρισκόταν σε υψόμετρο 260 μέτρων. Εκεί πάνω υπήρχε ένα παλιό, μισογκρεμισμένο, μικρό κάστρο που ολόγυρά του είχε πολεμίστρες. Εκεί κάναμε μια στάση, για να ξαποστάσουμε. Επωφελούμενος αυτού του διαλλείματος, πήγα εκεί όπου ακόμη κι οι βασιλιάδες πηγαίνουν μόνοι τους... Δυστυχώς, τα χάπια δεν είχαν βελτιώσει την κατάστασή μου.
Στην απέναντι πλαγιά βρισκόταν η αρχαία πόλη Ποικίλασσος. Λίγο ψηλότερα ήταν χτισμένο το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, απ' όπου η θέα προς το Λιβυκό Πέλαγος και τη Γαύδο ήταν καταπληκτική.
Στο Φαράγγι της Τρυπητής
Αρχίσαμε την κατάβαση προς το Φαράγγι της Παναγίας της Τρυπητής, που βλέπαμε κάτω βαθιά. Λίγο αργότερα βρεθήκαμε σε μια μεγάλη σάρα από πέτρες, οι οποίες υποχωρούσαν κάτω από τις μπότες μας, σε οποιοδήποτε σημείο κι αν πατούσαμε, γιατί η κλίση ήταν εξαιρετικά έντονη. Η κατάβαση ήταν δύσκολη κι επικίνδυνη. Οι τελευταίοι της ομάδας, βλέποντας την ταλαιπωρία μας, επιχείρησαν να κατεβούν από μια διπλανή σάρα. Αλλά «πήγαν για μαλλί και βγήκαν κουρεμένοι!», όπως λέει κι η παροιμία. Γιατί η σάρα εκείνη αποδείχθηκε πιο επικίνδυνη από τη δική μας. Τελικά, με πολλή προσπάθεια κι ακόμη περισσότερη τύχη φθάσαμε κάτω όλοι σώοι, χωρίς τον παραμικρό τραυματισμό.
Στο ίσιωμα στην ευρύχωρη κοίτη του χείμαρρου το μονοπάτι και πάλι χανόταν πού και πού, αλλά το ξαναβρίσκαμε μετά από μικρή περιπλάνηση. Καθώς προχωρούσαμε προς τη θάλασσα, το φαράγγι στένευε και οι δύο σχεδόν κατακόρυφες πλαγιές πλησίαζαν μεταξύ τους. Το τοπίο ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακό, με άγρια βράχια, τεράστιους ογκόλιθους και πολλές σπηλιές. Υπήρχαν και χωραφάκια βοσκών και δύο σπιτάκια. Μέσα στη χαράδρα έβοσκαν ένα σωρό γίδια, διασκορπισμένα ανάμεσα στους θάμνους. Αριστερά, λίγο ψηλότερα από την κοίτη, ήταν χτισμένο το παλιό εκκλησάκι της Παναγίας της Τρυπητής, ενδεχομένως για να μην κινδυνεύει ποτέ από τα νερά του χειμάρρου, όσο και αν αυτά φουσκώνουν, όταν βρέχει καταρρακτωδώς.
Η έξοδος του φαραγγιού προς τη θάλασσα ήταν φανταστική. Το άνοιγμα ανάμεσα στις δύο πανύψηλες όχθες ήταν πολύ στενό και ακριβώς στο στόμιο υπήρχε ένας πελώριος ογκόλιθος, ο οποίος στηριζόταν επάνω σε μία μικροσκοπική βάση. Έμοιαζε με φύλακα στην πύλη του φαραγγιού. Η θάλασσα ήταν πεντακάθαρη, κυριολεκτικά σμαραγδένια!
Καθώς ήμασταν όλοι κατάκοποι, σκονισμένοι και καταϊδρωμένοι δεν καθυστερήσαμε ούτε λεπτό να βουτήξουμε στα δροσερά νερά. Ανακούφιση, απόλαυση, μαγεία; Όποιες λέξεις κι αν σκεφθώ μου φαίνονται φτωχές για να περιγράψουν αυτό που αισθανόμουν. Αλλά το κολύμπι δεν ήταν μόνο υπέροχα δροσιστικό. Μας προσέφερε κι ένα αναπάντεχο θέαμα, κυριολεκτικά χάρμα οφθαλμών: η νεαρότερη ορειβάτισσα της συντροφιάς, ηλικίας μόλις 23 Μαΐων, έκανε μπάνιο topless.
Οι αγριοφωνάρες του αρχηγού μάς ανακάλεσαν γρήγορα στην πραγματικότητα! Έπρεπε να συνεχίσουμε την πορεία μας, γιατί αλλιώς θα μας έβρισκε η νύχτα… Βγαίνοντας από τη θάλασσα, η πρώτη δουλειά ήταν να απομακρύνω τα μπατζάκια του ορειβατικού παντελονιού μου και να το μεταβάλω σε σορτς, μιας και η θερμοκρασία ήταν πολύ υψηλή. Η μεταμόρφωση ήταν εύκολη και γινόταν με το άνοιγμα ενός φερμουάρ που υπήρχε σε κάθε μπατζάκι. Έτσι, το παντελόνι γινόταν… "θερινό", κατά βούληση!
Επάνω στον κατακόρυφο βράχο, σε μικρή απόσταση από το εκκλησάκι, ήταν στερεωμένη μονίμως μια στενή, μακριά, σιδερένια σκάλα. Ήταν κυριολεκτικά κολλημένη επάνω στα βράχια. Στα στενά σκαλοπάτια της με δυσκολία χωρούσε να πατήσει το πόδι, ειδικά με μπότα. Η χρήση της προϋπέθετε, βεβαίως, την έλλειψη υψοφοβίας, καθώς και αθλητικές ή μάλλον ακροβατικές ικανότητες…
Απ' αυτή τη σκάλα ανέβαιναν στο βουνό εκείνοι που μάζευαν βότανα και μαντζούνια. Αλλά κι όταν φυσούσε ισχυρός νοτιάς και ήταν αδύνατη η διάβαση του παραθαλάσσιου μονοπατιού, λόγω των θεόρατων κυμάτων και του κινδύνου να παρασυρθούν οι οδοιπόροι, η σκάλα ήταν η μοναδική επιλογή.
Η συνέχεια της δύσκολης πορείας
Εμείς ακολουθήσαμε το παραλιακό μονοπάτι, ανάμεσα στα μεγάλα βράχια. Μερικές φορές περνούσαμε μέσα από μαντριά, που εκείνη την εποχή ήταν άδεια. Ανοίγαμε τις πρόχειρες πόρτες τους, που ήταν όλες κλειστές, περνούσαμε και βγαίνοντας τις ξανακλείναμε. Σε κάποια απ' αυτές τις πόρτες, το σύρμα με το οποίο ήταν δεμένη τρύπησε το μανίκι του πουκάμισου μου και καθώς προχώρησα σκίστηκε.
Κάποια στιγμή άρχισα να αισθάνομαι ξανά την ανάγκη να μείνω πίσω, για ευνόητους λόγους... Τουλάχιστον ο πόνος στο νεφρό μου είχε περάσει.
Μετά, όμως, αντιμετώπισα μεγάλο πρόβλημα να ξαναβρώ τους συνοδοιπόρους μου. Επάνω στους βράχους, που ξέπλενε συχνά το κύμα, δεν υπήρχαν καθόλου ίχνη του μονοπατιού. Η σήμανση με κόκκινα σημάδια ήταν πολύ αραιή έως ανύπαρκτη. Οι γνωστοί ορειβατικοί κούκοι (δηλαδή σωροί από σχεδόν επίπεδες πέτρες, τοποθετημένες η μια επάνω στην άλλη και δείχνουν την πορεία) ήταν αδύνατο να σταθούν στη θέση τους, αφού γκρεμίζονταν από τα κύματα. Το τοπίο με τους βράχους, τα στενά περάσματα και τις σπηλιές έμοιαζαν με λαβύρινθο. Μερικές φορές πήρα λάθος δρόμο κι έφθασα σε αδιέξοδο. Αναγκαστικά γύριζα πίσω, για να ακολουθήσω άλλη διαδρομή με την ελπίδα ότι θα ήταν η σωστή. Οι θεόρατοι βράχοι εμπόδιζαν τελείως την ορατότητα. Αναγκάστηκα να τρέξω για να κερδίσω το χαμένο χρόνο, ώστε να προλάβω τους άλλους. Το έδαφος ήταν ανώμαλο, με βράχια και πελώρια βότσαλα, στρογγυλεμένα από τη μακρόχρονη δράση των κυμάτων. Δεν είχα άλλη επιλογή παρά να πηδάω από βράχο σε βράχο, με κίνδυνο να γλιστρήσω. Και, βέβαια, όλα αυτά φορτωμένος με το σακίδιο και… άρρωστος. Τελικά, τα κατάφερα!
Μετά από αρκετή ώρα φθάσαμε σε μια παραλία, όπου ήταν χτισμένα τα σπιτάκια των εντόπιων βοσκών Τζάτζιμων. Στη συνέχεια το μονοπάτι ανηφόριζε και απομακρυνόταν από την ακτή. Χρειαζόταν μεγάλη προσοχή, γιατί έπρεπε να τραβερσάρουμε σαθρά πετρώματα.
Μια άλλη δυσκολία ήταν ότι υπήρχαν κάποια παρακλάδια του μονοπατιού, που χρησιμοποιούσαν οι βοσκοί και τα γίδια τους, τα οποία οδηγούσαν προς ορεινά χωριά, καθώς επίσης και νεροσυρμές, οι οποίες κατέληγαν σε αδιέξοδο.
Σε κάποια απόκρημνα κομμάτια το μονοπάτι υποστηριζόταν με πέτρες, που ήταν τοποθετημένες με μαστοριά η μια επάνω στην άλλη, ώστε να σχηματίζουν ξερολιθιά. Καθώς ανεβαίναμε όλο και πιο ψηλά, η θέα προς τις ακτές και τη θάλασσα ήταν μαγευτική. Σταματούσαμε πού και πού, για να την απολαύσουμε αλλά και για να ξανασάνουμε λιγάκι. Εκείνο που μας ταλαιπωρούσε πιο πολύ δεν ήταν η μεγάλη κούραση, αλλά η φοβερή ζέστη. Η θερμοκρασία υπό σκιά ξεπερνούσε τους 30 βαθμούς.
Κάθε φορά που σηκώναμε τη ματιά μας προς τα ψηλά και βλέπαμε κάποια ράχη ελπίζαμε ότι όταν τελικά κατορθώναμε να φθάσουμε εκεί, θα αντικρίζαμε προς τα κάτω την ερημική παραλία Δώματα, δηλαδή το τέρμα της πορείας μας, τον τόπο της διανυκτέρευσής μας. Αλλά, όταν φθάναμε εκεί ψηλά, βλέπαμε όχι την πολυπόθητη αμμουδιά της ανάπαυσης, αλλά την επόμενη ράχη, στην οποία έπρεπε και πάλι να σκαρφαλώσουμε, αφού προηγουμένως κατηφορίσουμε στην ενδιάμεση βαθιά χαράδρα… Αυτή η απογοήτευση ομολογώ ότι "έκοβε" τα πόδια μας.
Το μονοπάτι συνέχιζε ν' ανηφορίζει, λαξευμένο επάνω στους βράχους σαν πέτρινη σκάλα. Η ανάβαση ήταν απότομη και ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι. Η δίψα άρχιζε να μας βασανίζει, καθώς το νερό που είχαμε μαζί μας εξαντλούνταν. Τα βράχια είχαν μεσημβρινοδυτικό προσανατολισμό, πράγμα που σήμαινε ότι είχαν πυρώσει από τον ήλιο και εκείνη την ώρα, το απομεσήμερο, έκαιγαν φοβερά! Έτσι, βρισκόμασταν μεταξύ δύο πυρών: από πάνω οι καυτές ακτίνες του ήλιου κι από κάτω η ζεστή ακτινοβολία των υπερθερμασμένων βράχων.
Ανεβαίναμε λοξά το στήθωμα, μέχρι που μας σταμάτησε μια προχειροφτιαγμένη ξύλινη πόρτα . Ήταν, βέβαια, η είσοδος ενός ποιμνιοστασίου. Ο αρχηγός, μετά από αρκετή προσπάθεια, κατάφερε να την ανοίξει. Περάσαμε προσεκτικά ένας-ένας κι ο τελευταίος της φάλαγγας ανέλαβε, όπως πάντα, να την ξανακλείσει.
Το μαρτύριο της δίψας
Στη διάρκεια αυτής της μαρτυρικής ανάβασης ένα μέλος της ομάδας μας, κάποιος ηλικιωμένος ιατρός, αισθάνθηκε αδιαθεσία, ζαλίστηκε και παραπάτησε, αν και ήταν πολύ πεπειραμένος και προπονημένος. Η διάγνωση ήταν: αφυδάτωση.
Από διάφορα εγχειρίδια επιβίωσης που έχω μελετήσει, γνωρίζω ότι η αφυδάτωση εκδηλώνεται με μία σειρά συμπτωμάτων, που όσο μειώνονται τα υγρά του σώματος, τόσο αυτά γίνονται σοβαρότερα: δίψα, αδυναμία, κοκκίνισμα του δέρματος, εκνευρισμός, ναυτία, κόπωση, έλλειψη όρεξης, πονοκέφαλος, ζαλάδα, δυσκολία αναπνοής, ακατάληπτη ομιλία, θολή όραση. Σε ακραίες περιπτώσεις αφυδάτωσης οι επιπτώσεις είναι: λιποθυμία, τρεμούλιασμα, σπασμοί, παραλήρημα, πρήξιμο της γλώσσας, αναισθησία στο δέρμα και τελικά θάνατος (όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, σ' αυτούς που χάνονται στην έρημο).
Και μία κυρία της ομάδας παρουσίασε συμπτώματα ανάλογα με εκείνα του γιατρού, αλλά σε κάπως ηπιότερο βαθμό. Αμέσως κάναμε έρανο πόσιμου νερού. Όσοι διέθεταν ακόμη αυτό το πολύτιμο υγρό μέσα στα παγούρια τους συνεισέφεραν για τους δύο πάσχοντες. Τους έδωσα να πιούν μαζί με το νερό κι ένα συνδυασμό διαφόρων αλάτων που είχα μαζί μου μέσα σε χάρτινα φακελάκια, ακριβώς για τέτοιες περιπτώσεις ανάγκης.
Φθάνοντας στο διάσελο, καθίσαμε κάτω από την ευπρόσδεκτη σκιά μιας συστάδας δένδρων, για να ξαποστάσουμε και ν' ανασυντάξουμε τις δυνάμεις μας. Μας δόθηκε, ταυτόχρονα, η ευκαιρία ν' απολαύσουμε με ηρεμία την υπέροχη άγρια φύση της Κρήτης.
Κατόπιν ξεκινήσαμε και πάλι. Προχωρήσαμε περίπου μισή ώρα σε ίσιωμα και μετά πάλι κατήφορος και ύστερα πάλι ανήφορος! Έπρεπε αυτή τη φορά ν' ανέβουμε μία υψομετρική διαφορά τουλάχιστον 200 μέτρων. Το νερό είχε πια τελειώσει σε όλους. Στις πάμπολλες περιπέτειες, ορειβασίες, ταξίδια που έζησα στη ζωή μου, δεν θυμάμαι ποτέ άλλοτε να έχει ξεμείνει τελείως από νερό ολόκληρη η ομάδα!
Η πορεία είχε γίνει πια μαρτυρική. Το μόνο παρήγορο ήταν ότι, καθώς ο ήλιος πλησίαζε προς τη δύση του, οι ακτίνες του δεν ήταν πια καυτές, όπως πριν.
Και ήρθε, επιτέλους, η μεγάλη στιγμή: αφού ξεπεράσαμε τόσες ράχες, φθάσαμε στην τελευταία, απ' όπου φάνηκε από ψηλά η πολυπόθητη παραλία. Τότε μόνο συνειδητοποίησα πώς ένιωθαν οι Μύριοι, όταν φώναξαν το περίφημο «Θάλαττα! θάλαττα!», που αναφέρει ο Ξενοφών…
Απέμενε να κατεβούμε μέχρι το Φαράγγι του Κλάδου, που βρισκόταν μπροστά μας. Και κατόπιν να το ακολουθήσουμε στο τελευταίο κομμάτι του μέχρι την έξοδό του προς τη θάλασσα, στην παραλία Δώματα.
Το φαράγγι αυτό αρχίζει από το διάσελο Λινοσέλι, δυτικά της κορυφής Γκίγκιλος. Η πλήρης κατάβασή του είναι μία αρκετά επίπονη εξόρμηση, στην οποία χρειάζονται και τρία ραπέλ (= καταρρίχηση με σκοινιά). Απ' αυτά, το ένα υπερβαίνει τα 40 μέτρα σε κατακόρυφη υψομετρική διαφορά! Στα ανατολικά του βρίσκεται το πασίγνωστο και πολύ εύκολο Φαράγγι της Σαμαριάς.
Καθώς βλέπαμε μπροστά μας (έστω και αρκετά μακριά) τον προορισμό μας, το ηθικό μας αναπτερώθηκε. Βέβαια, η κατάβαση δεν ήταν απλή υπόθεση. Το κακό ήταν ότι οι μυς μας δεν υπάκουαν απόλυτα στις εντολές που τους έδινε ο εγκέφαλος, λόγω της μεγάλης κούρασης. Μερικών τα πόδια έτρεμαν. Κάποια στιγμή, ο φίλος μου ο γεωπόνος έπεσε, ακριβώς επειδή δεν τον κρατούσαν τα πόδια του, χωρίς, ευτυχώς, να χτυπήσει. Παρά τη μεγάλη κόπωση που ένοιωθα, είχα ακόμα κουράγιο και κέφι, για να θαυμάσω τις πελώριες απότομες όχθες, που ο ορμητικός χείμαρρος είχε διαβρώσει στη διάρκεια των χιλιετιών. Έμοιαζαν σαν να τις είχε κόψει ένα γιγαντιαίο μαχαίρι!
Η ομάδα μας έχει αραιώσει πάρα πολύ. Ο προπορευόμενος αρχηγός απείχε σημαντικά από τον τελευταίο οδοιπόρο. Εγώ βάδιζα περίπου στη μέση της πορείας. Ουραγός πρέπει να είναι πάντοτε ένας έμπειρος και πολύ δυνατός ορειβάτης, συνήθως ο υπαρχηγός. Αυτός αποτελεί τη λεγόμενη σκούπα στην ορειβατική διάλεκτο. Έχει σαν καθήκον να βοηθάει όποιον βραδυπορεί ή αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα. Συγχρόνως, εξασφαλίζει ότι δεν υπάρχει κανένας ορειβάτης που ξέμεινε ή παραστράτησε. Αυτός ο κανόνας ασφαλείας, δυστυχώς, δεν τηρείται πάντοτε…
Θυμάμαι πριν από πολλά χρόνια κατά τη διάρκεια μίας ορειβασίας στο όρος Πατέρας που χάθηκαν δύο νεαρές και τελείως άπειρες κοπέλες. Περάσαμε μία μαρτυρική νύχτα, αναζητώντας τες μέχρι να τις ξαναβρούμε κατά το ξημέρωμα. Τις χάσαμε στην περιοχή των Παλιοκούντουρων (κοντά στην Κάζα) και τις εντοπίσαμε έξω από τα Μέγαρα! Αυτή η περιπέτεια μου έχει μείνει αλησμόνητη. Θα χρειαζόταν μια χωριστή διήγηση, για να την περιγράψω.
Στα ερημικά απρόσιτα Δώματα
Στην παραλία είχε ήδη φθάσει το σκάφος, το οποίο μετέφερε τα εφόδια και όλο τον εξοπλισμό, καθώς και τους συντρόφους μας, οι οποίοι φρονίμως ποιούντες προτίμησαν την εύκολη λύση αντί για την πορεία. Οι πρώτοι οδοιπόροι, μόλις έφθασαν στην ακτή, ειδοποίησαν ότι είχαμε "πεθάνει" της δίψας! Αμέσως δύο σύντροφοι που είχαν έρθει με το ταχύπλοο και ήταν τελείως ξεκούραστοι, πήραν μερικά μπουκάλια νερό κι έσπευσαν να μας προϋπαντήσουν, για να μας δώσουν τις πρώτες βοήθειες! Ήταν ένα δροσερό νέκταρ, που μας έκανε να ζωντανέψουμε ξανά.
Πιστέψαμε ότι τα βάσανά μας είχαν τελειώσει, αλλά δεν ήταν ακριβώς έτσι. Περπατούσαμε μέσα στην κοίτη του χειμάρρου, αλλά κι εκεί απαιτούνταν προσοχή, γιατί τα ορμητικά νερά του φαραγγιού είχαν κατεβάσει τεράστιες ποσότητες χωμάτων, άμμου και βότσαλων και είχαν συμπαρασύρει σε κάποια σημεία ολόκληρο το μονοπάτι. Έτσι, τελείως ξαφνικά, διαπιστώσαμε ότι στη συνέχεια του μονοπατιού υπήρχε γκρεμός! Έπρεπε να κάνουμε μεταβολή και να ψάξουμε για να βρούμε άλλο πέρασμα, κάποιο πιο ήπιο μέρος, με μικρή κλίση. Τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια, τέτοιες περιπέτειες…
Εδέησε, επιτέλους, ο καλός Θεός να φθάσουμε περίπου στις 17:30, μετά από δεκάωρη πορεία, στην περίφημη και ωραιότατη παραλία Δώματα. Εκεί μας περίμενε ολόκληρος ο εξοπλισμός μας. Αμέσως αναζητήσαμε τη "μερίδα νερού", που δικαιούνταν ο καθένας - δηλαδή 4 μεγάλες μπουκάλες, που περιείχαν 6 λίτρα νερό. Την πρώτη μπουκάλα τη ρουφήξαμε με απληστία μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.
Η διαμόρφωση της ακτής ήταν πολύ ασυνήθιστη. Το έδαφος τερμάτιζε απότομα σε τελείως κατακόρυφα τοιχώματα, που ορθώνονταν απόκρημνα και απειλητικά, σε ύψος μεγαλύτερο από μία πολυκατοικία! Από 'κει και πέρα η παραλία μέχρι τη θάλασσα ήταν στρωμένη με πολύ μεγάλα βότσαλα.
Στρατοπεδεύσαμε σε κάποια απόσταση από την ακροθαλασσιά και σε ακόμη μεγαλύτερη από την κατακόρυφη ορθοπλαγιά, για λόγους ασφαλείας. Άλλωστε, οι σεισμοί της Λευκάδας και οι φοβερές κατολισθήσεις ογκόλιθων στις απόκρημνες ακτές της ήταν πολύ πρόσφατα γεγονότα…
Είχε έρθει η άχαρη ώρα να στήσουμε τις σκηνές, όσο ακόμα υπήρχε φως, και να προετοιμαστούμε για τη διανυκτέρευση. Εγώ τα είχα καταφέρει να τερματίσω παλικαρίσια, παρά τα προβλήματά μου, και χωρίς να ζητήσω κανενός είδους βοήθεια, π.χ. να μου μεταφέρει κάποιος άλλος το σακίδιο. Όμως, είχα πια φθάσει στα όρια της αντοχής μου. Το στήσιμο της σκηνής μού φαινόταν βουνό κι όχι παιχνιδάκι, όπως συνήθως. Έκανα σύσκεψη με τον εαυτό μου. Σκέφτηκα να κοιμηθώ στο ύπαιθρο, χωρίς αντίσκηνο. Φοβήθηκα λίγο την έντονη ψύχρα και κυρίως την υγρασία πριν από τα ξημερώματα. Είχα εμπιστοσύνη, όμως, στις μονωτικές ικανότητες του υπνόσακού μου. Τελικά, αποφάσισα να διανυκτερεύσω χωρίς σκηνή. Άπλωσα το αφρώδες, ελαστικό στρώμα κι από πάνω τον υπνόσακο. Ετοίμασα και τ' απαραίτητα για τη νύχτα: φακό, νερό και… αντιδιαρροϊκά φάρμακα. Κατόπιν, ξάπλωσα επάνω στον υπνόσακο, για να ξαποστάσω και ν' απολαύσω τη χρυσή δύση του ηλίου. Σχεδόν συγχρόνως έδυε και η λεπτή "φέτα" της νεαρής Σελήνης των λίγων ημερών…
Οι ξεκούραστοι σύντροφοι που δεν μετείχαν στην πορεία, αποδείχθηκαν χρησιμότατοι. Συγκέντρωσαν ένα σωρό ξερά ξύλα και άναψαν μια υπέροχη φωτιά. Μας φώτιζε και έδινε ζωντάνια στην ερημική παραλία. Στη θράκα της ψήσαμε κρέας. Μία κυρία της συντροφιάς είχε προετοιμάσει μια ποικιλία φαγητών, τα οποία μεταφέρθηκαν μέσα σε ειδικά δοχεία (μπολ, θερμός κ.ά.) με το σκάφος. Μέσα σε λίγη ώρα ετοιμάστηκε ένα εκπληκτικό τσιμπούσι, με πάμπολλα φαγητά και ποτά. Συστήσαμε όλοι στη συνορειβάτισσα που είχε μαγειρέψει τα τόσο γευστικά εδέσματα ν' ανοίξει ταβέρνα, γιατί σίγουρα θα έκανε χρυσές δουλειές. Εγώ, δυστυχώς, δεν είχα καθόλου όρεξη, επειδή το στομάχι μου ήταν ακόμα σε κακά χάλια.
Η διανυκτέρευση στο ύπαιθρο
Ξάπλωσα στον υπνόσακό μου και απόλαυσα την υπέροχη αστροφεγγιά, τον φωτεινό Γαλαξία κι ένα ιδιαίτερα ζωηρό άστρο (νομίζω ότι ήταν ο Αποσπερίτης). Ήταν ένα ωραιότατο θέαμα, που τώρα πια στις πόλεις είναι αδύνατο να απολαύσουμε, λόγω της ατμοσφαιρικής ρύπανσης αλλά και της φωτορύπανσης από τα εκατομμύρια φώτα. Ξαπλωμένος αναπολούσα τη δύσκολη μέρα που πέρασα. Ήμουν, όμως, διπλά ευχαριστημένος τόσο γιατί τα κατάφερα (σ' αυτό με βοήθησαν οι συχνές προπονήσεις, που μου έχουν δώσει καλή φυσική κατάσταση), όσο και γιατί η παράτολμη απόφασή μου να συμμετάσχω στην πορεία αυτή τελικά αποδείχθηκε σωστή. Είχα, βέβαια, ρισκάρει πολύ. Και ο λόγος που το διακινδύνευσα ήταν επειδή πολύ δύσκολα θα ξανάβρισκα άλλη τέτοια ευκαιρία …
Μετά το φαγητό ο αρχηγός ρώτησε ποιοι θα συνέχιζαν την πορεία την επόμενη μέρα και ποιοι θα εγκατέλειπαν. Αποσύρθηκαν αρκετοί. Ο πρώτος, γιατί του ανέβηκε υπερβολικά η αρτηριακή πίεση και χρειαζόταν ιατρική παρακολούθηση. Μερικοί, επειδή έβγαλαν φουσκάλες στα δάχτυλα των ποδιών και υπήρχε κίνδυνος να εξελιχθούν σε μεγάλες πληγές. Όλοι αυτοί θα πήγαιναν στην Αγία Ρουμέλη με το ταχύπλοο. Εγώ δεν είχα αποφασίσει ακόμα. Θα περίμενα να δω πώς θα περνούσα τη νύχτα. Όσο η ώρα κυλούσε, ένας-ένας αποσυρόταν στη σκηνή του. Επειδή όλες οι σκηνές φωτίζονταν από μέσα, έμοιαζαν με πολύ μεγάλα, φανταχτερά, γιαπωνέζικα φανάρια! Συνολικά, ήταν ένα ωραιότατο, τελείως ασυνήθιστο και ιδιαιτέρως πολύχρωμο θέαμα, αφού οι σκηνές είχαν διαφορετικά χρώματα.
Χώθηκα μέσα στον υπνόσακό μου, τον οποίο κάλυψα με την εξωτερική του θήκη για διανυκτέρευση στο ύπαιθρο χωρίς σκηνή (bivouac sack). Για προσκεφάλι χρησιμοποίησα το σακίδιό μου. Δεν μπορώ να πω ότι έμοιαζε με πουπουλένιο μαξιλάρι! Έπεσα όπως ήμουν, με τα ρούχα. Τα διάφορα πράγματα που είχα μέσα στις τσέπες είναι αλήθεια ότι προεξείχαν και με ενοχλούσαν λίγο. Σε λίγο εμφανίσθηκε κάποιο κουνούπι. Η κούρασή μου, όμως, ήταν τόση που ο βόμβος του μου φάνηκε σαν νανούρισμα!
Λίγο αργότερα με ξύπνησε ένα δυνατός κοιλόπονος - άλλο ένα επεισόδιο διάρροιας... Τα μάτια μου είχαν συνηθίσει στο σκοτάδι και μπορούσα να βλέπω και να προχωρώ με το αμυδρό φως των αστεριών . Ο φακός που είχα φορέσει στο μέτωπό μου ελάχιστα μου χρειάστηκε. Την υπόλοιπη νύχτα κοιμήθηκα σαν πουλάκι, χωρίς καμία άλλη ενόχληση. Ούτε κρύωσα που διανυκτέρευσα στο ύπαιθρο.
Μία καινούργια πορεία
Δευτέρα, 29.9.2003
Το πρωί ξυπνήσαμε πριν χαράξει και μαζέψαμε τον εξοπλισμό και τις σκηνές μας. Το σκάφος έφθασε στις 7:00. Τρία άτομα έβγαλαν τα παπούτσια τους και μπήκαν μέσα στο νερό μέχρι το γόνατο, για να φορτώσουν τους σάκους. Άχαρη δουλειά αλλά απαραίτητη, γιατί το ταχύπλοο δεν μπορούσε να πλησιάσει περισσότερο στην ακτή.
Μετά την ήρεμη νύχτα που πέρασα, αποφάσισα να συνεχίσω την πορεία. Αρκετοί άλλοι προτίμησαν την λύση του σκάφους, το οποίο μάλιστα χρειάστηκε να κάνει δύο διαδρομές, γιατί δεν χωρούσε συγχρόνως όλα τ' άτομα μαζί με τους σάκους.
Αναχωρήσαμε στις 7.30. Είχε ήδη χαράξει, αλλά ο ήλιος δεν είχε ακόμη φανεί, γιατί τον έκρυβε το ψηλό βουνό. Αυτό ακριβώς το βουνό ήταν το πρώτο που θα ανεβαίναμε. Μετά τη "λειψυδρία" της προηγούμενης μέρας, το πάθημα μας είχε γίνει μάθημα. Όλοι πήραμε περισσότερο νερό, παρόλο που η διαδρομή θα ήταν μικρότερη. Εγώ πήρα 3,5 λίτρα, δηλαδή 3,5 κιλά πρόσθετου φορτίου. Αλλά με την αφυδάτωση δεν πρέπει να παίζουμε…
Προχωρήσαμε μέχρι το τέρμα της παραλίας προς τα ανατολικά. Εκεί στρίψαμε προς το εσωτερικό, όπου άρχιζε το ανηφορικό μονοπάτι. Μετά την κλασική πια καταμέτρηση του αριθμού των ορειβατών που συμμετείχαν στην πορεία, αρχίσαμε την ανάβαση.
Το στήθωμα ήταν απότομο, αλλά ήμασταν ξεκούραστοι και η πρωινή δροσιά ήταν πολύ ευχάριστη. Ακριβώς επειδή είχαμε μεγάλο ανήφορο, ξεκινήσαμε πολύ νωρίς. Η θέα προς την ακτή Δώματα, όπου διανυκτερεύσαμε ήταν εντυπωσιακή.
Σε κάποιο σημείο η άνοδος ήταν τόσο απότομη και απόκρημνη που χρειάστηκε να σκαρφαλώσουμε με τα τέσσερα! Και για να καταφέρουμε ν' ανέβουμε έπρεπε ο ένας να βοηθάει τον άλλον.
Στις 8:45 φθάσαμε στο διάσελο, σε υψόμετρο 380 μέτρων. Η θάλασσα ήταν ήρεμη και διακρίναμε το μικρό ταχύπλοο που μεταφέρει τους συντρόφους και τον εξοπλισμό μας. Το στομάχι μου συμπεριφερόταν άψογα κι έτσι αντιμετώπιζα την πορεία με μεγάλη άνεση. Ο χθεσινός εφιάλτης της διάρροιας είχε περάσει οριστικά.
Ανεβήκαμε μέχρι τα 500 και πλέον μέτρα υψόμετρο. Από 'κεί πάνω διακρίναμε αμυδρά, μακριά προς τα πίσω, τη χερσόνησο όπου βρίσκεται η Παλαιοχώρα. Η αραιή συννεφιά που επικρατούσε ήταν πολύ ευχάριστη, γιατί κάλυπτε τον ήλιο και μας δρόσιζε.
Κατόπιν κατεβήκαμε στα 380 μέτρα. Πόσο χρήσιμα αποδείχθηκαν τα μεταλλικά ορειβατικά ραβδιά μας στον κατήφορο! Στην πολύωρη κατάβαση, μπορούσαμε να φρενάρουμε μ' αυτά, ανακουφίζοντας έτσι τα δάχτυλα των ποδιών και τα γόνατά μας. Επειδή το μονοπάτι ήταν δύσβατο και δυσδιάκριτο, αρκετές φορές γλιστρούσαμε ή παραπατούσαμε. Δύο φορές γλίτωσα από πέσιμο, χάρη στο μεταλλικό, πτυσσόμενο, τηλεσκοπικό ραβδί μου!
Το μονοπάτι άρχισε ν' ανεβαίνει με μεγάλη κλίση. Φτάσαμε ξανά στα 480 μέτρα. Από ψηλά βλέπαμε το πλοίο της γραμμής να χάνεται πίσω από ένα ακρωτήριο προς τα ανατολικά και να μπαίνει σε κάποιο κόλπο. Συμπεράναμε ότι εκεί βρισκόταν η Αγία Ρουμέλη. Υπολειπόταν, όμως, αρκετός δρόμος για να ξεπεράσουμε το τελευταίο βουνό.
Κατόπιν συναντήσαμε μια δεξαμενή για το πότισμα των ζώων και μετά περάσαμε μέσα από ένα πευκώνα.
Διασχίσαμε ένα μικρό φαράγγι και τελικά φτάσαμε σ' ένα διάσελο. Από 'κει αντικρίσαμε την Αγία Ρουμέλη, η οποία είναι χτισμένη στη θέση της αρχαίας πόλης Τάρρα (η οποία ήταν μέλος του Κοινού των Κρηταιέων). Η θέα ήταν εκπληκτική! Το μονοπάτι προχωρούσε περίπου παράλληλα με την ακτή, αλλά σε αρκετά μεγάλο υψόμετρο. Στη διαδρομή είδαμε μία σειρά από σπηλιές που βρίσκονταν πιο ψηλά από το μονοπάτι. Οι βράχοι ήταν διάτρητοι, γεμάτοι μικρές και μεγάλες κοιλότητες. Έμοιαζαν με πελώριο κομμάτι τυριού!
Στην παραλία της Αγίας Ρουμέλης
Όταν φθάσαμε στον προορισμό μας, είχα περίσσευμα 1,5 λίτρο νερού. Η διαδρομή εκείνη ήταν μικρότερη και λιγότερο επίπονη από εκείνη της προηγούμενης μέρας και η θερμοκρασία αισθητά χαμηλότερη. Πολλοί ορειβάτες αντιμετώπισαν πρόβλημα στις άκρες των δακτύλων των ποδιών τους, λόγω της συνεχούς προσπάθειάς τους να φρενάρουν στις απότομες κατηφορικές διαδρομές. Οι φουσκάλες και ο πόνος έκανε το κάθε βήμα πραγματικό μαρτύριο.
Στην Αγία Ρουμέλη αγόρασα μία πετσέτα με τον έγχρωμο χάρτη της Κρήτης και πήγα κατευθείαν για κολύμπι. Η παραλία ήταν υπέροχη με μαύρα βότσαλα και η θάλασσα πεντακάθαρη και δροσερή. Κάτι μικρά ψαράκια, μήκους 3 εκατοστών περίπου (νομίζω ότι ήταν μουρμούρες) άρχισαν να με τσιμπάνε. Το περίεργο ήταν ότι δεν τσίμπησαν κανέναν άλλον από όσους κολυμπούσαν τριγύρω, ενώ εγώ δέχθηκα καμιά δεκαπενταριά τσιμπήματα! Η μοναδική άλλη φορά στη ζωή μου που μ' έχουν τσιμπήσει μικροσκοπικά ψάρια ήταν πριν από πολλά χρόνια σε μια παραλία του νησιού Cancun στο Μεξικό.
Στην ταβέρνα, όπου φάγαμε το μεσημέρι, ο ιδιοκτήτης βλέποντας τα σκονισμένα ρούχα μου και την ταλαίπωρη εμφάνισή μου με ρώτησε αν έρχομαι από το φαράγγι της Σαμαριάς. Όταν του περιέγραψα τη διαδρομή που είχαμε κάνει, με κοίταξε με θαυμασμό. Αμέσως με κέρασε τσικουδιές και μου είπε ότι έχει ένα σπιτάκι μέσα στο φαράγγι της Τρυπητής, αλλά δεν έχει κάνει ποτέ ολόκληρη την πορεία που κάναμε εμείς. Επωφελήθηκα απ' αυτή τη γνωριμία και τον ρώτησα πληροφορίες για μελλοντική διάσχιση ολόκληρου του Φαραγγιού της Τρυπητής! Του ζήτησα, μάλιστα, αν μπορεί, να μου γνωρίσει κάποιον εντόπιο οδηγό. Βλέπετε, εξακολουθώ να είμαι αμετανόητος…
Στη διαδρομή της επιστροφής με το λεωφορείο σταματήσαμε στο χωριουδάκι Ίμπρος, που διαθέτει κι αυτό το δικό του φαράγγι! Ένα μέρος του Ιμπριώτικου φαραγγιού το είχα διασχίσει τέσσερα χρόνια πριν, αλλά επειδή ήμουν τελείως μόνος, φοβήθηκα μήπως μου συμβεί κανένα ατύχημα και δεν συνέχισα (δεδομένου ότι μέσα στα στενά φαράγγια τα κινητά τηλέφωνα πολύ σπάνια έχουν σήμα).
Στο χωριό αυτό δοκιμάσαμε δυο κρητικές σπεσιαλιτέ: σκαλτσούνια με μέλι και κρητική στάκα (που, δυστυχώς, περιέχει πάρα πολύ λίπος). Βέβαια, σ' αυτή την τριήμερη διάσχιση των φαραγγιών έχασα δύο κιλά βάρους (λίπους, όχι υγρών που τα ξαναπαίρνει κανείς αμέσως).
Ιστορικές σημειώσεις
Στην περιοχή της νοτιοδυτικής Κρήτης άκμασαν, κατά τους κλασσικούς χρόνους και την ύστερη αρχαιότητα, πολλές πόλεις και πολίχνες, που τα ονόματά τους δεν είναι πολύ γνωστά: Λυσσός (στη νότια παραλία της επαρχίας Σελίνου), Έλυρος (στο χωριό Ροδοβάνι), Συία (σημερινή Σούγια), Ποικιλασσός, Υρτάκινα, Τάρρα (σημερινή Αγία Ρουμέλη).
Είχαν συμπήξει ένα είδος Συμπολιτείας (κοινό των Ορείων ή των Κρηταιέων). Οι πόλεις-κράτη οι οποίες την αποτελούσαν είχαν ίσα δικαιώματα. Η συνεργασία αυτή σκόπευε βασικά στην κοινή άμυνα εναντίον της αρχαίας Κυδωνίας (σημερινά Χανιά). Είχαν, μάλιστα, συνάψει συμμαχία και με τον βασιλιά Μάγα της Κυρήνης (στη σημερινή Λιβύη). Η Κυδωνία είχε συμμαχήσει με τον βασιλιά της Περγάμου. Ακόμη και πριν από δύο χιλιάδες χρόνια συμμετείχαν στους πολέμους σχεδόν όλες οι πόλεις της Μεσογείου…
Πνευματικά δικαιώματα adventurouslife.gr